Περὶ μετανοίας - Αγίου Μαξίμου Γραικού
Νά, ψυχή μου, καὶ φέτος μὲ τὴν μεγάλη ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ τῶν πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στὸ ἥσυχο καὶ σωτήριο λιμάνι τῆς ἁγίας καὶ ψυχωφελοῦς Σαρακοστῆς, ὅταν ὅλοι, ἐνάρετοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ μεγάλο ζῆλο ἀναλαμβάνουν ἐντατικὸ ἀγώνα.
Ἃς θυμόμαστε πάντοτε, ψυχή μου, τὸν Κύριο ποῦ μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν ἐντολή: «Καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύση ἐκ τῶν γάμων, ἴνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῶ· μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὖς ἐλθῶν ὁ κύριος εὐρήσει γρηγορούντας»[3].
Ἐμεῖς ὅμως, ψυχή, ἃς σκεπτόμαστε τὰ ἀνώτερα, «οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιά του Θεοῦ καθήμενος»[6], καὶ ἃς ὑποτασσόμαστε στὸν Σωτήρα, ποῦ λέγει: «Ἐὰν ἐμοὶ διακονῆ τὶς, ἐμοὶ ἀκολουθείτω»[7]. Καὶ ἃς ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο σὲ τί συνίσταται αὐτό: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ»[8]. Ποιὸς ἄραγε τηρεῖ καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐντολὲς τοῦ νόμου;
Ἂν ὅμως κανείς, ἀφοῦ ἀπαρνηθεῖ ὅλα αὐτά, ἀποκτήσει πάλι περιουσία καὶ διάφορα κέρδη καὶ ἀποσπᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς μέριμνες καὶ τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ τὰ πάθη τῆς σάρκας καὶ τῆς ψυχῆς του, ποῦ εἶχαν πιὰ ἡσυχάσει γιὰ λίγο, περιβάλλουν πάλι τὴν ἀκόλαστη ψυχή του, τὴν πολεμοῦν καὶ τὴν πληγώνουν μὲ διάφορους τρόπους. Εἶναι φανερό, ὅτι σὲ αὐτὸν συνέβη αὐτὸ ποῦ λέγει ἡ σοφὴ παραβολή: «Κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καὶ ὓς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου»[9]. Αὐτὸς ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη μακάρια ζωὴ τῶν ἐναρέτων, ὅπως ὁ Κύριός μας τὸ ἔδειξε μὲ τὴν παραβολὴ λέγοντας: «Οὐδεὶς ἐπιβαλῶν τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[10].
«Ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους»[11], ποῦ εἶναι ἡ πορνεία, ἡ κάθε ἀκαθαρσία τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος, ἡ οἰνοποσία, ἡ λαιμαργία, τὰ ἄτακτα καὶ ἄφρονα γέλια, ἡ καθύβριση, τὰ παράφρονα λόγια, ἡ συκοφαντία, τὸ ψέμα, ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια, ἡ κολακεία, ἡ ὑπεροψία, ἡ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαργυρία, ποῦ ἀποτελοῦν τὴν ρίζα κάθε κακοῦ καὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς εἰδωλολατρία[12].
Ἃς ἀρχίσουμε νὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἃς μετανιώνουμε ἐνώπιόν Του ἐκτελώντας τὶς ἅγιες ἐντολές Του, «μήποτε ὀργισθῆ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας»[15], ποῦ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία καὶ ἡ οὐράνια συμβίωση μὲ τοὺς σωζομένους. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ψυχή μου, εἶναι ἄγνωστη, καὶ σὰν ληστὴς[16], ποῦ ἐπιτίθεται μέσα στὴν νύχτα καὶ σκοτώνει ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο βρίσκει κοιμώμενο, ἔτσι θὰ ἔλθει καὶ γιὰ μᾶς ἀπρόσμενα ὁ θάνατος καὶ θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσωρινὴ ἐλεεινὴ ζωή. Ἃς ἀπορρίψουμε λοιπὸν κάθε ἀδυναμία καὶ δισταγμό.
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἴχαμε ἀρνηθεῖ ἅπαξ διὰ παντὸς ἐνώπιόν των ἐκλεκτῶν Ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποσχεθήκαμε στὸν Κύριο ὅλον τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ τὸν βιώσουμε ἀγγελικά, μὲ κάθε ταπείνωση, ἔνδεια, ἀλήθεια καὶ ἁγιότητα, κατὰ τοὺς κανόνες τῶν θεοπνεύστων διδασκάλων τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τώρα ὅμως ποῦ παραβήκαμε αὐτοὺς τοὺς κανόνες καὶ ζοῦμε ἄτακτη ζωή, τί ἄλλο μποροῦμε νὰ περιμένουμε, ἀκόλαστη ψυχή μου, πέρα ἀπὸ τὴν καταδίκη, ἴδια μὲ αὐτοὺς ποῦ δὲν τήρησαν τὶς θεῖες ἐντολές;
Ἃς ἀρχίσουμε λοιπὸν ἐπιμελῶς καὶ εἰλικρινὰ νὰ μετανοοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ἐνδυμασία, ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄθλια κουρέλια, δὲν θὰ μᾶς δώσει κανένα ὄφελος γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἀντίθετα, τὸ γεγονὸς ὅτι, ντυμένοι μὲ τόσο ἐλεεινὰ κουρέλια ζοῦμε μία ζωὴ ποῦ δὲν μᾶς ἀξίζει καὶ δὲν μᾶς ταιριάζει καθόλου, θὰ συνηγορήσει ἀκόμη περισσότερο στὴν καταδίκη μας.
«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[19]. «Πτωχοὺς τῷ πνεύματι» ἀποκαλεῖ Αὐτὸς ὅσους πάντοτε καὶ γιὰ ὅλα σκέπτονται ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν καταδικάζουν, μοιάζοντας μὲ τὸν μακάριο προφήτη, ποῦ λέγει: «Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ»[20]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Κύριε, οὒχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμὲ»[21].
Πῶς ὅμως ὁ Κριτὴς τῶν ὅλων θὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ἄξιους ἐκείνης τῆς μακαριότητας, τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε σὲ ὅσους ἔχουν μισήσει ὅλα αὐτά; Ἂν εἴμαστε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς θείας μακαριότητας, τότε εἴμαστε κολασμένοι καὶ ἤδη καταδικασμένοι. Θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώξουμε μὲ θερμὴ ψυχὴ τὴν μετάνοια, ἀφοῦ ἀπομακρύνουμε τὴν μανία τῆς φιλοδοξίας πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό μας.
Ἃς δώσουμε ὅμως τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ στοὺς ἄλλους μακαρισμοὺς καὶ ἃς δοῦμε, ἂν ἡ ζωὴ μᾶς συμφωνεῖ μὲ αὐτούς. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»[23]. Νὰ ὁ ἐκ Θεοῦ καρπὸς τῆς ταπεινοφροσύνης – τὸ πνευματικὸ πένθος, ποῦ ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση καὶ θεία ἀγάπη γεννιέται στὴν καρδιά.
/
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀκόλουθο μακαρισμὸ καὶ συγκεκριμένα, «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν»[25], δὲν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ τελείως, ἀκόλαστη ψυχή, ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακαριότητα, ἀφοῦ θυμώνουμε μὲ αὐτοὺς ποῦ μᾶς ἀδίκησαν μὲ κάτι, χειρότερα καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, καὶ προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦμε γιὰ τὴν προσβολὴ ποῦ μᾶς ἔκαναν, ἐπιτιθέμενοι ἐναντίον τοὺς μὲ φοβερὴ ὀργή;
Πῶς ἐπίσης νὰ παρουσιάσω τὴν ἀξία τῶν δύο ἑπομένων μακαρισμῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας εὐφραίνει ὅσους πεινοῦν καὶ διψοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἄλλος τοὺς εὐσπλάγχνους, ἐνῶ ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ καὶ ἀπὸ αὐτούς; Ἡ μᾶλλον, πιὸ σωστά, ποιὸν θρῆνο καὶ ποιὸν ὀδυρμὸ νὰ χρησιμοποιήσω; Μήπως δὲν ἀξίζει δάκρυα καὶ θρῆνο αὐτό, ποῦ παρ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια κάθε μοναχικοῦ τυπικοῦ ἔχουμε τὸ θράσος νὰ τὸ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας, ἐννοῶ τοὺς ζητιάνους, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά;
Ἀλλὰ γιατί νὰ λέω ὅτι δὲν τοὺς προστατεύουμε καὶ δὲν τοὺς ὑπερασπίζουμε, ὅταν τοὺς ἀδικοῦν, μολονότι πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὴν δύναμη νὰ τοὺς σώσουμε ἀπὸ τὶς ἀδικίες ποῦ τοὺς κάνουν; Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀκόλαστη ψυχή, πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὸ θράσος νὰ τοὺς φερόμαστε χειρότερα ἀπὸ τοὺς κοσμικούς.
Ἐφόσον εἴμαστε τόσο ἀνελεήμονες πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς μας, ἀκόλαστη ψυχή μου, καὶ δὲν τοὺς δείχνουμε καμμία συμπόνια καὶ ἀνθρωπιά, πῶς δὲν φοβόμαστε τὴν φοβερὴ Κρίση καὶ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς πεῖ «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιόν το ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»; Γιατί;
Ἀλλά, ξεχνοῦμε τοὺς ὅρκους μας καὶ φερόμαστε τόσο ἀπάνθρωπα στοὺς χωρικούς, τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ ἀδελφούς Του, λέγοντας γι’ αὐτοὺς ξεκάθαρα διὰ στόματος τοῦ μακαρίου Δαυίδ: «ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίω, παρρησιάσομαι ἐν αὐτῶ»[3].
Νὰ ἐγερθοῦμε ἐπὶ τέλους, ψυχή μου, καὶ νὰ καθαρίσουμε τὰ νοερὰ μάτια μας ἀπὸ τὴν σαπίλα ποῦ μαζεύτηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς ἀπειθαρχίας καὶ τῆς παραφροσύνης μας. Νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ καθετὶ ποῦ μᾶς ἀφορᾶ πρέπει νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ βελτιώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ μοιράσουμε καλῶς, σύμφωνα μὲ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποῦ μαζέψαμε κακῶς, ἀντίθετα πρὸς τὶς θεῖες ἐντολές.
Ἃς ἔχουμε, ψυχή μου, καλὴ μετάνοια καὶ ἐπαινετὴ βούληση, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκούσουμε αὐτὴν τὴν θεία φωνή: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκω τούτω ἐγένετο»[11]. Ἕως πότε θὰ παραμείνουμε κουφοὶ στὴν θεία διδασκαλία, ποῦ μᾶς διατάζει λέγοντας: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[12];
Ἃς φοβηθοῦμε, ψυχή, ἃς φοβηθοῦμε τὴν ἀπειλὴ τοῦ θείου διδασκάλου, ποῦ λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπεν καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν. Ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμὶν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ. Ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις»[13].
Ἃς μὴ μείνουμε, ψυχή μου, σὲ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τοῦ νοῦ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν πώρωση, ἀλλὰ ἃς φοβηθοῦμε τὴν τρομερὴ ἀπειλὴ Αὐτοῦ, ποῦ λέγει: «Πλὴν οὐαὶ ὑμὶν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμὶν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμὶν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε»[15]. Ἃς ἀφήσουμε ὅλη αὐτὴν τὴν ἀπιστία πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ἀγανακτεῖ ἡ καρδιά μας.
«Τὶς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα»[16]; Οἱ παραβάτες τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του ἀπὸ μεγάλη περιφρόνηση καὶ ἀδιαφορία φέρονται ἀπερίσκεπτα, νομίζοντας ὅτι κατὰ τὴν τελευταία πνοή τους θὰ ἐξιλεωθοῦν δείχνοντας μετάνοια, ἂν καὶ κατ’ οὐσίαν δὲν εἶναι πραγματική, ἐνώπιόν του δικαίου Κριτὴ γιὰ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα στὴν διάρκεια ὁλόκληρής της ζωῆς τοὺς τὸν ἐξόργιζαν συνειδητὰ καὶ ἑκούσια.
Ἀμφιβάλλω ὅμως ἂν δοθεῖ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ σὲ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι, ἐν γνώσει ὅλων αὐτῶν, ποδοπατοῦν ἑκούσια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νομίζουν ὅτι κατὰ τὴν τελευταία πνοή τους θὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ. Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς φεύγουν αἰφνιδίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, χάνοντας, πρὶν πεθάνουν, τὸ δῶρο τῆς ὁμιλίας καὶ τὴν συνείδησή τους καὶ παρουσιάζοντας ἐλεεινὸ θέαμα σὲ αὐτοὺς ποῦ τοὺς βλέπουν, ἀφοῦ μένουν ἄφωνοι καὶ ἀκίνητοι καὶ ὑποφέρουν φοβερὰ βάσανα γιὰ πολλὲς ἡμέρες.
Ἀπὸ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ «μεμνημένοι τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ του ποιῆσαι αὐτᾶς», δηλαδὴ αὐτοὶ ποῦ τὶς ἐκτελοῦν εἶναι αὐτοὶ ποῦ θυμοῦνται τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτοὶ ποῦ ποδοπατοῦν τὶς ἐντολὲς Τοῦ θεωροῦνται δικαιολογημένα ὡς αὐτοὶ ποῦ λησμονοῦν τὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη τῆς ψυχῆς καὶ ἃς μετανοήσουμε ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅσο μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν ἡ ἄκρα φιλανθρωπία καὶ ἡ Χάρη Του. Ἐπειδὴ «καιρῶ δεκτῶ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρα σωτηρίας ἐβοήθησα σοί· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»[21]. «Ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς»[22]. Ἀλλὰ ὅμως εἴπαμε ἀρκετὰ γι’ αὐτό.
Ἃς δοῦμε τώρα, ἂν θέλεις, ἂν ζοῦμε τὴν ζωὴ μᾶς σύμφωνα καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μακαρισμούς. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»[23]. Ἐδῶ, ψυχή, ἔχω μία μεγάλη ἀπορία. Πῶς νὰ ἐπαινέσω ἄξια τὴν ἄρρητη καὶ ἐξαιρετικὰ γενναιόδωρη χάρη, ποῦ μᾶς χαρίζει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος;
Γιὰ νὰ εἶσαι βέβαιη ὅτι αὐτὸ ὄντως εἶναι ἔτσι, ἃς ἐξετάσουμε προσεκτικά, ψυχή μου, τὶς πονηρὲς σκέψεις ποῦ ὑπάρχουν στὴν καρδιά μας. Ὁπωσδήποτε ἐκεῖ θὰ βρεῖς νὰ κρύβονται ἡ κάθε παρανομία καὶ ἡ καθόλου θεάρεστη ὑψηλοφροσύνη τῶν Φαρισαίων, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας δικαιολογεῖς σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν θεωρεῖς καλύτερο ἀπὸ τὸν καθένα ποῦ ἀσκεῖται στὴν ἀρετή, καὶ κάθε ἄνθρωπο τὸν θεωρεῖς χειρότερο ἀπὸ σένα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ζεῖ μία ἁγία ζωή.
Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μιάσματα τῶν κρυφῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν μας; Εἶναι ἀληθῶς τρομερά, ἀπαίσια καὶ πολύμορφα. Ἐπειδὴ μᾶς ἀναστατώνουν ὄχι μόνο το τυχαῖο βλέμμα σὲ μία γυναίκα ἡ στὸ ὄμορφο πρόσωπο ἑνὸς ἐφήβου, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ φωνή τους, ὅταν τὴν ἀκούσουμε, ἥ τα ἐνδύματά τους ποῦ βρέθηκαν στὰ χέρια μας. Ἀλλὰ γιατί νὰ μιλῶ γιὰ τὴν ὅραση, τὴν φωνὴ καὶ τὰ ἐνδύματα;
Ἑπομένως, ψυχή μου, θὰ πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε ὄχι μόνο ὅλα τα κτήματά μας, ἀλλὰ καὶ τὶς ἴδιες τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ σαρκικά μας πάθη, καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας νὰ μισήσουμε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ τὴν μέλλουσα δόξα καὶ ζωή. Ἐπίσης νὰ ζήσουμε τὴν ζωή μας μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη, μὲ εὐσέβεια καὶ μὲ ἦθος. Καὶ ἀφοῦ πράξουμε ὅλα αὐτά, ἃς ποῦμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς μᾶς μαζὶ μὲ τὸν προφητάνακτα: «Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ»[31].
Καὶ ὅσο διατηροῦμε, ψυχή μου, τὶς προηγούμενες κοσμικές μας συνήθειες καὶ δὲν ἀποβάλλουμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, τόσο θὰ ἀναφωνῶ μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ: «Εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων.
Ἔτσι, ψυχή μου, ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα θεόπνευστα ρητά του Ἁγίου Πνεύματος μάθαμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ ἀγαθοῦ Κυρίου μας καὶ τὴν ἀγαθότητά του πρὸς ὅσους Τὸν φοβοῦνται λόγω καὶ ἔργω.
Πρὸς τοὺς ἀναγνῶστες αὐτοῦ του Λόγου
Ἐσεῖς ποῦ χαίρεστε μὲ τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ νομοθεσία, νὰ δεχθεῖτε μὲ ἀγαλλίαση τὴν πνευματικὴ δύναμη αὐτοῦ του Λόγου καὶ νὰ τὸν μετατρέψετε μὲ τὴν καλοσύνη σας σὲ ἔργο. Νὰ προσπαθήσετε νὰ τὸν δεχθεῖτε μὲ ἀγάπη καὶ νὰ τὸν προσέξετε χωρὶς ἀμφιβολίες, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ Λόγος περὶ μετανοίας περιέχει μέσα του μεγάλο ὄφελος.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[2]. Βλ. Ματθ. 25,4.
[3]. Λουκ. 12, 36- 37.
[4]. Βλ. Λουκ. 14,15-20.
[5]. Φίλ. 3, 19.
[6]. Κόλ. 3, 1.
[7]. Ἰω. 12, 26.
[8]. Ματθ. 16, 24.
[9]. Β΄ Πέτρ. 2, 22.
[10]. Λουκ. 9, 62.
[11]. Ρωμ. 13, 12.
[12]. Ἃ΄ Τιμ. 6, 10.
[13]. Ψάλμ. 94, 2.
[14]. Ψάλμ. 33, 16-17.
[15]. Ψάλμ. 2, 12.
[16]. Βλ. Ά/ Θέσσ. 5,2. Β/ Πέτρ. 3,10.
[17]. Ψάλμ. 5, 6-7.
[18]. Ψάλμ. 10, 6.
[19]. Ματθ. 5, 3.
[20]. Ψάλμ. 21, 7.
[21]. Ψάλμ. 130, 1.
[22]. Ἡσ. 26, 15.
[23]. Ματθ. 5, 4.
[24]. Πρβλ. Ματθ. 15,17.
[25]. Ματθ. 5, 5.
[26]. Πρβλ. Ἔφ. 4,22. Κόλ. 3,9.
[27]. Ψάλμ. 81, 1-4.
[1]. Ματθ. 25, 41-43.
[2]. Ματθ. 25, 45.
[3]. Ψαλμ. 11, 6.
[4]. Ψαλμ. 145, 9.
[5]. Ψαλμ. 139, 13.
[6]. Λουκ. 12, 20.
[7]. Ψαλμ. 48, 11-12.
[8]. Κολ. 3, 1-3.
[9]. Λουκ. 16, 25.
[10]. Λουκ. 19, 8.
[11]. Λουκ. 19, 9.
[12]. Ψαλμ. 61, 11.
[13]. Ιακ. 5, 1-3.
[14]. Ιακ. 2, 13.
[15]. Λουκ. 6, 24-25.
[16]. Ιων. 3, 9.
[17]. Ψαλμ. 49, 22.
[18]. Ψαλμ. 102, 17-18.
[19]. Ωσ. 4,6-7.
[20]. Γαλ. 6, 7.
[21]. Β΄ Κορ. 6, 2.
[22]. Ρωμ. 13, 12.
[23]. Ματθ. 5, 8.
[24]. Ψαλμ. 41, 2-3.
[25]. Ψαλμ. 16, 15.
[26]. Κολ. 3, 5.
[27]. Εβρ. 12, 14.
[28]. Φιλ. 3, 14.
[29]. Ματθ. 16, 24.
[30]. Λουκ. 14, 33.
[31]. Ψαλμ. 21, 7.
[32]. Ματθ. 5, 11-12.
[33]. Ψαλμ. 126, 2.
[34]. Ωσ. 6,6.
[35]. Ψαλμ. 40, 2.
[36]. Εφ. 5, 6.
[37]. Ψαλμ. 33, 16-17.
[38]. Ρωμ. 1, 18.
[39]. Βλ. Ματθ. 24,36. 25,13. Μάρκ. 13,32.
[40]. Ματθ. 25, 34.
[41]. Βλ. Ιακ. 2,17.
[42]. Ματθ. 3, 10.
[43]. Βλ. Ματθ. 13,3-7. Μάρκ. 4,3-7. Λουκ. 8,5-8.
[44]. Βλ. Ματθ. 3,12. Λουκ. 3,17.