Πως οι Πατέρες είδαν την Αγία Γραφή - Point of view

Εν τάχει

Πως οι Πατέρες είδαν την Αγία Γραφή



Διαβάζοντας τον Μίλτον, μεγάλο άγγλο ποιητή του ΙΖ’ αι., στο μεγάλο ποίημα του «Ο χαμένος Παράδεισος» («Paradise lost»), όπου βασικά ερμηνεύει όλη την Αγία Γραφή περιγράφοντας σε ποίημα την μοίρα του ανθρώπου, πως έχασε τον Παράδεισο κτλ., αλλά και στο δεύτερο του έργο «Ο ξανακερδισμένος Παράδεισος» (Paradise regained), έβγαλα το συμπέρασμα ότι ο Μίλτον βλέπει την Βίβλο ως ένα άγιο, ιερό, δηλαδή ως ένα απλώς θρησκευτικό βιβλίο.

Κατ’ αρχήν ο Μίλτον, ως προτεστάντης θεολόγος και μάλιστα Καλβινιστής, ασχολείται κυρίως με την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και όταν ασχολείται με όλη την Βίβλο, δεν την βλέπει όπως την είδαν και την ερμήνευσαν οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες. Σ’ αυτό το κείμενο βλέπει κυρίως την δόξα του θεού, τον δοξασμό και τη μεγαλοπρέπεια της παντοδυναμίας του Θεού. Γι’ αυτό στέκεται τόσο στη δημιουργία, στα κτίσματα, δηλαδή στην πράξη της δημιουργίας και στα δημιουργήματα. Στον Μίλτον ο Θεός είναι κατ’ εξοχήν ο Δημιουργός. Γι’ αυτό και τον Υιόν του Θεού Τον βλέπει ως το μεγαλύτερο και το πιο τέλειο κτίσμα του Θεού. Ως εκείνο που φανερώνει από μέσα του την τελειότητα της δόξης και της δημιουργικής δυνάμεως του Θεού Δημιουργού, την εξουσία και παντοδυναμία του Θεού.



Ολόκληρη η Αγία Γραφή, όπως τη βλέπουν οι Πατέρες, είναι στραμμένη προς τη δόξα του Ερχομένου Μεσσία. Και επομένως είναι βιβλίο για τον Μεσσία και όχι κατ’ αρχήν για τον Θεό. Διότι είναι στραμμένη προς την εσχατολογία. Ενώ άμα μείνουμε μόνο στην περιγραφή της δημιουργίας της δόξης του Θεού στα κτίσματα, αυτό είναι μάλλον στροφή προς το παρελθόν. Πρόκειται για μία αιώνια στασιμότητα, για το παρελθόν, για εκείνο δηλαδή που ήδη είναι και όχι εκείνο που θα έλθει, τον «Μέλλοντα Αιώνα». Γι’ αυτό και είναι πολύ επικίνδυνο, ή εν πάση περιπτώσει πολύ στενό, να δούμε τη Γραφή έτσι, ως ένα βιβλίο δηλαδή που μαρτυρεί περί του Θεού, της δημιουργίας Του, της δόξης Του και γενικά περί των ήδη κτισθέντων όντων και των γεγονότων. Αυτή θα ήταν μια στατική προσέγγιση της Βίβλου.

Η πατερική προσέγγιση της Βίβλου είναι αντίθετη προς την καλβινιστική και φονταμενταλιστική θεώρηση που είδαμε πριν. Η πατερική αντίληψη ταυτίζεται με του Παύλου και του Ιωάννου, που εκφράζεται με στροφή και κατεύθυνση προς το μέλλον, προς τον Μεσσία. Γι’ αυτό οι Πατέρες είδαν, όπως έχει παρατηρήσει και ο π. Φλωρόφσκυ, και στα λόγια αλλά και στα γεγονότα της Βίβλου, ακόμη περισσότερο το προμήνυμα, την παιδαγωγία του λαού του Θεού για την εμφάνιση του Μεσσία και του «Μέλλοντος Αιώνος». Είναι χαρακτηριστικό, λέει ο π. Φλωρόφσκυ, ότι ορισμένοι Πατέρες ήδη στα λόγια της Γραφής είδαν το προμήνυμα της Σαρκώσεως του Λόγου. Αυτό βέβαια ο π. Φλωρόφσκυ το παίρνει από τον άγιο Μάξιμο, που κατά κάποιον τρόπο μιλάει για την προενσάρκωση του Χριστού ήδη από τη Δημιουργία του κόσμου, την οποία περιγράφει η Βίβλος. Πάντως αυτός είναι ο κύριος γνώμονας, με τον οποίο oι Πατέρες εξηγούν την Γραφή.

Η Αγία Γραφή λοιπόν, είναι για τους Πατέρες κατ’ εξοχήν βιβλίο χριστολογικό και εσχατολογικό. Και αυτό σημαίνει εκκλησιαστικό βιβλίο. Όχι «κοσμικό» με την έννοια κοσμολογικό, δηλαδή βιβλίο που μιλάει πρωτίστως περί του κόσμου, της δημιουργίας και της ιστορίας του. Ούτε θεολογικό με μία έννοια γενικής θεολογίας. Δηλαδή με την έννοια λόγου περί Θεού γενικά, περί Θεού Δημιουργού, περί της δόξης, της παντοδυναμίας και των κτισμάτων του Θεού. Αλλιώς, αν το δούμε μόνο όπως το βλέπει ο Μίλτον και οι Προτεστάντες, τότε η Αγία Γραφή απομένει ένα κείμενο θρησκευτικό, που δεν διακρίνεται ριζικά από άλλα θρησκευτικά κείμενα άλλων θρησκειών, όπως η Μπαγκαβάτ Γκίτα, όπως άλλα εβραϊκά κείμενα θρησκευτικά, όπως τα αιγυπτιακά βιβλία περί των νεκρών, το έπος του Γκιλγκαμές κλπ.



Κάπως έτσι βλέπει την Βίβλο ο «Χαμένος Παράδεισος» του Μίλτον. Όπως και ο δικός μας σέρβος μεγάλος ποιητής του περασμένου αιώνα Νιέγκος βλέπει την Αγία Γραφή στο μεγάλο του ποίημα «Ακτίνα του Μικρόκοσμου» ως βιβλίο που μιλάει για τη δόξα του Θεού, για τους ουρανούς, κυρίως για την κοσμολογία. Αν και ο Νιέγκος, ως ορθόδοξος, είναι περισσότερο στραμμένος προς τον εσχατολογικό Χριστό από τον μη ορθόδοξο Μίλτον, από τον οποίο έχει βέβαια επηρεασθεί τουλάχιστον ως προς τη βασική ιδέα. Δεν είναι τυχαίο πως ο ορθόδοξος Νιέγκος τελειώνει το ποίημά του με την εμφάνιση του Χριστού, του Σαρκωθέντος και Αναστάντος, που δίνει το νόημα σ’ όλη την προηγούμενη ανθρώπινη ιστορία και σ’ όλο το δράμα της σωτηρίας. Γι’ αυτό ο παράδεισος του Μίλτον βρίσκεται κάπου στο παρελθόν. Ιδέα δεν έχει πως ο Παράδεισος είναι στο μέλλον, όπως θα έλεγε ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι και τον «Ξανακερδισμένο Παράδεισο» ο Μίλτον τον βλέπει στον ηθικοθρησκευτικό αγώνα του Χριστού με τον Σατανά στην έρημο, δηλαδή στους πειρασμούς του Χριστού και στη νίκη Του πάνω τους και όχι στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστού και στο γεγονός της Σαρκώσεως και της Αναστάσεώς Του, στη Μέλλουσα Βασιλεία του Χριστού. Πράγμα που σημαίνει πως οι Πατέρες βλέπουν τον Παράδεισο στην Εκκλησία, που είναι το τελευταίο μυστήριο του Θεού, στην Εκκλησία που είναι ο Χριστός εν ημίν και εμείς εν τω Χριστώ, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος, παίρνοντας βέβαια αφορμή από τον Απόστολο Παύλο, όπου ο Χριστός δεν νοείται χωρίς το «μυστήριο τον Χριστού», που είναι η Εκκλησία, εφ’ όσον ο Χριστός ενσαρκώθηκε.

Έτσι εξηγείται γιατί ο Μίλτον ξεκινάει από την Παλαιά Διαθήκη, από τη Δημιουργία, από την Πτώση, από την αμαρτία και από κει ξεκινώντας φθάνει στον Χριστό. Αλλά και για τον Χριστό μιλάει σαν να είναι πράγματι δημιούργημα του Θεού. Δεν έχει δηλαδή θέση στο σύστημά του η Χριστολογία ως ουσιαστική θεολογία της Αγίας Γραφής, δηλαδή θεολογία περί του Μεσσία. Με άλλα λόγια, δεν ξεκινάει τα πάντα από τον Χριστό, δεν έχει Χριστολογική πείρα, που σημαίνει λειτουργική πείρα, εκκλησιαστική πείρα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να καταλάβει την Αγία Γραφή που είναι εκκλησιαστικό βιβλίο, βιβλίο δηλαδή του λαού του Ισραήλ, όχι απλώς θρησκευτικό βιβλίο της Συναγωγής, της λατρείας δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά βιβλίο που οδηγεί και παιδαγωγεί εις Χριστόν. Αλλιώς, αν πάρουμε την Βίβλο μόνο ως εβραϊκό βιβλίο Ιερό με τις εντολές και τους νόμους του Θεού, παρ’ όλα αυτά θα είναι πάλι ένα θρησκευτικό κείμενο, έστω αποκαλυπτόμενο από τον Θεό σε ένα λαό, αλλά που χωρίς το Μεσσία χάνει το νόημα του. Γι’ αυτό δεν το καταλαβαίνουν oι Εβραίοι. Υπάρχει ένα κάλυμμα στα κείμενα της Βίβλου και δεν βλέπουν το τι περιέχει μέσα του αυτό το βιβλίο και που οδηγεί, ώστε να το ονομάζει ο Παύλος παιδαγωγόν εις Χριστόν».



Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Ιγνάτιος σε μία από τις επιστολές του αναφέρει συζήτηση του με κάποιον Εβραίο, όπου του αναφέρει ο Εβραίος ενάντια στο Χριστό τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Και ο Ιγνάτιος πολύ άπλα απαντάει: «για μένα τα αρχεία είναι ο Σταυρός και η Ανάσταση τον Χριστού». Σαν να αντιπαραθέτει τα γεγονότα αυτά της ζωής του Χριστού απέναντι στη Γραφή.

Μπορούμε να πούμε, όπως εγώ είπα κάποτε σ’ έναν προτεστάντη, ότι η Γραφή δεν έχει νόημα, είναι ένα κείμενο, ένα βιβλίο και δεν λύνει τίποτα. Έστω θείο, αποκαλυπτόμενο, εμπνευσμένο βιβλίο, αλλά βιβλίο. Δεν έχουμε το γεγονός, τον χώρο ζωής, προσωπικής ζωής και επικοινωνίας, όπως είναι ο Χριστός και το ζωντανό Σώμα Του, η Εκκλησία. Και δεν είναι μόνον επειδή λέει ο άγιος Αυγουστίνος, ότι δεν θα ξέραμε τίποτα για την Γραφή εάν δεν μας εγγυάτο η Εκκλησία. Δεν είναι μόνο η εγγύηση. Η Εκκλησία είναι η ατμόσφαιρα, το κλίμα, η ζωή, ο παλμός για την κατανόηση της Γραφής. Όπως δεν υπάρχει όργανο ανθρώπινο έξω από τον οργανισμό, (άλλο πράγμα είναι να κόψουμε το χέρι να το μελετήσουμε και άλλο όταν λειτουργεί μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό), έτσι και η Αγία Γραφή ως σκέτο θρησκευτικό κείμενο δεν είναι κατανοητή ανεξάρτητα από την Εκκλησία.

