Το 1975 ερευνητές στο Σταντφορντ προσκάλεσαν μία ομάδα τελειόφοιτων να λάβουν μέρος σε μία μελέτη σχετικά με την αυτοκτονία. Τους παρέδωσαν ζευγάρια σημειωμάτων αυτοκτονίας. Το ζευγάρι σημειωμάτων αποτελούνταν από ένα σημείωμα πλαστό το οποίο είχε γραφτεί από έναν οποιονδήποτε άνθρωπο ενώ το άλλο από έναν άνθρωπο ο οποίος είχε προβεί στην αυτοκτονία (υποθετικά). Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους τελειόφοιτους να διαχωρίσουν το γνήσιο από το πλαστό σημείωμα.
Μερικοί τελειόφοιτοι ανακάλυψαν ότι ήταν ιδιοφυείς στη συγκεκριμένη εργασία. Διαβάζοντας και τα 25 ζευγάρια σημειώσεων κατάφεραν να επιλέξουν το γνήσιο σημείωμα 24 φορές. Άλλοι ανακάλυψαν ότι είχαν πολύ κακές επιδόσεις. Επέλεξαν το γνήσιο σημείωμα μόνο 10 φορές.
Όπως συχνά συμβαίνει με τις μελέτες ψυχολογίας όλο το σκηνικό των σημειωμάτων ήταν «στημένο». Παρόλο που τα μισά σημειώματα ήταν γνήσια καθώς είχαν προσκομισθεί από την δικαστική περιφέρεια του Los Angeles, τα αποτελέσματα σχετικά με το εάν τελικά έγιναν οι αυτοκτονίες ήταν φανταστικά. Οι τελειόφοιτοι που ενημερώθηκαν ότι έκαναν την σωστή επιλογή δεν ήταν, κατά μέσο όρο, περισσότερο παρατηρητικοί (ή ευφυείς) σε σχέση με εκείνους που ενημερώθηκαν ότι έκαναν τα περισσότερα λάθη.
Στη δεύτερη φάση της μελέτης, οι τελειόφοιτοι ενημερώθηκαν για την «στημένη» έρευνα. Ενημερώθηκαν ότι το πραγματικό μέλημα του πειράματος ήταν να μετρηθούν οι απαντήσεις τους σε σχέση με την γνώμη που απέκτησαν για τον εαυτό τους ύστερα από την απάντηση του μελετητή «είσαι σωστός» και «είσαι λάθος». (Οι οποίες ήταν ψεύτικες και στα πλαίσια του πειράματος).
Τελικώς τους ζητήθηκε να υπολογίσουν πόσα σημειώματα αυτοκτονίας θεωρούσαν ότι είχαν κατατάξει στη σωστή κατηγορία και πόσα πίστευαν ότι ένας μέσος τελειόφοιτος θα κατάφερνε να κατατάξει σε αυτή. Σε αυτό το σημείο κάτι περίεργο συνέβη. Οι τελειόφοιτοι που ανήκαν στην ομάδα με το υψηλό σκορ θεώρησαν ότι τα είχαν πάει αρκετά καλά, σημαντικά καλύτερα από τον μέσο τελειόφοιτο, ακόμα και όταν τους είπαν οι ερευνητές ότι δεν είχαν κανένα λόγο να πιστέψουν την πληροφορία για την επιτυχία τους στην πρώτη φάση του πειράματος.
Αντίστοιχα, εκείνοι στους οποίους είχε ανακοινωθεί ότι ανήκαν στην ομάδα με το χαμηλότερο ποσοστό επιτυχίας, είπαν ότι θεωρούσαν ότι τα είχαν πάει σημαντικά άσχημα σε σχέση με τον μέσο τελειόφοιτο – ένα συμπέρασμα που ήταν εξίσου αβάσιμο.
«Από τη στιγμή που σχηματίζονται, οι εντυπώσεις είναι αξιοσημείωτα επίμονες», οι ερευνητές παρατήρησαν ξερά.
Μερικά χρόνια αργότερα, δύο νέες ομάδες από τελειόφοιτους τους Στανφορντ στρατολογήθηκαν για μία παρόμοια έρευνα.
Στους τελειόφοιτους δόθηκαν πακέτα πληροφοριών για ένα ζευγάρι πυροσβεστών, τον Φρανκ Κ. και τον Γιώργο Η. Το βιογραφικό του Φρανκ περιελάβανε μεταξύ και άλλων πληροφοριών ότι είχε ένα κοριτσάκι μωρό και του άρεσε το scuba diving. Ο Γιώργος είχε ένα μικρό γιο και του άρεσε το γκολφ. Τα πακέτα επιπλέον περιλάμβαναν τα αποτελέσματα των ανδρών σε μία έρευνα που είχαν λάβει μέρος και οι ερευνητές αποκαλούν “Tεστ μεταξύ Ρίσκου και Συντηρητικής επιλογής” (Risky Conservative choice test).
Σύμφωνα με την μία εκδοχή του πακέτου πληροφοριών, ο Φρανκ ήταν ένας επιτυχημένος πυροσβέστης και ο οποίος σύμφωνα με το τεστ, πάντοτε φαινόταν να κάνει την ασφαλέστερη επιλογή (συντηρητικός). Στο άλλο πακέτο ο Φρανκ σύμφωνα με το τεστ, έκανε και πάλι τις ασφαλέστερες επιλογές (συντηρητικός) αλλά ήταν ένας απαίσιος πυροσβέστης που πολλές φορές οι προϊστάμενοι του είχαν κάνει αναφορά. Για άλλη μια φορά στα μέσα της έρευνας οι τελειόφοιτοι ενημερώθηκαν ότι είχαν παραπλανηθεί και ότι η πληροφόρηση που είχαν λάβει ήταν εντελώς φανταστική.
Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους τελειόφοιτους να περιγράψουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις. Τι είδους συμπεριφορά απέναντι στον ρίσκο θεωρούσαν ότι ένας επιτυχημένος πυροσβέστης έπρεπε να έχει; Οι τελειόφοιτοι που είχαν λάβει το πρώτο πακέτο με το προφίλ του επιτυχημένου πυροσβέστη θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να αποφεύγει το ρίσκο, ενώ εκείνοι που έλαβαν το δεύτερο πακέτο με το προφίλ του αποτυχημένου πυροσβέστη θεωρούσαν ότι έπρεπε να το επιδιώκει.
Ακόμα και μετά τα αποδεικτικά στοιχεία «όταν οι πεποιθήσεις έχουν εντελώς καταρριφθεί, οι άνθρωποι αδυνατούν να προβούν στις κατάλληλες αναθεωρήσεις αυτών των πεποιθήσεων» οι ερευνητές παρατήρησαν. Σε αυτή την περίπτωση η αποτυχία ήταν «ιδιαίτερα εντυπωσιακή» μιας και δύο μόνο σημεία δεδομένων δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν αρκετή πληροφορία ώστε να καταλήξει κανείς σε έναν γενικό κανόνα.
Η μελέτη του Στάντφορντ έγινε διάσημη. Ερχόμενη από μία ομάδα ακαδημαϊκών στα 1970, ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να σκεφτούν ορθολογικά ήταν σοκαριστικός. Δεν είναι πλέον. Χιλιάδες μεταγενέστερες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει και εξελίξει αυτή τη διαπίστωση. Όλοι όσοι έχουν παρακολουθήσει το ερευνητικό θέμα μέσα στα χρόνια – ή ακόμα και περιστασιακά διαβάζουν το περιοδικό «Ψυχολογία Σήμερα» – γνωρίζουν ότι κάθε απόφοιτος ψυχολογίας με ένα ντοσιέ στα χέρια μπορεί να παρουσιάσει ότι οι άνθρωποι που μοιάζουν λογικοί είναι συχνά εντελώς παράλογοι. Σπάνια θα μπορούσε αυτό το εύρημα να είναι πιο σχετικό από ότι τώρα. Παρόλα αυτά ένα σημαντικό ερώτημα παραμένει: Πως φτάσαμε να είμαστε έτσι.
Σε ένα νέο βιβλίο «Το Αίνιγμα της λογικής» (Harvard) , οι ερευνητές της γνωσιακής* λειτουργίας Hugo Mercier και Dan Sperber αποπειρώνται να απαντήσουν το ερώτημα. Ο Mercier που εργάζεται στο Γαλλικό ερευνητικό Ινστιτούτο στη Λυών και ο Sperber, που τώρα έχει την έδρα του στο Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο στη Βουδαπέστη, ανέδειξαν ότι ο λόγος/λογική είναι ένα εξελισσόμενο χαρακτηριστικό (evolved trait) όπως η εξέλιξη μας στο περπάτημα (bipetalism) ή η τριχρωματοψία. Αναδύθηκε στις Σαβάνες της Αφρικής και πρέπει να γίνει αντιληπτό σε αυτό το πλαίσιο (σχόλιο μεταφράστριας: μάλλον αναφέρεται στην τριχρωματοψία).
Απογυμνωμένα από πολλά που θεωρούνται γνωσιακή επιστήμη (cognitive-sciense-ese), τα επιχειρήματα του Mercier και Sperber έχουν περισσότερο ή λιγότερο ως ακολούθως: Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ανθρώπων σε σχέση με άλλα είδη είναι η ικανότητα μας να συνεργαζόμαστε. Η συνεργασία είναι τόσο δύσκολο να αποκτηθεί όσο και να διατηρηθεί. Για κάθε άτομο η αυτονομία στη δράση (freeloading) είναι πάντοτε η καλύτερη πορεία δράσης.
Ο λόγος-λογική αναπτύχθηκε όχι για να μας δώσει τη δυνατότητα να λύσουμε αφηρημένα ή λογικά προβλήματα ή ακόμα να μας βοηθήσει να βγάλουμε συμπεράσματα από άγνωστα δεδομένα, αλλά μάλλον αναπτύχθηκε για την επίλυση των προβλημάτων που αναδύονται από τη διαβίωση σε ομάδες.
«Ο λόγος-λογική είναι το μέσο προσαρμογής των ανθρώπων στην (υπέρ) κοινωνικοποίηση» «Reason is an adaptation to the hypersocial niche humans have evolved for themselves», έγραψαν οι Mercier και Sperber. Συνήθειες του μυαλού που μοιάζουν περίεργες ή ανόητες ή απλά χαζές από μία διανοούμενη σκοπιά αποδεικνύονται πανούργες όταν κανείς τις βλέπει από την προοπτική της κοινωνικής αλληλεπίδρασης (interactionist perspective).
Σκεφτείτε τι έχει γίνει γνωστό ως «επιβεβαίωση της προκατάληψης» (confirmation bias), η τάση που έχουν οι άνθρωποι να υποστηρίζουν πληροφορίες που αγκαλιάζουν τις πεποιθήσεις τους και να απορρίπτουν πληροφορίες που είναι ενάντια σε αυτές. Από τις πολλές μορφές της «ελαττωματικής» σκέψης (του ανθρώπινου είδους) που έχουν αναγνωριστεί η «επιβεβαίωση της προκατάληψης» είναι η επικρατέστερη. Είναι το αντικείμενο συζήτησης πολλών εγχειριδίων για τα οποία αξίζει να γίνουν πειράματα.
Ένα από τα πιο διάσημα από αυτά τα πειράματα διεξήχθη ξανά στο Στάντφορντ. Σε αυτό το πείραμα οι ερευνητές συγκέντρωσαν μία ομάδα ανθρώπων στην οποία υπήρχαν αντίθετες γνώμες σχετικά με τη θανατική ποινή. Μισοί από τους φοιτητές ήταν υπέρ της θανατικής ποινής και θεωρούσαν ότι μπορεί να αποθαρρύνει το έγκλημα. Οι άλλοι μισοί ήταν κατά αυτής και θεωρούσαν ότι δεν έχει καμία επίδραση στο έγκλημα.
Από όλους τους φοιτητές ζητήθηκε να λάβουν υπόψη τους δύο μελέτες από τις οποίες: η μία μελέτη περιείχε δεδομένα που υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή απέτρεπε το έγκλημα και η άλλη μελέτη περιείχε δεδομένα που έθεταν τη θεωρία υπό αμφισβήτηση. Και οι δύο μελέτες ήταν «στημένες» και είχαν σχεδιαστεί ώστε να παρουσιάσουν με αντικειμενικό τρόπο εξίσου αδιάσειστες στατιστικές.
Οι φοιτητές που αρχικά υποστήριζαν την θανατική ποινή, έκριναν τα δεδομένα που έλεγαν ότι όντως η θανατική ποινή ήταν αποτρεπτικός παράγοντας προς το έγκλημα, ιδιαίτερα αξιόπιστα ενώ τα δεδομένα που έδειχναν ότι δεν περιορίζεται το έγκλημα, μη πειστικά. Οι φοιτητές που αρχικά είχαν τοποθετηθεί κατά της θανατικής ποινής έκαναν το αντίθετο. Στο τέλος του πειράματος οι φοιτητές ρωτήθηκαν ακόμα μια φορά για την άποψή τους. Εκείνοι που είχαν ταχθεί υπέρ, είχαν γίνει ακόμα περισσότερο, κι εκείνοι που είχαν εναντιωθεί ήταν περισσότερο ενάντια.
Εάν ο λόγος-λογική έχει σχεδιαστεί στον άνθρωπο για να παράγει ευθυκρισία (ευθύς + κρίση) τότε είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα πιο σοβαρό ελάττωμα του από την «επιβεβαίωση της προκατάληψης». Φανταστείτε, πρότειναν οι Mercier και Sperber ένα ποντίκι που σκέφτεται με τον τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς. Ένα τέτοιο ποντίκι που θα είχε την τάση να επιβεβαιώνει την πεποίθησή του ότι δεν υπάρχει γάτα τριγύρω, πολύ σύντομα θα κατέληγε σε δείπνο. Στο βαθμό που η επιβεβαίωση της προκατάληψης οδηγεί τους ανθρώπους στην απόρριψη αποδείξεων για νέες ή υποτιμημένες απειλές-το ανθρώπινο ισοδύναμο της γάτας γύρω από τη γωνία-, αναδεικνύεται ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να λειτουργεί κατά (του λόγου/λογικής). Το γεγονός ότι τόσο εμείς όσο αυτό επιβιώνει, ισχυρίζονται ο Mercier και Sperber, αποδεικνύει ότι πρέπει να υπάρχει κάποια προσαρμοστική λειτουργία, και ότι η λειτουργία αυτή έχει σχέση με την υπερ κοινωνικοποίησή μας “hypersociability.”
Οι Mercier και Sperber προτιμούν τον όρο “η προκατάληψη της δικής μου πεποίθησης” (myside bias). Οι άνθρωποι είναι τυχαίως εύπιστοι. «Είμαστε αρκετά έμπειροι στο να εντοπίζουμε τις αδυναμίες στα επιχειρήματα κάποιου άλλου (ενώ) σχεδόν πάντα, οι θέσεις στις οποίες είμαστε κατά κανόνα τυφλοί είναι οι προσωπικές μας».
Ένα πιο πρόσφατο πείραμα που διεξήχθη από τον Mercier κι κάποιους Ευρωπαίους συναδέλφους του, με απλό τρόπο αποδεικνύει αυτή την ασυμμετρία. Ζητήθηκε από συμμετέχοντες σε μελέτη να απαντήσουν μια σειρά από απλά προβλήματα λογικής. Στη συνέχεια τους ζητήθηκε να εξηγήσουν τις απαντήσεις τους να τις αλλάξουν στην περίπτωση που αναγνώριζαν λάθη. Η πλειοψηφία ήταν ικανοποιημένη με τις αρχικές επιλογές της ενώ λιγότερο από 15%, άλλαξε γνώμη στη δεύτερη φάση.
Στην Τρίτη φάση του πειράματος στους συμμετέχοντες παρουσιάστηκαν παρόμοια θέματα (όπως παραπάνω) ταυτόχρονα με την απάντησή τους και την απάντηση ενός ακόμα συμμετέχοντα που είχε διαφορετική άποψη. Ξανά τους δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξουν τις απαντήσεις τους. Αλλά ένα τρικ παίχτηκε πάλι. Οι απαντήσεις που τους παρουσιάστηκαν σαν κάποιου άλλου ήταν στην πραγματικότητα οι δικές τους και αντίστροφα. Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντας κατάλαβαν το «λάθος». Οι άλλοι μισοί έγιναν ξαφνικά πιο επικριτικοί. Περίπου το 60% απέρριψε τις προσωπικές του απαντήσεις με τις οποίες είχε μείνει ικανοποιημένο στην προηγούμενη φάση.
