Και αυτό που είναι σύμφωνο με την αρετή και το καλό δίχως να υπερβάλλει στο είδος του, λ.χ. είναι κανείς τέλειος ιατρός και τέλειος αυλητής, όταν κατά το είδος της οικείας αρετής τίποτε δεν αφήνει εκτός.
Έτσι λοιπόν μεταφέροντας και επί των κακών μιλάμε για τέλειο συκοφάντη και τέλειο κλέφτη, επειδή λέμε τους ίδιους και καλούς, λ.χ. καλός κλέφτης και καλός συκοφάντης. Αλλά και η αρετή είναι μία τελειοποίηση· αφού ένα πράγμα τότε τελειοποιείται και μια ουσία τότε είναι τελειοποιημένη, όταν κατά το είδος της οικείας αρετής κανένα κομμάτι του φυσικού της μεγέθους δεν παραλείπεται εκτός.
Ώστε επειδή το τέλος είναι κάτι το έσχατο, μεταφέροντας και επί των κακών λέμε πως κάτι έχει τελείως χαθεί και τελείως φθαρεί, όταν τίποτε δεν παραλείπει από τη φθορά και το κακό, αλλά έφτασε στο έσχατο σημείο.
Γι’ αυτό και κατά μεταφορά ο θάνατος λέγεται τέλος, υπό την έννοια ότι και τα δύο είναι έσχατα. Αλλά και ο έσχατος σκοπός τέλος είναι και αυτός.
Τα μεν επειδή σε σχέση με το καλό μήτε αφήνουν κάτι να υπολείπεται εκτός μήτε υπερβάλλουν μήτε υπάρχει κάτι που να λάβεις συμπληρωματικά έξω απ αυτό, τα δε εξ ολοκλήρου (π.χ. Θεός, Πατήρ) ως προς το ότι δεν υπερβάλλουν στο εκάστοτε γένος μήτε είναι κάτι εκτός, τα δε υπόλοιπα που λέγονται ήδη σε σχέση με αυτά (π.χ. Πνεύμα Άγιο,) είτε επειδή πραγματοποιούν κάτι τέτοιο (κάτι τέλειο), είτε επειδή έχουν κάτι τέτοιο, είτε επειδή αρμόζουν σε κάτι τέτοιο, είτε επειδή λέγονται κατά έναν οποιοδήποτε τρόπο σε σχέση με τα πρώτα λεγόμενα τέλεια.