Συνδεσμολογία και ανάλυση
του φάσματος του ανθρώπου
Αξίες
Οι αξίες μας είναι όσα θεωρούμε στη ζωή μας σημαντικά και μπορεί να περιλαμβάνουν έννοιες όπως η ισότητα, η ειλικρίνεια, η εκπαίδευση, η προσπάθεια, η επιμονή, η αφοσίωση, η πίστη κ.λπ.
Οι αξίες μας είναι πάρα πολύ προσωπικές και μας επηρεάζουν σε βαθύ υποσυνείδητο επίπεδο. Κάθε απόφαση που παίρνουμε στηρίζεται στις αξίες μας, είτε τις χρησιμοποιούμε για να αποφύγουμε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις είτε για να προσεγγίσουμε.
Οι αξίες μπορεί να χωριστούν στις βασικές αξίες και στις δευτερεύουσες αξίες. Οι βασικές αξίες μάς βοηθούν να διώξουμε το στρες, να επιλύσουμε τυχόν κρυμμένες συγκρούσεις, αλλά και βρούμε μια συγκεκριμένη πορεία στη ζωή μας. Τελικά, αυτές είναι σημαντικές για να σας βοηθούν να κινούμαστε προς την επίτευξη λύσεων και μακριά από προβλήματα.
Οι δευτερεύουσες αξίες μας είναι αυτές που φέρνουμε στο προσκήνιο για να χρησιμοποιήσουμε όταν προκύπτουν ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις Π.χ. μπορεί να κάνεις τον εαυτό σου ξαφνικά πιο «διαθέσιμο», επειδή έχεις ένα φίλο σε ανάγκη και αυτή η πίστη είναι κάτι που έχει για σένα αξία.
Πεποιθήσεις
Οι πεποιθήσεις μας είναι υποθέσεις που κάνουμε για τον κόσμο. Αναπτύσσονται από ό,τι βλέπουμε και ακούμε, από την εμπειρία και τα διαβάσματά μας, αλλά και τις σκέψεις μας και εφαρμόζονται όχι μόνο για το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας, αλλά και το πώς βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους.
Έχουμε την τάση να μην αναρωτιόμαστε για τις πεποιθήσεις μας, γιατί είμαστε τόσο σίγουροι γι' αυτές και πολλές από αυτές προέρχονται από την παιδική ηλικία μας.
Οι πεποιθήσεις μας μπορεί να αλλάξουν από το «επαναπρογραμματισμό» του υποσυνειδήτου μας. Όπως και οι αξίες, οι πεποιθήσεις μας μπορεί να χωριστούν σε δύο διαφορετικούς τύπους: τις πεποιθήσεις ενδυνάμωσης και τις πεποιθήσεις περιορισμού.
Οι τις πεποιθήσεις ενδυνάμωσης μας βοηθούν να κάνουμε με σιγουριά αλλαγές. Χρησιμοποιούμε τις πεποιθήσεις ενδυνάμωσης για τη λήψη αποφάσεων μέσα σε έναν αβέβαιο κόσμο. Οι περιοριστικές πεποιθήσεις κάνουν το ακριβώς αντίθετο και μας κρατούν ριζωμένους σε συγκεκριμένες θέσεις.
Οι περιοριστικές πεποιθήσεις μας βασίζονται συχνά σε υποθέσεις που δεν είναι αληθείς. Για παράδειγμα –πες στον εαυτό σου: «δεν μπορείς να μάθεις μια ξένη γλώσσα». Αν ξοδέψεις πολύ χρόνο λέγοντας ότι δεν μπορείς να το κάνεις, τότε για το χρονικό διάστημα αυτό θα είναι αλήθεια.
Οι στάσεις (attitudes) αναφέρονται σε «ένα γενικό και διαρκές, θετικό ή αρνητικό, συναίσθημα για κάποιο πρόσωπο, αντικείμενο ή θέμα» (Petty & Cacioppo, 1981).
Μία στάση αφορά τη θετική ή αρνητική προδιάθεση ενός ατόμου για κάποιον ή σε κάτι στο περιβάλλον του.
H δομή των στάσεων
Τρεις διαστάσεις των στάσεων έχουν αναδειχθεί ως κρίσιμες για τον εννοιολογικό τους προσδιορισμό:
α) η συναισθηματική διάσταση, αναφέρεται σε αξιολογικά συναισθήματα αρέσκειας και δυσαρέσκειας ως προς το αντικείμενο της στάσης,
β) η γνωστική διάσταση, αναφέρεται στη γνωστική αναπαράσταση του αντικειμένου της στάσης και
γ) η συμπεριφορική διάσταση, αναφέρεται σε συμπεριφορικές τάσεις ή προθέσεις.
Λειτουργίες των στάσεων
α) μηχανισμοί άμυνας,
β) εκφράσεις συστημάτων αξιών,
γ) εργαλεία κοινωνικού προσανατολισμού.
Διαμόρφωση των στάσεων
Οι κλασικές μορφές μάθησης συμβάλλουν στη διαμόρφωση των στάσεων:
α) κλασική εξαρτημένη μάθηση: ένα ουδέτερο ερέθισμα αποκτά την ικανότητα να προκαλεί μια συγκεκριμένη απόκριση μέσω της συστηματικής του σύνδεσης με ένα ανεξάρτητο ερέθισμα που ήδη προκαλεί τη συγκεκριμένη απόκριση, (John B. Watson)
β) συντελεστική μάθηση: βασίζεται στην αρχή ότι οι συμπεριφορές που έχουν θετικές συνέπειες ενισχύονται, (Burrhus Frederic Skinner)
γ) μάθηση μέσω της μίμησης ενός προτύπου: η μάθηση μπορεί να συντελεστεί μέσω της παρατήρησης των συνεπειών που έχουν οι πράξεις ενός προτύπου. (Albert Bandura)
Σχέση στάσης – συμπεριφοράς
Οι στάσεις δεν προβλέπουν τη συμπεριφορά. Οι στάσεις μπορούν να αποκτήσουν μια προγνωστική αξία της συμπεριφοράς όταν στάσεις και συμπεριφορά αναμετρηθούν στα ίδια επίπεδα σαφήνειας, όταν εξασφαλιστεί, δηλαδή, πλήρης αντιστοιχία ως προς την πράξη, το στόχο, το χρόνο και το πλαίσιο.
Οι στάσεις δεν προδικάζουν πάντα τη συμπεριφορά, όμως μία στάση μπορεί να καταλήξει σε σκοπούμενη συμπεριφορά, πρόκειται δηλαδή για πρόθεση που μπορεί να εκδηλωθεί ή όχι στις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες.
Αλλαγή στάσεων
Οι στάσεις αποτελούν αντικείμενο τροποποίησης για διαφορετικούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι η επικοινωνία, άρα και η διδασκαλία.
Ως δεξιότητα χαρακτηρίζεται η δυνατότητα ενός ατόμου να επιτυγχάνει συγκεκριμένο επιθυμητό αποτέλεσμα, με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια και μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η δυνατότητα αυτή εκπλήρωσης εργασιών και επίλυσης προβλημάτων οφείλεται στην αξιοποίηση και εφαρμογή γνώσεων που απόκτησε το άτομο. Οι δεξιότητες, επομένως, δεν είναι έμφυτες, αλλά αποκτώνται και αναπτύσσονται/βελτιώνονται με τη μάθηση μέσω της εκπαίδευσης και της πρακτικής εξάσκησης (training).
Μία δεξιότητα ξεκινά από το επίπεδο της μίμησης για να περάσει με την άσκηση στο επίπεδο του συντονισμού και στη συνέχεια μέσω μακροχρόνιας εξάσκησης στο επίπεδο του αυτοματισμού.
Οι δεξιότητες διακρίνονται σε γενικές και σε ειδικές. Οι γενικές δεξιότητες αφορούν σε ευρεία γκάμα επαγγελμάτων, μπορεί για παράδειγμα να είναι η διαχείριση του χρόνου, η ομαδικότητα και η ηγεσία, ενώ οι ειδικές δεξιότητες χρησιμεύουν μόνο στη διεξαγωγή κάποιου εξειδικευμένου έργου (επαγγέλματος), π.χ. δεξιότητα χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών. Επίσης, οι δεξιότητες μπορεί να είναι νοητικές (π.χ. η χρήση της λογικής σκέψης για την επίλυση ενός τύπου προβλημάτων) και πρακτικές (π.χ. η αισθησιοκινητική δεξιότητα -η χρήση μεθόδων και οργάνων στο εργαστήριο, η χρήση υλικών και εργαλείων στο εργοτάξιο).
Η προσπάθεια ορισμού της γνώσης είναι ένα από τα κεντρικά προβλήματα στην επιστημολογία. Ένας από τους επικρατέστερους ορισμούς είναι ότι γνώση είναι η αιτιολογημένη (με την έννοια της απόδειξης / τεκμηρίωσης) αληθής πεποίθηση, η οποία αποκτιέται τόσο με την εκπαίδευση / επιμόρφωση όσο και με την πρακτική εμπειρία.
Κατά έναν άλλο ορισμό, γνώση είναι η θεωρητική και πρακτική κατανόηση ενός θέματος (αφομοίωση επεξεργασμένων πληροφοριών), πάνω στην οποία στηρίζεται στη συνέχεια η απόκτηση σχετικών με τη γνώση δεξιοτήτων. Κατά έναν τρίτο ορισμό, γνώση είναι το σύνολο των γνωστών επεξεργασμένων πληροφοριών σε κάποιο συγκεκριμένο πεδίο ή συνολικά.
Η αποκτώμενη γνώση είναι είτε ρητή γνώση (explicit knowledge) είτε άρρητη γνώση (tacit knowledge). Η πρώτη μεταδίδεται με το γραπτό και προφορικό λόγο, ενώ η δεύτερη αποκτάται με την εμπειρία. Στη σημερινή εποχή, η γνώση συνδέεται με την έρευνα, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες.
Πώς συνδέονται οι έννοιες αυτού του «φάσματος» καθώς το άτομο μαθαίνει;
Μια πρώτη προσέγγιση: