Αν η ηδονή είναι αγαθό, τότε και η λύπη ή είναι κακό ή δεν μπορεί να είναι αγαθό. Ούτε όμως η ηδονή μπορεί να είναι κακό. Αν πάλι η ηδονή δεν είναι κακό, ούτε θα είναι και οι ηδονές των ακολάστων, όμως οι ηδονές των ακολάστων είναι κακό, δεν είναι άρα η ηδονή αγαθό. Αν όμως παν το κατά φύσιν γινόμενο είναι αγαθό, η δε ηδονή κατά φύσιν γίνεται, θα είναι άρα η ηδονή αγαθό.
Τι λοιπόν, είναι ή δεν είναι η ηδονή αγαθό;
Αν η ηδονή είναι αγαθό, τότε αυτό που δεν είναι αγαθό δεν μπορεί να είναι ηδύ, όμως οι ηδονές των ακολάστων, αν και δεν είναι αγαθές, είναι ωστόσο ηδείς, δεν είναι άρα η ηδονή αγαθό. Ή μήπως τούτο δεν είναι αρκετό για να αναιρέσουμε το προκείμενο. Διότι θα έλεγε κανείς πως το να δείξουμε ότι κάποια ηδονή δεν είναι αγαθή, ούτε δείχνει ότι όλες δεν είναι αγαθές ούτε εμποδίζει κάποια άλλη να μην είναι αγαθή· δεν αρκεί άρα το επιχείρημα αυτό για να αναιρέσουμε το προκείμενο.
Αλλά ούτε το περί του εναντίου επιχείρημα αρκεί για να αποδείξουμε το αντίθετο, ότι δηλαδή η ηδονή είναι αγαθό. Γιατί μπορεί το κατά φύσιν γινόμενο να είναι αγαθό, όμως θα ρώταγε κανείς: όλες οι ηδονές κατά φύσιν γίνονται ή μήπως γίνονται κάποιες και παρά φύσιν ή και κατά τέχνην, αφού και η τέχνη γίνεται αιτία για κάποιες ηδονές; Ούτε λοιπόν τούτο ούτε εκείνο επαρκεί. Τι λοιπόν, μάταιος ο κόπος και προς αδιέξοδο οδηγούμαστε ή μήπως όχι και τα στοιχεία μας επαρκούν για να απαντήσουμε το ερώτημα;
Τούτο δε, το αν επαρκούν ή όχι, θα γίνει φανερό όταν εννοήσουμε την ίδια τη φύση του ερωτήματος· γιατί το να ζητάμε αν η ηδονή είναι αγαθό ή όχι, δεν είναι τίποτε άλλο από το να ζητάμε αν το αγαθό υπάρχει στην ηδονή ή όχι. Και επειδή συμβαίνει κάθε τι που κατηγορείται σε ένα πράγμα ή να αντικατηγορείται του πράγματος ή όχι, και εάν μεν αντικατηγορείται ή ορισμός θα είναι ή ίδιον, εάν δε δεν αντικατηγορείται ή γένος ή διαφορά ή συμβεβηκός, αν δούμε πώς κατηγορείται, θα δούμε και τον τρόπο που υπάρχει το κατηγορούμενο στο υποκείμενο.
Ότι το αγαθό δεν είναι ούτε ορισμός ούτε ίδιον της ηδονής, προκύπτει από το γεγονός ότι δεν αντιστρέφει· ούτε πάσα ηδονή αγαθό ούτε παν αγαθό ηδύ· διότι παν αντικατηγορούμενο αντιστρέφει με το πράγμα, π.χ. όταν ορίζουμε τον άνθρωπο, λέμε πως ο άνθρωπος είναι ζώο πεζό επιστήμης δεκτικό, και τούτος ο λόγος, το ζώο πεζό επιστήμης δεκτικό, που αποτελεί και τον ορισμό του ανθρώπου, αντιστρέφει με το πράγμα, τον άνθρωπο, αφού πας άνθρωπος ζώο πεζό επιστήμης δεκτικό, και παν ζώο πεζό επιστήμης δεκτικό άνθρωπος. Ομοίως δε και επί του ιδίου. Το δε ίδιον είναι αυτό που δεν δηλώνει το τι εστί το πράγμα, αλλά μόνο σ’ αυτό υπάρχει και αντικατηγορείται του πράγματος, όπως το επιστήμης δεκτικό στον άνθρωπο· διότι αν είναι άνθρωπος, είναι επιστήμης δεκτικός, και αν επιστήμης δεκτικός, τότε άνθρωπος.
Αλλά ούτε γένος ούτε διαφορά της ηδονής μπορεί να είναι το αγαθό· διότι αμφότερα συνωνύμως κατηγορούνται του είδους, ενώ το αγαθό ομωνύμως (αφού αγαθό λέγεται και το καλό και το ηδύ και το ωφέλιμο). Επιπλέον, ερωτώμενοι τι εστί ηδονή, μάλλον αρμόζει να πούμε ότι αυτή είναι κάποιο πάθος ή αποτέλεσμα ενέργειας παρά αγαθό. Αλλά κι αν κάποιος ισχυριστεί ότι το αγαθό συνωνύμως κατηγορείται αυτής, αφού μπορεί να δεχτεί και το όνομα και τους λόγους του αγαθού, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτό να είναι γένος της, δια τον λόγο ότι αυτή μπορεί εξίσου να δεχτεί και τους εναντίους λόγους και το εναντίο όνομα, ότι δηλαδή κακό, και θα συμβεί η ηδονή να είναι συνάμα και αγαθό και κακό (αφού το ως γένος κατηγορούμενο ουδέποτε λείπει από αυτό που ως γένος κατηγορείται)· και κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Τα αυτά ισχύουν και επί της διαφοράς. Γιατί και αυτή επιπλέον του είδους λέγεται και συνωνύμως αυτού κατηγορείται, πλην ότι αυτή μάλλον την ποιότητα του γένους σημαίνει παρά το τι εστί το πράγμα· διότι αυτός που λέει τον άνθρωπο ζώο πεζό, κάποιας λογής ζώο λέει ότι αυτός είναι.
Υπολείπεται λοιπόν να κατηγορείται το αγαθό της ηδονής ως συμβεβηκός. Λέγω δε συμβεβηκός αυτό που μήτε ορισμός μήτε γένος μήτε διαφορά μήτε ίδιον είναι, αλλά υπάρχει στο πράγμα· και αυτό που ενδέχεται να υπάρχει στο οποιοδήποτε ίδιο πράγμα και να μην υπάρχει, όπως το λευκό στον άνθρωπο· γιατί ούτε όλοι λευκοί ούτε κανείς αλλά κάποιοι λευκοί, ούτε εμποδίζει ποτέ ο ίδιος άνθρωπος άλλοτε να είναι λευκός και άλλοτε όχι, π.χ. όταν μαυρίζουμε το καλοκαίρι. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο υπάρχει και το αγαθό στον άνθρωπο· γιατί ούτε όλοι αγαθοί ούτε κανείς αλλά κάποιοι, και είναι δυνατόν ο αυτός και από σπουδαίος να γίνει φαύλος και από φαύλος σπουδαίος.
Τούτων ούτως εχόντων γίνεται φανερό ότι και το αγαθό ως συμβεβηκός κατηγορείται της ηδονής· γιατί ούτε όλες αγαθές ούτε όλες φαύλες αλλά κάποιες, και είναι δυνατόν η αυτή άλλοτε να είναι αγαθή και άλλοτε φαύλη. Αδιορίστου λοιπόν της προτάσεως (ούτε μας λέει ότι όλες οι ηδονές αγαθές ούτε ότι κάποια αγαθή κάποια όχι, αλλά ούτε ότι η τάδε ηδονή αγαθή), η απάντησή μας οφείλει ως εξής: απλώς όχι, κάποια ναι.