Αυτή η ασυμμετρία σύμφωνα με τους Mercier και Sperber αντανακλά το έργο της εξέλιξης της λογικής μας και που στοχεύει να μας προστατέψει από το να μας κακομεταχειρίζονται άλλα μέλη της ομάδας μας. Ζώντας σε μικρές ομάδες κυνηγών – τροφοσυλλεκτών οι πρόγονοί μας ήταν πρωτίστως απασχολημένοι με τη προσωπική τους κοινωνική υπόσταση και να διασφαλίσουν ότι δεν θα ήταν εκείνοι που θα έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους στο κυνήγι ενώ άλλοι θα χασομερούσανε γύρω από τη σπηλιά. Το όφελος από την ευθυκρισία ήταν μικρό ενώ το η νίκη επί των λογομαχιών (με όποιο τρόπο) ήταν ωφελιμότερη.
Μεταξύ των πολλών-πολλών θεμάτων που οι πρόγονοί μας δεν ανησυχούσαν, αφορούσε το πόσο αποτρεπτική ήταν η θανατική ποινή και τα ιδανικά χαρακτηριστικά ενός πυροσβέστη. Ούτε είχαν να αντιμετωπίσουν κατασκευασμένες μελέτες ή ψεύτικα νέα ή το twitter. Είναι να απορεί κανείς που σήμερα η λογική μας αποτυγχάνει. Σύμφωνα με τους Mercier and Sperber «Πρόκειται για μία από τις πολλές περιπτώσεις που το περιβάλλον άλλαξε πολύ γρηγορότερα με αποτέλεσμα η φυσική επιλογή να μην έχει προλάβει να ανταποκριθεί.»
Ο Steven Sloman, καθηγητής στο Brown και ο Philip Fernbach, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο είναι γνωσιακοί επιστήμονες. Και οι ίδιοι πιστεύουν ότι η κοινωνικότητα είναι το κλειδί του πως το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί ή μάλλον δυσλειτουργεί. Ξεκινούν το βιβλίο τους «Η αυταπάτη της γνώσης: Γιατί δεν σκεφτόμαστε ποτέ μόνοι μας» (Riverhead), με μία ματιά στις τουαλέτες.
Πρακτικά, οποιοσδήποτε στις ηνωμένες πολιτείες και κατ επέκταση σε όλο τον δυτικό κόσμο είναι εξοικειωμένος με τις τουαλέτες. Μία τυπική τουαλέτα με καζανάκι έχει ένα κεραμικό δοχείο γεμάτο με νερό. Όταν πατάμε το κουμπί ή όταν τραβάμε το χερούλι, το νερό και οτιδήποτε έχουμε εναποθέσει μέσα σε αυτό «καταπίνεται» σε ένα λούκι και από εκεί οδηγείται σε ένα αποχετευτικό σύστημα. Αλλά πως αυτό πραγματικά συμβαίνει;
Σε μία μελέτη που διενεργήθηκε στο Yale, ζητήθηκε από τελειόφοιτους να βαθμολογήσουν την προσωπική τους αντίληψη σε σχέση με τις συσκευές που χρησιμοποιούν καθημερινά συμπεριλαμβανομένης της τουαλέτας, του φερμουάρ και της κυλινδρικής κλειδαριάς. Στη συνέχεια τους ζητήθηκε να καταγράψουν βήμα-βήμα του πως αυτές οι συσκευές λειτουργούν και να ξανά βαθμολογήσουν την προσωπική τους αντίληψη. Προφανώς η προσπάθεια αποκάλυψε στους φοιτητές την άγνοιά τους καθώς οι αυτοεκτιμήσεις τους κατέρρευσαν. (Οι τουαλέτες, φάνηκε ότι είναι πιο πολύπλοκες από αυτό που νομίζουμε).
Ο Steven Sloman και ο Philip Fernbach αποκαλούν αυτό το αποτέλεσμα “ψευδαίσθηση της εις βάθους αιτιολόγησης”, που συναντάμε στα πάντα. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι γνωρίζουν πολλά περισσότερα από εκείνα που πραγματικά γνωρίζουν. Αυτό που μας ωθεί να πιστεύουμε κάτι τέτοιο είναι οι άλλοι άνθρωποι. Στην περίπτωση της τουαλέτας μου, κάποιος τη σχεδίασε ώστε να την κάνει εύκολη προς χρήση σε εμένα. Αυτό είναι κάτι στο οποίο οι άνθρωποι είναι πολύ καλοί. Βασιζόμαστε ο ένας στην εμπειρία του άλλου από τότε που καταλάβαμε πως μπορούμε να κυνηγάμε ομαδικά που πιθανώς ήταν ένα σημείο κλειδί ως προς της εξελικτική μας ιστορία. Τόσο καλά συνεργαζόμαστε που είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε που τελειώνει η δική μας αντίληψη και που ξεκινάει του άλλου.
«Μια συνέπεια της φυσικότητας με την οποία χωρίζουμε τη διανοητική εργασία», γράφουν, είναι ότι δεν υπάρχει «κάποιο αυστηρό όριο μεταξύ ιδεών και γνώσεων ενός ατόμου» και «των υπολοίπων μελών» της ομάδας.
Αυτά τα θολά σύνορα, ή, αν προτιμάτε, η σύγχυση, είναι επίσης ζωτικής σημασίας σε ό, τι θεωρούμε πρόοδο. Καθώς οι άνθρωποι εφηύραν νέα εργαλεία για νέους τρόπους ζωής, ταυτόχρονα δημιούργησαν νέες σφαίρες άγνοιας. Αν ο καθένας είχε επιμείνει, ας πούμε, στον έλεγχο των αρχών της μεταλλουργίας, πριν να πιάσει καν ένα μαχαίρι, η Εποχή του Χαλκού δεν θα είχε προσδώσει πολλά (στην ανθρωπότητα). Όταν πρόκειται για νέες τεχνολογίες, η ελλιπής κατανόηση ενδυναμώνεται.
Αυτό που μας βάζει σε μπελάδες, σύμφωνα με τους Sloman and Fernbach είναι το πολιτικό πεδίο. Είναι ένα πράγμα να πατήσω το καζανάκι χωρίς να γνωρίζω πως δουλεύει και άλλο πράγμα να τάσσομαι υπέρ ή κατά σε μία απαγόρευση μετανάστευσης χωρίς να ξέρω περί τίνος πρόκειται.
Οι Sloman and Fernbach παραθέτουν μία έρευνα που διεξήχθη το 2014, όχι πολύ αργότερα από την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία. Οι ερωτηθέντες απάντησαν στο πως θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να αντιδράσουν και που βρίσκεται η Ουκρανία στον χάρτη. Όσο πιο μακριά εντόπιζαν την Ουκρανία στον χάρτη τόσο περισσότερες πιθανότητες είχαν να είναι υπέρ στρατιωτικής επέμβασης. (Οι ερωτηθέντες ήταν τόσο αβέβαιοι για την τοποθεσία της Ουκρανίας ώστε η μέση εικασία ήταν λάθος κατά χίλια οκτακόσια μίλια, όση περίπου η απόσταση από το Κίεβο στη Μαδρίτη.)
Έρευνες σε πολλά άλλα θέματα έχουν δώσει παρόμοια απογοητευτικά αποτελέσματα. «Κατά κανόνα, έντονα συναισθήματα σχετικά με θέματα δεν προκύπτουν από βαθιά κατανόηση», οι Sloman και Fernbach γράφουν. Και εδώ η εξάρτησή μας από άλλα μυαλά ενισχύει το πρόβλημα. Εάν η θέση σας σχετικά με τον νόμο οικονομικών προσιτής φροντίδας, ας πούμε, είναι αβάσιμες και εγώ στηρίζομαι σε αυτό, τότε η γνώμη μου είναι, επίσης, αβάσιμη. Όταν μιλώ με τον Tom και ο ίδιος αποφασίσει ότι συμφωνεί μαζί μου, τότε η γνώμη του είναι επίσης αβάσιμη, αλλά τώρα που οι τρεις μας συμφωνούμε αισθανόμαστε πολύ πιο αυτάρεσκοι για τις απόψεις μας. Αν όλοι απορρίψουμε ως μη πειστική, κάθε πληροφορία που έρχεται σε αντίθεση με τη γνώμη μας, θα έχουμε λοιπόν το φαινόμενο Διοίκησης Trump.
