Ήταν ένα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο, διπλάσιο της πλατείας Συντάγματος, περιφραγμένο με έναν ψηλό άσπρο φράχτη!!! Είχε μια εντυπωσιακή κεντρική είσοδο, την μοναδική. Μπαίνοντας, υπήρχε ένας μεγάλος ακάλυπτος χώρος. Προχωρώντας υπήρχε άλλη μια μάντρα η οποία αυτή όμως είχε 3 εισόδους. Όποια είσοδο και να επέλεγε κανείς συναντούσε την ίδια εικόνα. Τρία κτήρια -ουσιαστικά στρατώνες- με έναν στενόμακρο διάδρομο ο καθένας, έως και 40 μέτρα μήκος και 7 μέτρα πλάτος, όπου εκατέρωθεν υπήρχαν πορτούλες που οδηγούσαν σε μικρούλια, χαμηλοτάβανα δωματιάκια ενώ υπήρχε ένα μεγάλος χώρος που λειτουργούσε ως καφενείο.
Πριν ή μετά τον καφέ σου επέλεγες το δωματιάκι που ήθελες, "τέλειωνες" μέσα τους ή έξω τους (ποιος ξέρει;), πλήρωνες και έφευγες γνωρίζοντας πια ότι «τίμησες» μια από τις μεγαλύτερες ξευτίλες του νεοελληνικού κράτους, το Χαμαιτυπείον στα Βούρλα στη Δραπετσώνα, το πιο οργανωμένο πολύ-μπουρδέλο του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα στη χώρα και ίσως στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το όνομα Βούρλα το πήρε από τα βούρλα που φύτρωναν στις προσχώσεις στη σημερινή περιοχή του Ναού του Αγίου Διονυσίου, γύρω από τον οποίο, άρχισαν να χτίζονται γύρω στο 1873 και άνοιξαν τα πιο βρωμερά πλην αγιοποιημένα μπουρδέλα. Την εργολαβία για την κατασκευή και λειτουργία τους ανέλαβε σαν εκπρόσωπος ομάδας κρυφών ιδιοκτητών, κάποιος εργολάβος Μπόμπολας, με το αζημίωτο, προς χρήση των πληρωμάτων των ξένων καραβιών, αλλά και για να βρίσκονται μακριά απ’ το κοινωνικό γίγνεσθαι των κατοίκων του Πειραιά, στην έρημη τότε Δραπετσώνα.
Περνώντας τα χρόνια μετατράπηκε σε ένα οργανωμένο μεγαθήριο με πουτάνες επί πληρωμή και αδίστακτα καθάρματα που τους τα έπαιρναν. Σμυρνιές, Πολίτισσες, Μακεδόνισσες, Θεσσαλές, Ηπειρώτισσες, Στερεοελλαδίτισσες και Πελοποννήσιες, βλάχες, μπορούσανε να καλύψουνε όλα τα γούστα μένοντας όμως οι ίδιες ακάλυπτες για μια ζωή περιθωριοποιημένες από την Πειραϊκή κοινωνία.
Το Χαμαιτυπείον Βούρλων ήταν τόσο ελεεινό που, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, το κράτος εγκατέστησε ακριβώς μέσα στο «μπουρδελοmall» αστυνομικό σταθμό αποκλειστικά για να διατηρεί την τάξη.
Η διαταγή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικοβοιωτίας του 1894 βγάζει γούστα: Αι κοιναί γυναίκες διαιρούνται εις τρείς τάξεις: πρώτης, δευτέρας και τρίτης. Και αι μεν πρώτης τάξεως θέλουν διαμένει εις ιδιαιτέρας κατοικίας, αι δε δευτέρας εις τινά των εν ταις πόλεσιν Αθηνών και Πειραιώς τηρουμένων οίκων ασωτείας και αι τρίτης εις τα εν Αθήναις μεν χαμαιτυπεία τα κείμενα πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος, εν Πειραιεί δε εις τας προς δυσμάς του νεκροταφείου Πειραιώς υπάρχοντα τοιαύτα δημοτικά οικήματα.
Καλά διαβάσατε «δημοτικά οικήματα» καθότι το πολύ-μπουρδελοκατάστημα ανήκε στον Δήμο αλλά «ταμίας» ήταν η οικογένεια του μετέπειτα πρωθυπουργού, συνεργάτη του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της Χούντας Παναγιώτη Πιπινέλη. Οι δαιμόνιοι Πιπινέληδες ξεζουμούσαν καθημερινά τις μήτρες 70-80 – άλλοτε και διπλάσιος αριθμός – γυναικών – άραγε πόσες να πέρασαν στις τόσες δεκαετίες – για να βγάζουν φράγκα από ναυτάκια ζουμπουρλούδικα και όχι μόνο. Οι δαιμόνιοι Πιπινέληδες πληρώνανε το νοίκι τους στο κράτος, πηγαίνανε και στην εκκλησία κάνανε και τον σταυρό τους με το δεξί και με το άλλο γράφανε ιστορία. Όπως λέει και το άσμα «πρώτα Βούρλα μετά Τρούμπα γειά σου Πιπινέλη λούμπα, παριστάνεις τον τζελέπη έχεις όμως τρύπια τσέπη».
Το μικρασιατικό φιάσκο του 22’ ήταν μια έξοχη ευκαιρία για το Χαμαιτυπείον να ανανεώσει το δυναμικό του με ξυπόλητες Σμυρνιές. Το ελληνικό κράτος για όλους φρόντιζε ανέκαθεν.
Αυτή η μικροκοινωνία λοιπόν από ρουφιάνους, νταβατζήδες, πόρνες κάθε λογής, και διεφθαρμένους πολιτσμάνους, αποτέλεσε μια μοναδική μπουρδελαγορά που λειτούργησε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ώσπου οι Γερμαναράδες την κάναν φυλακή, είχε τις προϋποθέσεις φαίνεται. Αποτελεί ειρωνεία ότι από τις Φυλακές των Βούρλων κατάφεραν να αποδράσουν με εντυπωσιακό τρόπο αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι, την δεκαετία του 1950, αλλά στα 60 περίπου χρόνια που τα Βούρλα λειτούργησαν ως υπερ-μπουρδέλο οι πιθανότητες απόδρασης των «φυλακισμένων» γυναικών τρίτης τάξης, ήταν μηδαμινές.
Το πρώτο μπουρδέλο στον Πειραιά το έφτιαξε ο Μπόμπολας!
Έτσι εξηγούνται πολλά…
Του Καθηγητή Γ. Ζουγανέλη
Πάντα είχα το ερώτημα ποιος εργολάβος έφτιαξε το πρώτο μπορδέλο στον Πειραιά, στην περιοχή της Τρούμπας! Η απάντηση είναι, όπως μπορείτε να διαβάσετε εδώ από ένα άρθρο που έγραψε ο Φαήλος Κρανιδιώτης, ο Νικόλαος Μπόμπολας, το 1876, με δάνειο του Δήμου!
Η κατασκευή του διήρκεσε 4-5 χρόνια όπως οι δρόμοι που κατασκευάζονται και ξανακατασκευάζονται στην Ελλάδα από τον γνωστό Εθνικό εργολάβο, οποίος κατά καιρούς συμβουλεύει και τον αρχηγό του σημερινού καθεστώτος. Το μπορδέλο αυτό ήταν το πρώτο αναπτυξιακό έργο της εποχής εκείνης. Φαίνεται ότι η παράδοση αυτή συνεχίζεται και μέχρι σήμερα μόνο που το μπορδέλο έχει γίνει μεγαλύτερο και η μάμα του δεν είναι στο Πειραιά αλλά εικάζεται ότι εισέρχεται συχνά από την πίσω πόρτα στο Μαξίμου τις βραδυνές ώρες και συνομιλεί με τον αρχηγό του καθεστώτος.
