«Χαρακτηριστικά τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικά ἀνθρώπου»
Ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχει τό ἰσχυρό θέλημά του, δέν τό ἀρνεῖται ποτέ, δέν τό κόβει ὅπως λέμε. Γιατί, γιά νά κάνεις ὑπακοή, πρέπει νά κάνεις ἐκκοπή στό θέλημά σου, νά ἀρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, ὅπως λέει ὁ Κύριος, καί νά ἐγκολπωθεῖς τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐξήγηση πού στίς μέρες μας ἔχουμε τόσους πολλούς ψυχικά ἄρρωστους ἀνθρώπους, τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει πολύς ἐγωισμός καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ταπεινώνονται, ὁπότε δέν ἔρχεται ἡ Χάρις. Εἶναι σάν ἕναν ἄνθρωπο δηλαδή πού ἀρνεῖται νά πάρει φάρμακο, ὁπότε δέν θεραπεύεται.
Καί τό ἔκαναν. Καί ἔστω ὅτι τό ἔκαναν, ἀλλά μετά δέν ζήτησαν συγγνώμη παρόλο πού ὁ Θεός, ὅπως φαίνεται ξεκάθαρα στό κείμενο, προσπαθεῖ νά τούς βοηθήσει νά ζητήσουν συγγνώμη. Ὅμως δέν λένε συγγνώμη, μόνο δικαιολογοῦνται καί ὁ ἕνας ρίχνει τήν εὐθύνη στόν ἄλλον.
- Πῶς ἔπεσε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα;
Ὅταν κάποιος παραβαίνει μιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κάνει οὐσιαστικά τό ἴδιο λάθος, θεωρεῖ ἀναξιόπιστο τόν Θεό καί ἀξιόπιστους αὐτούς πού τοῦ σερβίρουν τήν ἁμαρτία, εἴτε εἶναι ἄνθρωποι, εἴτε εἶναι δαίμονες. Εἶναι φοβερό! Γιά παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Θεός λέει δέν ἐπιτρέπεται νά κάνεις πορνεία ἤ διεστραμμένα πράγματα, ἐσύ λές «Γιατί ὄχι; Τί θά πάθω; Δέν παθαίνω τίποτα».
Τό σκέφτηκε, ἀλλά τό ἔβαλε στήν ἄκρη καί ἐμπιστεύτηκε τίς αἰσθήσεις: ‘‘Ἄ, αὐτό ὡραῖο εἶναι, γιατί νά μήν τό πάρω;’’. Ἐνήργησε δηλαδή κάπως, θά λέγαμε, παρορμητικά, μόνο μέ τίς αἰσθήσεις. Ὑποδουλώθηκε στίς αἰσθήσεις καί χωρίς νά βάλει τή λογική, χωρίς νά βάλει τόν νοῦ, νά ἐξετάσει αὐτό πού λένε οἱ αἰσθήσεις, ἔπεσε στόν θάνατο.
Γιατί τό τρῶς; Γιατί μοῦ τό δίνεις νά τό φάω καί ἐγώ;’’. Δέν τό ἔκανε. Ἑπομένως ἔκανε ὁ ἄνθρωπος αὐτό τό πολύ μεγάλο λάθος, ἔβαλε τήν κρίση του, τόν ἑαυτό του, πάνω ἀπό τόν Θεό, πάνω ἀπό τόν Δημιουργό. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη μας ὑπερηφάνεια. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ δαιμονική, ἡ ἑωσφορική ὑπερηφάνεια νά βάζεις τήν κρίση σου πάνω ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Δίοτι ἐπιλέξαμε νά θεμελιώσουμε τή ζωή μας στόν ἑαυτό μας, στήν κρίση μας, στή λογική μας, στόν πολιτισμό μας, πού εἶναι ἕνας πολιτισμός τῆς πτώσης. Δέν εἶναι ἕνας πολιτισμός σύμφωνος μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἕνας πολιτισμός, πού ὑπακούει στίς αἰσθήσεις. Ἔτσι δουλεύει ἡ ἐπιστήμη. Τί βλέπω, τί ἀκούω, τί αἰσθάνομαι, τί πιάνω κ.λ.π. Ἀλλά μόνο αὐτό ὑπάρχει;
Ἀμφισβητεῖ τήν ἀγαθότητα, διστάζει ἄν ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, ἤ καί ἀντιδρᾶ. Δέν δέχεται τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤ αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού κρατοῦν αὐτή τή στάση ἀπέναντι στόν Θεό δέν μποροῦν νά θεραπευτοῦν καί ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι αὐτοί «πειράζουν» τόν Θεό καί ἄν δέν μετανοήσουν γίνονται «κομπλεξικοί».
Γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε τόν Θεό διά τοῦ νοῦ καί νά Τόν ἐγκολπωθοῦμε, νά Τόν ἐμπιστευθοῦμε, θά πρέπει νά καθαριστεῖ λίγο ὁ νοῦς καί αὐτή ἡ κάθαρση τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς, γίνεται διά τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτό τό πρῶτο καί ἀναγκαῖο πράγμα πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά μετανοήσει, νά προσπαθήσει δηλαδή νά καθαρίσει λίγο τά μάτια του, τά μάτια τῆς ψυχῆς.
Ὁ Θεός δέν φανερώνεται σ' αὐτούς πού Τόν «πειράζουν», σ’ αὐτούς, ξαναλέω, πού ἔχουν δισταγμό, ἀμφισβήτηση ἤ ἀντίθεση στήν ἀγαθότητά Του. Ὁ σωστός δρόμος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία ὅλων τῶν ἁγίων μας, εἶναι ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα. Λέγει ὁ σοφός Σολομών ὅτι ὁ Χριστός «εὑρίσκεται τοῖς μή πειράζουσιν Αὐτόν» (Σοφ. Σολ. 1,2). Δηλαδή σ’ αὐτούς πού δέν ἐκπειράζουν τόν Θεό, πού δέν βάζουν σέ πειρασμό τόν Θεό.
Κι ὅλο αὐτό βέβαια πηγάζει ἀπό ἕναν πολύ μεγάλο ἐγωισμό. Ποιός εἶσαι ἐσύ πού θά πεῖς στόν Θεό «γιατί;», ἀφοῦ εἶναι Πάνσοφος. Ἀμφισβητεῖς τήν πανσοφία Του καί τήν παντοδυναμία Του, σάν νά μή μποροῦσε ὁ Θεός νά σέ κάνει πιό ψηλό! Δέν μποροῦσε; Μποροῦσε. Γιατί δέν σέ ἔκανε; Γιατί δέν σέ συμφέρει πολύ ἁπλά. Γιατί σ’ ἀγαπάει. Γιατί ἄν ἦσουν πιό ψηλός, μπορεῖ νά ἦσουν στήν κόλαση ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Ξέρει ὁ Θεός γιατί δέν σέ ἔκανε ψηλό.
«Κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τό κόμπλεξ», αὐτά πού λέει ἡ ψυχολογία, συναισθήματα κατωτερότητος, πού οὐσιαστικά εἶναι κρυμμένος ἐγωισμός, «ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά μέ ὡραῖα τριαντάφυλλα κι ὅσο ποτίζεται μέ τήν πίστη, μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ὑπομονή, μέ τήν ταπείνωση, τόσο παύει νά ἔχει δύναμη τό κακό, παύει νά ὑπάρχει· δηλαδή δέν ἐξαφανίζεται, ἀλλά μαραίνεται. Ὅσο δέν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται κι ἀμέσως ξεπετάγεται τό ἀγκάθι».
Πῶς πᾶς καί λές «Θά σοῦ δώσω καί παραπάνω, θά κάνω κι ἕνα τάμα, νά μοῦ κάνεις αὐτό πού θέλω. Ἀλλά μαζί Σου σχέση δέν θέλω νά ἔχω». Ἐγώ θέλω νά ἔχω σχέση μέ τά πάθη μου. Ὅπως λέει ἕνας ἱεροκήρυκας: «Ἀνάβουμε μεγάλες λαμπάδες στίς Ἐκκλησίες, ἀλλά τή φιλενάδα δέν τήν ἀφήνουμε», τήν παράνομη σχέση δηλαδή.
Καί ἀφοῦ ἀρνεῖται τόν Θεό, ἡ ἀρρώστεια γίνεται χειρότερη. Εἶναι πληγωμένος, γιατί στερεῖται αὐτό πού ἔχει πραγματικά ἀνάγκη γιά νά γεμίσει τήν ψυχή του. Ἀρνεῖται τόν ἴδιο τόν Χριστό «τὸ πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1,23). Αὐτό τό πλήρωμα, τό γέμισμα, πού γεμίζει τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ψυχή μας γιά νά γεμίσει θέλει τό ἄπειρο. Καί τό ἄπειρο εἶναι ὁ Χριστός.
Γι’ αὐτό προσπαθεῖ μέ ὑπερηφάνεια, νά βρεῖ τήν θέωση χωρίς τόν Θεό, χωρίς τήν ταπεινή ἀκολούθηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Νά τήν βρεῖ μόνος του. Νά τήν ἀνακαλύψει. Εἴδατε ὅλες αὐτές οἱ σέκτες καί οἱ ἀνατολικοῦ τύπου θρησκευτικές κινήσεις λένε νά βρεῖς τό ἐσωτερικό σου φῶς, νά τό ἀνακαλύψεις ἐσύ μόνος σου αὐτόνομα. Δέν σοῦ χρειάζεται ὁ Θεός. Κανένας δέν σοῦ χρειάζεται. Μόνος σου θά τό κάνεις. Αὐτή εἶναι ἡ πλάνη τοῦ ἑωσφόρου καί δέν βρίσκουν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό δαιμονικό φῶς. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο λάθος πού ἔκαναν καί οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο.
Ὅσοι δηλαδή εἶναι πνευματικά ἄρρωστοι, ζοῦνε τήν δαιμονική ἐνέργεια, τίς δαιμονικές ἐπήρειες. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι τέτοιες δαιμονικές ἐπήρειες εἶναι ἡ νευρασθένεια, ἡ ψυχασθένεια καί τό αἰσθημα τῆς κατωτερότητας, τά ὁποῖα ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Τά πραγματικά αἴτια τῶν λεγόμενων ψυχικῶν παθήσεων εἶναι πνευματικά.
«Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία». Τό νά ἐμφανίζεσαι ὡς ταπεινός ἐνῶ δέν εἶσαι. «Τό λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει», ἐνῶ ὁ ταπεινολόγος προβάλλει τόν ἑαυτό του, ἔστω μέ ἕναν τρόπο ἐξευτελιστικό, ἄς τόν ποῦμε, ἀλλά πάλι προβάλλει τόν ἑαυτό του. Εἶναι κρυμμένος ἐγωισμός.
Ἐνῶ ὁ ἀληθινά ταπεινός δέν μιλάει, δέ φαίνεται, δέν κάνει ντόρο. «Δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή ‘’εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…’’. Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον».
Τά ἄϋλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας πετᾶνε· πετᾶνε ὅπως τά κουνούπια καί προσβάλλουν τήν ψυχή». Ἔκανε ἀναπαράσταση τῆς πτήσεως τῶν μικροβίων αὐτῶν, κινώντας ἐκφραστικά τά δάχτυλα τοῦ χεριοῦ του. «Καλό εἶναι νά βοηθᾶς τό νευροπαθή, ἀλλά πρέπει νά προστατεύεις καί τή δική σου ψυχή, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ».
Ἔλεγε: «Ὅταν... δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στήν μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια· δέν ζεῖς σωστά». Καί ὅλοι αὐτοί πού τούς βλέπετε νά χασκογελᾶνε καί τοῦς θεωροῦμε εὐτυχισμένους, δέν εἶναι εὐτυχισμένοι, γιατί ὁ Γέροντας εἶναι ἀπόλυτος, ἡ ἁμαρτία δίνει μιά πρόσκαιρη χαρά, πολύ σύντομη καί μετά ἀκολουθοῦν ὅλα αὐτά πού λέει ἐδῶ τό ἄγχος, ἡ στενοχώρια, ἡ μελαγχολία καί ἡ θλίψη.
Ὅταν συνεχῶς γίνεται αὐτό -φανταστεῖτε τόν ὀργανισμό νά εἶναι σέ συνεχή ὑπερένταση- κάποια στιγμή ἐξαντλεῖται καί ξεσπάει αὐτή ἡ πίεση πού ἀσκεῖ στά διάφορα ὄργανα καί εἴτε θά πάθεις ἕλκος στό στομάχι, εἴτε εὐερέθιστο ἔντερο, εἴτε νόσο τοῦ Crohn, χίλια δυό πράγματα, τά ὁποῖα τά λέμε ψυχοσωματικές ἀρρώστειες.
Ἄν εἶναι δυνατόν καί κάθε μέρα νά λειτουργιόμαστε καί νά μπαίνουμε μέσα σ’ αὐτή τή Χάρη τῆς Θείας Λειτουργίας, αὐτό θά ἦταν τό καλύτερο φαγητό μας. Τό καλύτερο πρωϊνό! Εἶναι δυνατό, ἄν τό ἐπιδιώκουμε. Ἀλλά καί στό σπίτι, νά κάνεις μιά ὡραία, δυνατή, πρωϊνή προσευχή, νά μπαίνεις πλούσια μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτό θά σοῦ χαρίσει ὑγεία ψυχική καί σωματική. «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει, τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά μεταστοιχειώνει».
Ἔλεγε: «Μερικοί βλέπουν τόν διάβολο νά παρουσιάζεται μέ διάφορες μορφές, νά κάνει θορύβους, νά τούς χτυπάει κ.ἄ. Αὐτά γίνονται, τίς πιό πολλές φορές, στούς μπερδεμένους». Καί ξέρετε πλέον ὅτι μπερδεμένος θά πεῖ ἐγωιστής, δηλαδή συγγενής μέ τόν διάβολο γιατί ὁ διάβολος εἶναι ὁ κατεξοχήν ἐγωιστής. Ὁπότε, γι’ αὐτό τούς ἐμφανίζεται.
Βέβαια, θά πεῖτε δέν ὑπάρχει ἄλλη περίπτωση; Ὑπάρχει, ἔχουμε ἁγίους πού τρώγανε ξύλο ἀπό τόν διάβολο, ἐπειδή ὁ Θεός ὅμως ἐπέτρεπε αὐτήν τήν δοκιμασία γιά νά τελειοποιηθοῦν. Ἀλλά ὁ πατερικός δρόμος εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Γέροντας, δηλαδή νά ταπεινώνεσαι καί ν’ ἀγαπᾶς. Ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί νά προχωρᾶς μέ αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα.
Ὁ κενόδοξος κυνηγάει τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καί γι’ αὐτό δέν ἀγαπάει τήν ταπείνωση. Θέλει νά φαίνεται, νά ἀγαπιέται, νά «χαίρει ἐκτιμήσεως» ἀπό τούς ἄλλους, νά δοξάζεται, νά εἶναι γνωστός, νά ἔχει «καλό ὄνομα» στήν κοινωνία, νά ἔχει κύρος καί «ἀξιοπρέπεια». Νοιάζεται πάντα γιά τό «τί θά πεῖ ὁ κόσμος» καί ὄχι γιά τό τί λέγει γι’ αὐτόν ὁ Θεός.
Γι’ αὐτό καί ἡ καρδιά του εἶναι πάντα γεμάτη ἄγχος, φροντίδα, ταραχή καί ἄθλια ἐκζήτηση καί ἀναζήτηση τῆς μάταιης ἀνθρώπινης δόξας. Ὅταν κάποτε καταφέρει νά τήν ἔχει, ὅπως νομίζει, «φουσκώνει», γεμίζει «φυσίωση», ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες· τότε, πλέον, νοσεῖ τήν «νόσο τοῦ διαβόλου», πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνομε, νά τό κάνομε γιά νά εὐχαριστήσομε τόν Θεό· ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς, χωρίς...».