Δεν υπάρχει άνθρωπος, πού να μην έχει βρεθεί μπροστά σε δύσκολη θέση και σε δύσκολες στιγμές. Πελώρια υψώνονται μπροστά μας τα προβλήματα, οι δοκιμασίες και οι αντιθέσεις της ζωής.
Όταν αντιμετωπίζουμε θλίψεις και πειρασμούς τι πρέπει να κάνουμε;
Μας λέγει ο Όσιος Μάρκος ότι κανένας από τους πειρασμούς που συμβαίνουν σε μας δεν είναι άδικος, αλλά όλοι συμβαίνουν σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού. Και άλλοτε πάσχουμε εξ αιτίας των δικών μας αμαρτιών, άλλοτε πάλι εξ αιτίας των κακών, που προξενήσαμε στον πλησίον μας.
Λέγει η Αγία Γραφή «εις κόλπους επέρχεται πάντα τοις αδίκοις, παρά δε Κυρίου πάντα τα δίκαια» (Παροιμ. ΙΣΤ , 33). Σε άλλο σημείο λέγει: «πάντα τα έργα του Κυρίου μετά δικαιοσύνης» (Παροιμ. IΣΤ, 4). «ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ , 7).
Όταν αντιμετωπίζουμε θλίψεις και πειρασμούς τι πρέπει να κάνουμε; Μας απαντά ο Άγιος Μάξιμος. Πρέπει να δοκιμάζουμε δύο αντίθετα πράγματα. Την χαρά και τον φόβο. Χαρά διότι αξιωθήκαμε να βαδίζουμε την οδό που ακολούθησε ο Κύριος, οδό πειρασμών και θλίψεων. Φόβο δε μήπως οι πειρασμοί, τους οποίους δοκιμάζουμε, οφείλονται στην υπερηφάνειά μας και δεν αποβλέπουν στην κατά Θεό δοκιμή και προκοπή μας.
Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης απαντά σε κάποιον αδελφό:
Μόνο ένα να προσέξης, με συμβούλεψε ο Παππούλης. Να ξεκαθαρίζης τις σκέψεις σου, που από την πολλή σου ευαισθησία πιέζεσαι και θλίβεσαι. Να τις διώχνης, να μη παραμένουν. Να αγαπάς τους πειρασμούς που έρχονται και δε θα ταράζεσαι, ούτε θα θλίβεσαι. Να αγαπάς πολύ όλους τους αδελφούς το ίδιο. Να αγαπάς πολύ τον Γέροντα. Ένας Γέροντας, ένας Χριστός.
–Πως θα αγαπήσω τους πειρασμούς και τις δυσκολίες;
–Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Έχει τους τρόπους της.
Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά, τη γεμίζει με την αγάπη Του. Τότε δεν υπάρχει μη τούτο, μη εκείνο, μη, μη… Μόνο αγάπη… Πάνω απ’ όλα η Αγάπη.
Τα μη ήσαν προ Χριστού. Τα κατήργησε ο Χριστός. Έφερε την αγάπη. Παράδεισος είναι η ζωή του Χριστού, η υπακοή, η ταπείνωση.
* * *
«Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β Κορ. ιβ 7). Δηλαδή, μου δόθηκε ξύλο ακανθωτό στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με κτυπά κατά πρόσωπο και να με ταλαιπωρή, για να μη υπερηφανεύωμαι.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό ότι ο Μ. Αντώνιος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάση πειρασμούς. Βγάλε από την μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχη οπού να σώζεται».
Ο Αγ. Νικόδημος παρατηρεί: «Έτσι, ο φιλόστοργος ημών Πατήρ Θεός, με το να έχη αγαπητικήν πρόνοιαν εις τον κάθ’ ένα, και μάλιστα, εις εκείνους, όπου αληθώς εδόθηκαν εις την δούλευσίν του, φροντίζει πάντοτε με τους πειρασμούς, όπου παραχωρεί να μας έρχωνται, για να μας βάλη εις τοιαύτην στάσιν, όπου να μη ημπορούμε να βγούμε από τόσον φοβερόν κίνδυνον της τοιαύτης υπολήψεως και σχεδόν με το ζόρι, να ερχώμαστε στην αληθινήν και ταπεινήν γνώσιν του εαυτού μας».
Λέγει ο Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός:
«Ήτο μία κόρη ονομαζομένη Μαρία. Ο πατήρ της ήτο χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύση· εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξη παρθενίαν.
Την έβαλεν εις ένα μοναστήριον γυναικείον και την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχη ως παιδί της. Και αφού απέθανεν ο πατήρ της, έγινεν άλλος αφέντης εις την χώραν εκείνην, όστις εβγήκε μίαν ημέραν και υπήγεν εις το μοναστήριον οπού ήτο η Μαρίας.
Και ευθύς οπού την είδεν ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικόν· και γυρίζοντας εις το σπίτι του έστειλε γράμματα εις την ηγουμένην και της έλεγεν: Αμέσως να μου στείλης την Μαρίαν, διότι την είδον και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα.
Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρίαν και της λέγει: Παιδί μου, τι καλόν είδες εις τον πασάν και τον εκοίταξες με αγάπην; Κοίταξε τι μου γράφει εδώ!
Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε· τον εκοίταξα με άλλον σκοπόν και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτην την δόξαν οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχη και στον άλλον κόσμον; Και αυτός μ’ εκοίταξε με διαβολικόν σκοπόν. Εγώ αν ήθελα υπανδρείαν, με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανόν.
Τότε γράφει η ηγουμένη εις τον πασάν: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά την Μαρίαν. Στέλλει πάλιν ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Η να μου στείλης την Μαρίαν η έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι.
Το ήκουσεν η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλέ τους εις το κελλί μου και εγώ τους αποκρίνομαι.
Ήλθον οι απεσταλμένοι εις το κελλίον της Μαρίας, και τους ηρώτησε τι θέλουν. Της είπον εκείνοι: Μας έστειλεν ο πασάς να σε πάρωμεν, διότι είδε τα μάτια σου και τα ωρέχθηκε.
Τους είπε να περιμείνουν να υπάγη εις την εκκλησίαν. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει εις τον Ιησούν Χριστόν εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά, δια να πηγαίνω εις τον καλόν δρόμον, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου εις τον κακόν δεν είναι πρέπον.
Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω δια την αγάπην σου, δια να φύγω από τον βόρβορον της αμαρτίας. Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα εις το μάτι της και το βγάνει εις το πιάτο.
Επήγεν εμπρός και εις την Παναγίαν και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί. Τότε τα στέλλει του πασά· και αφού τα είδεν ο πασάς, εγύρισεν ευθύς ο σατανικός έρως εις κατάνυξιν· και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει εις το μοναστήριον, και παρακαλεί τας καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέησιν εις τον Θεόν, να ιατρευθή η Μαρία.
Πηγαίνουν πάραυτα όλαι μαζί με τον πασάν και πίπτουσαι κατά γης παρεκάλουν τον Κύριον και την Θεοτόκον να δώση το φως της Μαρίας.
Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως αστραπή εις την Μαρίαν και της λέγει: Χαίρε Μαρία! Επειδή επροτίμησες να βγάλης τα μάτια σου δια την αγάπην του Υιού και την ιδικήν μου, ιδού πάλιν έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβή. Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεόν και την Παναγίαν.
Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσίον εις το μοναστήρι και επήρε συγχώρησιν από τας καλογραίας και ανεχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν η Μαρία με την δύναμιν της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμώμεν την Παναγίαν Θεοτόκον με έργα καλά».