Δεν ξέρω τι σχέση έχει ο γνωστός ιδιοκτήτης του MEGA με τον αείμνηστο Νίκο Μπόμπολα στον οποίο οι Πειραιώτες και οι ναύτες της εποχής εκείνης χρωστούσαν πολλά, όπως αυτός χρωστάει σήμερα πολλά στις τράπεζες που ελέγχονται από τους Γερμανούς αλλά σίγουρα ο σημερινός ηγέτης του καθεστώτος πρέπει να του χρωστάει ευγνωμοσύνη για την στήριξη που του προσφέρει. Με ποιό δημοκρατικό δικαίωμα και με ποιό τρόπο αποδεικνύει τον σεβασμό του στο πολίτευμα δεν είναι ξεκάθαρο. Αυτό χρήζει έρευνας από την Δικαιοσύνη, όταν κάποτε λειτουργήσει εξίσου για όλους τους πολίτες και βάσει του υπάρχοντος συντάγματος.
Δεν είμαστε όλοι αγράμματοι σε αυτή τη χώρα…
Mπορδέλα και consulting… Τυχαίο;
Σε μια ολιστική λογική και μια ιστορική διαδρομή τίποτα δεν μπορεί να μην σχετίζεται με κάτι άλλο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, ότι στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ η δημοκρατία ούτε το γεγονός ότι η χώρα πάντα κάπου χρώσταγε και αυτό φαίνεται ότι θα δεσμεύσει και σήμερα την ανάπτυξη, την δημοκρατία και τη ποιότητα ζωής στις επόμενες γενεές Ελλήνων.
Urban frame no4: Τρούμπα: μια ιστορία αστικού εξευγενισμού στη γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια.
Στην ανατολική ακτή του λιμανιού του Πειραιά, ανάμεσα στο ναό του Αγίου Νικολάου και το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, ανάμεσα στον προστάτη των ναυτικών και τον προστάτη των αμαρτωλών, βρίσκεται η ξεχασμένη Τρούμπα, η γειτονιά με τα καμπαρέ και τους οίκους ανοχής που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το μεγάλο λιμάνι για περισσότερο από είκοσι χρόνια. Η συνοικία οριοθετούνταν από την Ακτή Μιαούλη και τις οδούς Φιλελλήνων, Κολοκοτρώνη και Σωτήρος Διός. Το όνομα της το πήρε από μια τρόμπα που υπήρχε στην προβλήτα του λιμανιού και από την οποία μέσω ενός δερμάτινου σωλήνα γινόταν ο ανεφοδιασμός των πλοίων με νερό. Ο πυρήνας της ήταν η οδοί Νοταρά και Φίλωνος. Στην πρώτη συγκεντρώνονταν οι οίκοι ανοχής ενώ στη δεύτερη τα καμπαρέ.
Η ακμή της αμαρτωλής συνοικίας, εκεί «όπου λάβαινε χώρα το μεγάλο και φανερό εμπόριο της λευκής σάρκας»[1] όπως μας πληροφορεί ο Μ. Καραγάτσης, ξεκινά κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Βέβαια η πορνεία εμφανίστηκε στον Πειραιά πολύ νωρίτερα. Η ανάπτυξη της συμβάδισε με την ανάπτυξη του λιμανιού και την επέκταση των εμπορικών, εμπορευματικών, βιομηχανικών εργασιών και εγκαταστάσεων. Όσο πλήθαιναν οι εργάτες, οι έμποροι και οι ναυτικοί που δούλευαν ή περνούσαν από τον Πειραιά, τόσο πλήθαιναν τα χαμαιτυπεία στο λιμάνι και γύρω από τα εργοστάσια, γεγονός που προκάλεσε τις αντιδράσεις των κατοίκων ήδη από το 1840. Αποτέλεσμα της κοινωνικής δυσαρέσκειας ήταν αρχικά να μεταφερθούν τα παραπήγματα των ιεροδούλων λίγο έξω από τα τότε όρια της πόλης και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους εκεί, κάτι που δεν κατεύνασε ωστόσο τη δυσφορία των Πειραιωτών. Το ζήτημα απασχόλησε για χρόνια τη δημοτική αρχή, η οποία για να μπορέσει να ελέγξει τη συνεχώς αυξανόμενη πορνεία, αποφάσισε και μετά από καθυστερήσεις αρκετών χρόνων υλοποίησε, την ανέγερση ενός συγκροτήματος οίκων ανοχής σε σημείο απομακρυσμένο από τα οικιστικά όρια της πόλης και σε οικόπεδο 12 στρεμμάτων το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 180μ. από το νεκροταφείο του Αγ. Διονυσίου.[2] Η περιοχή, στα σημερινά όρια του Πειραιά και της Δραπετσώνας, ονομαζόταν “Βούρλα” (ή Βρωμολίμνη) λόγω του ελώδους εδάφους της το οποίο συνόδευε η δυσωδία, τα κουνούπια, η εγκατάλειψη και η παρακμή.[3] Εκείνη έδωσε το όνομα της στα πρώτα κρατικά και ελεγχόμενα πορνεία της χώρας, που άνοιξαν τη μία και μόνη πύλη τους την Πρωτοχρονιά του 1876. Αξίζει να αναφερθεί πως, παρόλο που το συγκρότημα των πορνείων κατασκευάστηκε με κρατική πρωτοβουλία, η ιδιοκτησία του δόθηκε εξολοκλήρου στον εργολάβο που ανέλαβε την κατασκευή του και στους κληρονόμους αυτού. Μοναδική προϋπόθεση ήταν πως εάν τα κτήρια χρησιμοποιούνταν κάποτε για άλλο σκοπό τότε θα περιέρχονταν στην κυριότητα του Δήμου.[4]
Το σχέδιο των Βούρλων περιελάμβανε τρία διώροφα κτήρια που διατάσσονταν σε σχήμα Π. Κάθε πλευρά χωριζόταν σε 24 δωμάτια (12 σε κάθε όροφο). Συνολικά 72 πόρνες ζούσαν και εργάζονταν εκεί. Το συγκρότημα έκλεινε με μια ψηλή μάντρα. Υπήρχε μία φυλασσόμενη από αστυνομικό είσοδος που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή. Στο μέσο της αυλής βρισκόταν ένα μικρό κτίσμα-φυλάκιο για την αστυνομική φρουρά. Στο ισόγειο του φυλακίου στεγαζόταν το καφενείο για τους νταβατζήδες.[5] Οι τελευταίοι εκβίαζαν και εκμεταλλεύονταν τις πόρνες δρώντας φυσικά με την ανοχή της αστυνομίας που βρισκόταν στο χώρο για να εξασφαλίζει την τάξη και την ηρεμία.
Τα Βούρλα δεν λειτουργούσαν ωστόσο μονάχα σαν κρατικά πορνεία αλλά και σαν τόπος τιμωρίας για γυναίκες που παρέβαιναν άγραφους κανόνες λειτουργίας οίκων, όχι μόνο ανοχής αλλά και μεγαλοαστικών. «Όταν ένας νοικοκύρης ριχνόταν στη δούλα του, αυτή αντιστεκόταν την κατέδιδε στην αστυνομία. Η αστυνομία την πήγαινε στα Βούρλα. Κάποια πόρνη που ανήκε σε οίκο ανοχής αλλά είχε παραβεί κάποια διάταξη του οίκου τη στέλνανε τιμωρία στα Βούρλα (ένα μήνα, έξι μήνες, ισόβια).»[6]
Έξω από τα οικιστικά όρια της πόλης, σε μια έρημη περιοχή, δίπλα από το νεκροταφείο, σε ένα βαλτότοπο ακατάλληλο για να φιλοξενήσει οποιαδήποτε λειτουργία, εγκατέστησε το κράτος τις πόρνες. Εκεί όπου λίγα χρόνια αργότερα έστειλε και τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στο περιθώριο της πόλης, συγκεντρώθηκε το περιθώριο του κοινωνικού συστήματος, εκείνοι που ήταν έξω από τις συμβατικές κοινωνικές κάστες της εποχής. Δεν είναι τυχαίο πως σ’ αυτόν τον τόπο σύχναζαν και οι ρεμπέτες καθώς αντλούσαν τα θέματα τους μεταξύ άλλων και από τη ζωή του περιθωρίου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει χαρακτηριστικά πως οι ρεμπέτες πήγαιναν εκεί που βρίσκονταν τα «κακά» της πόλης, το νεκροταφείο, οι πόρνες και οι πρόσφυγες.[7] Ιδιαίτερα τα ρεμπέτικα της πρώτης περιόδου, έως το 1938 και πριν τη λογοκρισία του Μεταξά, αναφέρονται κατά κύριο λόγο στην παραβατικότητα (χασίσι, τεκέδες, φυλακές, παρανομία) και τον έρωτα.
Τα πορνεία των Βούρλων έκλεισαν κάπου ανάμεσα στη δικτατορία του Μεταξά και τη γερμανική Κατοχή και το συγκρότημα μετατράπηκε σε φυλακές, τις Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς. Τότε ήταν που ξεκίνησε η ακμή της Τρούμπας. Η πορνεία επέστρεψε στο κέντρο της πόλης και μάλιστα σε μία από τις παλαιότερες και καλύτερες γειτονιές της, εκείνη στην οποία είχαν εγκατασταθεί οι έποικοι από τη Χίο τον 19ο αιώνα· τη συνοικία με τα διώροφα και τριώροφα αρχοντικά και τα ισόγεια εμπορικά καταστήματα που έβλεπε στο παράκτιο μέτωπο και είχε την καλύτερη θέα στο λιμάνι. Μετά το 1922 και το ρεύμα των προσφύγων που πλημμύρισε τον Πειραιά, πολλοί από τους εύπορους κατοίκους του μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές του λεκανοπεδίου ενοχλημένοι από τα παραπήγματα που κατέκλεισαν τις προκυμαίες του λιμανιού. Ο βομβαρδισμός του 1944 και οι συντριπτικές καταστροφές που υπέστησαν οι περιοχές κοντά στις προβλήτες ήταν ένα ακόμα γεγονός που ώθησε τους αστούς της πόλης να την εγκαταλείψουν. Κάπως έτσι η παλιά αρχοντική Χιώτικη συνοικία ερήμωσε και μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά στην περιβόητη Τρούμπα.[8]
Μέσα στα επόμενα χρόνια η περιοχή γέμισε ασφυκτικά με καμπαρέ, οίκους ανοχής, φτηνά ξενοδοχεία, μπαρ, αίθουσες προβολών ερωτικών ταινιών, καφενεία όπου γινόταν εμπόριο χασίς, πόρνες που ξέπεφταν για ένα μεροκάματο, σωματέμπορους και πατρόνες που τις εκμεταλλεύονταν για εύκολο κέρδος, ναυτικούς που αναζητούσαν τη διασκέδαση, έφηβους που ξόδευαν το χαρτζιλίκι τους για να μυηθούν στον έρωτα. Ανάμεσα στα κτήρια της Τρούμπας υπήρχαν και ορισμένες κατοικίες, εμπορικά καταστήματα και δημόσιες υπηρεσίες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η πινακίδα «εδώ μένει οικογένεια» που τοποθετούνταν στις εισόδους των κατοικιών προκειμένου να αποφεύγονται αυτές από τους επίδοξους πελάτες των πορνείων. [9]
Το 1956 η υπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή, Λίνα Τσαλδάρη, εισηγείται πρόταση νόμου με την οποία κλείνουν οι ομαδικοί οίκοι ανοχής και κάθε σπίτι μπορεί να έχει μέχρι δύο πόρνες. Η απόφαση αυτή συνιστά αποφασιστικό βήμα για την ανεξαρτητοποίηση των 500 περίπου δηλωμένων γυναικών της Τρούμπας που μπορούν να δουλεύουν πια χωρίς πατρόνες και κάτω από καλύτερες συνθήκες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι με το καθεστώς των ομαδικών οίκων ανοχής το ωράριο μιας πόρνης ήταν από τις 10 το πρωί ως τις 10 το βράδυ. Κάθε κοπέλα μπορούσε να δεχτεί έως και 100 ή 120 πελάτες σε μια μέρα ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής της παρακρατούνταν από τη μαντάμ του σπιτιού. Με την ανακατανομή που έγινε οι οίκοι ανοχής της Τρούμπας πολλαπλασιάστηκαν.[10]
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στις περιόδους που κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ο 6οςαμερικανικός στόλος. Η Τρούμπα πλημμύριζε από ναύτες που ξεχύνονταν στα καμπαρέ, τα μπαρ και τα πορνεία, αναζητώντας τη διασκέδαση και την κραιπάλη. Η τιμή της βίζιτας διπλασιαζόταν, από τις 27 δραχμές έφτανε τις 55. Στις πόρνες της Τρούμπας έρχονταν τότε να προστεθούν κοπέλες από όλη την Αττική που κατέβαιναν στον Πειραιά ως περιστασιακές πόρνες για όσο θα έμενε ο στόλος, εκτοξεύοντας το συνολικό αριθμό των διαθέσιμων γυναικών από 500, που ήταν οι δηλωμένες στην αστυνομία, στις 2000.[11]
Αυτή ήταν λίγο πολύ η εικόνα της συνοικίας έως το 1968 οπότε ο διορισμένος από τη Χούντα δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την οριστική απομάκρυνση των πορνείων από την Τρούμπα και την κατεδάφιση του συνόλου σχεδόν των κτηρίων που τα στέγαζαν. Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικά με την απόφαση αυτή αναφέρεται πως η συνοικία αποτελούσε τόπο ακολασίας και σκανδάλιζε τους οικογενειάρχες και υγειώς σκεπτόμενους πολίτες οι οποίοι «δεν διήρχοντο των οδών του τομέως αυτού, λόγω της υφισταμένης εκεί αντιχριστιανικής, αντικοινωνικής και εν πάση περιπτώσει απαράδεκτον δια την κοινωνίαν του Πειραιώς καταστάσεως, η συνέχισις της οποίας ήτο ανεπίτρεπτως. Άπασαι αι άσεμναι γυναίκες απομακρύνθησαν των οδών του εν λόγω κεντρικού τομέως της πόλεως, ούτο δε εξέλειπεν το κοινωνικόν άγος εκ της περιοχής ήτις απαλαγμένη πλέον εκ των αμαρτιών του παρελθόντος αφέθη ελευθέρα εις τους Πειραιείς.»[12]
Οι πόρνες της Τρούμπας αντιμετωπίστηκαν σαν να επρόκειτο για παρασιτικούς οργανισμούς που εμπόδιζαν τον περίπατο των κατοίκων στην προκυμαία και ενοχλούσαν την ευαίσθητη ηθική του μεσοαστικού Πειραιά. Εκδιώχθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για την επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική τους αποκατάσταση, για την απομάκρυνση τους από το περιθώριο στο οποίο η ίδια η κοινωνία τις ενέταξε. Ο Μ. Καραγάτσης γράφει: «Η Μαρία Μακρή συλλογιέται πως τα Βούρλα καταργήθηκαν για τα μάτια του κόσμου: για να μη φαίνεται τόσο προκλητικά ο ξεπεσμός της γυναίκας. Τίποτα όμως δεν άλλαξε. Οι γριές και οι κακοσούσουμες, αντί να δουλεύουν συγκεντρωμένες σε κοινόβιο, ξεποδαριάζονταν στα πεζοδρόμια, να ψωνίζουν πελάτες και να τους κουβαλούν στις τρώγλες τους, τις εγκατασπαρμένες σε όλες τις φτωχογειτονιές της μεγάλης πολιτείας.»[13] Αντίστοιχα όταν καταργήθηκε η Τρούμπα, τίποτε δεν άλλαξε. Οι πόρνες απλά μετακινήθηκαν αλλού· άλλες στην Αθήνα, άλλες έφυγαν για την επαρχία, την Ευρώπη ή το Κάιρο. Έτσι έληξε η ιστορία της φημισμένης γειτονιάς του αγοραίου έρωτα στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, με μια άλλη ιστορία αστικού εξευγενισμού ή αλλιώς urban gentrification.
Ο όρος gentrification αναφέρθηκε πρώτη φορά to 1964 από την κοινωνιολόγο Ruth Glass. Περιγράφει την επίσημη επέμβαση σε μια υποβαθμισμένη αστική περιοχή, την οποία κατοικούν συνήθως χαμηλά οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, με στόχο την αναβάθμιση της αξίας της γης και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Συχνά μια τέτοια διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα, αν όχι ως σκοπό, τον εκτοπισμό των αρχικών, χαμηλού εισοδήματος, περιθωριοποιημένων κοινωνικά και άρα ευάλωτων κατοίκων και την αντικατάσταση τους από άλλους που ανταποκρίνονται στο οικονομικό και κοινωνικό status της νέο-διαμορφωμένης αστικής ταυτότητας της περιοχής.
Οι οίκοι ανοχής είναι χώροι που ανήκουν στην πόλη, είναι κομμάτι του αστικού ιστού, όπως αντίστοιχα κομμάτια του αστικού ιστού είναι τα νοσοκομεία, οι φυλακές, τα ψυχιατρεία, τα νεκροταφεία, τα θέατρα, τα μουσεία. Είναι όμως χώροι που αμφισβητούν τη χωρική συγκρότηση και βρίσκονται έξω από όλους τους τόπους. Ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία που ο Φουκώ ονομάζει ‘ετεροτοπίες’.[14] Στα όρια τους δημιουργείται ένας κόσμος απατηλός, έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις και νόρμες που καταδεικνύει ουσιαστικά την ψευδαίσθηση της αστικής πραγματικότητας. Ο απατηλός κόσμος των χαμαιτυπείων απογυμνώνει και καταγγέλλει το συντηρητικό, συμβατικό, απατηλό είδωλο της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι χώροι αυτοί φανερώνουν εμφατικά και απροκάλυπτα τη διαφορετικότητα στα πλαίσια του αστικού ιστού και υπογραμμίζουν την ανομοιογένεια αλλά και ανισότητα της κοινωνικής συγκρότησης.
Η Τρούμπα ήταν ένα μέρος του αστικού ιστού – όπως και τα Βούρλα πιο πριν- στο οποίο κινούνταν εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που ο Ηλίας Πετρόπουλος ονομάζει ‘υπόγειο’. Ο ερευνητής υιοθετεί τον όρο ‘υπόγειο’ και όχι περιθώριο σχολιάζοντας πως οι πόρνες, οι χασικλήδες, οι φυλακισμένοι, είναι το υπόγειο το οποίο ποδοπατά ασφαλώς η αστική τάξη αλλά το ποδοπατά και το προλεταριάτο.[15] Το υπόγειο δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να καταλαμβάνει ένα κεντρικό κομμάτι-φιλέτο του αστικού ιστού στο οποίο βρίσκονταν επίσης τα Δικαστήρια του Πειραιά, τα γραφεία της Ολυμπιακής (Φίλωνος και ΙΙας Μεραρχίας) και μεγάλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό το καθεστώς της επταετίας ανέλαβε να ‘καθαρίσει’ το κέντρο της πόλης από την αμαρτία και την ανηθικότητα και να το αποδώσει στις επιχειρηματικές δυνάμεις της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Τα πορνεία της Τρούμπας βρίσκονταν στο κέντρο του Πειραιά σε άμεση πρόσβαση με το λιμάνι. Δεν ήταν οι πόρνες που ενοχλούσαν το κράτος, αλλά το γεγονός πως η γη στην οποία δραστηριοποιούνταν είχε μεγάλη επενδυτική αξία και προσέφερε υψηλές δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης.
Η σημερινή εικόνα της συνοικίας δε μαρτυρά πολλά από το παρελθόν της, ούτε το αμαρτωλό ούτε το αναπτυξιακό. Μερικά ερειπωμένα παλιά αρχοντικά που εικάζει κανείς πως λειτουργούσαν ως οίκοι ανοχής, ένας κινηματογράφος ερωτικών προβολών που λειτουργεί ακόμα, πολλοί οργανωμένοι χώροι στάθμευσης -δυσανάλογα πολλοί- και ακόμα περισσότερα θηριώδη πολυώροφα κτήρια που αντικατέστησαν τα χιώτικα αρχοντικά και στεγάζουν τράπεζες και επιχειρήσεις. Μία μίξη κοντόφθαλμης πολιτικής οπτικής, μιας αποτυχημένης αστικής αναγέννησης με μόνο γνώμονα το βραχυπρόθεσμο οικονομικό όφελος, μιας θλιβερής αισθητικής και των ιχνών ενός παρελθόντος με μια κάποια ιδιαιτερότητα.
Η προσέγγιση της ιστορίας της Τρούμπας όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω δεν έγινε μέσα από το φίλτρο της vintage εικονογραφημένης αισθητικής μιας καρτ-ποστάλ για ένα παρελθόν που ωραιοποιείται μέσα από τη νοσταλγία για εκείνο, το μακρινό που πέρασε και χάθηκε. Οι οίκοι ανοχής έπρεπε να κλείσουν αλλά όχι επειδή εμπόδιζαν την επιχειρηματική δραστηριότητα του κέντρου του Πειραιά ή ενοχλούσαν την ευαίσθητη καθημερινότητα των ψευτο-ηθικολόγων αλλά επειδή η πορνεία ήταν πάντα συνώνυμο της εξαθλίωσης, του εξευτελισμού και της εκμετάλλευσης ενός αδύναμου μέρους του συνόλου, την ύπαρξη του οποίου μια πολιτισμένη κοινωνία οφείλει να μην αγνοεί και ακόμα περισσότερο να μην ποδοπατά. Και φυσικά, η παραπάνω διαδικασία δεν απαιτούσε σε καμία περίπτωση να ξηλωθεί συθέμελα η αστική αρχιτεκτονική πραγματικότητα του Πειραιά των τελευταίων χρόνων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Αλλά το οικονομικό πλάνο του καθεστώτος της επταετίας άλλα υπαγόρευε.
Αντίστοιχες πολιτικές επαναλαμβάνονται συνεχώς καθώς απ’ ότι φαίνεται το υπόγειο αποτελεί πηγή κέρδους για όσους μένουν στους παραπάνω ορόφους. Σήμερα, στη θέση των ιεροδούλων των Βούρλων και της Τρούμπας βρίσκονται οι πρόσφυγες, οι χρήστες ναρκωτικών, οι οροθετικοί, οι οικονομικοί μετανάστες. Εκείνοι στέλνονται από το κράτος και την κοινωνία σε απομακρυσμένα στρατόπεδα ‘φιλοξενίας’ έξω από τα όρια του αστικού ιστού, εκείνοι επιχειρείται να απομακρυνθούν από υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου με πρόσχημα την εφαρμογή αστικών project αναγέννησης και αισθητικής ανάπλασης πάντα με το πρόσχημα των επενδυτικών πολιτικών και την ανάμειξη ιδιωτικών κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων του ευρύτερου κτηματομεσιτικού τομέα. Και στις δύο περιπτώσεις, και σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι «πολλά τα λεφτά Άρη…»[16]
Κανελία Κουτσανδρέα
[1] Μ. Καραγάτσης, το 10, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2013
[2] Στο χώρο γύρω από το ναό του αγίου Διονυσίου, εκτός των ορίων της πόλης, λειτούργησε το πρώτο νεκροταφείο του Πειραιά έως το 1909.
[3] Βασίλης Πισιμίσης, Βούρλα,-Τρούμπα, μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά, εκδόσεις Τσαμαντάκη, 2010, σελ.14
[5] Ηλίας Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο, εκδόσεις γράμματα, 1980
[6] Σπύρος Παπαιωάννου, απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη στο: Δημήτριος Θεοδώρου: Κέντρο Ανάδειξης και Προβολής του Ρεμπέτικου Πολιτισμού, Διπλωματική εργασία, ΕΜΠ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, σελ. 81
[7] Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο
[9] Πισιμίσης, Βούρλα-Τρούμπα
[10] ibid
[11] ibid
[12] Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά, 15/07/1968 στο:http://giorgosbalurdos.blogspot.gr/2014/08/blog-post_14.html
[13] Καραγάτσης, σελ. 527
[14] Μισέλ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, 14 Μαρτίου 1967). Architecture, Mouvement, Continuité, τεύχος 5o, Οκτώβριος 1984, 46-49.