«Αναγνωρίζοντας την φτώχεια των φιλοσοφικών απόψεων, χωρίς να προσκολλάω σε καμία από αυτές, αναζητώντας την αλήθεια, είδα»
Ο πρόλογος από τον οποίο η Διδασκαλία της Αφυπνίσεως ξεκινά, είναι η καταστροφή του δαίμονα της διαλεκτικής, η άρνηση των διαφόρων οικοδομημάτων των σκέψεων και των εικασιών, οι οποίες είναι απλά μία έκφραση γνώμης και αφθονίας των θεωριών οι οποίες με τη σειρά τους, είναι προβολές μιας θεμελιώδους ανησυχίας στην οποία ένα πνεύμα, που δεν έχει ακόμα βρει στον εαυτό του, την προσωπική του αρχή, αναζητά υποστήριξη.
Αυτό βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε κοσμολογική εικασία αλλά επίσης σε προβλήματα που αφορούν τον άνθρωπο, την φύση του και το πεπρωμένο του, καθώς και στην όποια νοητική κι εννοιολογική αποφασιστικότητα του ύστατου σκοπού του ασκητισμού. “Έχω ποτέ υπάρξει σε παλαιότερες εποχές; Ή μήπως δεν έχω υπάρξει ποτέ ξανά; Τι ήμουν σε περασμένες εποχές; Και πως έφτασα να είμαι αυτό που ήμουν; Πρόκειται να υπάρξω σε μελλοντικές εποχές; Ή μήπως δεν πρόκειται να υπάρξω; Τι πρόκειται να είμαι σε μελλοντικές εποχές; Και πως πρόκειται να γίνω αυτό που πρόκειται να είμαι;
Κι ακόμα το παρόν γεμίζει [τον κοινό άνθρωπο] με αμφιβολίες: Πράγματι υπάρχω; Ή μήπως δεν υπάρχω; Τι είμαι; Kαι πώς είμαι; Αυτό που υπάρχει εδώ, από που έχει πραγματικά έρθει; Και που άραγε θα πάει;” Όλες αυτές είναι “μάταιες σκέψεις”:
“Αυτό ονομάζεται το τυφλό δρομάκι των απόψεων, το φαράγγι των απόψεων, ο βάτος των απόψεων, η συστάδα των απόψεων, το δίχτυ των απόψεων” φτασμένο και χαμένο σε αυτό το οποίο “ο αδαής υλιστής δεν δύναται να ελευθερώσει τον εαυτό του από την γέννηση, την φθορά και στον θάνατο”.
Και ξανά: “Εγώ είμαι” είναι μία άποψη “Είμαι αυτό” είναι μία άποψη, “Πρόκειται να είμαι” είναι μία άποψη, “Δεν πρόκειται να είμαι” Είναι μία άποψη “Πρόκειται να είμαι στον κόσμο της [αγνής] μορφής” Είναι μία άποψη “Πρόκειται να είμαι στον κόσμο ελεύθερος μορφής” είναι μια άποψη “Ενσυνείδητος πρόκειται να είμαι” είναι μία άποψη “Ασυναίσθητος πρόκειται να είμαι” είναι μία άποψη “ούτε ενσυνείδητος ούτε ασυναίσθητος πρόκειται να είμαι” είναι μία άποψη.
Η Άποψη
Ω! μαθητές, είναι μία νόσος, η άποψη είναι ένας κακοήθης όγκος, η άποψη είναι μία πληγή.
Αυτός ο οποίος έχει υπερνικήσει όλες τις απόψεις, ονομάζεται άγιος, κάποιος που γνωρίζει.
Είναι το ίδιο με την κοσμολογική τάξη.
Ό κόσμος είναι αιώνιος, Ό κόσμος δεν είναι αιώνιος, Ό κόσμος είναι πεπερασμένος, Ό κόσμος είναι άπειρος, Ή αρχή της ζωής και το σώμα είναι το ίδιο, Ή αρχή της ζωής είναι ένα πράγμα και το σώμα κάτι άλλο, Ό Ολοκληρωμένος υπάρχει μετά θάνατον, Ό Ολοκληρωμένος δεν υπάρχει μετά θάνατον, Ό Ολοκληρωμένος υπάρχει και δεν υπάρχει μετά θάνατον, Ό Ολοκληρωμένος ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει μετά θάνατον – αυτό είναι ένα τυφλό δρομάκι απόψεων, μία συστάδα απόψεων, ένα δάσος απόψεων, ένα κουβάρι απόψεων, ένας λαβύρινθος απόψεων, επώδυνος, αδίστακτος, απατηλός που δεν οδηγεί στην απόσπαση, δεν οδηγεί σε εξέλιξη, δεν οδηγεί σε διορατικότητα, δεν οδηγεί σε αφύπνιση, δεν οδηγεί σε εξάλειψη.
Η διδασκαλία των Αφυπνισμένων περιγράφεται σαν εκείνο το οποίο «καταστρέφει τα θεμέλια κάθε προσκόλλησης προς, και ικανοποίησης σε λανθασμένες θεωρίες, δόγματα και συστήματα» και το οποίο επομένως ξεκόβει αμφότερα τόσο τον φόβο όσο και την ελπίδα. Η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τον Βούδα: «Ενδέχεται Ο Άρχοντας Gautama [αυτό είναι το οικογενειακό όνομα του Πρίγκιπα Σιντάτα] να έχει κάποια γνώμη;»
Είναι κατηγορηματική: «Γνώμη: τούτο είναι απομακρυσμένο από τον Ολοκληρωμένο. Ο Ολοκληρωμένος έχει «ΔΕΙ» Αυτή η απάντηση υποδεικνύει το θεμελιώδες σημείο. Δεν είναι ότι ο Βουδισμός είχε τη πρόθεση να αποκλείσει την πιθανότητα της απόκτησης κάποιας απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα – με το να έκανε αυτό θα έπεφτε σε αντίφαση, αφού τα κείμενα προσφέρουν, όπου είναι αναγκαίο, αμερόληπτα ακριβείς διδασκαλίες σε ότι αφορά συγκεκριμένα από αυτά.
Είχε μάλλον την επιθυμία να εναντιωθεί προς τον δαίμονα της διαλεκτικής και είχε απορρίψει κάθε «αλήθεια» που είναι βασισμένη σε παρεκβατική και πλατειαστική νοητική ικανότητα – vitakka – και που μονάχα μπορούσε να έχει την αξία της «απόψεως», της δόξας.
Κρατάει την απόστασή του από τους σοφιστές και τους αμφισβητίες γιατί αυτοί «μπορούν να συλλογιστούν ορθά και να συλλογιστούν λανθασμένα, μπορούν να μιλήσουν έτσι και μπορούν επίσης να μιλήσουν διαφορετικά» και έχουν να κάνουν με θεωρίες οι οποίες είναι μονάχα δικές τους επινοήσεις.
Και το «αποκόμισε τα πάντα» «πάρε τα πάντα μαζί» – άφηλε πάντα (ελληνικά στο ξένο κείμενο) – της Βουδιστικής άσκησης δεν είναι με κανένα τρόπο ένα sacrificium intellectus (η θυσία της διάνοιας) για χάρη της πίστης, όπως σε κάποιες μορφές χριστιανικού μυστικισμού.
Είναι μάλλον μία προκαταρκτική κάθαρση, μία opus purgationis δικαιολογημένη από έναν ανώτερο τύπο η κριτήριο βεβαιότητας, η οποία είναι ριζωμένη σε μία πραγματική γνώση, αποκτηθείσα – όπως στην αρχική Βεδική (Vedic) παράδοση – από Αμεση Οραση.
Είναι ένα κριτήριο άμεσης και απόλυτης εμπειρίας, άπαξ κι «αποκοπείς από την πίστη, από την προδιάθεση, από τις διαδόσεις και τις φήμες, από τις σχολαστικές συζητήσεις, από τους συλλογισμούς και τη δικολαβία, από την ευχαρίστηση στην θεωρία και την εικασία» το ίδιο κριτήριο υπηρετεί τον Βούδα όταν αποφασίζει την ύπαρξη ή την μη-ύπαρξη κάποιου πράγματος, καθώς υπηρετεί έναν άνθρωπο ο οποίος κρίνει την ύπαρξη και την πραγματική υπόσταση της ευχαρίστησης, του πόνου, ή της αυταπάτης στη βάση την οποία έχει ο ίδιος του εαυτός αισθανθεί την εμπειρία αυτών τον καταστάσεων.
Συνάμα, η πολύ γνώση, η παρεκβατική, ασυνάρτητη γνώση, η γνώση που πλατειάζει, αφήνει το άτομο ως έχει, δεν συνεισφέρει καθ’ όλα στη απομάκρυνση του “τριπλού δεσμού” απαραίτητη στο να προχωρήσει κάποιος στην ανώτατη γνώση.
Εκ των προτέρων δάσκαλος στην πραγματικότητα της “ψυχολογίας σε βάθος” ο Βούδας αναγνώρισε πως η ματαιόδοξη θεωρία και η τοποθέτηση αναρίθμητων προβλημάτων αντανακλά μία κατάσταση ανησυχίας και αγωνίας, δηλαδή, αυτή τη κατάσταση που πρέπει πρώτα να αφεθεί πίσω από αυτόν που θα προχωρήσει κατά μήκους του «μονοπατιού των Αρίων» (ariya).
Για αυτό και στη παραβολή του κυνηγού, η προδιάθεση ενός μαθητή σε ένα συγκεκριμένο σημείο κατά την ανάπτυξή του, να θέσει στον εαυτό του τα συνηθισμένα προβλήματα που αφορούν την ψυχή και τον κόσμο θεωρείται ένα βήμα προς τα πίσω, είναι ένα από τα δολώματα που βάζει ο Εχθρός και όποιος άνθρωπος τσιμπήσει με αυτό οπισθοχωρεί στη δύναμή του.
«Το να γνωρίζεις βλέποντας, το να γίνεις γνώση, το να γίνεις αλήθεια, το να γίνεις όραση» -αυτό είναι ιδανικό: γνωρίζοντας -βλέποντας σε συμμόρφωση προς τη πραγματικότητα- yatha-bhuta-nana-dassana: την άμεση πνευματική διαίσθηση, πολύ μακρύτερα όλων των συζητήσεων και άρρηκτα δεμένος με την ασκητική πραγμάτωση.
«Αναγνωρίζοντας την φτώχεια των φιλοσοφικών απόψεων,χωρίς να προσκολλάω σε καμία από αυτές, αναζητώντας την αλήθεια, είδα».
Ένα επαναλαμβανόμενο εδάφιο στον κανόνα Pali είναι: «Αυτός [ο Ολοκληρωμένος] δείχνει σε αυτόν το κόσμο με τους αγγέλους του, τα καλά και τα κακά του πνεύματα, τις τάξεις των ασκητών και των Βραχμάνων (Brahmans), των θεών και των ανθρώπων, αφότου έχει αντιληφθεί και κατανοήσει» και ούτω καθεξής.
Υπάρχουν και πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις. «Βεβαιώνω» λέει ο Πρίγκιπας Siddhattha «ότι μπορώ να αναπτύξω τον νόμο όσον αφορά αυτή ή την άλλη περιοχή με τέτοιο τρόπο ώστε εκείνος που ενεργεί σε συμμόρφωση με αυτόν θα αναγνωρίσει το υπαρκτό ως υπαρκτό και το μη-υπαρκτό ως μη-υπαρκτό, το χυδαίο ως χυδαίο, το ευγενές ως ευγενές, το αντιμετωπίσιμο ως αντιμετωπίσιμο, το ανυπέρβλητο ως ανυπέρβλητο, το πιθανό ως πιθανό και το ανέφικτο ως ανέφικτο, ότι θα γνωρίσει, θα καταλάβει και θα κατανοήσει αυτό όπως ακριβώς χρειάζεται να το γνωρίζει, να το καταλάβει και να το κατανοήσει.
Η ανώτατη μορφή γνώσης είναι η γνώση που συμμορφώνεται με την πραγματικότητα. Ανώτερη γνώση από αυτή δεν υπάρχει»
Και ξανά: «Ένα Τέλειο Αφυπνισμένο, αποκαλείς τον εαυτό σου είναι αλήθεια, αλλά αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις γνωρίσει, ότι ένας ασκητής ή ένας Βραχμάνος (Brahmans), ένας θεός ή ένας δαίμονας ή οποιοσδήποτε άλλος μπορεί έτσι δίκαια να με κατηγορήσει, αυτή η πιθανότητα δεν υπάρχει»
Ο σοφός άνθρωπος, ο Αριος (Ariya), δεν είναι ένας οπαδός συστημάτων, δεν αναγνωρίζει διδασκαλίες και έχοντας διεισδύσει στις παρούσες απόψεις μεταξύ των ανθρώπων και όντας αδιάφορος στην όψη περί θεωρίας, την αφήνει στους άλλους, παραμένει ήρεμος μεταξύ των ταραγμένων, δεν παίρνει μέρος στις λογομαχίες αυτών που συντηρούν τα παραπάνω: «Αυτή είναι η μόνη αλήθεια» δεν θεωρεί τον εαυτό του ίσο με τους άλλους, ούτε ανώτερο, ούτε κατώτερο.
Στα κείμενα του κανόνα, μετά μίας περιγραφής του έλους των σύγχρονων φιλοσοφικών απόψεων, συναντιόμαστε με ετούτο το χωρίο:
«Ο Ολοκληρωμένος γνωρίζει άλλα πράγματα καλά, πέραν [από τέτοιες εικασίες] και έχοντας τέτοια γνώση, δεν γίνεται περήφανος, παραμένει απαθής, αναγνωρίζει στο μυαλό του το μονοπάτι που οδηγεί παραπέρα. Υπάρχουν, Ω μαθητές, άλλα πράγματα, βαθυστόχαστα πράγματα, εμβριθή πράγματα, πράγματα δύσκολα να κατανοηθούν, αλλά αυτά γεννούν ηρεμία, χαρούμενα πράγματα, πράγματα όχι για να γραπωθείς απλά από ασυνάρτητη σκέψη, πράγματα που μόνο ο σοφός άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει.
Αυτά τα πράγματα αναπτύσσονται από τον Ολοκληρωμένο, αφότου αυτός ο ίδιος τα έχει γνωρίσει, αφότου αυτός ο ίδιος τα έχει δει».
Γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι ο τίτλος του Βούδα πού δόθηκε στον Πρίγκιπα Siddhattha σημαίνει «αφυπνισμένος». Αυτό μας φέρνει, στο ίδιο σημείο, στο ίδιο κριτήριο βεβαιότητας. Η διδασκαλία των Αρίων αποκαλείται «πέραν της φαντασίας» και ανεπίδεκτη αφομοίωσης από κάθε διαδικασία συλλογισμού.
Ο όρος atakkavacara συχνά επαναλαμβάνεται ένας όρος που σημαίνει ακριβώς, εκείνο το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί με τη λογική. Αντίθετα η διδασκαλία παρουσιάζεται σε μία «αφύπνιση» και ως μία «αφύπνιση».
Κάποιος μπορεί να δει με μιας, την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτή τη μέθοδο και τις απόψεις του Πλάτωνα περί αναμνήσεως, αναπόλησης ή αναθύμησης, υπερνικώντας τη κατάσταση της λήθης ακριβώς όπως ο Βουδισμός αποσκοπεί να υπερνικήσει τη κατάσταση που παράγεται από την asava, από τις «τοξικές ουσίες» από τις μανίες, από τον πυρετό.
Αυτοί οι όροι, «ανάμνηση» και «αφύπνιση» ωστόσο, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα περισσότερο από τον τρόπο κατά τον οποίο εμφανίζεται έναντι της αναγνώρισης και της εκτίμησης καποιανού πράγματος ως άμεσα προφανές, όμοια με έναν άνθρωπο που θυμάται ή ξυπνά και βλέπει κάτι.
Αυτός είναι ο λόγος για επανεμφάνιση στην νεότερη Βουδιστική λογοτεχνία του όρου sphota, η οποία έχει μία παρόμοια σημασία: είναι γνώση εκδηλωμένη και φανερωμένη σαν σε αποκάλυψη – σαν κάποιο μάτι που έχει υποβληθεί σε εγχείρηση και πρόκειται να ξανανθίζει και να δει.
Dhamma-Cakkhu, το «μάτι της αλήθειας» ή της «πραγματικότητας» cakkhumant «το να είσαι προικισμένος με το μάτι» είναι συνήθεις Βουδιστικές εκφράσεις, ακριβώς όπως ο τεχνικός όρος για «μεταστροφή» και «πνευματική αφύπνιση» είναι: «το δικό του μάτι της αλήθειας άνοιξε».
Όπου ο Βούδας μιλάει για τις προσωπικές του εμπειρίες συχνά βρίσκουμε αναφορές για την αμιγή παρουσίαση της γνώσης, είτε άμεσα είτε «σε παρομοιώσεις που κανείς ποτέ δεν έχει ποτέ ακούσει ή σκεφτεί στο παρελθόν»
Εδώ έχουμε ένα άλλο επαναλαμβανόμενο μοτίβο των κειμένων:
«Σαν κάτι που δεν έχει ακουστεί ξανά στο παρελθόν, όραση προέκυψε μέσα μου, γνώση προέκυψε μέσα μου, διαίσθηση προέκυψε μέσα μου, σοφία προέκυψε μέσα μου, φως προέκυψε μέσα μου» αυτό ονομάζεται «η αληθινή υπεροχή, συμμορφωμένη με την άρια (ariya) ποιότητα και ιδιότητα της γνώσης».
Αυτό ανακαλεί τις ιδιότητες του νου (νους – ελληνικά στο ξένο κείμενο) που πηγάζει από το Ολύμπιο πνεύμα, ένα πνεύμα που σύμφωνα προς την πιο αρχαία Αριο-Ελληνική παράδοση, σχετίζεται αυστηρά με το ΕΙΝΑΙ και εκδηλώνεται σε μια «γνώση προερχόμενη από την όραση» ο νους είναι τεκμήριο ενάντια στην παραπλάνηση, είναι «ακλόνητος και γαλήνιος σαν έναν καθρέφτη, ανακαλύπτει τα πάντα χωρίς να τα αναζητά, η μάλλον τα πάντα ανακαλύπτουν τον εαυτό τους σε αυτόν» ενώ το Τιτάνιο Πνεύμα είναι «ανήσυχο, αεικίνητο, εφευρετικό, αναζητώντας διαρκώς κάτι, όντας πολυμήχανο και περίεργο»
Η όραση νοούμενη ως διαφάνεια είναι το ιδεώδες «όπως κάποιος βλέπει μέσα από ένα διαυγές νερό την άμμο, τα χαλίκια, και τα χρώματα των βότσαλων απλά εξαιτίας της διαφάνειας, έτσι και κάποιος που αναζητά το μονοπάτι της απελευθέρωσης οφείλει να έχει ακριβώς ένα τέτοιο διαυγές πνεύμα».
Η εικόνα η οποία απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο ένας ασκητής κατανοεί τις τέσσερις αλήθειες των Αρίων (Ariya) είναι αυτός: «Αν στο χείλος μιας ορεινής λίμνης με καθαρό, διάφανο και αγνό νερό ήταν να σταθεί ένας άνθρωπος με έντονη όραση κοιτάζοντας τα κοχύλια, τα οστρακοειδή, τα χαλίκια, την άμμο και ψάρια, παρακολουθώντας πως κολυμπάνε και πως ξεκουράζονται ετούτη η σκέψη θα ερχότανε σε αυτόν:
Αυτή η ορεινή λίμνη είναι καθαρή, διάφανη και αγνή’ βλέπω τα κοχύλια και τα οστρακοειδή, τα χαλίκια και την άμμο, τα ψάρια, πως κολυμπάνε και πως ξεκουράζονται». Με τον ίδιο τρόπο ένας ασκητής κατανοεί «σε συμμόρφωση με την αλήθεια» το ανώτατο αντικείμενο της διδασκαλίας.
Η φόρμουλα «σε συμμόρφωση με την αλήθεια» ή «με την πραγματικότητα» (yathabhutam) είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στα κείμενα, όμοια με τις ιδιότητες, «το μάτι του κόσμου», ή «εξελίξου σε οφθαλμό» ή «εξελίξου σε γνώση» των Αφυπνισμένων.
Αυτό είναι εκ φύσεως μια επίτευξη μονάχα μέσω μιας σταδιακής διαδικασίας. «Όπως ένας ωκεανός βαθαίνει βαθμιαία, φθίνει σταδιακά, κατηφορίζει προοδευτικά χωρίς ξαφνικούς γκρεμούς, έτσι και σε ετούτο τον νόμο, σε ετούτη τη πειθαρχία, υπάρχει μία βαθμιαία εκπαίδευση, μία σταδιακή δράση, ένα προοδευτικό ξεδίπλωμα και όχι μία ξαφνική κατανόηση μιας ανώτατης γνώσης».
Ξανά: «Κάποιος δεν μπορεί, εγώ λέω, να κατορθώσει υπέρτατη γνώση μονομιάς, μονάχα με μία βαθμιαία εκπαίδευση, μία σταδιακή δράση, ένα προοδευτικό ξεδίπλωμα μπορεί κάποιος να πετύχει την τέλεια γνώση.
Ένας άνθρωπος πλησιάζει, κινούμενος από προσωπική εμπιστοσύνη, έχοντας πλησιάσει, προσχωρεί [στη τάξη των Αρίων (Ariya)] έχοντας προσχωρήσει, ακούει ακούγοντας, προσλαμβάνει τη διδασκαλία προσλαμβάνοντας τη διδασκαλία, το θυμάται, εξετάζει την έννοια των πραγμάτων που θυμάται, τα πράγματα αυτά εγκρίνονται και επιδοκιμάζονται έχοντας εγκρίνει, η επιθυμία γεννιέται, μελετά, συλλογίζεται, στοχάζεται, μελετώντας, ενθουσιωδώς υποβάλει τον αυτό του σε εκγύμναση και εκπαίδευση, και ένθερμα όπως εκγυμνάζεται και εκπαιδεύεται, πνευματικά συνειδητοποιεί την ύψιστη αλήθεια αυτή καθαυτή και εισχωρώντας σε αυτή δια μέσου της σοφίας βλέπει»
Αυτά είναι τα ορόσημα της ανάπτυξης.
Ούτε καν που αξίζει να σημειωθεί ότι η τοποθέτηση της «εμπιστοσύνης» στο ξεκίνημα της προόδου δεν σηματοδοτεί μια οπισθοχώρηση προς την «πίστη».
Καταρχάς τα κείμενα πάντα θεωρούν ότι η εμπιστοσύνη παρακινείται από το εμψυχωτικό παράστημα και το παράδειγμα του δασκάλου στη συνέχεια, όπως μπορούμε να δούμε καθαρά από την ανάπτυξη της προόδου, είναι ένα θέμα μονάχα προσωρινής παραδοχής, η πραγματική προσκόλληση έρχεται όταν με την εξέταση και την πρακτική, η ικανότητα της άμεσης αντίληψης, της διανοητικής διαίσθησης, απόλυτα ανεξάρτητη από τις προγενέστερές της, έχει γίνει πιθανή.
Ως εκ τούτου λέγεται: «Αυτός που δεν μπορεί επίμονα να εξασκήσει τον εαυτό του, δεν δύναται να κατορθώσει την αλήθεια μέσω επίμονης άσκησης (ένας ασκητής) κατορθώνει την αλήθεια: Επομένως επίμονη άσκηση είναι το πιο σημαντικό πράγμα για την επίτευξη της αλήθειας».
Εκ φύσεως υπάρχει εδώ μία υποκρυπτόμενη υπόθεση, την οποία οφείλουμε να συζητήσουμε εκ των προτέρων, λεπτομερώς σε βάθος, μία υπόθεση, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι για τους οποίους η διδασκαλία προοριζότανε δεν ήσαντο στη κατάσταση κτηνωδών ζώων, ότι αναγνωρίζανε, όχι σαν διανοητική άποψη, αλλά μέσω μιας φυσικής και έμφυτης αίσθησης, την ύπαρξη μιας πραγματικότητας ανώτερη από αυτή των αισθήσεων.
Για τον κοινό άνθρωπο, ένας που σκέφτεται μέσα στη καρδιά του: «Δεν υπάρχει καμία παροχή, καμία προσφορά, καμία ελεημοσύνη, δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα καλών η κακών πράξεων, δεν υπάρχει ετούτος εδώ ο κόσμος, δεν υπάρχει κανένας άλλος κόσμος, δεν υπάρχει πνευματική αναγέννηση, δεν υπάρχουν στον κόσμο ασκητές ή Βραχμάνοι (Brahmans) που είναι τέλειοι και ολοκληρωμένοι και οι οποίοι, έχοντας με την δική τους προσωπική αντίληψη, κατανοήσει και αντιληφθεί ετούτον εδώ τον κόσμο, καθώς και τον άλλο κόσμο, κάνουν γνωστή τη γνώση τους» -γι’ αυτούς η διδασκαλία δεν θεωρήθηκε ότι είχε αναπτυχθεί αφού στερούνται την στοιχειώδη ιδιότητα της εμπιστοσύνης, η οποία καθορίζει τον «υγιή γόνο» και η οποία είναι το πρώτο μέλος της προόδου στην οποία έχουμε αναφερθεί.
Τέτοιοι άνθρωποι σύμφωνα με μια έξυπνη και πετυχημένη απεικόνιση των κειμένων είναι σαν «βέλη που ρίχνονται από τη νύχτα».
Όσο για την υπεροχή, εναρμονιζόμενη σε ένα πραγματικό και αντιδιανοητικό πνεύμα με τη δράση στην Διδασκαλία της Αφυπνίσεως, παραθέτουμε μία άλλη βουδιστική παρομοίωση.
Ένας άνθρωπος χτυπημένος από ένα δηλητηριώδες βέλος, για τον οποίο οι φίλοι του κι οι σύντροφοί του επιθυμούν να του φέρουν ένα χειρουργό, αρνείται να του βγάλουν το βέλος προτού μάθει ποιος τον χτύπησε, ποιό μπορεί το όνομά του να είναι, ποιοι είναι οι άνθρωποί του, ποιά η εμφάνισή του, αν το τόξο του ήταν μεγάλο ή μικρό, από τι ξύλο ήταν φτιαγμένο και ου το καθεξής. Αυτός ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε να μάθει αρκετά για να τον ικανοποιήσουν πριν πεθάνει.
Έτσι ακριβώς θα συμπεριφερότανε ένας άνθρωπος ο οποίος ακολουθούσε το Θείο μόνο υπό τη συνθήκη κατά την οποία το τελευταίο του έδωσε απαντήσεις σε διάφορα θεωρητικά προβλήματα, λέγοντάς του αν ο κόσμος είναι αιώνιος ή όχι, αν το σώμα και η αρχή της ζωής είναι ξεχωριστά ή όχι, τι συμβαίνει στον Ολοκληρωμένο μετά θάνατον και πάει λέγοντας.
«Τίποτα από αυτά δεν έχει εξηγηθεί από εμένα. Και γιατί δεν έχει εξηγηθεί από εμένα; Επειδή τούτο δεν είναι ωφέλιμο κι ευεργετικό, δεν είναι αληθινά ασκητικό, δεν οδηγεί σε αποτροπιασμό, δεν οδηγεί σε ηρεμία, δεν οδηγεί σε διαλογισμό, δεν οδηγεί σε αφύπνιση, δεν οδηγεί σε διάκριση και συνεπώς αυτό δεν έχει εξηγηθεί από εμένα» λέει ο Βούδας.
Στις αντικρουόμενες θεωρίες σε ότι αφορά τον κόσμο και σε ότι αφορά τον άνθρωπο, χαρακτηριστικά ενθυμίζουσες τις Καντιανές (Kantian) αντινομίες, είτε το ένα αντίθετο είτε το άλλο μπορεί να είναι αλήθεια. Ένα πράγμα είναι σίγουρο ωστόσο: η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος πράγματι βρίσκει τον εαυτό του και η πιθανότητα της προσωπικής του εκγύμνασης και άσκησης, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ώστε να πετύχει τη καταστροφή αυτής της κατάστασης.
Ο Ιούλιος Έβολα υπήρξε ακέραιος στοχαστής και φιλόσοφος μιας πνευματικής παρακαταθήκης και ενός ηρωικού τρόπου ζωής στα πρότυπα των αρχαίων ευγενών πολεμιστών. Μιας ασκητικής διδασκαλίας, διαχωρισμένης με τον πλέον αυτάρκη τρόπο, από το μη – αυθύπαρκτο και αδρανές υλιστικό πνεύμα της σύγχρονης μαζικοποίησης, στρεφόμενης καθαρά προς ένα υπερβατικό κέντρο έξω και πέρα από την αιτιότητα και την αναγκαιότητα της εξαρτημένης δημιουργίας και καταστροφής.
Το πνεύμα ενός Ολύμπιου, αξονικού νου ο οποίος ατάραχος και γαλήνιος φωτίζει σαν ήλιος τις πλάνες και τις ψευδαισθήσεις των απέραντων δημιουργιών και του κύκλου της ζωής.
Σ’ αυτήν την καθοδική πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, την οποία ο Έβολα παρομοίωσε με την σκοτεινή εποχή της Ινδουιστικής Κάλι Γιούνγκα, το σιδηρούν γένος του Ησίοδου, αλλά και ως το Λυκόφως των Θεών, παρέθεσε ένα πλήθος «υπερβατικών σημείων αναφοράς» προτείνοντας στην ουσία τόσο το δρόμο της ατομικής δράσης, όσο και τον δρόμο του «Γνώθι σ’ Αυτόν».
Σκοπός του ήταν η αφύπνιση και η απελευθέρωση της ενεργητικής αρχής του ανθρώπου και το άλμα αυτού προς το εσωτερικό του κέντρο, το ενστικτώδες. Στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το πρόβλημα του «απαραβίαστου της ύπαρξης» το ΕΙΝΑΙ, η Ψυχή, πρόσωπο με πρόσωπο με το αδηφάγο κι ακόρεστο Γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.
«Ο καθένας είναι άρχοντας του εαυτού του, δεν υπάρχει κανένας άλλος άρχοντας και με το να κυριεύσεις τον εαυτό σου θα έχεις έναν αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις»