Κατά το απόγευμα της ίδιας μέρας έφτασε σε μια μεγάλη πόλη και χάρηκε γιατί είχε λαχταρήσει τους ανθρώπους. Είχε ζήσει για πολύ στο δάσος και η αχυρένια καλύβα του περαματάρη που κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ήταν η πρώτη στέγη πάνω από το κεφάλι του μετά από πολύ καιρό.
‘Έξω από την πόλη, κοντά σ’ ένα όμορφο, περιφραγμένο άλσος συνάντησε ο ταξιδιώτης μια μικρή ομάδα από υπηρέτες και υπηρέτριες, φορτωμένους με καλάθια. Στη μέση, τέσσερις κουβαλούσαν ένα στολισμένο φορείο· στα κόκκινα μαξιλάρια του καθόταν μια κυρία, μια εταίρα και προστατευόταν από τον ήλιο με μια πολύχρωμη τέντα. Ο Σιντάρτα στάθηκε στην είσοδο του άλσους και παρακολούθησε την πομπή, είδε τους υπηρέτες, τις δούλες, τα καλάθια, το φορείο, και στο φορείο τη γυναίκα.
Κάτω από τα μαύρα μαλλιά, που ήταν τραβηγμένα πίσω, είδε ένα πολύ φωτεινό, πολύ τρυφερό και πολύ έξυπνο πρόσωπο, ένα κατακόκκινο στόμα, σαν φρεσκοκομμένο σύκο, φρύδια περιποιημένα και βαμμένα σαν ψηλά τόξα, σκούρα μάτια έξυπνα και άγρυπνα. Είδε τον λαιμό, λεπτό και ψηλό να ξεπροβάλλει από το χρυσοπράσινο φόρεμα, και τα μακρυά χέρια λευκά και ήρεμα και φωτεινά με φαρδιά χρυσά στεφάνια στις αρθρώσεις.
Ο Σιντάρτα είδε πόσο όμορφη ήταν και χάρηκε η καρδιά του. Όταν το φορείο πλησίασε, υποκλίθηκε βαθιά και καθώς σηκωνόταν κοίταξε πάλι το φωτεινό, χαριτωμένο πρόσωπο, διάβασε για ένα λεπτό τα έξυπνα, περήφανα μάτια, ανέπνευσε ένα φύσημα της μυρωδιάς, που δε γνώριζε. Κάποια στιγμή η γυναίκα έγνεψε χαμογελώντας και χάθηκε στο άλσος και πίσω της οι υπηρέτες.
“Κι έτσι”, σκέφτηκε ο Σιντάρτα, “μπαίνω σ’ αυτή την πόλη με καλούς οιωνούς”. Κάτι τον τραβούσε να μπει αμέσως στο άλσος, όμως εκείνη τη στιγμή το ξανασκέφτηκε, αφού παρατήρησε πώς τον κοιτούσαν οι υπηρέτες και οι δούλες από την είσοδο, με πόση περιφρόνηση, πόση δυσπιστία, πόση αποστροφή.
“Είμαι ακόμα ένας σαμάνος”, σκέφτηκε, “είμαι ακόμα ασκητής και ζητιάνος. Δεν πρέπει να ζω πια έτσι, ούτε να μπω έτσι στο άλσος”. Και γέλασε.
Ρώτησε τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησε στο δρόμο του για το άλσος και το όνομα αυτής της γυναίκας και έμαθε ότι αυτό το άλσος ήταν της Καμάλα, της γνωστής εταίρας, και ότι εκτός από το άλσος είχε και ένα σπίτι στην πόλη.
Τότε ο Σιντάρτα μπήκε στην πόλη έχοντας πια ένα στόχο. Παρασυρμένος από τους σκοπούς του, αφέθηκε να τον ρουφήξει η πόλη, κινήθηκε στη ροή των μικρών δρόμων, στάθηκε σιωπηλός στις πλατείες και ηρέμησε στις όχθες του ποταμού.
Το βραδάκι κάθισε με το τσιράκι ενός κουρέα, που το είχε δει να δουλεύει στη σκιά μιας καμάρας, αργότερα τον ξαναβρήκε να προσεύχεται σ’ ένα ναό του Βισνού και του διηγήθηκε τις ιστορίες του Βισνού και του Λάκσμι. Τη νύχτα κοιμήθηκε στις βάρκες του ποταμού και νωρίς το πρωί, πριν ακόμα έρθουν οι πρώτοι πελάτες, ο μικρός του ξύρισε τη γενειάδα και του χτένισε τα μαλλιά, αφού τα έκοψε και τα άλειψε με ακριβό λάδι. Έπειτα πήγε να πλυθεί στον ποταμό.
Όταν αργά το απόγευμα η όμορφη Καμάλα πλησίαζε με το φορείο στο άλσος, στάθηκε ο Σιντάρτα στην είσοδο, υποκλίθηκε και δέχθηκε τον χαιρετισμό της εταίρας. Έγνεψε όμως στον τελευταίο από τους υπηρέτες της πομπής, να ειδοποιήσει την κυρία, ότι ένας νέος βραχμάνος λαχταρούσε να της μιλήσει. Μετά από λίγο επέστρεψε ο υπηρέτης και ζήτησε από τον ταξιδιώτη να τον ακολουθήσει. Τον οδήγησε σιωπηλά σ’ ένα κιόσκι, όπου η Καμάλα ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα ανάκλιντρο και τους άφησε μόνους.
“Εσύ δεν είσαι που στεκόσουν χθες εκεί έξω και με χαιρέτησες;” ρώτησε η Καμάλα.
“Ναι, σε είδα και σε χαιρέτησα”.
“Αλλά χθες δεν είχες γενειάδα και μακριά σκονισμένα μαλλιά;”
“Ναι, σωστά παρατήρησες, τα είδες όλα. Είδες τον Σιντάρτα, το γιο του βραχμάνου, που άφησε την πατρίδα του για να γίνει σαμάνος κι έτσι ζούσε τρία χρόνια. Τώρα όμως, εγκατέλειψα εκείνο το μονοπάτι και ήρθα σ’ αυτή την πόλη και η πρώτη που συνάντησα πριν μπω ακόμα στην πόλη ήσουνα εσύ. Αυτό ήρθα να σου πω, Καμάλα. Είσαι η πρώτη γυναίκα που ο Σιντάρτα δεν της μιλάει με χαμηλωμένα μάτια. Κι ούτε πια θα χαμηλώνω το βλέμμα μου, όταν συναντώ μια όμορφη γυναίκα”.
Η Καμάλα χαμογελούσε και έπαιζε με τη βεντάλια της, που ήταν φτιαγμένη από φτερά παγωνιού. Και ρώτησε: “Και για να μου πει αυτό, ήρθε σε μένα ο Σιντάρτα:”
“Για να σου το πει και για να σ’ ευχαριστήσει, που είσαι τόσο όμορφη. Και αν αυτό δε σ’ ενοχλεί, θα ήθελα να σε παρακαλέσω να γίνεις φίλη και δασκάλα μου, γιατί δεν ξέρω τίποτα από τη δικιά σου τέχνη.
Τότε η Καμάλα γέλασε δυνατά.
“Ποτέ δε μου έτυχε, φίλε, νά ‘ρθει σε μένα ένας σαμάνος από το δάσος και να θέλει να τον διδάξω. Ποτέ δεν έτυχε νά ‘ρθει σε μένα ένας σαμάνος με μακριά μαλλιά και με παλιά σχισμένα ρούχα. Πολλοί νέοι έρχονται σε μένα και ανάμεσά τους πολλοί γιοι βραχμάνων, αλλά έρχονται με ωραία ρούχα, κομψά παπούτσια, αρωματισμένα μαλλιά και με γεμάτο πουγγί. Έτσι είναι, σαμάνε, οι νέοι που έρχονται σε μένα”.
Ο Σιντάρτα είπε: “Άρχισα ήδη να μαθαίνω από σένα. Ακόμα και χθες έμαθα κάτι. Έτσι έκοψα τα γένια, χτένισα τα μαλλιά και τα άλειψα με λάδι. Λίγα είναι αυτά που μου λείπουν ακόμα, κυρία: κομψά ρούχα και παπούτσια και γεμάτο πουγκί. Να ξέρεις όμως ότι ο Σιντάρτα προσπάθησε και πέτυχε δυσκολότερα από αυτά τα μικροπράγματα. Πώς γίνεται λοιπόν να μην πετύχω αυτό που αποφάσισα χθες: να γίνω φίλος σου και να μάθω από σένα τις χαρές του έρωτα! Θα δεις, Καμάλα, τί καλός μαθητής που είμαι, έχω μάθει δυσκολότερα από αυτά που θέλω να μου διδάξεις. Και κάτι ακόμα: ο Σιντάρτα δε σου αρκεί όπως είναι, με λάδι στα μαλλιά αλλά χωρίς ρούχα, χωρίς παπούτσια, χωρίς λεφτά,·”
Γελώντας φώναξε η Καμάλα: “Όχι, καλέ μου, δε μου αρκεί. Πρέπει να χει ρούχα, ωραία ρούχα και ωραία παπούτσια και πολλά λεφτά στο πουγκί και δώρα για την Καμάλα. Το έμαθες τώρα, σαμάνε από το δάσος; Το κατάλαβες;”
“Το κατάλαβα καλά”, φώναξε ο Σιντάρτα. “Πώς μπορούσα να μην καταλάβω αυτά που λέει ένα τέτοιο στόμα! Το στόμα σου είναι σαν φρεσκοκομμένο σύκο, Καμάλα. Και το δικό μου είναι κόκκινο και δροσερό, θα ταιριάξει με το δικό σου, θα δεις. Αλλά πες μου, όμορφη Καμάλα, δε φοβάσαι καθόλου το σαμάνο που ήρθε από το δάσος σε σένα, για να μάθει τον έρωτα,·”
“Γιατί θα πρεπε να φοβάμαι ένα σαμάνο, έναν κουτό σαμάνο από το δάσος, που έρχεται από τα τσακάλια και δεν ξέρει καθόλου τί είναι γυναίκες,·”
“Α! είναι δυνατός ο σαμάνος και δε φοβάται τίποτα. Θα μπορούσε να σε βιάσει, όμορφο κορίτσι, θα μπορούσε να σε ληστέψει, θα μπορούσε ακόμα να σου κάνει οποιοδήποτε κακό”.
“Όχι, σαμάνε, δεν το φοβάμαι αυτό. Φοβήθηκε ποτέ ένας σαμάνος ή ένας βραχμάνος μήπως έρθει κάποιος και τον πιάσει και του κλέψει τη σοφία, την ευσέβεια ή τις βαθυστόχαστες σκέψεις του; Όχι, γιατί του ανήκουν μια για πάντα και δίνει μόνο ό,τι θέλει να δώσει και σ’ όποιον θέλει. Έτσι είναι, και ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την Καμάλα και με τις χαρές του έρωτα. Όμορφο και κόκκινο το στόμα της Καμάλα, αλλά προσπάθησε να το φιλήσεις χωρίς τη θέλησή της, δε θα πάρεις ούτε μια σταγόνα από τη γλύκα, που ξέρει να δίνει. Θέλεις να μαθαίνεις, Σιντάρτα. Μάθε λοιπόν κι αυτό: την αγάπη μπορείς να τη ζητιανέψεις, να την αγοράσεις, να τη δωρίσεις, να τη βρεις στα σοκάκια αλλά δεν μπορείς να την κλέψεις. Πήρες λάθος δρόμο. Όχι, θα ταν κρίμα να αρχίσει έτσι ένας νέος όμορφος σαν εσένα”.
Ο Σιντάρτα υποκλίθηκε χαμογελώντας. “Θάταν κρίμα, Καμάλα, έχεις απόλυτο δίκαιο. Θάταν μεγάλο κρίμα. Όχι, δεν πρέπει να χάσω ούτε μια γλυκιά σταγόνα από το στόμα σου, ούτε και συ από το δικό μου! Ας σταματήσουμε όμως εδώ: ο Σιντάρτα θα ξανάρθει όταν θάχει αυτά που του λείπουν: ρούχα, παπούτσια και χρήματα. Αλλά πες, ευγενική Καμάλα, μπορείς να μου δώσεις μια ακόμα μικρή συμβουλή;”
“Μια συμβουλή; Γιατί όχι; Ποιος δε θάθελε να βοηθήσει ένα φτωχό σαμάνο, που έρχεται από τα τσακάλια και το δάσος;”
“Συμβούλεψέ με λοιπόν, αγαπημένη Καμάλα. Πού μπορώ να πάω για να βρω όσο πιο γρήγορα γίνεται, τα τρία αυτά πράγματα;”
“Φίλε, αυτό θά 'θελαν πολλοί να το μάθουν. Πρέπει να κάνεις αυτό που έχεις μάθει, να πληρωθείς γι’ αυτό και να αποκτήσεις έτσι χρήματα, ρούχα και παπούτσια. Δεν μπορούν αλλιώς να κερδίζουν χρήματα οι φτωχοί. Τί μπορείς λοιπόν να κάνεις,·”
“Ξέρω να σκέφτομαι, να περιμένω και να νηστεύω”.
“Τίποτ’ άλλο,·”
“Τίποτα. Ξέρω να γράφω στίχους. Θέλεις να μου δώσεις ένα φιλί για ένα ποίημα,·”
” Θα το κάνω, αν μου αρέσει το ποίημά σου. Πώς είναι λοιπόν,·”
Ο Σιντάρτα, αφού σκέφτηκε για ένα λεπτό, είπε αυτούς τους στίχους:
” Η όμορφη Καμάλα μπήκε στο σκιερό άλσος και στην πύλη του στεκόταν ο μελαχρινός σαμάνος. Βαθιά υποκλίθηκε, όταν είδε το άνθος του λωτού και η Καμάλα χαμογελώντας τον ευχαρίστησε.
Είναι προτιμότερη από τις θυσίες στους θεούς, σκέφτηκε ο νέος, είναι προτιμότερη η θυσία στην όμορφη Καμάλα”.
Η Καμάλα χειροκρότησε τόσο δυνατά που τα χρυσά βραχιόλια αντηχούσαν σ’ όλο το άλσος.
“Είναι ωραίοι οι στίχοι σου, μελαχρινέ σαμάνε, και πραγματικά δε θα χάσω τίποτα, αν σου δώσω ένα φιλί γι’ αυτούς”.
Τον τράβηξε κοντά της με τα μάτια, ο Σιντάρτα έγειρε πάνω στο πρόσωπό της και ακούμπησε τα χείλη του στα χείλη της, στο στόμα της που ήταν σαν φρεσκοκομμένο σύκο. Η Καμάλα τον φιλούσε για ώρα πολλή και με μεγάλη έκπληξη αισθάνθηκε ο Σιντάρτα πώς τον διδάσκει, πόσο σοφή είναι, πόσο τον εξουσίαζε, τον έδιωχνε, τον τραβούσε και πώς μετά απ το πρώτο αυτό μακρύ φιλί τον περίμεναν πολλά ακόμα φιλιά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, το καθένα διαφορετικό από τ’ άλλα. Έμεινε αναπνέοντας βαριά και αυτή τη στιγμή ήταν, που έκπληκτος σαν παιδί, ανακάλυψε μπροστά στα μάτια του την πληρότητα της γνώσης και της διδαχής της.
“Πολύ ωραίοι είναι οι στίχοι σου”, φώναξε η Καμάλα, “αν ήμουν πλούσια θα σου έδινα γι’ αυτούς ένα χρυσό νόμισμα. Αλλά θα είναι δύσκολο να κερδίσεις με τους στίχους τόσα χρήματα όσα χρειάζονται. Γιατί χρειάζεσαι πολλά χρήματα, αν θέλεις να είσαι φίλος της Καμάλα”.
“Πώς ξέρεις να φιλάς, Καμάλα!” ψιθύρισε ο Σιντάρτα.
“Ναι, αυτό το ξέρω και γι’ αυτό δε μου λείπουν ούτε τα φορέματα, ούτε τα παπούτσια, ούτε τα βραχιόλια, ούτε τα άλλα ωραία πράγματα. Αλλά τί θα γίνει με σένα; Δεν ξέρεις τίποτε άλλο από το να σκέφτεσαι, να νηστεύεις και να γράφεις στίχους,·”
“Ξέρω και τους ύμνους των θυσιών”, είπε ο Σιντάρτα, αλλά δε θέλω να τους ψάλλω πια. Ξέρω και ρητά μαγικά, αλλά δε θέλω να τα ξαναπώ. Έχω διαβάσει τις γραφές…”
“Σταμάτα”, τον διέκοψε η Καμάλα. “Ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις”
“Βέβαια ξέρω. Υπάρχουν μερικοί που ξέρουν”.
“Οι περισσότεροι όμως δεν ξέρουν. Ούτε κι εγώ ξέρω.
Είναι καλό που ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις, πολύ καλό. Ακόμα και τα μαγικά ρητά μπορεί να σου χρειασθούν”.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε τρέχοντος μια υπηρέτρια και ψιθύρισε μια είδηση στο αυτί της κυρίας.
“Έχω επίσκεψη”, φώναξε η Καμάλα, “βιάσου και εξαφανίσου, Σιντάρτα, δεν πρέπει να σε δει κανένας εδώ, καταλαβέ το! Αύριο θα σε ξαναδώ”.
Διέταξε όμως την υπηρέτρια να δώσει στον ευσεβή βραχμάνο ένα άσπρο ρούχο. Χωρίς να ξέρει πώς, είδε ο Σιντάρτα την υπηρέτρια να τον τραβά έξω, να τον πηγαίνει παράμερα σ’ ένα σπίτι στον κήπο, να του δίνει ένα άσπρο ρούχο, να τον οδηγεί στους θάμνους και να τον συμβουλεύει να εξαφανιστεί γρήγορα από το άλσος χωρίς να τον δουν.
Ευχαριστημένος έκανε αυτά που του είχε πει. Συνηθισμένος από το δάσος, βγήκε αθόρυβα και πήδηξε το φράχτη του άλσους. Ευχαριστημένος επέστρεψε στην πόλη κρατώντας κάτω από το μπράτσο του το τυλιγμένο ρούχο. Στάθηκε στην πόρτα ενός πανδοχείου, που έμεναν ταξιδιώτες, ζήτησε ήσυχα φαγητό και πήρε σιωπηλός ένα κομμάτι πίττα από ρύζι. Ίσως αύριο να μην χρειαστεί να παρακαλέσω κανέναν για το φαγητό μου, σκέφτηκε.
Ξαφνικά κάτι έλαμψε περήφανα μέσα του. Δεν ήταν πια σαμάνος, δεν του ταίριαζε πια να ζητιανεύει. Έριξε την πίττα σ’ ένα σκύλο κι έμεινε χωρίς τροφή.
“Είναι απλή η ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο”, σκέφτηκε ο Σιντάρτα. “Δεν έχει καμιά δυσκολία. Όταν ήμουν σαμάνος όλα ήταν δύσκολα, κοπιαστικά και στο τέλος χωρίς ελπίδα. Τώρα όλα είναι εύκολα, σαν το μάθημα των φιλιών, που μου έδωσε η Καμάλα. Χρειάζομαι ρούχα και χρήματα, τίποτα άλλο, και αυτά είναι κοντινοί στόχοι, που δεν ταράζουν τον ύπνο”. Μετά από καιρό έμαθε το σπίτι της Καμάλα στην πόλη και πήγε εκεί την επόμενη μέρα. Όλα πάνε καλά”, του φώναξε εκείνη από την άλλη πλευρά. “Σε περιμένει ο Καμασβάμι, ο πιο πλούσιος έμπορος σ’ αυτή την πόλη. Αν του αρέσεις, θα σε πάρει στην υπηρεσία του. Είσαι έξυπνος, μελαχρινέ σαμάνε. Τον άφησα να μάθει από άλλους για σένα. Να είσαι φιλικός μαζί του, έχει μεγάλη δύναμη. Αλλά να μην είσαι μετριόφρονας! Δε θέλω να γίνεις υπηρέτης του, πρέπει να γίνεις όμοιος του, αλλιώς δε θα είμαι ευχαριστημένη από σένα. Ο Καμασβάμι αρχίζει να γίνεται γέρος και νωθρός. Αν του αρέσεις, θα έχεις όλη την εμπιστοσύνη του”.
Ο Σιντάρτα την ευχαρίστησε με χαμόγελο, και όταν αυτή έμαθε ότι χθες και σήμερα δεν είχε φάει τίποτα έκανε νόημα να του φέρουν ψωμί και φρούτα και του πρόσφερε.
“Έχεις τύχη” του είπε όταν την αποχαιρετούσε. Η μια πόρτα ανοίγει μετά την άλλη μπροστά σου. Πώς γίνεται αυτό; Έχεις κάτι μαγικό πάνω σου;”
Ο Σιντάρτα είπε: “Χθες σου είπα ότι ξέρω να σκέφτομαι, να περιμένω και να νηστεύω, εσύ όμως βρήκες ότι αυτά δεν ωφελούν σε τίποτα. Ωφελούν όμως, και πολύ μάλιστα, Καμάλα, θα το δεις. Θα δεις ότι οι ανόητοι σαμάνες στο δάσος μαθαίνουν και μπορούν πολλά ωραία πράγματα, τα οποία εσείς δεν μπορείτε. Προχθές ακόμα ήμουν αναμαλλιασμένος ζητιάνος, χθες φίλησα την Καμάλα και σύντομα θα γίνω ένας έμπορος και θα έχω χρήματα και όλα τα πράγματα που εσύ μετράς στον κόσμο”.
“Τώρα μάλιστα”, είπε αυτή. “Αλλά τί θα γινόσουν χωρίς εμένα, τί θα γινόσουν αν η Καμάλα δε σε βοηθούσε;”
“Αγαπημένη Καμάλα”, είπε ο Σιντάρτα ορθώνοντας το ανάστημά του. “Όταν σε βρήκα στο άλσος, έκανα εγώ το πρώτο βήμα. Η πρόθεσή μου ήταν να μάθω τον έρωτα από αυτή την ωραιότατη κυρία. Από τη στιγμή που πήρα αυτή την απόφαση, ήξερα ότι θα την πραγματοποιούσα. Ήξερα ότι θα με βοηθούσες, το ήξερα από το πρώτο κιόλας βλέμμα σου στην είσοδο του άλσους”.
“Κι αν δεν είχα θελήσει να σε βοηθήσω;”
“Θέλησες. Δες Καμάλα: όταν πετάς μια πέτρα μέσα στο νερό, αυτή κατεβαίνει στον πάτο από τον πιο σύντομο δρόμο. Είναι το ίδιο όταν ο Σιντάρτα βάλει ένα στόχο ή έχει μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως μια πέτρα μέσα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να ανησυχεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Τον απορροφά ο στόχος του, δεν μπαίνει τίποτα στην ψυχή του που θα μπορούσε να τον αποσπάσει. Αυτό είναι που οι ανόητοι ονομάζουν μαγεία και πιστεύουν ότι είναι έργο των δαιμόνων. Δεν είναι όμως έργο των δαιμόνων, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να μαγέψει, ο καθένας μπορεί να πετύχει το στόχο του όταν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει”.
Η Καμάλα τον άκουγε. Της άρεζε η φωνή του, αγαπούσε το βλέμμα των ματιών του.
“Ίσως είναι έτσι, όπως τα λες, φίλε” είπε σιγά. “Ίσως όμως είναι αλήθεια ότι ο Σιντάρτα είναι ένας ωραίος νέος, που το βλέμμα του αρέσει στις γυναίκες και γι’ αυτό η τύχη τον ακολουθεί”.
Ο Σιντάρτα την αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί.
“Μακάρι να είναι έτσι, δασκάλα μου. Μακάρι να σ’ αρέσει πάντα το βλέμμα μου, μακάρι πάντα η τύχη να με κυνηγάει”.
***
Έρμαν Έσσε – Σιντάρτα