Στις 29 Δεκεμβρίου 2006, πέθανε ένα από τα κορυφαία ονόματα της δημοσίας και πνευματικής μας ζωής. O θεατρικός σκηνοθέτης, δημοσιογράφος, μεταφραστής, λογοτέχνης και κριτικός, Μάριος Πλωρίτης (Μάριος Παπαδόπουλος). Διαβάστε το παρακάτω -εξαιρετικό και διαχρονικό- κείμενό του και θα καταλάβετε πόσο λείπουν τέτοιες φωνές στις μέρες μας.
ΕΝΑ, ΑΚΟΜΑ, ΦΑΝΤΑΣΜΑ πλανιέται πάνω απ’ τη χώρα μας -το φάντασμα του «λαϊκισμού». Ένα φάντασμα, που όλοι το ξορκίζουν και που οι περισσότεροι το κρυφο-λατρεύουν και το κρυφο-διακονούν.
Μ’ όλο που τα χαρακτηριστικά του μένουν σκόπιμα ακαθόριστα, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο λαϊκισμός είναι ένα «κίνημα» η «σύστημα» που, κλιμακωτά και σωρευτικά, λιβανίζει το λαό, τον αποπροσανατολίζει, τον ψευτο-ψωμίζει, τον ευτελίζει, τον εξανδραποδίζει, τον ροκανίζει και, τελικά, τον αφανίζει.
Ο λαϊκισμός φυτρώνει και φουντώνει τόσο σε χώρες αναπτυγμένες που περνάν βαθιά κρίση (ύστερ’ από έναν «άτυχο» πόλεμο λ.χ. η μια μεγάλη κοινωνικο-οικονομικη δυσπραγία), όσο, και προπάντων, σε χώρες υπανάπτυκτες η ημιαναπτυγμένες, που δεν έχουν στέρεες δομές, θεσμούς και πολιτική παιδεία. Οι νοτιοαμερικανικές «δημοκρατίες» κι ο «τρίτος κόσμος» αποτελούν τα πιο χειροπιαστά δείγματα της δεύτερης αυτής κατηγορίας – όπου πρέπει, αλίμονο!, να ενταχθεί και η χώρα μας.
Ενάμισης αιώνας ενδημικής οικονομικής καχεξίας, ξενικής εξάρτησης, «εστεμμένου» και μη αυταρχισμού, παρωδίας κοινοβουλευτισμού, παραχάραξης θεσμών, φαύλης και ανίκανης διοίκησης, εκπαιδευτικού σκοταδισμού, διχασμών, διώξεων και τρομοκρατίας, έκαναν μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού να νιώθουν και να είναι «απόκληροι» και «παρίες», «ταπεινωμένοι» και «κατατρεγμένοι», «καματερά άλαλα κι ανυπεράσπιστα». Το ελάχιστα ποθούμενο και ζητούμενό τους ήταν να υπάρξουν κάπως -ν’ αποκτήσουν κάτι- ν’ ακουσθούν και να εισακουσθούν από κάποιους. Μ’ άλλα λόγια, αποτελούσαν την πιο πρόσφορη λεία για τον λαϊκισμό. Που τον άσκησαν όχι λίγοι πολιτικοί, σε διάφορες εκτάσεις κι εντάσεις. Αλλά ποτέ όσο και όπως σήμερα.
Αν «αρχή σοφίας (είναι) η των ονομάτων επίσκεψις» (η γνώση, η έρευνα της έννοιας των λέξεων), όπως έλεγε ο Αντισθένης -αρχή του λαϊκισμού είναι η των λέξεων διάστρεψις, διαστρέβλωσις.
Οι «εφτά στύλοι της σοφίας» του λαϊκισμού μοιάζουν με προτομές Ιανού: έχουν δυο όψεις η καθεμιά, που τις κάνουν εφτά πληγές για όλους. Ήγουν:
1. Η μια όψη: «Θαυμασμός και λατρεία για το λαό», που είναι «πάνσοφος», «πάγ-καλος», «πανάρετος» (τα «τιμημένα νιάτα», τα «περήφανα γερατιά» ή αντίστροφα, δεν έχει σημασία). Γι’ αυτό και πρέπει ο λαός να είναι «παντοδύναμος», «παγ-κυρίαρχος», πάνω απ’ τα πάντα (…). Έτσι, ο λαός, από «αποπαίδι» που ήταν, νιώθει μεμιάς «αφέντης» – καθώς, μάλιστα, μετέχει σε «φορείς» που χαλκεύει για χάρη του ο λαϊκισμός.
Η άλλη όψη: Οι «φορείς» κ.λπ. μένουν όργανα αν-όργανα και άπραγα, μονάχα για το θεαθήναι, ο λαός δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο, η λαϊκίστικη κυβέρνηση δεν κάνει κανένα διάλογο με τις επαγγελματικές τάξεις, προκαλώντας έτσι ατέρμονες απεργίες κι εξεγέρσεις, κατακεραυνώνει αιτήματα που είχε μανιακά υποστηρίξει (όταν ήταν αντιπολίτευση), σκαρώνει αντι-απεργιακούς νόμους (…), επιστρατεύει τους απεργούς που, από «παγκυρίαρχοι εργαζόμενοι», αναθεματίζονται σαν «αντικοινωνικές συντεχνίες». Έτσι, ο λαός σε μια μονάχα περίπτωση έχει λόγο, και ηχηρότατο: στις συγκεντρώσεις (προεκλογικές κ.λπ.), όπου μεταφέρεται αγεληδόν και αυθορμήτως, για να ζητωκραυγάσει τους λαϊκιστές ηγέτες του, που τόσο τον τιμούν, υποτιμώντας τον κι επιτιμώντας τον όλο τον άλλο καιρό…
2. Η μία όψη: «Ισότητα και ισονομία». Όλα τα μέλη του λαού είναι ίσα, έχουν ίσα δικαιώματα κι ευκαιρίες για ίσες θέσεις και απολαβές. Δεν υπάρχουν «καλύτεροι και χειρότεροι» σε ικανότητες και δυνατότητες. (Εφαρμόζεται, εδώ, το σύνθημα των Νορμανδών αγροτών του 11ου αιώνα, «Όποιος είναι ανώτερος μας, είν’ εχθρός μας». Μόνο που, εκείνοι, μιλούσαν για ταξική ανισότητα). Ο ισχυρισμός πως υπάρχουν διαφορές σε εφόδια και αποδόσεις των εργαζομένων, αποτελεί «ελιτισμό», κατάπτυστο και καταδικαστέο (…).
Η άλλη όψη: Η «ισότητα» δεν αποτελεί παρά ισοπέδωση προς τα κάτω, επικράτηση των μέτριων και των ανίκανων, κατάργηση των πιο απαραίτητων προσόντων, αναθεματισμό κάθε προσπάθειας για βελτίωση, αποσκορακισμό κάθε «αξιοκρατίας» (που εμπαίζεται και χρησιμοποιείται για να εμπαίζονται οι αφελείς).
Ταυτόχρονα, η «ισότητα» προς τα έξω αποκρύβει την ανισότητα προς τα (κομματικά) μέσα, αφού μοναδικό εφόδιο, προσόν, αξία, στοιχειοθετεί η κομματική ιδιότητα, και μοναδικό σύνθημα (κατά το περιβόητο «σλόγκαν» της Φάρμας των ζώων του Όργουελ),
«Όλα τα μέλη τον λαού είναι ίσα, αλλά μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα», επειδή «κρατάν το ίσο» στα λαϊκίστικα «κοντάκια και καθίσματα». Εφ’ ω και τους πρέπουν οι πολύφερνες θέσεις, συμβάσεις, καταθέσεις. Το «κλασικό» κομμουνιστικό σύνθημα, «Καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του», γίνεται: «Καθένας ανάλογα με την κομματική ταυτότητά του, στον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του κομματος».
3. Η μια όψη: «Οικονομική δικαιοσύνη», που την εξασφαλίζουν απ’ τη μια ο πόλεμος κατά των προνομιούχων (κεφαλαιούχων κ.λπ.) και απ’ την άλλη οι παροχές στους «μη προνομιούχους» – προπάντων, σε ώρες όπου ο λαός παίρνει τον λόγο και δίνει ψήφο. (…).
Οι «δικαιο-παροχές» υλοποιούνται με τους καταρράκτες των προσλήψεων στο Δημόσιο, με χορηγήσεις αυξήσεων (…) και φτηνών αυτοκινήτων, με τάματα «μεγάλων δημοσίων έργων που θ’ αλλάξουν την όψη της Ελλάδας» και άλλα απατηλά παρόμοια.
Η άλλη όψη: Ο «αντι-καπιταλισμός» του λαϊκισμού δεν είναι παρά μια αλλαγή καπιταλιστών και ανταλλαγή τους με «νέα τζάκια», πιο βολικά και πιο «ξύπνια» απ’ τα παλιά. Η απέχθειά του προς το «λαοβόρο και εθνοβόρο διεθνικό αλισιβερίσι» είναι τόσο απόλυτη, ώστε δεν διστάζει να επιδίδεται σε εμπόριο και λαθρεμπόριο όπλων με εμπολέμους και με ρατσιστικά καθεστώτα. (Εδώ, ξαφνικά, το «βρομερό χρήμα», δεν έχει ούτε μυρωδιά, ούτε σχήμα).
Η στοργική στέγαση και περισυλλογή του «λαού» στο Δημόσιο αποθεώνει το ρουσφέτι (που «θα το καταργούσε ακαριαία» ο λαϊκισμός) και έχει έναν, ακόμα πιο στοργικό, στόχο: μετατρέπει τις στρατιές των προσλαμβανόμενων «πελατών» σε υποχείρια και υποζύγια της κυβέρνησης, που τους εκβιάζει να την ψηφίσουν για να μη χάσουν τη θέση τους. (Έτσι, είναι περιττή η ωμή «βία και νοθεία»).
Τα «μεγάλα έργα» αρχίζουν αλλά δεν τελειώνουν ποτέ, ή «εγκαινιάζονται» δύο και τρεις φορές, για να «πιαστούν» οι αφελείς, όπως οι μύγες στο δίχτυ της αράχνης.
Η τερατώδης διόγκωση του δημόσιου τομέα, ενώ κάνει ακόμα πιο φαύλη και δυσκίνητη τη διοίκηση, εκτινάζει στους αιθέρες τα δημόσια ελλείμματα, καταβαραθρώνει την οικονομία, επιβάλλει τη «μονόπλευρη λιτότητα», παίρνει με τα εκατό χέρια των Τσοβόλων, «όλα» όσα δίνει με το ένα δάχτυλο. (…).
Και το «ουσιαστικότερο»: πετώντας μερικά ψιχία στο στόμα και τα μάτια του λαού, ο λαϊκισμός του κρύβει πως αρπάει φούρνους ολόκληρους καρβέλια για το «μεγάλο φαγοπότι» των «μεγάλων», των κοσκωτάδων και των «μπαρμπάδων». Εφ’ ω και διαβεβαιώνει πως «εμείς, αντί παροχές, δίνουμε στο λαό καλή διαχείριση» (…).
4. Η μια όψη: «Λαϊκή γλώσσα. Λαϊκή παιδεία. Λαϊκή υγεία. Λαϊκό περιβάλλον. Λαϊκή πληροφόρηση». Ο λαϊκισμός «μιλάει τη γλώσσα του λαού», «νοιάζεται για τη μόρφωση του λαού», «σκοτώνεται για την υγεία του λαού», «καθαρίζει το περιβάλλον για το λαό», «ενημερώνει το λαό αδιάκοπα και αδιάβλητα».
Η άλλη όψη: Γλωσσικά, για τον λαϊκισμό «λαϊκή γλώσσα» σημαίνει ένα ά-μορφο, ά-σχημο, ά-χαρο ιδίωμα, βαρβαρικό και ψευτοεπιστημονικό, αγοραίο και αγροίκο, όπου η γλωσσική φτώχεια είναι ευθέως ανάλογη με τη φτώχεια της σκέψης.
Εκπαιδευτικά, ο λαϊκισμός οργανώνει μια παιδεία που μοναδική της οργάνωση είναι η κυριαρχία των απαίδευτων αλλά λαϊκιστικά-κομματικά πεπαιδευμένων και καρπός της, η μαζική παραγωγή πτυχιουχων ανίδεων, και επιστημόνων που δεν «επίστανται» παρά τα αλφαβητάρια των «κινημάτων».
Υγειονομικά, ο λαϊκισμός προσφέρει νοσηλεία «πάμφθηνη», αλλά τόσο φτηνή σε ποιότητα, ώστε ισοδυναμεί με μη-νοσηλεία, μη-περίθαλψη, μη-υγεία, και με πανάκριβα πληρωμένη ταλαιπωρία.
Περιβαλλοντικά, επιβάλλει «δρακόντεια μέτρα», που δεν αγγίζουν καν τις αιτίες της μόλυνσης (…), αλλά στραγγίζουν ώς την τελευταία σταγόνα την υπομονή και την αναπνευστική αντοχή των πολιτών.
Περιβαλλοντικά, επιβάλλει «δρακόντεια μέτρα», που δεν αγγίζουν καν τις αιτίες της μόλυνσης (…), αλλά στραγγίζουν ώς την τελευταία σταγόνα την υπομονή και την αναπνευστική αντοχή των πολιτών.
Ενημερωτικά, αρνιέται κάθε πληροφόρηση που δεν ελέγχεται απ’ αυτόν, που δεν εκπέμπεται απ’ αυτόν, που δεν εκθειάζει και δεν δοξολογεί αυτόν. Όλα τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι «κίτρινα», «συκοφαντικά», «συνωμοτικά», «ανθρωποβόρα», ώστε το μόνο που τους πρέπει είναι το φίμωτρο και ο βούρδουλας. Αντίθετα, ο Τύπος που τον υμνεί, είναι «υπόδειγμα αντικειμενικής δημοσιογραφίας, που αγωνίζεται στις επάλξεις της Δημοκρατίας και της Αλλαγής»(…)
5. Η μια όψη: «Πίστη, πάθος και αφοσίωση» στις λαϊκές αρχές, στο λαϊκό κίνημα, στους λαϊκούς ηγέτες, που είναι καλύτεροι απ’ όλους, αγνότεροι απ’ όλους, σοφότεροι απ’ όλους. Εφ’ ω και οι οπαδοί πρεσβεύουν το «πίστευε και μη ερεύνα» – προπάντων, «μη ερευνα» τους κρυφους «στόχους» του κινήματος και τις απόκρυφες πηγές της ηγετικής χλιδής.
Η άλλη όψη: Ο λαϊκισμός καλλιεργεί τον τυφλό φανατισμό, μανιχαϊσμό, μισαλλοδοξία, ρατσισμό, χωρίζοντας την κοινωνία σε δικούς και εχθρούς, άσπρους και μαυρους, άσπιλους και βδελυρους. Αυτονόητο χρέος των πρώτων είναι να εξοβελίσουν, αν όχι ν’ ανασκολοπίσουν, τους δευτερους, ώστε να μην απειληθεί ποτέ η βασιλεία του λαϊκισμου από τις σκευωρίες του καπιταλισμου και του «ελιτισμου».
6. Η μια όψη: «Καθαρότητα και μοναδικότητα ιδεών και ήθους». Μια κι εκείνες και τούτο είναι «λαϊκά», δεν μπορεί παρά να είναι αγνά, ανόθευτα, πρωτότυπα, ανεπανάληπτα. Τίποτα δεν μπορεί να τα μολύνει και τίποτα δεν μπορεί να τ’ αμφισβητήσει.
Η άλλη όψη: Ο λαϊκισμός δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να ιδιοποιείται τις προοδευτικές ιδέες – που ταχύτατα τις διασύρει και τις διαβάλλει, αφού ούτε μπορεί, ούτε θέλει να τις κάνει πράξη.
Διαλαλώντας πως το ήθος του είναι εξ ορισμού άπεφθο και αδιάβλητο, πάνω από κάθε κατηγορία και κάθε απόδειξη ενοχής, δεν διστάζει μπροστά στις θρασύτερες αθλιότητες, λαθροχειρίες και συμμορίες, προσεταιρίζεται τους πιο αδίστακτους καιροσκόπους και κερδοσκόπους που «εξαγνίζονται» στην κολυμπήθρα του, θεωρεί το «λαϊκό βιός» κτήμα δικό του και το λεηλατεί αναίσχυντα, ενώ κατακεραυνώνει τους κατηγόρους του, καταγγέλλοντάς τους πως τον συκοφαντούν για να υπηρετήσουν (αυτοί!) δόλιους σκοπούς. Ειδικά, απέναντι στους άμεσους προκατόχους και ομολόγους του υιοθετεί τον αφοπλιστικό λόγο του Ρώσου στοχαστή Αλέξανδρου Χέρτσεν:
«Ήσασταν υποκριτές, θα είμαστε κυνικοί· μιλούσατε σαν ηθικολόγοι, θα μιλάμε χωρίς ηθική· ήσασταν ευγενείς προς τους ανώτερους σας και αγενείς προς τους κατωτέρους σας, θα είμαστε αγενείς προς όλους· υποκύπτατε χωρίς να νιώθετε κανένα σεβασμό, εμείς θα σπρώχνουμε και θα παραγκωνίζουμε χωρίς να ζητάμε συγγνώμη».
Μ’ ένα λόγο: η «ιδεολογία» μεταφράζεται σε ιδιοτέλεια, το «ήθος» είναι ολότελα άηθες, η «πρόοδος» που ο λαϊκισμός ευαγγελίζεται, δεν αποφέρει παρά προσόδους στους προκαθημένους του.
7. Ο «λαϊκός ηγέτης» (και οι δυο όψεις), που ενσαρκώνει όλες τις αρετές του λαού, εκφράζει όλες τις «αρχές» του λαϊκισμού, «υλοποιεί» όλες τις υποσχέσεις – γι’ αυτό και είναι αλάθητος, αδιαμφισβήτητος, αναντικατάστατος.
Λαϊκή κυριαρχία σημαίνει παγκυριαρχία του Αρχηγού – γιατί χωρίς τον Αρχηγό δεν υπάρχει λαός και χωρίς λαό δεν μπορεί να άρχει ο Αρχηγός. Θαυμάσια εικονίζει το χαρισματικό αυτό είδωλο ο ύμνος από τη Φάρμα των ζώων πάλι:
«Φίλε των ουρανών (καί των ζωντανών),
πηγή της ευτυχίας,
κυρίε των “αγαθών”,
εσύ δινεις φλόγα στην καρδιά μου,
σαν ακουμπά η ματιά μου
στο ήρεμο και σταθερό σου βλέμμα
που είναι τ’ ουρανού το στέμμα.
Εσύ δίνεις
στομάχι χορτάτο,
στρώμα αφράτο,
νερό δροσάτο.
Εσύ κάνεις
των υπηκόων σου ειρηνικό τον ύπνο.
Εσύ κρατάς
του κόσμου αυτού το σκήπτρο».
Όλοι αυτοί οι στύλοι του λαϊκισμού ορθώνονται ακατάλυτοι, μόνο και μόνο επειδή ο «περιούσιος λαός» έχει μείνει, χρόνια και χρόνια, στερημένος οικονομικά, ανώριμος πολιτικά, ακαλλιέργητος πνευματικά. Γι’ αυτό και κυνηγάει την εύκολη «αφθονία», την «κοινωνική φιγούρα», την «επαγγελματική επικράτηση», αδιαφορώντας για ηθικές αναστολές. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ξεχωρίσει την υπεύθυνη αλήθεια από τα πλανερά συνθήματα, τις πραγματικές «παροχές» από τα δολώματα, το ουσιαστικό συμφέρον του από τις φενάκες και τις παγίδες.
Αυτονόητα και τελικά, αιτία της ανθοφορίας του λαϊκισμού είναι -πάλι και πάντα- η αμάθεια’ αυτή η αμάθεια που ο Κομφούκιος ονόμαζε «νύχτα του νου, αλλα νύχτα χωρίς φεγγάρι και άστρα». Νύχτα, που κανένας «ήλιος» δεν μπορεί να τη φωτίσει,…
Μάριος Πλωρίτης:
“Λαϊκισμού”
εφτά στύλοι,
εφτά πληγές
κι αιτίες
14.5.1989
Επιλεγμένα αποσπάσματα από τις “Επιφυλλίδες” του Μάριου Πλωρίτη (α΄τόμος). Ψηφιακές εκδόσεις του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων