Στον τάφο του μεγάλου τραγικού ποιητή Αισχύλου στη Γέλα της Σικελίας είχε χαραχτεί κατά την επιθυμία του το εξής επίγραμμα:
Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλα`
αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
(Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα. Για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά)
Με αφορμή αυτό το επιτύμβιο επίγραμμα ο σύγχρονός μας Κωνσταντίνος Καβάφης συνέθεσε το πολύ γνωστό ποίημά του «Νέοι της Σιδώνος, 400μΧ»:
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
5 που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
“Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει”
10 (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το “αλκήν δ’ ευδόκιμον”, το “Μαραθώνιον άλσος”)
πετάχθηκε ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε`
“Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
15 Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε – κηρύττω – στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργο σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
20 Κι όχι από το νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας – και για μνήμη σου να βάλεις
25 μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.”
Όταν πριν χρόνια ανέλυα αυτό το ποίημα στην τάξη, ακολουθούσα φρονίμως την κριτική των περισσότερων, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής εδώ δεν διευκρινίζει τη σκέψη του, αν δηλαδή συμφωνεί ή διαφωνεί με το ζωηρό παιδί, το φανατικό για γράμματα, και ότι περνά και σε μας τους αναγνώστες το δίλημμα: Τι είναι πιο σημαντικό, να έχεις πολεμήσει ως ανώνυμος στρατιώτης τον εχθρό που ήρθε να αφανίσει τη χώρα σου και να τον έχεις κατατροπώσει, να ανήκεις δηλαδή κι εσύ στη μεγάλη γενιά των Μαραθωνομάχων αλλά ως αριθμός και όχι ως όνομα; Ή να δώσεις στην ανθρωπότητα μεγάλα πνευματικά έργα που θα διατηρήσουν το όνομά σου αθάνατο στους αιώνες;
Φυσικά για μας τους απλούς ανθρώπους τέτοιο δίλημμα δεν τίθεται, διότι ούτε τραγικοί ποιητές του διαμετρήματος του Αισχύλου θα γίνουμε ποτέ, ούτε ποτέ θα αναμετρηθούμε και θα νικήσουμε κανέναν εχθρό της πατρίδας μας που σκοπό έχει να μας εξαφανίσει από το χάρτη. Στο διάστημα της σύντομης ζωής μας οι αγώνες μας έχουν περιοριστεί στις κλασικές διεκδικήσεις αύξησης του μισθού μας, βελτίωσης των συνθηκών εργασίας μας και ελάττωσης των φόρων μας. Επίσης επιδεικνύουμε μαχητικότητα και αγωνιστικότητα στις σχετικές απεργίες και διαδηλώσεις μας, εκτοξεύουμε ύβρεις και απειλές εναντίον των εγχώριων και των ξένων πολιτικών (κάπου εδώ ίσως αταβιστικά μιμούμαστε τους Μαραθωνομάχους έχοντας βάσιμες υποψίες ότι εχθροί από ξένα κέντρα εξουσίας έχουν σχεδιάσει την εξολόθρευσή μας), καταστρέφουμε τον τόπο μας καίγοντάς τον με πολεμοχαρή διάθεση και ρίχνουμε ξύλο στους συμπολίτες μας που διαφωνούν με μας. Ο ηρωισμός μας εξαντλείται σε αυτό το σημείο. Κατόπιν ετοιμάζουμε τα μπαγκάζια μας και πάμε διακοπές στα νησιά.
Δυστυχώς όλες αυτές οι γενναίες πράξεις μας δεν θα απαθανατιστούν από την Ιστορία. Ό,τι κι αν κάνουμε δηλαδή, δεν πρόκειται ποτέ να εξισωθούμε με τους Μαραθωνομάχους.
Από την άλλη μάλλον δεν είναι γραφτό σε κανέναν από μας να παραγάγει έργο ισάξιο του Αισχύλου. Ούτε καν του Καβάφη. Όσοι από μας καλλιεργούν με ζήλο και αγάπη τις τέχνες, το πολύ- πολύ να αναγνωριστούν από τους συγχρόνους τους και από τους αμέσως κατοπινούς. Αποκεί και πέρα όλα είναι άδηλα – και απαισιόδοξα θα έλεγα.
Όμως, μια και ο Καβάφης εισάγει στους αναγνώστες του έναν τέτοιο προβληματισμό, ας προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις.
Για τον Αισχύλο όπως και για τους συγχρόνους του η νίκη στο Μαραθώνα ήταν ένας θρίαμβος της Αθήνας ενάντια στον πανίσχυρο Μέγα Βασιλέα της Περσίας, ένας θρίαμβος που σήμαινε την απαλλαγή των ελληνικών πόλεων από την απειλή υποταγής τους σε μια επίφοβη και ολοκληρωτική ασιατική δύναμη. Οι Μαραθωνομάχοι έγιναν θρύλος, όσο ακόμα βρίσκονταν στη ζωή, γιατί ήταν άθλος ότι κατάφεραν να απωθήσουν τους πολυάριθμους Πέρσες και να τους τρέψουν σε φυγή, ενώ οι ίδιοι αριθμητικά ήταν ελάχιστοι, και γιατί για πρώτη φορά ο περσικός στρατός νικήθηκε και ταπεινώθηκε.
Ούτε όμως ο Αισχύλος ούτε οι σύγχρονοί του μπορούσαν να φανταστούν ότι μετά από 2.500 χρόνια η μάχη του Μαραθώνα θα παρέμενε ζωντανή στη μνήμη όχι μόνο των μακρινών απογόνων τους αλλά στη μνήμη ολόκληρης της ανθρωπότητας και ότι θα διδασκόταν στα σχολεία όλου του κόσμου. Η σημασία της μάχης αυτής έγινε καλύτερα κατανοητή στο πέρασμα των αιώνων, όταν έγινε αντιληπτό ότι σε περίπτωση ήττας των Ελλήνων ο ελληνικός πολιτισμός θα διακοπτόταν στο ξεκίνημά του, κάτι που θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στην ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού.
Κάτι τέτοιο όμως ο Αισχύλος δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Ζούσε σε ένα κόσμο ακόμα μικρό και σε έκταση και σε ιστορικό παρελθόν. Για τα μέτρα της εποχής του η νίκη στο Μαραθώνα είχε πολύ μεγάλη αξία, γιατί εξασφάλιζε την ελευθερία και την πολιτική ανεξαρτησία των Ελλήνων, δεν είχε όμως την τεράστια παγκόσμια σημασία που της αποδίδουμε εμείς σήμερα.
Όμως ο Αισχύλος δεν ήταν μόνο Μαραθωνομάχος. Ήταν και μεγάλος ποιητής. Και πάλι εδώ πρέπει να κάνουμε την αναγκαία διάκριση: Ο ίδιος γνώριζε την αξία του, η πόλη του επίσης τον αναγνώριζε και τον είχε τιμήσει πολλές φορές με το πρώτο βραβείο, οι υπόλοιποι Έλληνες επίσης γνώριζαν το όνομά του και τον τιμούσαν αναλόγως. Αυτό που δεν γνώριζε όμως κανείς την εποχή εκείνη ήταν ότι το όνομα και το έργο του Αισχύλου θα διέσχιζαν τους αιώνες και ότι (παραλλήλως με την απαθανάτιση της μάχης του Μαραθώνα) θα έμενε κι αυτός αθάνατος στη μνήμη των ανθρώπων.
Είναι λοιπόν ένας γίγαντας με τα σημερινά μέτρα που με το ένα πόδι πατά πάνω στη δόξα της μάχης του Μαραθώνα και με το άλλο πάνω στη δόξα της τραγικής ποίησης.
Οι μεταγενέστεροι δεν τον θυμόμαστε πάντως επειδή υπήρξε Μαραθωνομάχος. Αν δεν άφηνε κληρονομιά στην ανθρωπότητα τις τραγωδίες του, είναι αμφίβολο, αν θα επιβίωνε το όνομά του. Για μας, για την ανθρωπότητα, ο Αισχύλος είναι μεγάλος, γιατί υπήρξε μεγάλος τραγικός.
Ο ίδιος δεν είχε την ίδια άποψη και μας το θυμίζει με το επιτύμβιο επίγραμμά του. Είμαι σπουδαίος, ακούμε μέσα από τους αιώνες τη φωνή του να μας λέει, επειδή πολέμησα στο Μαραθώνα. Όλα τα άλλα έρχονται μετά.
Εικοσιπέντε αιώνες αργότερα, ένας άλλος ποιητής, ο Καβάφης, γράφει το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος, 400 μΧ» και μας μεταφέρει στην εκθηλυμένη Σιδώνα, μια πόλη της αρχαίας Συρίας που βρίσκεται υπό τη ρωμαϊκή κατοχή. Οι νέοι εδώ είναι αριστοκράτες, μορφωμένοι, απόλεμοι, εστέτ. Καμιά ανησυχία δεν έχουν για τίποτα, ας είναι καλά ο ρωμαϊκός στρατός που φυλάει τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι νεαροί ζουν ανέμελα, ντύνονται όμορφα, αλείφονται τα μυρωδικά τους και για να περάσει ο καιρός ευχάριστα απαγγέλλουν ποιήματα μέσα σε ανθισμένους κήπους.
Είναι αθώοι στην άγνοιά τους. Επειδή αυτοί οι νεαροί (που απέχουν από την εποχή του Αισχύλου περίπου εννέα αιώνες) μεγάλωσαν σε ένα κόσμο όπου οι λαοί έχουν ανακατευτεί, τα εθνικά σύνορα έχουν καταργηθεί, οι τοπικές κουλτούρες έχουν υποχωρήσει μπροστά στην κυρίαρχη ελληνική και λατινική κουλτούρα. Τι γλώσσα μιλούν αυτά τα παιδιά; Μα φυσικά ελληνικά. Είναι Έλληνες; Φυσικά όχι. Τι ακριβώς είναι; Μάλλον μελαχρινοί Σύροι που θυμούνται αχνά την καταγωγή τους.
Κάποτε, πριν έξι αιώνες, είχε περάσει αποδώ ο μέγας Αλέξανδρος και κατέκτησε τη χώρα τους. Μετά ήρθαν οι Πτολεμαίοι, μετά οι Σελευκίδες. Μετά οι Ρωμαίοι. Μόλις πριν λίγες δεκαετίες η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κάθε ίχνος εθνικής ταυτότητας έχει εν τω μεταξύ χαθεί. Οι νεαροί αυτοί δηλώνουν ρωμαίοι, αλλά ρωμαίοι δεν είναι, ούτε φυσικά νιώθουν «βυζαντινοί», ακόμα όλα είναι πολύ ρευστά, είναι λοιπόν πολίτες της αυτοκρατορίας. Κοσμοπολίτες.
Η έννοια της ατομικής, πολιτικής και εθνικής ελευθερίας τούς είναι άγνωστη, γενεές γενεών πριν από αυτούς ο λαός, στον οποίο ανήκουν, παραμένει υποταγμένος σε ξένους που πια δεν είναι και τόσο ξένοι, αφού όλοι τώρα μιλούν ελληνικά και έχουν ανακατευτεί οι ράτσες.
Οι νέοι της Σιδώνας, πλουσιόπαιδα της τοπικής αριστοκρατίας που τα έχει πάντα καλά με τους κρατούντες και που μετέχει κι αυτή στη νομή της εξουσίας, δεν έχουν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένοι από τη ζωή τους. Οι γονείς τους φρόντισαν να τους μορφώσουν με την ελληνική και τη λατινική παιδεία, ζουν μέσα στις ανέσεις και την πολυτέλεια, προβλήματα δεν έχουν ούτε και μεταφυσικές απορίες. Είναι γενικώς καλά παιδιά, δεν ενοχλούν κανένα, ερωτεύονται μεταξύ τους και η τέχνη είναι το μεγάλο τους πάθος.
«Α, η τέχνη!» Φανταζόμαστε να μονολογεί το ζωηρό παιδί, το φανατικό για γράμματα. «Υπάρχει κάτι σπουδαιότερο από αυτήν;»
Είναι μια στάση ζωής αυτή («νιώθεται», όπως λέει ο Καβάφης σε άλλο του ποίημα). Όταν η επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, όταν τα βάσανα των ανθρώπων είναι μακριά από μας, όταν μεγαλώνουμε ευνουχισμένοι, χωρίς βαθύτερες απορίες για τον κόσμο, όταν έχουμε μάθει από μικροί να παραδινόμαστε στις ευγενείς χαρές της ζωής (έρωτας, μουσική, ποίηση και τέχνες γενικώς), όταν άλλοι κατώτεροι μάς περιποιούνται, μας ταΐζουν, μας ντύνουν, μας στολίζουν, μας αρωματίζουν, όταν κοιτάζουμε γύρω μας και λέμε πως όλα είναι καλά καμωμένα, οι άρχοντες κυβερνούν, οι πλούσιοι καλοπερνούν, οι φτωχοί δουλεύουν, μια χαρά έχουν ρυθμιστεί τα πράγματα, τότε τι μας απομένει να κάνουμε;
Βάζουμε ηθοποιούς να απαγγέλλουν ποίηση κι εμείς ακούμε νωχελικά, με μισόκλειστα μάτια έχοντας αγκαλιά τον αγαπημένο μας και, ω ναι! όλα είναι υπέροχα, λεπτά, αισθαντικά και φινετσάτα.
Η Τέχνη! Ω, ναι, η θεία Τέχνη! Ο μοναδικός σκοπός της ζωής!
Έτσι τα νεαρά βλαστάρια της Σιδώνας παίζουν με την τέχνη, λιγώνονται με την ποίηση του Ριανού και του Κριναγόρα (που σύντομα θα ξεχαστεί), αφήνουν και κανένα δάκρυ από την ιερή συγκίνηση που τους έχει κατακλύσει και μετά αγαπιούνται, περνούν τόσο γλυκά και ήρεμα τις μέρες τους.
Στην Κωνσταντινούπολη εν τω μεταξύ οι άρχοντες λύνουν και δένουν και αποφασίζουν για τις τύχες τους, αλλάζουν τους νόμους, πολλαπλασιάζουν τους φόρους, εξαπολύουν διωγμούς κατά των αιρετικών, στο βάθος του ορίζοντα έχουν πυκνώσει τα μαύρα σύννεφα, έρχεται ο μεσαίωνας, όμως οι σιδώνιοι νέοι, αμετανόητοι και επηρμένοι εστέτ, έχουν άποψη μόνο για ό,τι αφορά την τέχνη.
Γι αυτό, όταν ο ηθοποιός απαγγέλλει το επιτύμβιο επίγραμμα για τον Αισχύλο, το ζωηρό παιδί, το φανατικό για γράμματα, ανοίγει ξαφνικά τα μάτια του, ανασηκώνεται, αφήνει σύξυλο τον εραστή του και λέει εκνευρισμένο:
«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε – κηρύττω – στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργο σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ…»
Ο Καβάφης εδώ είναι πλήρης ειρωνείας: «Α! Δεν μ’ αρέσει!» «Κηρύττω…» «Περιμένω κι απαιτώ!»
Έχουν και απαιτήσεις λοιπόν οι νεαροί αυτοί. Και κηρύττουν. Και: Α! Δεν τους αρέσει το τετράστιχον αυτό! Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες!
Για την ακρίβεια δεν καταλαβαίνουν τι λέει το τετράστιχον αυτό. Κι επειδή δεν καταλαβαίνουν, χαρακτηρίζουν τον μαραθωνομάχο Αισχύλο «κάπως σαν λιπόψυχο».
Είναι ένα είδος βλασφημίας αυτό κατά τη γνώμη μου. Αθώοι, το είπαμε, αθώοι λόγω άγνοιας, λόγω κοινωνικής θέσης, λόγω ιστορικής εποχής. Αλλά παράλληλα και καρικατούρες της εποχής τους.
Δεν είναι τυχαίο που ο Καβάφης τοποθετεί το ποίημά του στο 400 μΧ. Είναι μια εποχή θολούρας, όπου κανείς δεν είναι τίποτα. Όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας είναι πλέον ρωμαίοι πολίτες. Βρετανοί, Γαλάτες, Γότθοι Ίβηρες, Ιλλυριοί, Έλληνες, Θράκες, Μικρασιάτες, Αιγύπτιοι, Σύροι, Ιουδαίοι, όλοι όσοι κατοικούν εντός των συνόρων, έχουν τώρα αυτόν τον τίτλο που δεν σημαίνει όμως πια τίποτε. Στο θρόνο ανεβαίνουν αλλόφυλοι αυτοκράτορες από τη Βόρεια Αφρική, από την Ισπανία, από τη Συρία, από την Ιλλυρία.
Οι χριστιανοί δεν διώκονται πια και λίγα χρόνια πριν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄ έκανε τη νέα θρησκεία επίσημη θρησκεία του κράτους. Αλλά ακόμα οι μη χριστιανοί της αυτοκρατορίας είναι πολλοί, οι εθνικοί είναι διασκορπισμένοι παντού, σε πόλεις και χωριά, και επιμένουν να λατρεύουν τους θεούς τους και διάφορες αιρέσεις και πίστεις, ανατολικές λατρείες, θεοσοφίες, μαγείες διατρέχουν ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Η Υπατία ακόμα είναι ζωντανή και διδάσκει στην Αλεξάνδρεια. Θα θανατωθεί μαρτυρικά δεκαπέντε χρόνια αργότερα, καθώς χρόνο με το χρόνο οι χριστιανοί σκληραίνουν τη στάση τους.
Πέντε χρόνια πριν, το 395, ο Θεοδόσιος, λίγο πριν πεθάνει, χωρίζει διοικητικά την αυτοκρατορία σε δυτικό και ανατολικό τμήμα. Οι άνθρωποι της εποχής δεν νιώθουν καμιά αλλαγή στη ζωή τους. Όμως ο διαχωρισμός θα αποβεί μοιραίος με τα χρόνια: το δυτικό τμήμα θα ακολουθήσει άλλη πορεία, το ανατολικό θα μεταμορφωθεί σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Οι πληθυσμοί που ζουν μέσα στην αυτοκρατορία έχουν την αίσθηση ότι τίποτα το εξαιρετικό δεν συμβαίνει. Ζουν σε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος κι αν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κι αν η χριστιανική θρησκεία έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, όμως στην καθημερινή ζωή της περιφέρειας όλα συνεχίζονται κανονικά.
Στη Σιδώνα τα πλουσιόπαιδα συνεχίζουν την ανέμελη ζωή τους. Είναι πολύ μακριά από αυτούς οι βάρβαροι που σε λίγα χρόνια θα σπάσουν τα βόρεια σύνορα και θα αλλοιώσουν για πάντα το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Τη σφαγή 30.000 ανθρώπων δέκα χρόνια πριν (390) στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης μετά από διαταγή του Θεοδόσιου είναι ζήτημα, αν την έχουν πληροφορηθεί.
«Α, η τέχνη! Υπάρχει κάτι σπουδαιότερο από αυτήν;» λένε οι μαλθακοί φιλότεχνοι νεαροί της Σιδώνας, ενώ ο κόσμος γύρω τους έχει ήδη ραγίσει επικίνδυνα.
«Υπάρχει», ακούμε τη φωνή του Αισχύλου από τον τάφο του στη Γέλα. «Πάνω από την τέχνη υπάρχει η ελευθερία του ανθρώπου».
Πάνω από την τέχνη, θα λέγαμε εμείς σήμερα, υπάρχει η ατομική ελευθερία, το δίκαιο κράτος, η ισονομία, η εξάλειψη της φτώχειας, της αδικίας, των πολέμων, των κοινωνικών διακρίσεων. Κάτω από αυτά είναι η τέχνη που υποφέρει, που πληγώνεται και καταγγέλλει.
Και πέρα από αυτά είναι ο σκοταδισμός, η αμάθεια, οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι φανατισμοί, η βάρβαρη άγνοια. Όλα όσα συνωθούνται σαν μαύρα σύννεφα στον ουρανό της αυτοκρατορίας, την ώρα που οι νέοι της Σιδώνας δηλώνουν αβροί εραστές της τέχνης, όλα όσα σύντομα θα κατακαλύψουν την αυτοκρατορία και θα την οδηγήσουν στο σκοτεινό μεσαίωνα.