«Δεν αμάρτησα, δε σκότωσα, δεν έκλεψα! Δεν είπα ψέματα, δεν έγινα αφορμή να κλάψει μάτι ανθρώπου! Είμαι καθαρός! Είμαι καθαρός! Δε σκότωσα κανένα ιερό ζώο, δεν πάτησα καλλιεργημένο χωράφι! Δε συκοφάντησα, δε θύμωσα, δε μοίχεψα! Δε φέρθηκα άπρεπα μήτε στον πατέρα μου μήτε στο βασιλιά! Δεν έκλεψα στο ζύγι- δεν πήρα το γάλα από το στόμα των παιδιών δεν παραστράτισα το νερό από τ’ αυλάκι! Είμαι αγνός! Είμαι αγνός! Είμαι αγνός!»
«Καρδιά της μάνας μου, καρδιά που με συντρόφεψες από τη γέννησή μου, μη μαρτυρήσεις με αυστηρότητα τα έργα μου, λυπήσου με μπροστά στους θεούς του Άδη !»
Η ψυχή είναι τριγυρισμένη από τροφές, από έπιπλα, από ζώα. Στην αρχή οι απόγονοι έφερναν στον τάφο αυτούσιες τροφές- ύστερα έκαιαν απλώς τις τροφές και με τη μυρωδιά θρεφόταν η ψυχή- τέλος ζωγράφιζαν μονάχα τις τροφές, τα έπιπλα και τα ζώα. Η φωνή των ιερέων έχει τη δύναμη να ζωντανέψει τις ζωγραφιές -τα ζώα, τα κρέατα, τα ψωμιά, τα φρούτα παίρνουν ζωή, κατεβαίνουν από τους τοίχους, απλώνονται πάνου στο τραπέζι, κι η πεινασμένη ψυχή τρώει και χαίρεται. Κι ύστερα τα ζωγραφισμένα αμάξια με τ’ άλογα ζεύουνται μονάχα τους και παίρνουν την ψυχή, χορτάτη, ευτυχισμένη, και την πηγαίνουν να δει τα χωράφια της, τα παιδιά της και να περπατήσει στον αγαπημένο ήλιο, δίπλα στον ποταμό.
Τι είναι αθάνατος; Λέω κάθε μέρα στο νου μου: Όπως εκείνος που σηκώνεται από μεγάλη αρρώστια, έτσι είναι ο θάνατος. Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μυρίζεσαι μια μυρωδιά, όπως όταν κάθεσαι σε μια χώρα μέθης, τέτοιος είναι ο θάνατος. Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μια στιγμή ο ουρανός καθαρίζει κι ένας άνθρωπος βγαίνει με το δίχτυ του να πιάσει πουλιά, και ξαφνικά βρίσκεται σε άγνωστη χώρα, τέτοιος είναι ο θάνατος!Τι είναι ο θάνατος; Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της!
Με το πρόβλημά σου έμπλεξες το νου των ανθρώπων. Μίλησε και φώτισέ μας με τις διδαχές της Ιστορίας. Δεν είσαι εσύ που είδες τη δόξα του Αλεξάνδρου και τα αίσχη του Καίσαρα; Σήμερα τα μάτια σου δε βλέπουν παρά ένα ταπεινό χωριό.