Το πυρ-φωτιά αποτελεί ίσως την απλούστερη και βασικότερη μορφή ενέργειας, που συνοδεύει τον άνθρωπο απ’ τις απαρχές της ύπαρξής του εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Οι πυρκαϊές, που προέρχονταν απ’ τα πυρακτωμένα ποτάμια λάβας ενός ηφαιστείου, οι πτώσεις των κεραυνών στην γη και οι τυχαίες αυταναφλέξεις λόγω ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών, αποτέλεσαν το φυσικό φαινόμενο, που πολύ αργότερα ο έλλογος άνθρωπος ονόμασε πυρ η φωτιά. Ο φόβος, η απορία και ο θαυμασμός του για το φυσικό και ανεξέλεγκτο αυτό φαινόμενο χάραξαν ανεξίτηλα σημάδια στα βαθιά στρώματα του ψυχισμού του, αλλά και μνήμες, που τον συνοδεύουν σε όλη την διάρκεια της εξέλιξής του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος αρχικά προσπαθούσε να συντηρεί ζωντανή την φωτιά και να την αναζωπυρώνει κατά βούληση, διατηρώντας την στις κρύες περιόδους και στα παγωμένα σκοτάδια της νύκτας, αποκτώντας έτσι το φως και την θερμότητα. Όμως η ανακάλυψη της δημιουργίας της φωτιάς απετέλεσε το μεγαλύτερο βήμα στην εξέλιξη και στην πορεία της ανθρωπότητας.
Σε όλες τις αρχαίες θρησκείες το πυρ αποτέλεσε την βασική συμβολική απεικόνιση των θεών. Η Ελληνική Μυθολογία βρίθει από ιστορίες θεών και μυθικών ανθρώπων, που σχετίζονται με την φωτιά. Ο Ήφαιστος είναι ο θεός της φωτιάς, που κατασκεύασε τα πύρινα όπλα των Ολυμπίων για την μεγάλη αναμέτρησή τους με τους Τιτάνες. Οι τρεις Κύκλωπες Βρόντης (βροντή), Στερόπης (αστραπή) και Άργης (φως) δώρισαν τις δεξιότητές τους στον Δία. Γι’ αυτό ο Ζευς χαρακτηρίζεται στον Oρφικό Ύμνο του «φλογόεις», «βρονταίος», «κεραύνιος» και «πυρίδρομος». Εκείνος με όπλο του το «ουράνιο πυρ», δηλαδή τον κεραυνό, κατατρόπωσε τους Τιτάνες και έγινε κυρίαρχος του Ολύμπου. Ο Διόνυσος γεννήθηκε μέσα απ’ την φωτιά του κεραυνού του πατέρα του Δία, γι’ αυτό και ονομάζεται «πυρίσπορος», «πυριφεγγής», «πυρόεις», «πυρίπαις» και «πυριγενής» στον Ορφικό του Ύμνο. Η κόρη του Κρόνου και αδελφή του Διός, Εστία, είναι η θηλυκή θεϊκή εκδοχή του πυρός. Στον Ορφικό Ύμνο της αναφέρεται ως εκείνη, η οποία κατέχει τον «μέσο οίκο του αιωνίου και μεγίστου πυρός». Αλλά και οι Κάβειροι, οι Τελχίνες και οι Κουρήτες ήταν οι τεχνίτες της φωτιάς, που έδωσαν τα επιτεύγματά τους στους ανθρώπους.
Κατά την εποχή του Παυσανία στο Άργος υπήρχε βωμός, που έκαιγε άσβεστο πυρ, προς τιμή του πανάρχαιου ήρωα και δημιουργού της πόλης, Φορωνέως. Σύμφωνα με την Μυθολογία των Αργείων ο Φορωνεύς ήταν εκείνος, που ανακάλυψε το πυρ και το έδωσε στους ανθρώπους. Στις παραδόσεις όλων των λαών της αρχαιότητας το πυρ υπήρχε σε πολλούς μύθους και τελετουργικά. Στους Ρωμαίους η Vesta-Εστία, το αιώνιο πυρ, ήταν ο αγγελιαφόρος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, η δε φωτιά έπρεπε να διατηρείται άσβεστη από τις Εστιάδες παρθένες ιέρειες της φωτιάς. Οι λαμπαδηδρομίες, που τελούνταν βράδια σε όλη την Μεσόγειο, ήταν πομπές, που συμβόλιζαν την εμφάνιση του πρωταρχικού ουρανίου πυρός μέσα στο έρεβος και τη νύχτα.
Οι περισσότερες θρησκείες των αρχαίων πολιτισμών ήταν ηλιολατρικές. Ο Ήλιος, ως ο πύρινος και αισθητός δημιουργός της ζωής, λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος θεός. Στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο η ηλιολατρεία αντιπροσωπεύεται απ’ τους θεούς: Ήλιο-Sol, Απόλλωνα, Άδωνι, Διόνυσο-Βάκχο, Ηρακλή στην Ελληνική Επικράτεια, τον Όσιρι στην Αίγυπτο, τον Οντίν στην Βόρειο Ευρώπη, τους Μίθρα, Μπελ, Θαμμούζ και Σαμάς στην Μέση Ανατολή και Μεσοποταμία και την Αματεράσου στην Ιαπωνία. Στην Αμερικανική Ήπειρο ανάμεσα στους λαούς των Ίνκας, Μάγιας, Αζτέκων και των λοιπών Ινδιάνων ο θεός Ήλιος κατείχε την σημαντικότερη θέση λατρείας. Στην Σκανδιναβική Μυθολογία ο Θωρ είναι γυιός της Γιορτ και του θεού Ηλίου Οντίν και είναι ο πολεμιστής θεός της φωτιάς και των κεραυνών. Στην αρχαία ιρανική Ζωροαστρική θρησκεία ο μέγιστος θεός Αχούρα Μάζντα συμβολιζόταν από το πυρ. Στον Μιθραϊσμό επικράτησε η περσική πυρολατρία και η λατρεία του πυρφόρου θεού Ηλίου-Μίθρα. Στην ινδική θρησκεία ο Άγκνι είναι ο θεός της φωτιάς, που γεννήθηκε απ’ την τριβή δύο ξύλων και καταβρόχθισε τους γονείς του και έκτοτε τρέφεται απ’ τις προσφερόμενες θυσίες.
H φιλοσοφική έννοια του πυρός στην Αρχαία Ελλάδα
Στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφική σκέψη, η έννοια και ο συμβολισμός του πυρός έχουν εξέχουσα θέση. Στα φιλοσοφικά κείμενα όμως, υφίσταται ένας θεμελιακός διαχωρισμός δύο διαφορετικών ειδών πυρός. Ο διαχωρισμός αυτός αναφέρεται καθαρά στον Περιπατητικό φιλόσοφο Θεόφραστο: «Αυτό είναι που έλεγαν και οι παλαιοί, ότι το πυρ ζητεί πάντοτε τροφή και δεν ενδέχεται να διατηρείται χωρίς την καύσιμη ύλη. Γι’ αυτό φαίνεται άτοπο να το χαρακτηρίζουμε πρωταρχική ουσία και αρχή, αν δεν μπορεί να υπάρξη χωρίς ύλη. Διότι ούτε ως απλό στοιχείο ούτε προηγούμενο του υποκειμένου και της καύσιμης ύλης μπορεί να είναι (το πυρ), εκτός αν υπάρχει τέτοια φύσις στην πρώτη σφαίρα, η οποία είναι αμιγής και καθαρή θερμότητα. Έτσι δεν θα καίει καθόλου. Αυτή όμως είναι η φύσις του πυρός (το να καίει), πλην εάν υπάρχουν πολλές και διαφορετικές φύσεις του πυρός. Και η μεν πρώτη φύσις είναι καθαρή και αμιγής, η δε περί την γήινη σφαίρα είναι αναμεμειγμένη (με άλλα στοιχεία) και πάντοτε σε διαδικασία γενέσεως» («Περί Πυρός», παρ. 4).
Αλλά και ο δάσκαλός του, ο Αριστοτέλης, κάνει τον ίδιο διαχωρισμό: «Από μίαν άποψη υπάρχει το πυρ ως στοιχείον (που είναι ίσως αυτό καθ’ εαυτό το άπειρον ή κάτι άλλο παρόμοιο), από μίαν άλλη άποψη όχι, διότι πυρ δεν είναι το ίδιο στοιχείο. Το πυρ είναι στοιχείο θεωρούμενο σαν κάτι το φυσικό, το όνομα όμως σημαίνει το τι έχει συμβεί σ’ αυτό, δηλαδή γίνεται κάτι εξ αυτού ως πρώτου ενυπάρχοντος.» («Μετά τα Φυσικά», 1052, παρ. 9.) Δηλαδή το πρώτο «ενυπάρχον πυρ» του Αριστοτέλους η «η θερμότητα της πρώτης σφαίρας» του μαθητή του Θεοφράστου μας δίνουν ξεκάθαρα μίαν άλλη, διαφορετική ποιότητα του πυρός ως ενέργειας, ως κάτι που προϋπήρχε.
Κατά τον Ηράκλειτο το «αείζωον πυρ» είναι αυτό το κοσμογονικό στοιχείο, που «εποίησε» τον κόσμο και όχι κάποιος θεός η άνθρωπος. «Κόσμον τόνδε των αυτών απάντων ούτε τις θεών ούτε τις ανθρώπων εποίησεν, αλλά ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.» (Μετ.: «Τον κόσμο τούτο τον κοινό για όλους μήτε θεός μήτε άνθρωπος τον εποίησε, μα ήταν, είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει και σβήνει με μέτρο.»)
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μετά τα Φυσικά», 984 α, αναφέρει για την Κοσμολογία του Ηρακλείτου: «Ο Ίππασος ο Μεταποντίνος και ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος λένε, ότι το Σύμπαν είναι ένα, κινούμενο και πεπερασμένο, και το πυρ θεωρούν ως την αρχή των όλων αλλά και των όντων, και δημιουργούνται τα όντα από την φωτιά με πύκνωση και αραίωση, ενώ διαλύονται και πάλι στο πυρ, ως αυτή να είναι μία υποκείμενη φύση που υπάρχει. Θεωρούν, ότι τα πάντα μεταβάλλονται με την φωτιά, και υπάρχει κάποια τάξη και καθωρισμένος χρόνος της μεταβολής του κόσμου, που διέπεται από ειμαρμένη – ανάγκη.»
Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος, που τεκμηρίωσε τις Ηρακλείτειες απόψεις περί του πρωταρχικού πυρός, υποστηρίζοντας, ότι το πυρ ως στοιχείο συνιστά κοσμολογική αρχή, καθ’ ότι είναι το περισσότερο ασώματο στοιχείο σε σχέση με τ’ άλλα στοιχεία, ενώ είναι αυτό που κινείται συνεχώς και κινεί τα υπόλοιπα πρωτίστως.
Ο Διογένης Λαέρτιος στο έργο του («Βίοι Φιλοσόφων», βιβλίο 9, παρ. 7-1) μας λέει για τον Ηράκλειτο: «Εκ του πυρός τα πάντα συνέστησαν και σε αυτό τα πάντα διαλύονται. Τα πάντα τελούνται συμφώνως προς τους νόμους της ειμαρμένης και δια της αντιθέσεως τελείται η αρμονία του κόσμου (…). Το πυρ είναι στοιχείο και δια της μετατροπής του γεννώνται τα πάντα, δια της αραιώσεως και της πυκνώσεως. Ωστόσο δεν ξεκαθαρίζει (ο Ηράκλειτος) τελείως την σκέψη του. Λέει, ότι τα πάντα γίνονται δια της εναντιώσεως και ότι τα πάντα ρέουν ως ποταμός. Το Σύμπαν είναι πεπερασμένο και ένας μόνο κόσμος υπάρχει, εγεννήθη δε εκ πυρός και στο πυρ θα επανέλθη μετά από κάποιες περιόδους εναλλάξ, αιωνίως, συμφώνως προς τους νόμους της ειμαρμένης. Μεταξύ των αντιθέτων υφίσταται ένας αγών, και όταν το αποτέλεσμα της διαμάχης πηγαίνει προς την γένεση καλείται πόλεμος και έρις, όταν δε προς την εκπύρωση ομόνοια και ειρήνη. Η κίνηση προς τα άνω και προς τα κάτω παράγει τον κόσμο κατά τον εξής τρόπο: Το πυρ συμπυκνούμενο υγροποιείται και καθίσταται ύδωρ, το δε ύδωρ, όταν πήζη, μετατρέπεται σε γη, αυτή δε είναι η προς τα κάτω πορεία. Αντιθέτως η γη μεταβάλλεται σε ύδωρ, και από αυτό παράγονται τα λοιπά, διότι ανάγει σχεδόν τα πάντα σε αναθυμίαση (εξάτμιση) της θαλάσσης. Αυτή δε είναι η πορεία προς τα άνω.»
Εδώ βλέπουμε μία ακριβή περιγραφή της φυσικής δημιουργίας από το κοσμογονικό πυρ μέσω της μετατροπής του στα τρία άλλα στοιχεία: ύδωρ, γη, αέρα, αλλά και την μεταβολή του ξανά σε πυρ. Επομένως το «άπειρον» του Αναξιμάνδρου, το «ύδωρ» του Θαλή, ο «αήρ» του Αναξιμένη και παρόμοιες τέτοιες αναφορές έχουν να κάνουν με πρωταρχικές κοσμογονικές καταστάσεις, που μόνο οι «Δήλιοι κολυμβητές» της σκέψης θα μπορέσουν ν’ αποκρυπτογραφήσουν. Αλλά και ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς», 388 Ε, αναφέρει: «Τα πάντα προκύπτουν απ’ την ανταμοιβή της φωτιάς και με την σειρά τους όλα φωτιά γίνονται, όπως το χρυσάφι γίνεται χρήμα και το χρήμα χρυσάφι.»
Ο Αέτιος υπήρξε ένας Έλληνας δοξογράφος, που έζησε κατά το τέλος του α΄ έως τις αρχές του β΄ μ.Χ. αιώνα. Απ’ το έργο του «Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις φυσικών δογμάτων, Επιτομή», μπορούμε να δούμε γενικά διάφορες φιλοσοφικές απόψεις περί πυρός: Στο «Περί θεού», 302, 13, μας λέει, ότι ο Δημόκριτος αποκαλεί τον θεό νου πύρινο και σφαιροειδή: «Δημόκριτος νουν τον θεόν εν πυρί σφαιροειδεί.» Για την ψυχή ο Δημόκριτος λέει, ότι είναι πύρινο κράμα εκ θεωρητών λόγων, όπου φέρει σφαιρικές τις ιδέες της, πύρινη την δύναμή της, η οποία σώμα (άυλο) αποτελεί: «Δημόκριτος πυρώδες σύγκριμα εκ λόγων θεωρητών, σφαιρικάς μεν εχόντων τας ιδέας, πυρίνην δε την δύναμιν, όπερ σώμα είναι.» («Περί ψυχής», 388, 5.)
Όπως ο Αέτιος μας πληροφορεί, παρόμοια άποψη περί της πυρώδους φύσης της ψυχής φέρουν και οι Παρμενίδης, Ίππασος, Ηρακλείδης, Λεύκιππος και οι Στωικοί. Κατά τον Παρμενίδη το γήρας επέρχεται από την έλλειψη του θερμού στοιχείου: «Παρμενίδης γήρας γίνεσθαι παρά την του θερμού υπόλειψιν.» («Περί τροφής», σελ. 443, 8.) Στο «Περί βροντών, αστραπών, κεραυνών, πρηστήρων, τυφώνων», 367-70, 19-22, αναφέρει και για ένα άλλο είδος πυρός, που εκδηλώνεται και στην φύση, τον «πρηστήρα», που είναι ένας θερμός και ορμητικός ανεμοστρόβιλος, που κατέρχεται ως θύελλα και εκτονώνεται μέσω κεραυνών.
Ο Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά», 371a, 16-19, αναφέρει για τον πρηστήρα: «Όταν δε κατασπώμενον εκπυρωθή (τούτο δ’ εστίν εάν λεπτότερον το πνεύμα γένηται) καλείται πρηστήρ.» Δηλαδή όταν κατερχόμενο (το πνεύμα) σπάσει και εκπυρωθεί (και αυτό γίνεται, εάν το πνεύμα γίνει λεπτότερο) καλείται πρηστήρ. Πάλι εδώ βλέπουμε μία διαφορετική πρωταρχική έννοια του πρηστήρος.
Οι Πυθαγόρειοι, λέει, ότι θεωρούσαν το Σύμπαν ως σφαιρικό αποκύημα των τεσσάρων στοιχείων. Το δε πυρ ήταν ανώτατο των άλλων στοιχείων και είχε σχήμα κώνου. Αυτό μπορούμε να το δούμε και από το σχήμα της φλόγας, που ομοιάζει με πυραμίδα. «Οι από Πυθαγόρου τον κόσμον σφαίραν κατά σχήμα των τεττάρων στοιχείων. Μόνον δε το ανώτατον πυρ κωνοειδές.» («Περί ελαχίστου», 312, 14.) Για τους Πυθαγορείους η αρχή της γένεσης του Σύμπαντος έγινε απ’ το πυρ και το πέμπτο στοιχείο μαζί, τον αιθέρα. «Άρξασθαι δε την γένεσιν του κόσμου από πυρός και του πέμπτου στοιχείου.» («Πόθεν τρέφεται ο κόσμος», σελ. 333, 19.) Θεωρούσαν, ότι όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται κυκλικά και με αρμονία γύρω από ένα «κεντρικό πυρ». Ο Ιωάννης Στοβαίος στο «Ανθολόγιο», βιβλίο 1, παρ. 22, 1, αναφέρει: «Ο Φιλόλαος τοποθετεί το πυρ στο μέσον, στο κέντρο. Το ονομάζει εστία των πάντων, οίκον του Διός, μητέρα των θεών, βωμό και συνοχή και μέτρο φύσεως. Επίσης τοποθετεί ένα δεύτερο πυρ, ανώτατο όλων, που περιέχει μέσα του τον κόσμο. Το κέντρο, λέει, είναι από την φύση του πρώτο, γύρω απ’ αυτό τα δέκα διαφορετικά σώματα εκτελούν τον ομαδικό τους χορό.» Η ύπαρξη ενός τέτοιου πυρώδους κέντρου συμβολιζόταν από την ιερή και άσβεστη εστία κάθε βωμού και ναού, αποτελώντας την έδρα της τιμώμενης θεότητος σε κάθε οικία με την κεντρική εστία, όπου η οικογένεια μαζευόταν γύρω απ’ την φωτιά-τζάκι, αλλά και απ’ το τιμητικό και άσβεστο πυρ του Πρυτανείου.
Κατά την Ελληνική φιλοσοφική σκέψη, τα φαινόμενα, που εξελίσσονται στο φυσικό Σύμπαν, είναι προϊόντα αντανάκλασης αντιστοίχων διεργασιών που συμβαίνουν σε ένα κοσμογονικό επίπεδο. Πρόκειται για την αντιστοιχία του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου.