Ο Άδης ήταν ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, ο θεός του θανάτου και των νεκρών.Οι άνθρωποι αποφεύγουν να πουν το όνομά του, από φόβο μήπως προκαλέσουν την οργή του. Για αυτό χρησιμοποιούσαν άλλες προσωνυμίες. Ονομαζόταν επίσης Άιδης (α στερητικό και ιδείν = αόρατος) και Αιδωνεύς. Οι αρχαίοι πίστευαν πως ο Άδης γινόταν αόρατος με την κυνή (περικεφαλαία) που φορούσε. Η κυνή τον έκανε αόρατο στα μάτια των θνητών αλλά και των θεών.Τον αποκαλούσαν ευφημιστικά Εύβουλο, Ευρύπυλο, Κλύμενο και Περίκλυτο.Ο Αισχύλος τον αποκαλεί πολυξενώτατον Ζήνα των κεκμηκότων, δηλαδή Δία που φιλοξενεί στο παλάτι του πλήθος νεκρούς. Επίσης ονομαζόταν και Κλυτόπωλος, γιατί σύμφωνα με μία παράδοση, τους νεκρούς τους μετέφεραν στον Κάτω Κόσμο τα δαιμονικά άλογα που είχε στους στάβλους του ο θεός.Για την αυστηρότητά του ονομαζόταν Αδάμας, Αδάμαστος, Άδμητος και Αμείλιχος και Νηλεύς (ανελέητος).
Επίσης τον ονόμαζαν Ίφθιμο, Κρατερό και Πελώριο, ενώ για το πλήθος των νεκρών που δεχόταν τον ονόμαζαν Αγησίλαο, Παγκοίτη, Πολυρέγμων και Πολυδέκτη.Ως χθόνια θεότητα ονομαζόταν Ζευς χθόνιος ή υποχθόνιος, Πλουτεύς ή Πλούτων, ο "πλούσιος", εξαιτίας του πλούτου που κρύβεται στη γη (καρποί - μέταλλα). Με το όνομα αυτό συνδέθηκε με το μύθο της Περσεφόνης και με την επίδραση των Ελευσίνιων Μυστηρίων έγινε ηπιότερος θεός και λατρεύτηκε σαν ο πάροχος του πλούτου που προέρχεται κάτω από τη γη. Συχνά παριστάνεται να κρατά το κέρας της αφθονίας, σύμβολο του πλούτου. Με αυτήν την επωνυμία είχε πολλά ιερά σε όλη την Ελλάδα.Στις απεικονίσεις μοιάζει με το Δία και τον Ποσειδώνα, εκτός από τα μαλλιά του που πέφτουν κάτω από το μέτωπό του. Σε παλαιότερες απεικονίσεις παρουσιάζεται ηλικιωμένος, με γενειάδα, φορώντας χιτώνα ή μανδύα, με διάδημα στα μαλλιά, να κρατάει σκήπτρο και να κάθεται πάνω σε θρόνο. Δίπλα στα πόδια του βρίσκονται ο κέρβερος και τα κλειδιά του Κάτω Κόσμου.
Κατά τους θεογονικούς μύθους, ο Δίας, με τον «σπαργανωμένον λίθον» της μητέρας του Ρέας διέφυγε την επιβουλή του πατέρα του Κρόνου.Επειτα με το «φάρμακο» της Μήτιδας ανάγκασε τον Κρόνο να «εξεμέσει» τους αδελφούς και τις αδελφές του και άρχισε τον πόλεμο κατά των Τιτάνων και του Κρόνου. Ο Δίας είχε με το μέρος του τους Κύκλωπες, οι οποίοι εφοδίασαν τον ίδιο με το πιο ακαταμάχητο όπλο, τον κεραυνό, και τον αδελφό του Ποσειδώνα με την τρίαινα. Ο τρίτος αδελφός, ο Άδης, πήρε από τους Κύκλωπες την «κυνέην», ένα κράνος ή σκούφια που έκανε αόρατο εκείνον που τη φορούσε, ενώ ο ίδιος έβλεπε τους άλλους. Οταν ο πόλεμος κατά των Τιτάνων τελείωσε, ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης μοιράστηκαν τον κόσμο με κλήρο και πήρε ο Δίας την έν ούρανώ δυναστείαν, ο Ποσειδώνας την έν θαλασσή και ο Άδης την κυριαρχία στον Κάτω Κόσμο. Ο Κάτω Κόσμος, τα εύρώεντα δώματα του Άδη, ήταν μεγάλη έκταση, περιφραγμένη, κάτω από τη γη, στην οποία έμπαινε κανείς από πύλη που τη φρουρούσε ο Κέρβερος επιτρέποντας μόνο την είσοδο, όχι και την έξοδο. Tα κλειδιά της πύλης έλεγαν πως ο Άδης τα εμπιστευόταν στον ήρωα Αιακό που ήταν ο ευσεβέστερος τωνσυγχρόνων του και ο μόνος που οι θεοί άκουγαν τις προσευχές του, όσο ο Αιακός βρισκόταν στη ζωή.
Στην πύλη του Άδη έφταναν οι νεκροί, αφού διέπλεαν με το άκάτιον του Χάρωνα τον Αχέροντα ποταμό και την Αχερουσία λίμνη. Ο ποταμός και η λίμνη ανήκαν στον Επάνω Κόσμο. Στον Κάτω Κόσμο υπήρχε ένα μόνο νερό που πήγαζε από βράχο, η Στυξ, στην οποία ορκίζονταν οι θεοί. Το όνομα της Στύγας προκαλούσε φόβο σε θεούς και ανθρώπους. Σε πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου υπήρχαν τα λεγόμενα «στόμια του Άδη», όπου γίνονταν ιεροπραξίες για την εξιλέωση των θεοτήτων του Κάτω Κόσμου, μπορούσαν όμως να ανακαλούνται στα ιερά που ιδρύονταν εκεί και ψυχές νεκρών. Μερικοί μύθοι διηγούνταν πως και ζωντανοί ήρωες μπόρεσαν να κατέβουν στον Άδη από τα στόμια αυτά, ιδίως του Ταινάρου, και να επανέλθουν κατόπιν στον Επάνω Κόσμο. Οι θεοί κατέβαιναν ευκολότερα, όπως ο Διόνυσος, που χρειάστηκε να αναγάγη τη μητέρα του Σεμέλη. Όταν την επανέφερε στον Επάνω Κόσμο, την ονόμασε Θυώνη και, ως θεός, την πήρε μαζί του στον ουρανό. Από τις καταβάσεις ηρώων, η πιο γνωστή ήταν του Ηρακλή, ο οποίος επιστρέφοντας έφερε μαζί του τον Κέρβερο για να τον παρουσιάσει στον Ευρυσθέα. Έλεγαν πως ο Ηρακλής είχε χρησιμοποιήσει για την κάθοδο το στόμιο του Ταινάρου, και για την άνοδο το στόμιο της Ερμιόνης, που ήταν πλησιέστερα στην Τίρυνθα. Ο Άδης δεν αντιτάχθηκε στην επιχείρηση του Ηρακλή, γιατί πήρε τη διαβεβαίωση πως ο Κέρβερος δεν θα έλειπε για πολύ καιρό μακριά από το βασίλειο του Κάτω Κόσμου, αλλά και γιατί είχε προσωπική πείρα της μαχητικότητας του Ηρακλή: κατά την εκστρατεία του ήρωα εναντίον της μεσσηνιακής Πύλου, ο Άδης θέλησε να συμπαρασταθεί στους Πυλίους και πολεμούσε στο πλευρό τους, χτυπήθηκε όμως από τον Ηρακλή και κατέφυγε στο γιατρό των θεών Παιήονα για να περιποιηθεί τα τραύματα του. Όταν λοιπόν ο Ηρακλής ήρθε στο βασίλειο του και ζήτησε να πάρει το σκύλο του Άδη, ο Άδης τού έθεσε έναν μόνο όρο: να μη χρησιμοποιήσει κατά του Κέρβερου το ξίφος ή τα βέλη του, αλλά να τον καταπαλαίσει με τους βραχίονες και το σώμα του. Ο Ηρακλής σεβάστηκε την επιθυμία του ΄Αδη και αντιμετώπισε χωρίς όπλα τον Κέρβερο και τα φίδια της ουράς και των νώτων του. Τελικά το θηρίο υπέκυψε και ακολούθησε ειρηνικά τον Ηρακλή κατά την άνοδο στον Επάνω Κόσμο και κατά την επιστροφή.
Εξίσου γνωστή ήταν η κάθοδος του Ορφέα για την επαναφορά της Ευρυδίκης. Ο Άδης έδειξε και σ' αυτή την περίπτωση κατανόηση, έθεσε όμως πάλι έναν όρο στον Ορφέα: να προπορεύεται ο ίδιος οδηγώντας επάνω την Ευρυδίκη αλλά να μη γυρίσει να την αντικρίσει προτού φτάσει στο σπίτι του. Ο Ορφέας, όμως, από τη λαχτάρα του να δει τη γυναίκα του, δεν μπόρεσε να συμμορφωθεί με τη σύσταση και έτσι η Ευρυδίκη ξαναγύρισε στον κόσμο των σκιών. Τρίτη κάθοδος ζωντανών ηρώων στον Άδη είναι του Θησέα και του Πειρίθου που είχε σκοπό την απαγωγή της Περσεφόνης, της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, που την ήθελε για γυναίκα του ο Πειρίθους. Οι δυο ήρωες έφτασαν στον Άδη, αλλά πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Αδης δεν φανέρωσε από την αρχή τις κακές προθέσεις του, αλλά προσποιήθηκε πως ετοίμασε γι' αυτούς ξενία. Τους έβαλε να καθίσουν στο θρόνο της Λήθης, όπου όμως προσδέθηκαν με σπείρες μεγάλων φιδιών. Εκεί θα έμεναν δεμένοι για να βασανίζονται αιώνια, χωρίς να πεθαίνουν. Οταν ο Ηρακλής κατέβηκε για τον Κέρβερο, έλυσε τον Θησέα, εμποδίστηκε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθου, που ήταν ο κυριότερος ένοχος και που έμεινε εκεί δεμένος για πάντα. Η βασίλισσα, που την απαγωγή της σχεδίασαν οι δυο αυτοί ήρωες, δεν παρουσιάζεται από τους μύθους ως ύπαρξη του Κάτω Κόσμου, αλλά του Επάνω, από όπου την είχε απαγάγει ο Άδης. Η μητέρα της, η Δήμητρα, που δεν ήξερε την τύχη της κόρης της, πλανιόταν επί εννιά μέρες και εννιά νύχτες χωρίς τροφή αναζητώντας τα ίχνη της πάνω στη γη. Στο τέλος, με τη μεσολάβηση του Δία, πέτυχε να παραμείνει η Κόρη μόνο το ένα τρίτο του έτους με τον Άδη και τα υπόλοιπα δύο τρίτα με τους θεούς του Επάνω Κόσμου και με τους ανθρώπους. Μετά τη συμφωνία, όταν ήρθε η στιγμή να φύγει για πρώτη φορά η Κόρη από τον ' Αδη και να επανέλθει στον Επάνω Κόσμο, ο Άδης τής έδωσε να φάει ένα σπυρί ρόδι, που θα την έκανε να εγκαταλείψει πάλι τη μητέρα της και να ξανάρθει στον άντρα της