Οι φθόγγοι δεν είναι φιστίκια για να τους καταπίνουμε όταν δεν μας βολεύουν. - Point of view

Εν τάχει

Οι φθόγγοι δεν είναι φιστίκια για να τους καταπίνουμε όταν δεν μας βολεύουν.





Ασθενής και οδοιπόρος… είναι άραγε λάθος;



Τον Μάρτιο του 2006, η υπουργός εξωτερικών κ. Μπακογιάννη βρισκόταν σε επίσκεψη στην Ουάσινγκτον· σε παραπολιτική στήλη εφημερίδας δημοσιεύτηκε ότι έφαγε φιλέτο σε κάποιο επίσημο γεύμα, αν και ήταν Σαρακοστή· ο σχολιογράφος πρόσθεσε τη γνωστή παροιμιακή φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».



Σε επόμενο φύλλο, ο σχολιογράφος της εφημερίδας πληροφόρησε τους αναγνώστες του ότι:



Η κυρία Λυδία Ιωαννίδου-Μουζάκα, δημοτική σύμβουλος Αθηναίων και επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής με πληροφορεί ότι η πραγματική φράση είναι "ασθενής και διπόρος αμαρτίαν ουκ έχει", όπου "διπόρος" είναι η θηλάζουσα γυνή. Η παραφθορά, γράφει, έχει γίνει από τους παλιούς αγωγιάτες, εμπόρους και ταξιδιώτες που ταξίδευαν ημέρες πολλές με τα καραβάνια και έψαχναν για δικαιολογίες.



Την άποψη αυτή αναδημοσίευσε ένα ιστολόγιο (του Τελεολογικού). Ο ιστολόγος την αντιμετώπισε με δυσπιστία, και ζήτησε τη γνώμη των επισκεπτών. Κάποιος άλλος αντέτεινε ότι έχει ακούσει την ίδια θεωρία από πιστό χριστιανό, αλλά με οδυπόρος (από το οδύ = οδύνη). Είπα τότε, ότι:

Εκτός λάθους, ούτε διπόρος υπάρχει ούτε οδυπόρος στα λεξικά και στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Υπάρχει δίπορος, εκ του δύο+πόρος, αλλά αυτό είναι άσχετο και σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό.

Λίγους μήνες αργότερα, ο οδυπόρος ξαναχτύπησε, αλλά με άλλη ορθογραφία. Τώρα ως ωδιπόρος ή ωδειπόρος! Ιδού το πόνημα ενός αρχιμανδρίτη:



Σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε θεμιτά και νόμιμα να καταλύσουμε την νηστεία;" είναι ένα σύνηθες ερώτημα πιστών προς τους ιερείς και ιδιαίτερα προς τους πνευματικούς - εξομολόγους. "Aσθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει", είναι μια εξίσου συνηθισμένη απάντηση.

Πρόκειται όμως για μια παρεξήγηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παροιμίες αποτελούν καταστάλλαγμα της μακρόχρονης εμπειρίας των ανθρώπων. Kαι για τον λόγο αυτό αναγνωρίστηκαν παντού και πάντοτε ως αναμφισβήτητες αλήθειες. Mία από τις παροιμίες αυτές είναι και η "ασθενής και ωδιπόρος (ή ωδειπόρος) αμαρτίαν ουκ έχει". Mε απλούστερα λόγια: "Ο άρρωστος και η έγκυος γυναίκα δεν αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει".

Σήμερα όμως, οι περισσότεροι παρανοούν την έννοια της παραπάνω ρήσης, είτε από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, είτε από την ανορθόγραφη καταγραφή της λέξης ωδιπόρος (και όχι οδοιπόρος = ταξιδιώτης). Έτσι, η ρήση μετατράπηκε σε "ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει" δηλαδή: "Ο άρρωστος και ο ταξιδιώτης δεν έχει αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει". Σύμφωνα με την παραπάνω λανθασμένη γραφή, ανάγνωση ή ερμηνεία, ο κάθε ταξιδιώτης (άσχετα εάν έχει ταξιδέψει με αεροπλάνο, πλοίο, τρένο ή αυτοκίνητο) μπορεί να καταλύσει κάθε νηστεία, χωρίς να αμαρτήσει.

Bέβαια εάν κάποιος δεν θέλει να νηστέψει, ας φάει, ό,τι θέλει. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Tο θέμα είναι να μην εφευρίσκουμε δικαιολογίες, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας. Aκόμη και εάν το κείμενο εννοούσε "οδοιπόρο" και όχι "ωδιπόρο", θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) "οδοιπόρος" ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν.

Aλλά ας εξηγήσουμε τι σημαίνει το ορθό "ωδιπόρος". Πρόκειται για λέξη σύνθετη από την "ωδι" και "πόρος". Για τη λέξη "πόρος" λίγο - πολύ ξέρουμε ότι έχει διάφορες σημασίες, όπως στις λέξεις εύπορος, άπορος, οι πόροι του σώματος. Aκόμη έχουμε το μοναδικό νησί αρσενικού γένους, τον Πόρο. Πολλά χωριά με το όνομα Πόρος, διάφοροι οικισμοί, κάποιο βουνό στη Λευκάδα και μία νησίδα στον Πατραϊκό κόλπο, κοντά στο Aιτωλικό (βλ. περιοδικό Eπάλξεις, 2004).

H λέξη όμως "ωδι" προέρχεται από το ρήμα "ωδίνω", που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Aντιλεξικόν ή Oνομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β', Aθήναι 1990). Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην "ρίξει" το παιδί, να μην αποβάλλει;

Δικαιολογείται έτσι η έγκυος να μην νηστέψει, αν το ζητά ο οργανισμός της, γιατί κινδυνεύει να αποβάλλει το παιδί της. Άλλωστε το ορθό "ωδιπόρος" έχει και εννοιολογική συνάφεια με το "ασθενής", καθώς και τα δύο αναφέρονται σε καταστάσεις σωματικής ανάγκης και αδυναμίας, που δικαιολογεί την κατάλυση της νηστείας. Γι' αυτό και τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων το συνδετικό "και", που συνδέει παρεμφερείς έννοιες, αλλιώς στην περίπτωση του "οδοιπόρου" θα υπήρχε το διαζευκτικό "ή", που συνδέει έννοιες εννοιολογικά διαφορετικές.
Έτσι, ο ταξιδιώτης δεν δικαιολογείται. Aκόμη και αν ο σοφός που είπε την παροιμία εννοούσε τον πολύ κατάκοπο, τότε θα την έλεγε διαφορετικά. Θα χρησιμοποιούσε ενδεχόμενα λέξεις, όπως: Καταβεβλημένος, εξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α.

Bέβαια οι δύσπιστοι πρέπει να έχουν πολύ καλή εγκυκλοπαίδεια, για να συμφωνήσουν μαζί μας. Πάντως θα έχουν ακούσει για τις ωδίνες του τοκετού και ίσως το "ώδινεν όρος και έτεκε μυν". Ίσως πάλι να έχουν αντίρρηση στο συντακτικό, γιατί το θέμα του ρήματος "ωδίνω" είναι "ωδιν" και συνεπώς «ωδιν + πόρος = ωδινπόρος». Aλλά το γράμμα "ν" πριν από το "π" εξαφανίζεται, γιατί δεν έχουμε λέξεις με συνεχόμενα τα γράμματα "ν" και "π". Aντίθετα, έχουμε συνεχόμενα τα "π" και "ν", όπως πνοή. Kάποιες φορές το "ν" μετατρέπεται σε "μ", όπως «σύν + πνοια = σύμπνοια».

Έπειτα από όλα αυτά, ιερείς, θεολόγοι, ιεροκήρυκες, εξομολόγοι και κάθε χριστιανός καλής θελήσεως, ας διαφωτίσουμε και τους υπόλοιπους ότι η σωστή παροιμία είναι: "Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει". Πρόκειται για μια παροιμία πολύ χρήσιμη στην εποχή μας. Είναι πολλοί εκείνοι που νηστεύουν, αλλά δεν λείπουν και εκείνοι που θέλουν να βρίσκουν "νόμιμες" υπεκφυγές, να ζαχαρώνουν το χάπι και να κάνουν την αδυναμία τους ανάγκη.



Βέβαια, όλα αυτά μπορεί να μαρτυρούν ευσέβεια, αλλά ελάχιστη σχέση έχουν με τη γλωσσική αλήθεια και πραγματικότητα. Με όλο το σεβασμό στον κ. αρχιμανδρίτη, όπως και στην κυρία επίκουρη καθηγήτρια:



Δεν υπάρχει λέξη διπόρος, δεν υπάρχει λέξη οδυπόρος, δεν υπάρχει λέξη ωδιπόρος, δεν υπάρχει λέξη ωδειπόρος. Δεν υπάρχει στο λεξικό του Λίντελ Σκοτ, δεν υπάρχει στον Δημητράκο, δεν υπάρχει στον Κριαρά, δεν υπάρχει ούτε στο TLG που περιέχει το σύνολο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Όχι μόνο δεν υπάρχουν αυτές οι λέξεις, αλλά ούτε και θα μπορούσαν να υπάρξουν. Διότι δεν μπορούμε να παίρνουμε, να κόβουμε και να κολλάμε λέξεις όπως μας καπνίσει –έχει κι η γλώσσα τους νόμους της, όχι μόνο η ιατρική ή η θρησκεία. Ακόμα κι αν έφτιαχνε σύνθετο το ωδίνω με το πόρος, θα γινόταν ωδινοπόρος (κατά το υπαρκτό ωδινολύτης), οι φθόγγοι δεν είναι φιστίκια για να τους καταπίνουμε όταν δεν μας βολεύουν.



Ούτε και φαίνεται παράλογο να εξαιρείται από την υποχρέωση της νηστείας ο οδοιπόρος. Όσοι, όπως ο αρχιμανδρίτης παραπάνω, παραξενεύονται με την εξαίρεση των οδοιπόρων φαίνεται ότι σκέφτονται με βάση τη σημερινή πραγματικότητα: σήμερα σε μια-δυο ώρες φτάνουμε στην άκρη της Ελλάδας, σε μια-δυο μέρες στην άκρη του κόσμου. Τον παλιό τον καιρό, γιατί τότε βγήκε βέβαια η παροιμία, το ταξίδι ήταν υπόθεση δύσκολη, χρονοβόρα κι επικίνδυνη, βαστούσε μήνες· ο ταξιδιώτης δεν ήξερε ούτε πώς ούτε αν θα έβρισκε φαγητό στο δρόμο του, οπότε ήταν εντελώς λογικό να εξαιρεθεί από την υποχρέωση της νηστείας. Άλλωστε (και το τεκμήριο αυτό το θεωρώ σημαντικό, καθώς όλες οι θρησκείες έχουν κοινά στοιχεία), ίσως ενδιαφέρει να δούμε ότι και οι μωαμεθανοί έχουν την εξαίρεση ασθενών και οδοιπόρων από το ραμαζάνι. Ιδού απόσπασμα που βρήκα σε σελίδες ενημέρωσης για το Ισλάμ:

The traveler is not obliged to fast provided travel began before the time for the dawn prayer, the travel entailing the distance considered a condition for shortening the prayers.



Συμπέρασμα: η φράση που ξέραμε από τα σχολικά μας χρόνια είναι η σωστή: ασθενής και οδοιπόρος. Τα υπόλοιπα, διπόρος, ωδιπόρος ή ωδειπόρος, είναι λέξεις ανύπαρκτες, αποκυήματα γόνιμης έστω φαντασίας.


via

Pages