Με το πέρασμα των χρόνων ο άνεμος της ιστορίας φύσηξε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ακόμη κι αυτός ο άνεμος πρωτεϊκά μεταμορφώνεται. Ο Ζέφυρος για παράδειγμα, βοηθούσε στη βλάστηση, ήταν απαλός και πια, μπορούμε να αισθανθούμε πως έχει την όψη τραμουντάνας στο ανεμολόγιο της Ιστορίας.
Φαίνονται όλα να ’χουν μετακυλήσει προς το Βορρά, τον κυρίαρχο Βορρά που με το φύσημά του κλεινόμαστε όλο και περισσότερο στο κέλυφός μας. Μόνο που ο τόπος μας άνθιζε όταν οι κάτοικοί του έβγαιναν με σθένος προς το φως, το διψούσαν κι ας είχαν να αναμετρηθούν είτε με τον κεραυνοβόλο θυμό του Δία είτε με όσα δεινά επεφύλασσε η μοίρα αυτής της γης στο τρίστρατο Ηπείρων.
Προτού τον ολετήρα της παγκοσμιοποίησης κατά τις επιταγές του δυτικού κοσμοειδώλου, υπήρχε και στον τόπο μας ένας άξονας αναφοράς, ένα πολιτισμικό στίγμα στον οικουμενικό ουρανό που ενδιέφερε πανανθρώπινα. Στον ουρανό ως tramontana αναφέρεται στα ιταλικά ο Πολικός Αστέρας και γνωρίζουμε ότι αυτό το αστέρι φύλαγε όποιον επιχειρούμενο πλου των ναυτικών στην οβιδιακή θάλασσα με τις αναπάντεχες μεταμορφώσεις. Σαν έθνος είχαμε ημέρες νηνεμίας, είχαμε συχνά και θαλασσοταραχές.
Στα ιταλικά και στα γαλλικά επίσης, η έκφραση «έχασα την τραμουντάνα» δηλοί την απώλεια προσανατολισμού και σήμερα, περισσότερο από άλλες φορές, μοιάζει να ’χουμε χάσει τον μπούσουλα, οι δείκτες της εσωτερικής μας πυξίδας να λυγίζουν. Και τραγικό δεν είναι, να χάσεις τον προορισμό σου, τραγικό ως στρεβλή εκδοχή του, είναι να μη θες εκούσια ή σχεδόν, ακούσια να τον ξαναβρείς.
Φαίνονται όλα να ’χουν μετακυλήσει προς το Βορρά, τον κυρίαρχο Βορρά που με το φύσημά του κλεινόμαστε όλο και περισσότερο στο κέλυφός μας. Μόνο που ο τόπος μας άνθιζε όταν οι κάτοικοί του έβγαιναν με σθένος προς το φως, το διψούσαν κι ας είχαν να αναμετρηθούν είτε με τον κεραυνοβόλο θυμό του Δία είτε με όσα δεινά επεφύλασσε η μοίρα αυτής της γης στο τρίστρατο Ηπείρων.
Προτού τον ολετήρα της παγκοσμιοποίησης κατά τις επιταγές του δυτικού κοσμοειδώλου, υπήρχε και στον τόπο μας ένας άξονας αναφοράς, ένα πολιτισμικό στίγμα στον οικουμενικό ουρανό που ενδιέφερε πανανθρώπινα. Στον ουρανό ως tramontana αναφέρεται στα ιταλικά ο Πολικός Αστέρας και γνωρίζουμε ότι αυτό το αστέρι φύλαγε όποιον επιχειρούμενο πλου των ναυτικών στην οβιδιακή θάλασσα με τις αναπάντεχες μεταμορφώσεις. Σαν έθνος είχαμε ημέρες νηνεμίας, είχαμε συχνά και θαλασσοταραχές.
Στα ιταλικά και στα γαλλικά επίσης, η έκφραση «έχασα την τραμουντάνα» δηλοί την απώλεια προσανατολισμού και σήμερα, περισσότερο από άλλες φορές, μοιάζει να ’χουμε χάσει τον μπούσουλα, οι δείκτες της εσωτερικής μας πυξίδας να λυγίζουν. Και τραγικό δεν είναι, να χάσεις τον προορισμό σου, τραγικό ως στρεβλή εκδοχή του, είναι να μη θες εκούσια ή σχεδόν, ακούσια να τον ξαναβρείς.
Φύσηξε άνεμος και στις λέξεις μας κι άλλωστε, αυτός ο άνεμος είναι η δική μας αναπνοή δίχως να περιέχει κραυγή αγωνίας. Και δίχως κραυγή αγωνίας επέρχεται το τραγικό που αναφερθήκαμε. Αντίθετα, η τύρβη επαναστατικών διακηρύξεων με ουμανιστικό περιεχόμενο επικυριαρχεί στον τόπο μας, κραυγές κενολογίας να παραμένουν δίχως αντίκρισμα, να σιγούν στον ιστορικό θόλο γιατί πλέον, στην ιστορία υπάρχει άπνοια και δίχως άνεμο τίποτε δεν προκύπτει παρά σιγή.
Το μετανεωτερικό πρόταγμα ήταν να νεκρωθεί η Ιστορία στην προοπτική μιας γραμμικής αντίληψης, να μην μπολιάζεται από ανέμους που ανακατευθύνουν τη ροή της και ό, τι δεν μπολιάζεται αφήνεται στη σήψη και το τέλμα του ενθαδικού.
Εκεί που περνούσαμε μια νέα στρώση την πλώρη για ταξίδια στην παράδοσή μας, ήρθαν, με τη συνέργεια και δικών μας χειρισμών, κοινοτικές οδηγίες για την εξάλειψή τους, για την εξάλειψη ακόμη και των καϊκιών με συνέπεια την απώλεια πόρων που ζωογονούσαν τοπικές οικονομίες και ποικίλων εκφάνσεων όπως η μαστοριά στα βασανισμένα πλοιάρια, η ναυτική μας παράδοση, απομένοντες τελματωμένος πόλος τουριστικής αναψυχής.
Μόνο που ο καμβάς της αναψυχής χρειάζεται ως πολύτιμες πινελιές το βαρκάκι του ακόμη και το περίπτερο (στο οποίο επίσης, τέθηκαν κοινοτικές οδηγίες για την απάλειψή του) ως θύλακα ανάμνησης της παλιάς γειτονιάς όπου πολυεθνικά συγκροτήματα και αντιλήψεις στο χώρο έκαναν να αποχρωματίζεται στάζοντας το λάδι από πάνω του.
Αυτές οι πινελιές συγκροτούν πολιτισμική ετερότητα και έναυσμα για αναδημιουργία. Πόσο αληθές είναι το απόφθεγμα του Ελύτη πως «εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Την μνήμη αυτή διαφύλαξε η γενιά του ‘30, πολύτιμους σπόρους που φέρουν ιστορία για να καρποφορήσουν στο τοπίο των καιρών. Σπέρματα ενός ρομαντικού βλέμματος που πλέον, δεν βρίσκουν μήτρα να ωριμάσουν.
Το μετανεωτερικό πρόταγμα ήταν να νεκρωθεί η Ιστορία στην προοπτική μιας γραμμικής αντίληψης, να μην μπολιάζεται από ανέμους που ανακατευθύνουν τη ροή της και ό, τι δεν μπολιάζεται αφήνεται στη σήψη και το τέλμα του ενθαδικού.
Εκεί που περνούσαμε μια νέα στρώση την πλώρη για ταξίδια στην παράδοσή μας, ήρθαν, με τη συνέργεια και δικών μας χειρισμών, κοινοτικές οδηγίες για την εξάλειψή τους, για την εξάλειψη ακόμη και των καϊκιών με συνέπεια την απώλεια πόρων που ζωογονούσαν τοπικές οικονομίες και ποικίλων εκφάνσεων όπως η μαστοριά στα βασανισμένα πλοιάρια, η ναυτική μας παράδοση, απομένοντες τελματωμένος πόλος τουριστικής αναψυχής.
Μόνο που ο καμβάς της αναψυχής χρειάζεται ως πολύτιμες πινελιές το βαρκάκι του ακόμη και το περίπτερο (στο οποίο επίσης, τέθηκαν κοινοτικές οδηγίες για την απάλειψή του) ως θύλακα ανάμνησης της παλιάς γειτονιάς όπου πολυεθνικά συγκροτήματα και αντιλήψεις στο χώρο έκαναν να αποχρωματίζεται στάζοντας το λάδι από πάνω του.
Αυτές οι πινελιές συγκροτούν πολιτισμική ετερότητα και έναυσμα για αναδημιουργία. Πόσο αληθές είναι το απόφθεγμα του Ελύτη πως «εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Την μνήμη αυτή διαφύλαξε η γενιά του ‘30, πολύτιμους σπόρους που φέρουν ιστορία για να καρποφορήσουν στο τοπίο των καιρών. Σπέρματα ενός ρομαντικού βλέμματος που πλέον, δεν βρίσκουν μήτρα να ωριμάσουν.
Το μετανεωτερικό κοσμοείδωλο συγκρούεται στην αντίληψη της Ιστορίας με κείνο του Ρομαντικού κινήματος. Το μεν πρώτο, με καρτεσιανές και όχι μόνο προβολές, βλέπει τα πάντα ως μια μηχανή, έχοντας ως τυπολογικό κριτήριο την ανυσματική κατεύθυνση του χρόνου με συνακόλουθο τη γραμμική αντίληψη της Ιστορίας. Το δεύτερο, αντιλαμβάνεται τη ζωή ως ενότητα ανόμοιων οργανισμών με καθέναν να υπερβαίνει τα αναντικατάστατα μέλη από τα οποία αρθρώνεται.
Μια μηχανή μπορεί να αποσυναρμολογηθεί στα μέρη της και να ανασυντεθεί. Θυμίζει το απόφθεγμα του Ελύτη; Όχι, εδώ πια δεν έχουμε να κάνουμε με στοιχεία που φέρουν, ζωή και αίσθηση υπέρβασης της αντι-κείμενης πραγματικότητας. Πρόκειται για συλλογισμό (σύγχυση με κατ’ είδος και καθ’ ύλην συλλογισμό στη Λογική) που μοιάζει αναλογικός στην πλοκή με ανόμοιους όμως, όρους.
Μια μηχανή μπορεί να αποσυναρμολογηθεί στα μέρη της και να ανασυντεθεί. Θυμίζει το απόφθεγμα του Ελύτη; Όχι, εδώ πια δεν έχουμε να κάνουμε με στοιχεία που φέρουν, ζωή και αίσθηση υπέρβασης της αντι-κείμενης πραγματικότητας. Πρόκειται για συλλογισμό (σύγχυση με κατ’ είδος και καθ’ ύλην συλλογισμό στη Λογική) που μοιάζει αναλογικός στην πλοκή με ανόμοιους όμως, όρους.
Ανόμοιοι όροι, σε άλλη κλίμακα, με διαφορετικό περιεχόμενο υπήρξαν στο ελληνικό παράδειγμα, με μια πρωτοφανή ώσμωση στην πρόσληψη ιδεών του Διαφωτισμού, προπομπό του μετανεωτερικού κοσμοειδώλου και του Ρομαντικού κινήματος. Οι ιδιαίτερες συνθήκες που προϋπήρξαν στον ελληνικό τόπο, με την για τετρακόσια χρόνια κατοχή από τους Τούρκους και την παράλληλη πολιτισμική έκρηξη στη Δύση, υπέβαλαν την ιδέα στους Έλληνες λογίους που κατάφεραν να ζήσουν εκ του σύνεγγυς τις μεταβολές στον δυτικό κόσμο, της κατωτερότητας του ελληνικού Έθνους.
Κατοπινά, η συγκεκριμένη αντίληψη θα εκφραστεί από τον Αδαμάντιο Κοραή στη δόμηση του νεότευκτου κράτους με μίμηση των δυτικών προτύπων. Αρκετοί Φαναριώτες κόμισαν ιδέες του Διαφωτισμού ενώ, παράλληλα, μέσω αξιωμάτων που κατείχαν όπως του δραγουμάνου (διπλωματικού διαμεσολαβητή), οραματίζονταν την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ορθότερα )υπό την ηγεμονία τους, με την εκ των έσω διάβρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να σημειωθεί, ότι κατά την άφιξη των Φαναριωτών στις ηγεμονίες υπήρχε συνοδεία αρκετών συγγενών και φίλων, τους οποίους διόριζαν προκαλώντας δυσαρέσκεια στους Ρουμάνους. Μέσα από την παρέκβαση αυτή διαπιστώνουμε ότι ο νεποτισμός, για τον οποίο γίνεται τόσος λόγος στην νεοελληνική πραγματικότητα, έχει τις ρίζες του βαθιά στο παρελθόν.
Εντούτοις, εκείνο που απασχολεί είναι πως λαμπροί εκπρόσωποι του ελληνικού Διαφωτισμού διατύπωναν απόψεις αντίρροπες στο ορθολογιστικό του πνεύμα όπως η υπεροχή της γλώσσας μας έναντι όλων των υπόλοιπων από τον Δημητράκη Καταρτζή, ισχυρισμούς όπως του Βενιαμίν Λεσβίου, του Αθανασίου Ψαλλίδα που κατέτασσαν το ελληνικό έθνος μια κλίμακα πιο κάτω από τα τάγματα των αγγέλων, συνδηλώνοντας και το θρησκευτικό συναίσθημα.
Μας ενδιαφέρει λοιπόν, η ιδιοτυπία της πρόσληψης αντίρροπων ρευμάτων που είχαν όμως, στον πυρήνα τους διακριτή ταυτότητα! Το ίδιο φαινόμενο δηλαδή, παρατηρούμενο αργότερα στη γενιά του ΄30. Εν πάση περιπτώσει, κατά το πρόταγμα των οπαδών του Κοραή οι οποίοι θα κατισχύσουν, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση του νεοελληνικού κράτους με σκοπό την ανάκτηση της αίγλης των αρχαίων μας προγόνων. Στο εγχείρημα παρατηρούνται οι στρεβλώσεις που φέρει και ο Διαφωτισμός στην αντίληψή του για την ιστορία.
Το ιστορικό συνεχές του ελληνικού έθνους κερματίζεται αγνοώντας το διάστημα μεταξύ των αρχαίων χρόνων και της εποχής που αναφερόμαστε με όποιο πολιτισμικό και πολιτιστικό αποτύπωμα φέρει. Μάλιστα, εν πολλοίς, το Βυζάντιο θα λοιδορηθεί ως ένας ανατολικού τύπου Μεσαίωνας.
Το αίσθημα εθνικής μειονεξίας γίνεται αισθητό ακόμη και από τα πρωτοσχηματιζόμενα κόμματα με τίτλους όπως «ρωσσικό», «γαλλικό», «αγγλικό» με πρόδηλα τα υπηρετούμενα συμφέροντα, το γκρέμισμα βυζαντινών ναών μοναδικού κάλλους (με ελάχιστους διασωθέντες κι από ατομικές υποδείξεις όπως ο ναός της Καπνικαρέας), το μιμητισμό σε στολές στρατιωτικών σωμάτων (χαρακτηριστική η γαλλικού τύπου στολή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων).
Τα μόνα φώτα που ήσαν αποδεκτά και περιβεβλημένα με κύρος ήταν τα προερχόμενα από την Εσπερία.
Κατοπινά, η συγκεκριμένη αντίληψη θα εκφραστεί από τον Αδαμάντιο Κοραή στη δόμηση του νεότευκτου κράτους με μίμηση των δυτικών προτύπων. Αρκετοί Φαναριώτες κόμισαν ιδέες του Διαφωτισμού ενώ, παράλληλα, μέσω αξιωμάτων που κατείχαν όπως του δραγουμάνου (διπλωματικού διαμεσολαβητή), οραματίζονταν την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ορθότερα )υπό την ηγεμονία τους, με την εκ των έσω διάβρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να σημειωθεί, ότι κατά την άφιξη των Φαναριωτών στις ηγεμονίες υπήρχε συνοδεία αρκετών συγγενών και φίλων, τους οποίους διόριζαν προκαλώντας δυσαρέσκεια στους Ρουμάνους. Μέσα από την παρέκβαση αυτή διαπιστώνουμε ότι ο νεποτισμός, για τον οποίο γίνεται τόσος λόγος στην νεοελληνική πραγματικότητα, έχει τις ρίζες του βαθιά στο παρελθόν.
Εντούτοις, εκείνο που απασχολεί είναι πως λαμπροί εκπρόσωποι του ελληνικού Διαφωτισμού διατύπωναν απόψεις αντίρροπες στο ορθολογιστικό του πνεύμα όπως η υπεροχή της γλώσσας μας έναντι όλων των υπόλοιπων από τον Δημητράκη Καταρτζή, ισχυρισμούς όπως του Βενιαμίν Λεσβίου, του Αθανασίου Ψαλλίδα που κατέτασσαν το ελληνικό έθνος μια κλίμακα πιο κάτω από τα τάγματα των αγγέλων, συνδηλώνοντας και το θρησκευτικό συναίσθημα.
Μας ενδιαφέρει λοιπόν, η ιδιοτυπία της πρόσληψης αντίρροπων ρευμάτων που είχαν όμως, στον πυρήνα τους διακριτή ταυτότητα! Το ίδιο φαινόμενο δηλαδή, παρατηρούμενο αργότερα στη γενιά του ΄30. Εν πάση περιπτώσει, κατά το πρόταγμα των οπαδών του Κοραή οι οποίοι θα κατισχύσουν, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση του νεοελληνικού κράτους με σκοπό την ανάκτηση της αίγλης των αρχαίων μας προγόνων. Στο εγχείρημα παρατηρούνται οι στρεβλώσεις που φέρει και ο Διαφωτισμός στην αντίληψή του για την ιστορία.
Το ιστορικό συνεχές του ελληνικού έθνους κερματίζεται αγνοώντας το διάστημα μεταξύ των αρχαίων χρόνων και της εποχής που αναφερόμαστε με όποιο πολιτισμικό και πολιτιστικό αποτύπωμα φέρει. Μάλιστα, εν πολλοίς, το Βυζάντιο θα λοιδορηθεί ως ένας ανατολικού τύπου Μεσαίωνας.
Το αίσθημα εθνικής μειονεξίας γίνεται αισθητό ακόμη και από τα πρωτοσχηματιζόμενα κόμματα με τίτλους όπως «ρωσσικό», «γαλλικό», «αγγλικό» με πρόδηλα τα υπηρετούμενα συμφέροντα, το γκρέμισμα βυζαντινών ναών μοναδικού κάλλους (με ελάχιστους διασωθέντες κι από ατομικές υποδείξεις όπως ο ναός της Καπνικαρέας), το μιμητισμό σε στολές στρατιωτικών σωμάτων (χαρακτηριστική η γαλλικού τύπου στολή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων).
Τα μόνα φώτα που ήσαν αποδεκτά και περιβεβλημένα με κύρος ήταν τα προερχόμενα από την Εσπερία.
Στο λυκόφως του 20ου αιώνα όπως και στο λυκαυγές του 21ου πλανάται η ίδια ζοφερή ατμόσφαιρα στο ελληνικό τοπίο που πια, κυριαρχούν φαιές αποχρώσεις. Μια αίσθηση μειονεξίας συνάμα με αυτήν της εχθρικής αντιμετώπισης από τη Δύση δίχως όμως, κριτική αντιμετώπιση, δίχως τίμια αυτοκριτική.
Πως μπορείς να εχθρεύεσαι κάποιον όταν μιμείσαι πρότυπα και επιταγές που άκριτα και δίχως ιδιαίτερη βία διαχειρίζεσαι, τουλάχιστον πριν την επιβολή μνημονιακών κυρώσεων; Επιβολές ως συνακόλουθο μιας ακόμη οξύμωρης ώσμωσης, των δυτικών προτύπων κατανάλωσης ομού με το ανατολίτικο ραχάτι κατά περιπτώσεις, το μεμψίμοιρο κλίμα συνδυαζόμενο με εκφάνσεις που απαντώνται στα προαναφερόμενα πρότυπα, εθνικής υπεροχής.
Αμφότερα, στερούμενα άξονα κοινωνικής αναφοράς δεν διαφέρουν ως προς την ατομοκεντρική, χρησιμοθηρική αντιμετώπιση. Δηλαδή, δεν εντοπίζουμε ώσμωση διαφορετικών ταυτοτήτων αλλά συνδυασμό τύποις ετερόκλητων εκφάνσεων με όμοιο πυρήνα!
Και μη λησμονούμε ότι πρόκειται για πυρήνα που χαρακτηρίζει το μετανεωτερικό ατόμο δίχως να μεταστοιχειώνεται σε πρόσωπο, σε ενεργό πολίτη εκφράζοντας την ετερότητά του μέσα από την εθνική αντίληψη στο πλαίσιο της οικουμενικής συνεισφοράς.
Πως μπορείς να εχθρεύεσαι κάποιον όταν μιμείσαι πρότυπα και επιταγές που άκριτα και δίχως ιδιαίτερη βία διαχειρίζεσαι, τουλάχιστον πριν την επιβολή μνημονιακών κυρώσεων; Επιβολές ως συνακόλουθο μιας ακόμη οξύμωρης ώσμωσης, των δυτικών προτύπων κατανάλωσης ομού με το ανατολίτικο ραχάτι κατά περιπτώσεις, το μεμψίμοιρο κλίμα συνδυαζόμενο με εκφάνσεις που απαντώνται στα προαναφερόμενα πρότυπα, εθνικής υπεροχής.
Αμφότερα, στερούμενα άξονα κοινωνικής αναφοράς δεν διαφέρουν ως προς την ατομοκεντρική, χρησιμοθηρική αντιμετώπιση. Δηλαδή, δεν εντοπίζουμε ώσμωση διαφορετικών ταυτοτήτων αλλά συνδυασμό τύποις ετερόκλητων εκφάνσεων με όμοιο πυρήνα!
Και μη λησμονούμε ότι πρόκειται για πυρήνα που χαρακτηρίζει το μετανεωτερικό ατόμο δίχως να μεταστοιχειώνεται σε πρόσωπο, σε ενεργό πολίτη εκφράζοντας την ετερότητά του μέσα από την εθνική αντίληψη στο πλαίσιο της οικουμενικής συνεισφοράς.
Λίγο πιο πριν, ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, έστω, με στρεβλώσεις πολιτικού αμοραλισμού και θεσιθηρικής έξαρσης, εντοπίζονται θύλακες που συγκροτούν εθνική και κοινωνική συνοχή: αίσθηση γειτονιάς σε περιοχές αστικού ιστού να κρατά ζωντανό το άρωμα των σχέσεων δια ζώσης, μια σχετικά, ικανοποιητική παρουσία της αστικής τάξης με εξαγώγιμα προϊόντα στον οικονομικό τομέα καθώς, και ένα χρώμα εντοπιότητας στην τέχνη.
Όμως, η παραποίηση της προγονικής ταυτότητας από τη Χούντα και ό, τι συνεπιφέρει το καθεστώς, ο κοινωνικός, εκφραζόμενος και κομματικά, διπολισμός αφενός μιας εθνικίζουσας κενολογίας αφετέρου ενός «επαναστατικού» οράματος είναι τα συμπτώματα κοινωνικού ψυχορραγήματος. Ακουγόταν ήδη, στο κοινωνικό σώμα ο επιθανάτιος ρόγχος σε όσους διέπονταν από μιαν αντίληψη σχεσιοκεντρική.
Για όσους αγωνιούσαν για την προσέγγιση του αληθούς πέρα από την επιβίωση και την επίπλευση στην άκριτη, συνθηματολογική αποδοχή όποιων δεδομένων. Και τα δεδομένα του παρόντος κοσμοειδώλου είναι η αποθάρρυνση από την κριτική βυθοσκόπηση, εφόσον η αίσθηση υπαρκτικής πληρότητας συντελείται ενθαδικά, μονομερώς μέσα από τεχνολογικά επιτεύγματα, ατομοκεντρικές επιδιώξεις και δικαιώματα για τα οποία αποφασίζουν απρόσωπες αρχές.
Εν γένει, ενθαρρύνεται η έξοδος από την ιστορική διαδρομή κάθε έθνους και η μεταφορά του στις απαρασάλευτες ράγες της γραμμικής ιστορικής αντίληψης. Ο σύγχρονος ταξιδιώτης με βαλίτσες αδειανές από υπαρκτικό νόημα, περιμένει το συρμό με τερματικό σταθμό το υπαρξιακό κενό.
Όμως, η παραποίηση της προγονικής ταυτότητας από τη Χούντα και ό, τι συνεπιφέρει το καθεστώς, ο κοινωνικός, εκφραζόμενος και κομματικά, διπολισμός αφενός μιας εθνικίζουσας κενολογίας αφετέρου ενός «επαναστατικού» οράματος είναι τα συμπτώματα κοινωνικού ψυχορραγήματος. Ακουγόταν ήδη, στο κοινωνικό σώμα ο επιθανάτιος ρόγχος σε όσους διέπονταν από μιαν αντίληψη σχεσιοκεντρική.
Για όσους αγωνιούσαν για την προσέγγιση του αληθούς πέρα από την επιβίωση και την επίπλευση στην άκριτη, συνθηματολογική αποδοχή όποιων δεδομένων. Και τα δεδομένα του παρόντος κοσμοειδώλου είναι η αποθάρρυνση από την κριτική βυθοσκόπηση, εφόσον η αίσθηση υπαρκτικής πληρότητας συντελείται ενθαδικά, μονομερώς μέσα από τεχνολογικά επιτεύγματα, ατομοκεντρικές επιδιώξεις και δικαιώματα για τα οποία αποφασίζουν απρόσωπες αρχές.
Εν γένει, ενθαρρύνεται η έξοδος από την ιστορική διαδρομή κάθε έθνους και η μεταφορά του στις απαρασάλευτες ράγες της γραμμικής ιστορικής αντίληψης. Ο σύγχρονος ταξιδιώτης με βαλίτσες αδειανές από υπαρκτικό νόημα, περιμένει το συρμό με τερματικό σταθμό το υπαρξιακό κενό.
Η πρόοδος ενός πολιτισμού εξαρτάται από τα κριτήρια που θέτει αλλά και τα ανταλλάγματα που προσφέρει για την ύπαρξή του. Αν, θυσιάζονται στο βωμό του Μολώχ η κριτική ικανότητα και η ιστορική μνήμη δίχως γόνιμη πρόταση τότε δεν υπάρχει καν αίσθηση του τραγικού, δίψα για αναμέτρηση με γνώμονα το αληθές.
Αν το αληθές περιορίζεται μόνο στην ενεστωτική αντίληψη, στην ατομοκεντρική κατοχύρωση με γλωσσικούς εθισμούς σύγχυσης σημαίνοντος και σημαινομένου (πέρα από το γλωσσικό αφελληνισμό), δεν πιστοποιείται σχέση με την πραγματικότητα. Αναφερόμαστε σε επανάσταση, σε έρωτα, σε αξίες που εν τέλει, διαχειριζόμαστε με τα μέτρα του σύγχρονου κοσμοειδώλου δίχως ιστορική μνήμη, δίχως γόνιμο μπόλιασμα από ετερόκλιτους πολιτισμούς όπως συνέβαινε στις υψηλές εκφάνσεις και της ελληνικής ιστορίας.
Πώς να προκύψει γόνιμη, ρηξικέλευθη πρόταση όταν θα διέπεται από αντιλήψεις που συνιστούν θεμελιώδεις κρίκους για το σύγχρονο πολιτιστικό παράδειγμα όπως η αποτίμηση του χρόνου σε χρήμα; Έτσι, δεν σπάνε όποιες αλυσίδες και δικαιώνεται ο Κορνήλιος Καστοριάδης όταν αναφερόταν στη συντριπτική πλειονότητα των εξεγέρσεων ότι «στόχος των ξεσηκωμένων δούλων ήταν η αλλαγή των θέσεων και των ρόλων στο ίδιο κοινωνικό σύστημα».
Αν το αληθές περιορίζεται μόνο στην ενεστωτική αντίληψη, στην ατομοκεντρική κατοχύρωση με γλωσσικούς εθισμούς σύγχυσης σημαίνοντος και σημαινομένου (πέρα από το γλωσσικό αφελληνισμό), δεν πιστοποιείται σχέση με την πραγματικότητα. Αναφερόμαστε σε επανάσταση, σε έρωτα, σε αξίες που εν τέλει, διαχειριζόμαστε με τα μέτρα του σύγχρονου κοσμοειδώλου δίχως ιστορική μνήμη, δίχως γόνιμο μπόλιασμα από ετερόκλιτους πολιτισμούς όπως συνέβαινε στις υψηλές εκφάνσεις και της ελληνικής ιστορίας.
Πώς να προκύψει γόνιμη, ρηξικέλευθη πρόταση όταν θα διέπεται από αντιλήψεις που συνιστούν θεμελιώδεις κρίκους για το σύγχρονο πολιτιστικό παράδειγμα όπως η αποτίμηση του χρόνου σε χρήμα; Έτσι, δεν σπάνε όποιες αλυσίδες και δικαιώνεται ο Κορνήλιος Καστοριάδης όταν αναφερόταν στη συντριπτική πλειονότητα των εξεγέρσεων ότι «στόχος των ξεσηκωμένων δούλων ήταν η αλλαγή των θέσεων και των ρόλων στο ίδιο κοινωνικό σύστημα».
Η σημερινή κατάσταση στη χώρα μας αλλά και σε όποιες λίγο- πολύ ακολουθούν τα αιτήματα του παρόντος κοσμοειδώλου συνιστούν πράξη ηροστρατισμού. Δεν έχουν την τραγική αλλά συνάμα γνήσια αυτοθυσία μιας Αντιγόνης. Κι όμως, ο χαμός της, ως γνησίως τραγικό πρόσωπο γονιμοποίησε την ιστορία εφόσον, είχε θάρρος, τόλμη για το αληθές.
Γόνιμη απώλεια για την ιστορία που φέρει τα πρόσωπα όποιας Αντιγόνης όποιας πατρίδας. Σε εκείνο το τοπίο όπου τα πρόσωπα βγαίνουν στο φως και δεν σκύβουν προσκυνώντας, όσο άθεα κι αν δηλώνουν, νοητικά είδωλα με παραλλαγές του εγώ τους. Στο γνήσιο φως όποια ρυτίδα απαλύνεται από τον γλυκό φόρτο που φέρει.
Αντίθετα, το πρόσωπο σε εκδοχές εικονικής πραγματικότητας γερνά στη λήθη, βάζει τα χέρια στο πρόσωπο να μην κρυώνει καθώς ο άνεμος μιας μοναξιάς είναι δριμύς, άνεμος που περιέχει ανάσες ψυχορραγήματος. Βάζοντας την τραμουντάνα μέσα μας, «φυσά» η άπνοια στο τοπίο της Ιστορίας.
Γόνιμη απώλεια για την ιστορία που φέρει τα πρόσωπα όποιας Αντιγόνης όποιας πατρίδας. Σε εκείνο το τοπίο όπου τα πρόσωπα βγαίνουν στο φως και δεν σκύβουν προσκυνώντας, όσο άθεα κι αν δηλώνουν, νοητικά είδωλα με παραλλαγές του εγώ τους. Στο γνήσιο φως όποια ρυτίδα απαλύνεται από τον γλυκό φόρτο που φέρει.
Αντίθετα, το πρόσωπο σε εκδοχές εικονικής πραγματικότητας γερνά στη λήθη, βάζει τα χέρια στο πρόσωπο να μην κρυώνει καθώς ο άνεμος μιας μοναξιάς είναι δριμύς, άνεμος που περιέχει ανάσες ψυχορραγήματος. Βάζοντας την τραμουντάνα μέσα μας, «φυσά» η άπνοια στο τοπίο της Ιστορίας.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση: περιοδικό "Κοράλλι".
Η ζωγραφική σύνθεση που πλαισιώνει τη σελίδα αποτελεί δημιουργία του Γιώργου Κόρδη.