Το 1937, και έχοντας ήδη συγγράψει τέσσερα δοκίμια στη μητρική του γλώσσα, στάλθηκε με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου Βουκουρεστίου στο Παρίσι, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.
Στο ίδιο διάστημα, συγκεκριμένα το 1951, ο Α. Καμύ θα εκδώσει τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» και τον «Μύθο του Σίσυφου», όπου το ζήτημα του μηδενισμού, του ανθρωπισμού και η άποψη πως ο κόσμος όπως και ο άνθρωπος δεν μπορούν να δικαιολογηθούν και είναι παράλογοι, έχουν κεντρικό ρόλο.
Γι αυτό ενώ διακηρύσσει την κυριαρχία του μηδενός, συγχρόνως γοητεύεται από πνευματικές καταστάσεις που αναιρούνται εμπράκτως οι εκοσμικεύσεις της θρησκείας, δηλαδή από τους αγίους και τους ασκητές της ερήμου, ενώ προσπαθεί να συμμετάσχει- ή ισχυρίζεται ότι έχει συμμετάσχει- σε μυστικιστικές εμπειρίες.
Η λογική κατάληξη των σκέψεων του Σιοράν θα έπρεπε να είναι όχι μόνο η ακινησία και η απουσία κάθε πράξης, αλλά και η σιωπή και η αφωνία. Μορφολογικά ο λόγος του Σιοράν είναι αφοριστικός, δραστικά σαρκαστικός, επιγραμματικός, πυκνός. Αποπνέει την ανθρωπολογική απαισιοδοξία, την ριζική αντίθεση προς όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και μακρόπνοης μεταλλαγής της.