Το σωστό είναι λάθος - Point of view

Εν τάχει

Το σωστό είναι λάθος


Τι πειράζει κι αν βραχώ;



Μπροστά μου απλώνονται το λιγότερο πέντε διαφορετικοί δρόμοι.
Κανένας δεν δείχνει καλύτερος από τους άλλους. Απλώς, είναι όλοι εκεί.
Στο σταυροδρόμι, πάνω σε μια πέτρα, κάθεται ένας γέρος.
Παίρνω το θάρρος να τον ρωτήσω:

“Ποιο δρόμο λες να πάρω, παππού;”
“Εξαρτάται τι ψάχνεις” μου απαντάει ατάραχος.
“Θέλω να γίνω ευτυχισμένος” του λέω.
“Οποιοσδήποτε απ’αυτούς τους δρόμους μπορεί να σε πάει ως εκεί.”

Τα χάνω.

“Δηλαδή… το ίδιο κάνει;”
“Όχι.”
“Μα πριν μου είπες…”
“Όχι. Δε σου είπα ότι όποιον δρόμο και να πάρεις θα σε βγάλει εκεί που θέλεις. Σου είπα ότι οποιοσδήποτε δρόμος μπορεί να είναι αυτός που ψάχνεις.”
“Δεν καταλαβαίνω.”
“Ο δρόμος που θα διαλέξεις θα σε πάει εκεί που θέλεις, αν κάνεις τη σωστή επιλογή.”

“Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;”





Ο γέρος δεν απαντά.
Καταλαβαίνω πως η ερώτησή μου δεν έχει απάντηση.
Αποφασίζω να του το φέρω αλλιώς:

“Πώς θα μπορούσα να κάνω μια σοφή επιλογή; Τι πρέπει να προσέξω για να μην κάνω λάθος;”

Αυτή τη φορά, ο γέρος μου απαντάει:

“Μη ρωτάς… Μη ρωτάς.”

Οι δρόμοι είναι εκεί.
Ξέρω πως αυτή θα είναι μια σοβαρή απόφαση. Δεν έχω περιθώριο να κάνω λάθος…

Ο αμαξάς κάτι μου ψιθυρίζει στ’αφτί- προτείνει το δεξί μονοπάτι.
Τα άλογα κάνουν σαν να θέλουν να πάρουν το απόκρημνο αριστερό.

Η άμαξα ταλαντεύεται, αλλά μοιάζει να θέλει να πάει ευθεία, μπροστά.

Κι εγώ, ο επιβάτης, έχω την εντύπωση ότι καλύτερα θα ήταν να πάρω εκείνο το δρομάκι το κάπως υπερυψωμένο.

Όμως, είμαστε όλοι ένα, και το δίχως άλλο έχουμε πρόβλημα.

Μετά από λίγο βλέπω πως με κάποιον τρόπο, σιγά-σιγά, ο αμαξάς η άμαξα και τ’άλογα- για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα-, αφήνονται πάνω μου.

Ούτε ο γέρος υπάρχει πια. Και μαζεύονται, αθροίζονται οι δρόμοι που διάβηκα για να φτάσω ως εδώ, και μαζί μ’αυτούς κάθε άνθρωπος που γνώρισα.

Δεν είμαι τίποτα απ’αυτά, όμως, τα έχω όλα κρατημένα μέσα μου.

Και είμαι εγώ αυτός που τώρα, ολοκληρωμένος, πρέπει ν’αποφασίσω ποιον δρόμο θα πάρω.

Κάθομαι στην πέτρα όπου πριν από λίγο καθόταν ο γέρος. Χαλαρά, για λίγο, τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να πάρω αυτήν την απόφαση.

Χωρίς βιασύνη. Δε θέλω να μαντέψω- να διαλέξω θέλω.
Αρχίζει να βρέχει.
Συνειδητοποιώ ότι δεν μου αρέσει η βροχή.
Αλλά ούτε και θα μου άρεσε να μη βρέχει ποτέ.
Μου φαίνεται πως θέλω να βρέχει μονάχα όποτε εμένα μου κάνει κέφι.
Και πάλι, όμως, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτό είναι που θέλω πραγματικά.
Νομίζω ότι είμαι απλώς μάρτυρας της ενόχλησής μου, λες και δεν είναι δική μου, σαν να μην έχω εγώ καμία σχέση μ’αυτό που συμβαίνει.

Πράγματι, δεν έχω καμία σχέση με τη βροχή.
Η ενόχληση, όμως, είναι δική μου. Δική μου είναι η μη αποδοχή, εγώ είμαι αυτός που δυσανασχετεί.
Επειδή βρέχομαι;
Όχι.
Ενοχλούμαι γιατί μ’ενοχλεί η βροχή.
Βρέχει…
Μήπως πρέπει να βιαστώ, να προχωρήσω;
Όχι.
Και πιο πέρα πάλι βρέχει.

Τι πειράζει κι αν βραχώ, αν πέσουν πάνω μου λίγες σταγόνες … Σημασία έχει ο δρόμος.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ




Οτιδήποτε αξίζει να γίνει, 

Θα αξίζει, ας είναι και λάθος



Είναι χρήσιμο να συλλογιζόμαστε, ξανά και ξανά, ότι όλες αυτές οι αποτυχίες (τα λάθη, η απόρριψη, το χάσιμο μιας ευκαιρίας) αποτελούν μέρος της ανάπτυξης. Μια φράση που προέρχεται από τον κόσμο των επιχειρήσεων λέει: «Οτιδήποτε αξίζει να γίνει, αξίζει να γίνει και λάθος». Τα σημαντικά που αξίζουν το χρόνο μας, αξίζουν επίσης και την απογοήτευσή μας όταν δεν έρχονται κατά το δοκούν. Σε αυτήν την περίπτωση, το κέρδος μας είναι η δυνατότητα να μάθουμε, γιατί το θέμα δεν είναι ν’ αποφεύγεις την αποτυχία, αλλά τι κάνεις από εκεί και μετά. Συχνά, όταν το ενδιαφέρον μας εστιάζεται μόνο στην επιτυχία αδιαφορώντας για τη διαδικασία, τα αποτελέσματα έχουν την τάση να κινούνται ανάδρομα.

Λένε ότι, κάποτε, ένας νεαρός αριστοκράτης ήθελε πολύ να γίνει ξιφομάχος. Του είχαν μιλήσει για έναν σπουδαίο δάσκαλο ξιφασκίας, κι αυτός γύριζε όλα τα χωριά της περιοχής αναζητώντας τον. Κάποια στιγμή, επιτέλους, τον βρίσκει σε μια ταπεινή καλύβα, γονατίζει μπροστά του και του φιλάει το χέρι.

«Δάσκαλε» του λέει, «σε ψάχνω πολύ καιρό γιατί θέλω να γίνω σπουδαίος ξιφομάχος.»

Όσο ο δάσκαλος μένει σιωπηλός, ο νεαρός συνεχίζει:

«Δάσκαλε, αν αφοσιωθώ στη μελέτη, πόσο καιρό θα μου πάρει να γίνω ξιφομάχος;»

Ο δάσκαλος περνάει το χέρι του πάνω από τα γκρίζα του μαλλιά που τα είχε δεμένα σε κοτσίδα, και του λέει:

«Δέκα χρόνια, ίσως.»

Ο νεαρός απογοητεύτηκε με την απάντηση γιατί δεν είχε φανταστεί ότι θα χρειαζόταν τόσος καιρός.

«Ο πατέρας μου είναι ηλικιωμένος» του λέει, «και θα ήθελα να με δει να τα έχω καταφέρει. Αν προσπαθήσω πολύ, πόσο καιρό θα μου πάρει;»

«Τότε» του λέει ο δάσκαλος, «ίσως χρειαστείς τριάντα χρόνια.»

Ο νέος αρχίζει να μπερδεύεται: πρώτα δέκα χρόνια, μετά τριάντα…

«Δάσκαλε, θα κάνω ό,τι μου πεις. Είμαι έτοιμος για τα πάντα, να υποφέρω κάθε είδους στέρηση, να κάνω οποιαδήποτε θυσία… Το μόνο που θέλω είναι να γίνω ξιφομάχος!»

«Τότε» λέει ο δάσκαλος, «θα πρέπει να μελετήσεις μαζί μου εβδομήντα χρόνια».

Μπροστά στα δύσπιστα μάτια του νέου, ο δάσκαλος της ξιφασκίας σηκώνεται από την καρέκλα του, τον συνοδεύει ως την πόρτα και του λέει:





«Εσύ, θέλεις να γίνεις ξιφομάχος. Όταν θα θελήσεις να μάθεις ξιφασκία, ξαναέλα.»



ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ

ΝΤΕΜΙΑΝ ΜΠΟΥΚΑΪ
via

Pages