“Έτσι εξηγείται πώς μια κοινωνία γνώσης μπορεί να γίνει επικίνδυνη”, παρατηρούν ο Sloman και ο Fernbach. Οι δυο τους έχουν διεξάγει τη δική τους εκδοχή του πειράματος της τουαλέτας, υποκαθιστώντας την με δημόσια πολιτική. Σε μια μελέτη που διεξήχθη το 2012, ρώτησαν τους ανθρώπους για τη στάση τους σχετικά με ζητήματα όπως: Πρέπει να υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα-πληρωμένης υγειονομικής περίθαλψης; Ή αξιοκρατική αμοιβή για τους εκπαιδευτικούς; Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να βαθμολογήσουν τις θέσεις τους ανάλογα με το πόσο έντονα συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν με τις προτάσεις. Στη συνέχεια, έπρεπε να εξηγήσουν, όσο πιο αναλυτικά μπορούσαν, τα αποτελέσματα εφαρμογής της κάθε μία από αυτές. Οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτό το σημείο «έμπλεξαν». Ερωτηθείς για άλλη μια φορά να βαθμολογήσουν τις απόψεις τους, άλλαξαν στάση και άρχισαν να συμφωνούν ή διαφωνούν λιγότερο σφοδρά.
Ο Sloman και ο Fernbach βλέπουν σε αυτό το συμπέρασμα της έρευνας ένα μικρό κερί φωτός σε σχέση με το σκοτάδι που υπάρχει στον κόσμο μας. Εάν εμείς, ή οι φίλοι μας ή οι αυθεντίες στο CNN – αφιερώνουν λιγότερο χρόνο σε βαρύγδουπα λόγια και περισσότερο χρόνο στις επιπτώσεις των πολιτικών προτάσεων, θα αντιληφθούμε πόσο ανίδεοι είμαστε και πόσο μέτριες είναι οι απόψεις μας. Αυτή «μπορεί να είναι η μόνη μορφή σκέψης που θα θρυμματίσει την ψευδαίσθηση της – σε βάθος αιτιολογημένης σκέψης – και θα αλλάξει την στάση των ανθρώπων.»
Ένας τρόπος για να δούμε την επιστήμη, είναι σαν ένα σύστημα που διορθώνει φυσικές αποκλίσεις των ανθρώπων. Σε ένα καλά διοικούμενο εργαστήριο, δεν υπάρχει χώρος για μεροληψία υπέρ μιας άποψης. Τα αποτελέσματα του εργαστηρίου πρέπει να μπορούν να αναπαραχθούν σε άλλα εργαστήρια, από ερευνητές οι οποίοι δεν έχουν κάποιο κίνητρο να τις επιβεβαιώσουν. Και αυτό, θα μπορούσε κανείς να πει είναι η αιτία που το σύστημα (της επιστήμης) έχει αποδειχθεί τόσο επιτυχημένο. Σε κάθε δεδομένη στιγμή, ένα πεδίο έρευνας μπορεί να κυριαρχείται από διαμάχες, αλλά, στο τέλος, η μεθοδολογία επικρατεί. Η επιστήμη κινείται προς τα εμπρός, ακόμα και εάν εμείς παραμένουμε κολλημένοι στις θέσεις μας.
Στο «Η άρνηση στον Τάφο: Γιατί αγνοούμε τα γεγονότα που θα μας σώσουν» (Oxford), ο Jack Gorman, ένας ψυχίατρος, και η κόρη του, Sara Gorman, ειδική στη δημόσια υγεία, μέτρησαν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που η επιστήμη μας λέει και σε αυτό που λέμε εμείς στον εαυτό μας. Η ανησυχία τους επικεντρώνεται σε αυτές τις επίμονες πεποιθήσεις που όχι μόνο είναι αποδεδειγμένα ψευδείς, αλλά και δυνητικά θανατηφόρες, όπως η πεποίθηση ότι τα εμβόλια είναι επικίνδυνα. Φυσικά το επικίνδυνο του θέματος δεν είναι ο πληθυσμός να εμβολιάζεται, αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που τα εμβόλια δημιουργήθηκαν. «Ο εμβολιασμός είναι ένας από τους θριάμβους της σύγχρονης ιατρικής» αλλά ανεξαρτήτως πόσες πολλές επιστημονικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή και ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ εμβολιασμών και αυτισμού, ο άνθρωπος “κατά των εμβολιασμών” παραμένει ασυγκίνητος. (Μπορούν πλέον να υπολογίζουν στους εαυτούς τους –σαν τον Donald Trump, ο οποίος είπε ότι, παρόλο που ο ίδιος και η σύζυγός του εμβολίασαν τον γιο τους, Barron, αρνήθηκαν να το πράξουν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που συνέστησαν οι παιδίατροι).
Οι Gormans, επίσης, υποστηρίζουν ότι οι τρόποι σκέψης που τώρα φαίνονται αυτοκαταστροφικοί σε κάποιο σημείο έχουν υπάρξει προσαρμοστικοί. Και αυτοί, επίσης, αφιερώνουν πολλές σελίδες για την επιβεβαίωση της προκατάληψης, η οποία, ισχυρίζονται, έχει ένα φυσιολογικό συστατικό. Σε έρευνά τους αναφέρουν ότι οι άνθρωποι βιώνουν γνήσια απόλαυση, μια δόση ντοπαμίνης – όταν επεξεργάζονται πληροφορίες που υποστηρίζουν τις πεποιθήσεις τους. «Είναι ωραίο να κολλάμε στις απόψεις μας, ακόμη και αν κάνουμε λάθος», παρατηρούν.
Οι Gormans δεν θέλουν απλά να καταχωρήσουν τους τρόπους που με τους οποίους χάνουμε την ευθυκρισία μας. Θέλουν να τους διορθώσουν. Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος, επιμένουν, να πείσουμε τους ανθρώπους ότι τα εμβόλια κάνουν καλό στα παιδιά, ενώ τα περίστροφα είναι επικίνδυνα. (Μια άλλη διαδεδομένη αλλά στατιστικά αφόρητη πεποίθηση που θα ήθελαν να δυσφημίσουν είναι ότι η ιδιοκτησία ενός όπλου σας κάνει πιο ασφαλείς.)
Αλλά και εδώ αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα που έχουν απαριθμήσει. Το να παρέχουν στους ανθρώπους ακριβής πληροφόρηση δεν φαίνεται να βοηθάει. Οι άνθρωποι απλά την αντιπαρέρχονται. Ελκυστικές πληροφορίες στα συναισθήματά τους μπορεί να λειτουργήσουν καλύτερα, αλλά αυτό είναι προφανώς αντίθετο προς το στόχο της προώθησης της υγιούς επιστήμης. «Η πρόκληση που παραμένει», γράφουν προς το τέλος του βιβλίου τους, «είναι να καταλάβουμε πώς να αντιμετωπίσουμε τις τάσεις που οδηγούν σε ψευδείς επιστημονικές πεποιθήσεις».
Elizabeth Kolbert
***
*Η γνωσιακή επιστήμη (cognitive science) είναι το επιστημονικό πεδίο που ασχολείται με τη μελέτη του νου. Πρόκειται για ένα διεπιστημονικό αντικείμενο το οποίο αντλεί γνώσεις και ερευνητική μεθοδολογία από τις γνωστικές νευροεπιστήμες, τη γνωστική ψυχολογία, την τεχνητή νοημοσύνη, τη γλωσσολογία και τη φιλοσοφία του νου. Η έρευνα στη γνωσιακή επιστήμη εστιάζεται κυρίως στη μελέτη της αντίληψης, της προσοχής, της νόησης, της δράσης, της γλώσσας, της μνήμης, της μάθησης και της γνωστικής ανάπτυξης.
Σχόλιο μετάφρασης: Η παρακάτω παράγραφος αφορά σε αμερικανικά γεγονότα και ανθρώπους που ενδεχομένως να μην τα καταλαβαίνουμε.
«Το Αίνιγμα της Λογικής», «Η ψευδαίσθηση της γνώσης» και το «αρνούμενος ως τον τάφο» ήταν όλα γραμμένα πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου. Και παρόλα αυτά προλαμβάνουν την Kellyanne Conway και την άνοδο των «εναλλακτικών γεγονότων». Αυτές τις μέρες, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το σύνολο της χώρας έχει παραδοθεί σε ένα τεράστιο ψυχολογικό πείραμα που τρέχει είτε από κανέναν, είτε από τον Steve Bannon. Ορθολογικοί συντελεστές (άνθρωποι) θα είναι σε θέση να σκεφτούν μια λύση. Αλλά, σε αυτό το θέμα, η λογοτεχνία δεν είναι καθησυχαστική.