Αν Τον συνδέσουμε με απόκρυφες παραδόσεις, οι οποίες αναφέρουν ότι είχε γυναίκα και παιδί, αν δείξουμε ότι δε ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλός άνθρωπος ή ένας φιλόσοφος ή ένας επαναστάτης, τότε έχουμε πετύχει να καθησυχάσουμε την συνείδησή μας η οποία αναρωτιέται για την ύπαρξη του Θεού, αναρωτιέται τι κάνουμε έναντι των λόγων που το Ευαγγέλιο αναφέρει, τι κάνουμε για τις πολλές αμαρτίες μας, από τις πράξεις και τις σκέψεις μέχρι την υπερηφάνεια που μας οδηγεί στο να θεωρούμε τους εαυτούς μας θεούς.
Κι έτσι ντοκυμανταίρ, χρηματοδοτημένα από άγνωστους κύκλους, δεδηλωμένοι άθεοι, αποδομητές, διάσημοι φιλόσοφοι και στοχαστές, επώνυμοι και ανώνυμοι, διότι σήμερα θριαμβεύσει και η δοκησισοφία του Διαδικτύου, είναι έτοιμοι να αποδείξου ή ότι ο Χριστός δεν υπήρξε ή ότι ήταν ένας όπως οι άλλοι.
Γεννήθηκε σε ένα σπήλαιο έξω από μια ουτιδανή κωμόπολη. Τον προσκύνησαν βοσκοί, άνθρωποι δηλαδή αγράμματοι και αδιάφοροι για τους σπουδαίους και τους τρανούς. Ακόμη και οι μορφωμένοι Μάγοι που Τον επισκέφθηκαν κρυφά ήρθαν και κρυφά έφυγαν. Και όχι μόνο. Μεγάλωσε κρυμμένος.
Έφτασε μέχρι τα τριάντα Του χρόνια κάνοντας ουσιαστικά μόνο μία δημόσια εμφάνιση. Και όταν ξεκίνησε το απολυτρωτικό Του έργο απευθύνθηκε στον κατεξοχήν σκληροτράχηλο και αφιλοσόφητο λαό, τον Ιουδαϊκό, μη ερχόμενος σε διάλογο με τους σπουδαίους, τους μορφωμένους, τους φιλοσόφους, τους πολιτισμένους, αλλά διαλέγοντας να συναναστρέφεται με τελώνες, με πόρνες, με τον απλό κοσμάκη, με αλλοεθνείς και διαβλητά πρόσωπα όπως η Σαμαρείτιδα, η Χαναναία, ο εκατόνταρχος. Μαθητές Του ήταν ψαράδες. Και το τέλος Του μαρτυρικό.
Ο Αβραάμ «εξεδέχετο την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν» (Εβρ. 11, 10). Περίμενε την πόλη που θα είχε στέρεα θεμέλια. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την Εκκλησία, την οποία ο Θεός στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού δημιούργησε. Μας έδειξε έτσι ποιος είναι ο δρόμος.
Ότι ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ και ότι υπάρχει ένας κόσμος, αυτός της Εκκλησίας, που είναι τρόπος, αυτός της αγάπης, και τόπος, αυτός της συνάντησης των ανθρώπων που πιστεύουν στον Θεάνθρωπο. Μέσα από την Εκκλησία η πίστη λαμβάνει υπόσταση για τα ελπιζόμενα.
Στα πρόσωπα των αγίων οι οποίοι στον αιώνα ζούνε, θαυματουργούν, διδάσκουν, εμπνέουν, ελπίζουν αποδεικνύεται ότι οι πύλες του Άδη της εχθρότητας, της αδιαφορίας, της αθεΐας δεν μπορούν να νικήσουν. Ότι ο Χριστός είναι παρών στις καρδιές όσων ονειρεύονται και θυμούνται τη υπόσχεση. Ότι γεννιέται ανά πάσα στιγμή στην λειτουργική ζωή, αλλά και στην αγάπη. Ότι μεταμορφώνει τον καθέναν μας που αφήνεται σ’ Αυτόν.
Πρωτίστως όμως η Εκκλησία που γιορτάζει την γέννησή Του και θα συνεχίσει να στηρίζεται στην αγάπη Του αποδεικνύει ότι ο δρόμος της πίστης είναι ανοιχτός για τον καθέναν. Μένει να αποφασίσουμε αν και πώς και πόσο θα Τον ακολουθήσουμε.