Γι’ αυτό οι Πατέρες έβλεπαν την Γραφή μόνον εν τω Χριστώ. Απόδειξη αυτού είναι ο Παύλος. Αυτός την Παλαιά Διαθήκη κατά τους Προτεστάντες την ερμηνεύει αυθαίρετα. Διότι η προς Ρωμαίους και κυρίως η προς Εβραίους επιστολή του είναι μία ερμηνεία εντελώς δική του πρωτότυπη, και κάπως αυθαίρετη ως προς την Παλαιά Διαθήκη. Αυτός βλέπει σε όλα τον Χριστό και σε όλα διακρίνει εκείνην την τάση που ο άγιος Μάξιμος εκφράζει με τον λόγο του ότι η μεν Παλαιά Διαθήκη είναι σκιά της Καινής, η Καινή είναι εικών των εσχάτων, «αλήθεια δε η των μελλόντων κατάστασις». (Από τα σχόλια στον Αρεοπαγίτη). Που δείχνει μία δυναμική πορεία και κατεύθυνση μεσιανική, όχι μόνο από την Παλαιά Διαθήκη προς την Καινή, αλλά και από την Καινή προς την εσχατολογική Βασιλεία. Αυτά που ήδη και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος έλεγε, ότι δηλαδή εκήρυττε η Παλαιά τον Πατέρα, η Καινή απεκάλυψε τον Υιό και τώρα είναι η περίοδος του Αγίου Πνεύματος, η περίοδος όπου εμπολιτεύεται το Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα είναι ακριβώς το κλειδί για την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, για να μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που μας διαφεύγει, αυτό που φέρνει η Γραφή ως μήνυμα, ως μαρτυρία. Το Πνεύμα της Προφητείας και η Νύμφη μαρτυρούν, λέγει ο άγιος Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Δηλαδή αυτά που μαρτυρούν είναι ζωντανά πρόσωπα, όπως ήσαν οι Προφήτες, όπως ήσαν οι Απόστολοι, όπως είναι άλλωστε η Κοινότητα η εκκλησιαστική μέσα στη Λειτουργία.



Εμείς οι ορθόδοξοι την ακούμε την Άγια Γραφή μέσα στη Λειτουργία και την καταλαβαίνουμε ως Σώμα. Όλα τα γεγονότα ή τα μυστήρια που τελούνται, οι μυσταγωγίες οι εκκλησιαστικές μας εξηγούν τι λένε τα λόγια στη Γραφή. Έτσι μπορεί κι ένας απλός χριστιανός να καταλάβει τη Γραφή. Το λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι η Βίβλος είναι ένα ποτάμι που μπορεί να το περάσει ένα αρνάκι και μπορεί να βυθισθεί σ’ αυτό ένας ελέφαντας. Για να δείξουμε σαφέστερα, πως έτσι είδαν οι Πατέρες την Αγία Γραφή, θα αναφέρουμε μόνο ένα χωρίο του αγίου Μαξίμου. Είναι το γνωστό χωρίο από το «Κεφάλαια Θεολογικά» ή όπως τα λένε ορισμένοι βυζαντινολόγοι τα «Γνωστικά Κεφάλαια», περί Θεολογίας εκατοντάς πρώτη, 66.

«Το της ενσωματώσεως του Λόγου μυστήριον», λέγει ο άγιος Μάξιμος, «έχει πάντων των τε κατά την Γραφήν αινιγμάτων και τύπων την δύναμιν (την δυναμική σημασία δηλαδή) και των φαινομένων κτισμάτων την επιστήμην (γνώσιν). Και ο μεν γνους Σταυρόν και Ταφής (του Χριστού εννοείται) το μυστήριον, έγνω των προειρημμένων τους λόγους. Ο δε της Αναστάσεως μυηθείς την απόρρητον δύναμιν, έγνω τον εφ’ ω τα πάντα προηγουμένως ο Θεός υπεστήσατο σκοπόν». Φαίνεται καθαρά σ’ αυτό το χωρίο αυτή η δυναμική πορεία από τη δημιουργία μέσω της Παλαιάς Διαθήκης προς την Καινή και από την Καινή προς την εσχατολογική Βασιλεία, προς την Ανάσταση. Διότι, λέει, η ενσωμάτωση του Λόγου, το μυστήριο δηλαδή του Σαρκωθέντος Χριστού, του θεανθρώπου, είναι το κλειδί για να καταλάβουμε τους τύπους και τα αινίγματα της Γραφής. Τύποι και αινίγματα είναι αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος γράμμα που σκοτώνει, ενώ το πνεύμα ζωογονεί. Μόνο στο μυστήριο του Μεσσία, του Χριστού, καταλαβαίνουμε ό,τι έχει γραφεί. Καταλαβαίνουμε την Γραφή ως λόγο και ως τύπο και ως συμβολισμό και ως ιστορία, δηλαδή περιγραφή γεγονότων και συμβάντων. Αλλά ο Μάξιμος λέει στη συνέχεια και για τα κτίσματα. Κι αυτά οδηγούν στον Χριστό. Ολόκληρη η δυναμική πορεία, η οντολογική πορεία της κτίσεως, οδηγεί στον Χριστό.

Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει το πρώτο, που αναφέρεται στην Αγία Γραφή. Και στη συνέχεια λέει ότι εκείνος που γνωρίζει τον Σταυρό και την Ταφή, το μυστήριο του θανάτου του Χριστού, αυτός καταλαβαίνει το τι είπα προηγουμένως, δηλαδή τους λόγους αυτών των αινιγμάτων και των τύπων της Γραφής, αλλά και των κτισμάτων. Αυτά όλα ισχύουν μέχρι και την Καινή Διαθήκη, τον Σταυρό και την Ταφή δηλαδή. Η Ανάσταση ήδη είναι για τον άγιο Μάξιμο και καινοδιαθηκικό γεγονός αλλά και εσχατολογικό. Και όποιος έχει μυηθεί σ’ αυτήν την απόρρητο δύναμη (απόρρητος γιατί δεν χωράει ακόμη σ’ αυτό τον κόσμο, είναι περισσότερο λειτουργικά που το ζούμε), αυτός γνωρίζει το σκοπό για τον οποίο δημιούργησε ο Θεός τα πάντα. Άρα από τα έσχατα, από το τέλος, από το Ω ερμηνεύει την αρχή, δηλαδή το Α. Είναι χαρακτηριστική αυτή η δυναμική, εσχατολογική, μεσσιανική, βασιλική και λειτουργική, δηλ. ευχαριστιακή βάση, με την οποία ο Μάξιμος ερμηνεύει. Είναι ο δυναμισμός της Γραφής.



Μια τέτοια προσέγγιση της Γραφής, όπως αυτή των Πατέρων, δεν μειώνει τη σημασία των λόγων της Γραφής, αλλά τους τοποθετεί μέσα στη ζωντανή μήτρα, όπου αυτά όλα λειτουργούν. Συμβαίνει ό,τι και με την Εικονογραφία, όπου όπως έλεγε ένας ιστορικός της τέχνης στην Σερβία οι Εικόνες δεν είναι απλώς καλλιτεχνικά έργα και δεν κατανοούνται οι τοιχογραφίες αν δεν είναι στην Εκκλησία και μέσα σε μία Λειτουργία. Τότε οι Προφήτες, οι Μάρτυρες, οι χοροί των Αγγέλων, η Πλατυτέρα, τα πάντα, η κάθε εικόνα, λειτουργεί, επειδή βρίσκεται στη μήτρα της και έτσι ταυτόχρονα συνδέεται με την υμνωδία και με όλη την μυσταγωγία που τελείται στο ναό! Εκεί όλα αυτά αποτελούν ένα ζωντανό σώμα και όχι αποκόμματα ή κύτταρα ή όπως λέει ο Παύλος γράμματα που σκοτώνουν.

Το λάθος των Εβραίων κυρίως αυτών της εποχής του Χριστού είναι ότι απομόνωσαν την Γραφή από τον Χριστό, την έχασαν. Στο Ισλάμ είναι ακόμη μεγαλύτερη η τραγωδία, γιατί αυτοί γύρισαν και προς τα πίσω ακόμη. Οι Εβραίοι τουλάχιστον στάθηκαν μέχρις εκεί. Γι’ αυτό το Κοράνιο δεν είναι βιβλίο για το Θεό, μη μας πουν πως είναι βιβλίο για το Θεό. Είναι περισσότερο βιβλίο που μαρτυρεί για τη μη ουσιαστική επαφή του Μωάμεθ με το Θεό. «Πλανάσθε μη γνωρίζοντες την Γραφή και την δύναμιν του Θεού, λέει ο Χριστός στους Φαρισαίους. Η δύναμη αυτή είναι η άμεση επαφή, η επικοινωνία.

Έτσι η Αγία Γραφή, όπως τη ζούμε εκκλησιαστικά, είναι το πνεύμα που πνέει μέσα στο γράμμα. Άλλωστε οι Απόστολοι τη γράψανε εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα, οι προφήτες εμφορούμενοι από το Πνεύμα. Αυτό τους οδηγούσε και αυτό μας την ερμηνεύει πάλι μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα την εκκλησιαστική, με την έμπνευσή Του, με την εσωτερική πνοή Του. Αφού λέει ο Απόστολος ότι δεν μπορούμε ούτε καν να προσευχηθούμε, αν το Πνεύμα δεν προσεύχεται μέσα μας, πόσο μάλλον δεν μπορούμε να καταλάβουμε την Γραφή, αν το Ίδιο το Πνεύμα δεν μιλήσει από μέσα μας και μας αποκαλύψει. Γι’ αυτό οι απλοί άνθρωποι έχουν μια πιο άμεση προσέγγιση στη Γραφή, αμέσως τους μιλάει στην καρδιά, ενώ άλλοι, πολύ μορφωμένοι, αναπτύσσουν διάφορες θεωρίες, που τους απομακρύνουν τελικά από τη Γραφή και τους κλείνουν τη Γραφή.



Ας προσθέσουμε όμως ακόμη κάτι που θεωρούμε σημαντικό. Η Γραφή έχει κάποιαν, ας πούμε, αδυναμία. Σαν να χάνει τη σιγουριά ως δυνατό κείμενο, έτσι που την προσεγγίζουν οι Πατέρες. Εξαρτάται πολύ από το μέλλον, είναι στραμμένη «εν ελπίδι Χριστού» και βεβαίως μεταφέρει τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο, στην αβέβαιη βεβαιότητα. Αλλά μην ξεχνάμε πως οι Πατέρες μιλούσαν και για την «θεαρχική ασθένεια» του Θεού, όχι για την παντοδυναμία Του, όπως μιλάει ό Μίλτον, που όλη την ώρα στέκεται σ’ αυτήν. Αλλά το παράδοξο των Πατέρων είναι αυτή η «θεαρχική ασθένεια». Η ασθένεια της Γραφής είναι ότι όταν την προσπελάζεις δεν σου επιβάλλεται, δεν είναι μία τυραννία έστω και της αλήθειας, που πείθει. Είναι λεπτή όπως η αύρα στον προφήτη Ηλία. Δεν έπεισε τον Προφήτη ούτε η θύελλα, ούτε φουρτούνα, ούτε σύννεφα αλλά η λεπτή αύρα του Πνεύματος. Είναι πολύ σεβαστή και η στάση η δική μας προς την Βίβλο και της Βίβλου προς εμάς. Αυτά μας διδάσκουν οι Πατέρες και οι Άγιοι. Γι’ αυτό είχαν τόση ευλάβεια προς την Βίβλο. Αλλά όχι λατρεία προς την Βίβλο, σαν να μπορούσε να αντικαταστήσει και υποκαταστήσει το Θεό ένα βιβλίο. Έβλεπαν τη Γραφή ως το βιβλίο της Κοινότητας, μέσα στη λατρευτική, λειτουργική ατμόσφαιρα. Γι’ αυτό και οι ερμηνείες τους δεν ήσαν συνήθως γραμμένες για κείμενα, αλλά περισσότερο ομιλίες λειτουργικές που τις εκφωνούσαν μέσα στο ναό και έτσι λειτουργούν αυτές οι ερμηνείες οι πατερικές, μέσα στο σώμα της Εκκλησίας.

Εξ άλλου, κάποιος στην εποχή μας έχει διαπιστώσει πως στην υμνογραφία της Εκκλησίας μας, που έγραψαν οι μεγάλοι ερμηνευτές Πατέρες, εκεί ακριβώς υπάρχει καλύτερη ερμηνεία της Γραφής. Διότι οι ύμνοι ερμηνεύουν με το λειτουργικό τρόπο, γεγονός με γεγονός, εικόνα με εικόνα, τύπο με τύπο. ανάλογα με την πληρότητα που ζει η Εκκλησία έναντι της Συναγωγής της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα στραμμένοι προς το μέλλον με την πρόγευση της Βασιλείας. Πρόκειται για την αναγωγική, τυπολογική, μυσταγωγική ερμηνεία των Πατέρων, που και αυτή λειτουργεί όχι απλώς ως μία επιστήμη. Βεβαίως χρειάζεται και να έχουμε και να ξέρουμε τις βιβλικές επιστήμες. Όμως η εκκλησιαστική πατερική ερμηνεία δεν είναι κατ’ αρχήν επιστήμη, αλλά είναι στάση ζωής. Είναι κλήση και είσοδος και μύηση στο μεγάλο μυστήριο του Χριστού, που είναι η Εκκλησία και η Βασιλεία του Θεού. Που είναι κοινωνία με τον Θεό. Τα λόγια των Γραφών μέσα στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας, δηλαδή ζωντανής επικοινωνίας, γίνονται κατανοητά και όχι αντικειμενοποιημένα αυτά καθεαυτό, ως αρχές θρησκευτικές, δογματικές ή όποιες άλλες.

Είναι ο Λόγος του Θεού από την αρχή και οι εντολές Του ακόμη που συνάπτουν σχέση ανάμεσα σε μας και το Θεό. «Το όνομά Σου ονομάζομεν», δεν είναι ταυτολογία. Σημαίνει ψελλίζω το όνομα Σου και με αυτό ήδη επικοινωνώ μαζί Σου σαν αγαπημένος με το άλλο αγαπημένο πρόσωπο. Σαν το παιδί με τη μητέρα ή και τη μητέρα με το παιδί. Σημασία έχει θα έλεγα περισσότερο το ότι συνομιλούν μεταξύ τους και όχι το τι λένε. Το γεγονός ότι συνομιλούν σημαίνει μία σχέση, μια κοινωνία. Έτσι είδαν οι Πατέρες την Αγία Γραφή και έτσι την ερμήνευσαν. Ως βιβλίο για τον Μεσσία περί του Μεσσία και για την αιώνια θέση μας στο Μεσσία, όπως βιώνεται από εδώ στην Ευχαριστία.


 
Από το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τεύχος 33

Pages