Τι επιδιώκω να σου πω βάζοντας ένα «κάνε αυτό που θέλεις» ως θεμελιώδες λήμμα αυτής της ηθικής προς την οποία πηγαίνουμε ψηλαφητά; Απλώς -αν και αργότερα δε θα ‘ναι και τόσο απλό, φοβάμαι- επιδιώκω να σου πω πως πρέπει να ξεχάσεις προσταγές και συνήθειες, επιβραβεύσεις και τιμωρίες, με άλλα λόγια, ό,τι θέλει να σε κατευθύνει απ' έξω, και πως οφείλεις να θέσεις όλο αυτό το ζήτημα εσύ ο ίδιος εκ των έσω, συνειδητά, με τη βούληση σου. Μη ρωτάς κανέναν τι πρέπει να κάνεις με τη ζωή σου· ρώτα τον εαυτό σου: Αν επιθυμείς να μάθεις πώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις καλύτερα την ελευθερία σου, μην τη χάνεις εξαρχής θέτοντας τη στην υπηρεσία άλλου ή άλλων, όσο καλοί, σοφοί και, αξιοσέβαστοι και να ‘ναι˙ ρώτα πώς να χρησιμοποιήσεις την ελευθερία σου... την ίδια την ελευθερία.
Φυσικά, καθώς είσαι έξυπνο παιδί, μπορεί ήδη να αντιλήφθηκες ότι εδώ υπάρχει μια κάποια αντίφαση. Αν σου λέω «κάνε αυτό που θέλεις», μοιάζει να σου δίνω, τέλος πάντων, μια προσταγή, «κάνε αυτό και όχι το άλλο», παρ’ όλο που η προσταγή σημαίνει να ενεργείς ελεύθερα. Κοίτα τι περίπλοκη προσταγή, όταν την εξετάζεις από κοντά! Αν την τηρήσεις, την παραβαίνεις - γιατί δεν κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά αυτό που θέλω εγώ που σε προστάζω να το κάνεις· αν την παραβείς, την τηρείς - γιατί κάνεις αυτό που εσύ θέλεις και όχι αυτό που εγώ σε προστάζω... αλλά ακριβώς αυτό σε προστάζω! Πίστεψε με, δε θέλω να σου βάλω μια σπαζοκεφαλιά όπως αυτές που βλέπουμε στις εφημερίδες, στις σελίδες για τον ελεύθερο χρόνο. Παρά το ότι φροντίζω να σου τα πω όλα αυτά χαμογελώντας για να μην πλήξουμε παραπάνω από το κανονικό, το ζήτημα είναι σοβαρό. Ο χρόνος δεν είναι για να περνάει, αλλά για να τον ζεις καλά.
Η φαινομενική αντίφαση που εγκλείει η φράση «κάνε αυτό που θέλεις» δεν είναι παρά μια αντανάκλαση του ουσιαστικού προβλήματος της ίδιας της ελευθερίας: να μάθουμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι να μην είμαστε ελεύθεροι, ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να είμαστε ελεύθεροι. Κι αν μου πεις ότι εντάξει πια, ότι έχεις χορτάσει από ελευθερία κι ότι δε θέλεις να συνεχίσεις να είσαι ελεύθερος; Κι αν αποφασίσεις να παραχωρηθείς ως σκλάβος στον καλύτερο πλειοδότη ή να ορκιστείς υπακοή σε όλα και για πάντα στον έναν ή στον άλλο τύραννο; Λοιπόν, θα το κάνεις επειδή θα το θέλεις, με χρήση της ελευθερίας σου, και αν υποταχτείς σε άλλον ή αφεθείς να παρασυρθείς από τη μάζα, θα συνεχίζεις να συμπεριφέρεσαι όπως προτιμάς: δε θ' απαρνηθείς το επιλέγειν αλλά θα έχεις επιλέξει να μην επιλέγεις αφ' εαυτού. Γι’ αυτό ένας Γάλλος φιλόσοφος του αιώνα μας, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, είπε ότι «είμαστε καταδικασμένοι σε ελευθερία». Για την καταδίκη αυτή δεν υπάρχει χάρη ούτε αμνηστία...
Έτσι, το δικό μου «κάνε αυτό που θέλεις» δεν είναι τίποτ’ άλλο από έναν τρόπο να σου πω να πάρεις στα σοβαρά το πρόβλημα της ελευθερίας σου, αυτό που σημαίνει ότι κανένας δεν μπορεί να σε εξαιρέσει από τη δημιουργική ευθύνη να διαλέξεις το δρόμο σου. Μη ρωτάς με αρρωστημένο πείσμα αν «αξίζει τον κόπο» όλη αυτή η φασαρία με την ελευθερία, γιατί, είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι ελεύθερος, είτε το θέλεις είτε όχι, οφείλεις να θέλεις. Ακόμα κι αν πεις ότι δε θέλεις να ξέρεις τίποτα γι' αυτά τα τόσο στενάχωρα ζητήματα και να σ' αφήσω στην ησυχία σου, και τότε επίσης θα θέλεις... θα θέλεις να μην ξέρεις τίποτα, θα θέλεις να σ αφήσουν στην ησυχία σου, αν και με κόστος ν' ακολουθείς τυφλά λίγο πολύ τους άλλους.
Αυτά έχει το θέλω, φίλε μου, όπως λέει και το τραγούδι! Αλλά να μη συγχέουμε αυτό το «κάνε αυτό που θέλεις» με τις παρορμήσεις για τις οποίες μιλήσαμε πιο πριν. Άλλο πράγμα είναι το να κάνεις «αυτό που θέλεις» και άλλο, πολύ καλά διακριτό, το να κάνεις «το πρώτο απ’ ό,τι σου καπνίσει». Δεν εννοώ ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν αρκεί η καθαρή και απλή όρεξη για κάτι - όπως στο να διαλέξεις τι θα φας σ ένα εστιατόριο, για παράδειγμα. Καθώς, ευτυχώς, έχεις καλό στομάχι και δεν ανησυχείς μήπως παχύνεις, άντε λοιπόν, ζήτα ό,τι σου κάνει όρεξη... Αλλά πρόσεχε, γιατί με την «όρεξη» μερικές φορές, αντί να φας, σε τρώνε. Έτοιμο το 'χω το παράδειγμα.
Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει αρκετά τη Βίβλο. Είναι γεμάτη από ενδιαφέροντα πράγματα και δε χρειάζεται να είσαι και πολύ θρήσκος - ήδη γνωρίζεις πόσο λίγο είμαι εγώ - για να τα εκτιμήσεις. Στο πρώτο βιβλίο, τη Γένεση, αναφέρεται η ιστορία του Ησαύ και του Ιακώβ, παιδιών του Ισαάκ. Ήταν αδέρφια δίδυμα, όμως ο Ησαύ είχε βγει πρώτος από την κοιλιά της μάνας τους, γεγονός που του παραχωρούσε το δικαίωμα του πρωτότοκου, τα πρωτοτόκια. Το να είναι κανείς πρωτότοκος τω καιρώ εκείνω δεν ήταν και μικρό πράγμα, αφού σήμαινε ότι προοριζόταν να κληρονομήσει όλες τις ιδιοκτησίες και τα προνόμια του πατέρα του. Του Ησαύ του άρεσε να πηγαίνει για κυνήγι και να μπλέκει σε περιπέτειες, ενώ ο Ιακώβ προτιμούσε να μένει σπίτι και να μαγειρεύει κάπου κάπου τις λιχουδιές του. Μια μέρα ο Ησαύ γύρισε από τον κάμπο κατάκοπος και πεινασμένος. Ο Ιακώβ ό,τι είχε μαγειρέψει κάτι ολόπηχτες φακές και του αδερφού του, που η μυρωδιά του τρύπησε τη μύτη, άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια. Ο Ησαύ ένιωσε μεγάλη όρεξη να φάει φακές και ζήτησε από τον Ιακώβ να τον προσκαλέσει για φαΐ. Ο μάγειρας αδερφός του είπε: «Πολύ ευχαρίστως, όχι όμως δωρεάν, αλλά με αντάλλαγμα τα πρωτοτόκια». Ο Ησαύ σκέφτηκε: «Εμένα τώρα αυτό που τραβάει η όρεξη μου είναι οι φακές. Το να κληρονομήσω τον πατέρα μου θέλει πολύ καιρό ακόμη. Ποιος ξέρει, μάλλον εγώ θα πεθάνω πριν απ' αυτόν!». Και βιάστηκε να ανταλλάξει τα μελλοντικά του δικαιώματα του πρωτότοκου με τις νοστιμότατες φακές του παρόντος. Φαίνεται πως μοσχομύριζαν πολύ αυτές οι φακές! Μετά, τι να τα λέμε με το που γέμισε την κοιλιά του, μετάνιωσε για την άσχημη τράμπα που είχε κάνει, γεγονός που προκάλεσε αρκετά προβλήματα ανάμεσα στα δύο αδέρφια - με όλο το δέοντα σεβασμό, πάντα είχα την εντύπωση ότι ο Ιακώβ ήταν πονηρό ζουλάπι. Όμως, αν θέλεις να μάθεις πώς τελειώνει η ιστορία, διάβασε τη Γένεση. Για το παράδειγμα που ήθελα να σου φέρω εδώ, φτάνουν τα όσα σου διηγήθηκα.
Καθώς σε βλέπω έτοιμο να διαμαρτυρηθείς, δε θα παραξενευτώ αν προσπαθήσεις να στρέψεις την ιστορία αυτή ενάντια σ' αυτό που σου λέω: «Εσύ δε μου συνέστησες το τόσο χαριτωμένο "κάνε αυτό που θέλεις"; Λοιπόν, ορίστε: Ο Ησαύ ήθελε φαγητό, δεσμεύτηκε για να το αποκτήσει και στο τέλος έμεινε χωρίς κληρονομιά. Μεγάλη επιτυχία!». Ναι, βεβαίως, αλλά... οι φακές ήταν αυτό που ήθελε στ' αλήθεια ο Ησαύ ή απλώς αυτό που του έκανε κέφι εκείνη τη στιγμή; Στο κάτω κάτω, το να είναι κανείς πρωτότοκος τότε ήταν πολύ προσοδοφόρο, ενώ αντιθέτως τις φακές, όλοι το ξέρουν, αν θέλεις τις παίρνεις, αν όχι τις αφήνεις... Είναι λογικό να σκεφτούμε ότι αυτό που κατά βάθος ήθελε ο Ησαύ ήταν τα πρωτοτόκια, ένα δικαίωμα που θα του βελτίωνε κατά πολύ τη ζωή σ' ένα χρονικό διάστημα λίγο πολύ κοντινό. Βέβαια, είχε και, την όρεξη να φάει φακές, όμως. αν είχε μπει στον κόπο να σκεφτεί λιγάκι, θα αντιλαμβανόταν ότι αυτή η δεύτερη επιθυμία του θα μπορούσε να περιμένει για λίγο, ούτως ώστε να μην καταστρέψει τις πιθανότητες να πετύχει το θεμελιώδες. Μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουμε πράγματα αντιφατικά, αλληλοσυγκρουόμενα. Είναι σημαντικό να μπορώ να βάζω προτεραιότητες και να επιβάλλω μια κάποια ιεραρχία ανάμεσα σε αυτό που μου κάνει κέφι ξαφνικά και σε αυτό που κατά βάθος και επί μακρόν θέλω. Αλλιώς, ας πάνε να ρωτήσουν τον Ησαύ...
Στη βιβλική διήγηση υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια. Αυτό που καθορίζει τον Ησαύ ώστε να επιλέξει το παρόν πινάκιο και να απαρνηθεί τη μέλλουσα κληρονομιά είναι η σκιά του θανάτου ή, αν προτιμάς, η απαισιοδοξία που του προκάλεσε η συντομία της ζωής. «Αφού ξέρω ότι οπωσδήποτε θα πεθάνω, και μάλλον πριν απ' τον πατέρα μου... γιατί να μπω στον μπελά να σκέφτομαι και να ξανασκέφτομαι τι με συμφέρει; Τώρα θέλω φακές και αύριο θα πεθάνω, γι' αυτό ας έρθουν οι φακές και τέρμα!» Φαίνεται σάμπως η βεβαιότητα του θανάτου να οδήγησε τον Ησαύ να σκεφτεί πως η ζωή πια. δεν αξίζει τον κόπο κι όλα το ίδιο είναι. Όμως, αυτό που όλα τα κάνει να είναι ίδια δεν είναι η ζωή, αλλά ο θάνατος. Πρόσεξε: Από το φόβο του θανάτου, ο Ησαύ αποφασίζει να ζήσει σαν να ήταν ήδη νεκρός και όλα να του ήταν αδιάφορα. Η ζωή είναι καμωμένη από χρόνο, το παρόν μας είναι γεμάτο αναμνήσεις και ελπίδες, αλλά ο Ησαύ ζει σαν να μην υπήρχε γι’ αυτόν άλλη πραγματικότητα από την ευωδιά της φακής που του έρχεται ακριβώς μόλις τώρα στη μύτη, χωρίς χτες και χωρίς αύριο. Και κάτι άλλο: η ζωή μας είναι καμωμένη από σχέσεις με τους άλλους - είμαστε γονείς, παιδιά, αδέρφια, φίλοι ή εχθροί, κληρονόμοι ή κληροδότες κτλ.-, όμως ο Ησαύ αποφασίζει ότι οι φακές - που είναι πράγμα, όχι πρόσωπο - μετράνε περισσότερο για κείνον απ' ό,τι αυτοί οι δεσμοί με τους άλλους που τον κάνουν να είναι κάποιος: αυτός. Και τώρα ένα ερώτημα: κάνει ο Ησαύ αυτό που πραγματικά θέλει ή ο θάνατος τον έχει κάνει σαν υπνωτισμένο, παραλύοντας και καταστρέφοντας το θέλω του;
Ας αφήσουμε τον Ησαύ με τις διατροφικές του παρορμήσεις και τα οικογενειακά του μπερδέματα. Ας γυρίσουμε στην περίπτωση σου, γιατί αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ. Όταν σου λέω να κάνεις αυτό που θέλεις, το πρώτο που μοιάζει πρέπον να κάνεις είναι να σκεφτείς με πολλή προσοχή και σε βάθος τι είναι αυτό που θέλεις. Χωρίς αμφιβολία, σου κάνουν κέφι πολλά πράγματα, συχνά αντιφατικά, όπως συμβαίνει σε όλον τον κόσμο: θέλεις να έχεις μοτοσικλέτα αλλά δε θέλεις ν' ανοίξει το κεφάλι σου στο δρόμο, θέλεις να έχεις φίλους αλλά χωρίς να χάσεις την ανεξαρτησία σου, θέλεις να έχεις χρήματα αλλά δε θέλεις να υποδουλώσεις τον πλησίον σου για να το πετύχεις, θέλεις να μάθεις πράγματα και γι' αυτό καταλαβαίνεις ότι χρειάζεται να μελετήσεις, αλλά θέλεις επίσης και να διασκεδάσεις, θέλεις εγώ να μη σου δίνω στα νεύρα και να σ' αφήσω να ζεις στους ρυθμούς σου αλλά και να είμαι εδώ για να σε βοηθήσω άμα χρειαστεί κτλ. Μ' άλλα λόγια, αν είχες να κάνεις περίληψη όλων αυτών και να βάλεις σε λέξεις ειλικρινά και εκ βαθέων τη συνολική επιθυμία σου, θα μου έλεγες: «Κοίτα, μπαμπά, αυτό που θέλω είναι να κάνω καλή ζωή». Μπράβο! Ένα βραβείο για τον κύριο! Αυτό ακριβώς ήθελα να σε συμβουλέψω: όταν σου είπα «κάνε αυτό που θέλεις», αυτό που κατά βάθος επιδίωκα να σε συμβουλέψω ήταν να τολμήσεις να κάνεις καλή ζωή... Και μη δίνεις σημασία στους θλιμμένους ούτε στους ευλογημένους, με το συμπάθιο - η ηθική δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη λογική προσπάθεια να εξακριβώσεις πώς θα ζήσεις καλύτερα. Αν αξίζει τον κόπο να ενδιαφέρεται κανείς για την ηθική, είναι γιατί μας αρέσει η καλή ζωή. Μόνον όποιος έχει γεννηθεί για σκλάβος ή όποιος φοβάται τόσο πολύ το θάνατο ώστε να του είναι όλα το ίδιο αδιάφορα αφιερώνεται στις φακές και ζει όπως όπως...
Θέλεις να κάνεις καλή ζωή: υπέροχο. Αλλά θέλεις επίσης αυτή η καλή ζωή να μην είναι η καλή ζωή ενός κουνουπιδιού ή ενός σκαραβαίου, με όλο μου το σεβασμό και για τα δύο αυτά είδη, μα η καλή ανθρώπινη ζωή. Αυτό αντιστοιχεί σε σένα, πιστεύω εγώ. Και είμαι σίγουρος ότι αυτό δε θα το απαρνιόσουν για τίποτα στον κόσμο. Το να είσαι ανθρώπινος, το έχουμε ήδη τονίσει νωρίτερα, συνίσταται κυρίως στο να έχεις σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Αν μπορούσες να έχεις πάρα πολλά χρήματα, ένα σπίτι πλουσιότερο κι από παλάτι στις χίλιες και μία νύχτες, τα καλύτερα ρούχα, τα πιο εκλεκτά τρόφιμα - πάμπολλες φακές!-, τα πιο εξεζητημένα αντικείμενα κτλ., αλλά όλα αυτά με κόστος να μην ξαναδείς και να μη σε ξαναδεί ποτέ κανένας άνθρωπος, θα ήσουν ευχαριστημένος; Πόσον καιρό θα μπορούσες να ζήσεις έτσι χωρίς να τρελαθείς; Δεν είναι η μεγαλύτερη τρέλα να θέλεις τα πράγματα με κόστος· την ανθρώπινη σχέση; Μα ακριβώς η χάρη όλων αυτών των πραγμάτων έγκειται στο ότι σου επιτρέπουν -ή μοιάζει να σου επιτρέπουν- να σχετίζεσαι ευνοϊκότερα με τους άλλους! Με το χρήμα ελπίζει κανείς να μπορέσει να θαμπώσει ή να εξαγοράσει τους άλλους˙ τα ρούχα είναι για να αρέσουμε ή για να μας ζηλεύουν το ίδιο και το ωραίο σπίτι, τα καλύτερα κρασιά και τα λοιπά. Και να μην πούμε για τα αντικείμενα. Το βίντεο και η τηλεόραση είναι για να μας βλέπουν καλύτερα, το κόμπακτ ντισκ για να μας ακούνε καλύτερα και ούτω καθεξής. Πολύ λίγα πράγματα διατηρούν τη χάρη τους στη μοναξιά· και αν η μοναξιά είναι πλήρης και οριστική, όλα τα πράγματα πικρίζουν αθεράπευτα, Η καλή ανθρώπινη ζωή είναι καλή ζωή μεταξύ ανθρώπων και το αντίθετο μπορεί να είναι ζωή, αλλά δε θα είναι ούτε καλή ούτε ανθρώπινη. Άρχισες να βλέπεις πού το πάω;
Τα πράγματα μπορεί να είναι όμορφα και χρήσιμα, τα ζώα -τουλάχιστον κάποια- είναι συμπαθητικά, αλλά οι άνθρωποι αυτό που θέλουμε είναι να είμαστε ανθρώπινοι, όχι εργαλεία ούτε ζωύφια. Και θέλουμε επίσης ως ανθρώπινους να μας αντιμετωπίζουν, -γιατί η ανθρώπινη ιδιότητα εξαρτάται κατά πολύ από αυτό που οι μεν κάνουμε με τους δε. Εξηγούμαι: το ροδάκινο γεννιέται ροδάκινο, η λεοπάρδαλη έρχεται στον κόσμο ως λεοπάρδαλη, όμως ο άνθρωπος δε γεννιέται άνθρωπος εντελώς, ούτε ποτέ φτάνει να γίνει αν δεν τον βοηθήσουν οι άλλοι. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μια βιολογική πραγματικότητα, φυσική -όπως τα ροδάκινα ή οι λεοπαρδάλεις-, αλλά και μια πολιτισμική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ανθρώπινη ιδιότητα χωρίς πολιτισμική εκμάθηση, η οποία δεν αρχίζει χωρίς τη βάση όλου του πολιτισμού - και ως εκ τούτου θεμέλιο της ανθρωπότητας μας: τη γλώσσα. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε οι άνθρωποι είναι ένας κόσμος γλωσσικός, μια πραγματικότητα συμβόλων και νόμων χωρίς την οποία θα ήμασταν ανίκανοι όχι μόνο να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας αλλά και να συλλάβουμε το νόημα των όσων μας περιβάλλουν. Όμως, κανένας δεν μπορεί να μάθει από μόνος του να μιλάει - όπως θα μπορούσε να μάθει από μόνος του να τρώει ή να κατουράει, με το συμπάθιο - γιατί η γλώσσα δεν είναι μια φυσική ή βιολογική λειτουργία του ανθρώπου - παρ' όλο που έχει τη βάση της στη βιολογική μας δυνατότητα, είναι σαφές -αλλά μια πνευματική δημιουργία που κληρονομούμε και μαθαίνουμε από άλλους ανθρώπους.
Γι’ αυτό, το να μιλάς σε κάποιον και να τον ακούς σημαίνει ότι τον αντιμετωπίζεις σαν άνθρωπο, ότι αρχίζεις τουλάχιστον να του δείχνεις ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι, ασφαλώς, ένα πρώτο βήμα, μόνο, γιατί ο πολιτισμός μέσα στον οποίο εξανθρωπίζουμε ο ένας τον άλλο ξεκινάει από τη γλώσσα αλλά δεν είναι απλώς λεξιλόγιο. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να δείξουμε ότι αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας ως ανθρώπινοι, όπως ο σεβασμός και ο εξανθρωπιστικός ζήλος που έχουμε ο ένας για τον άλλο. Όλοι θέλουμε να μας συμπεριφέρονται ανθρώπινα, διαφορετικά διαμαρτυρόμαστε. Γι’ αυτό τα κορίτσια παραπονιούνται ότι τους φέρονται σαν να είναι γυναίκες «αντικείμενα», δηλαδή απλά στολίδια ή εργαλεία και γι' αυτό όταν βρίζουμε κάποιον τον αποκαλούμε «ζώο!», σαν να τον προειδοποιούμε ότι διαρρηγνύει τη δέουσα συμπεριφορά μεταξύ ανθρώπων και ότι αν συνεχίσει έτσι θα τον πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα. Το πιο σημαντικό απ' όλα αυτά νομίζω πως είναι το εξής: ο εξανθρωπισμός -δηλαδή, αυτό που μας μετατρέπει σε ανθρώπους, όπως θέλουμε να είμαστε- είναι μια διαδικασία αμφίδρομη - όπως και η γλώσσα, το αντιλαμβάνεσαι; Για να μπορέσουν οι άλλοι να με κάνουν άνθρωπο, οφείλω να τους κάνω ανθρώπους εγώ· αν για μένα είναι όλοι σαν πράγματα ή σαν κτήνη, δε θα είμαι ούτε κι εγώ καλύτερος από πράγμα ή από κτήνος. Επομένως, το να κάνεις καλή ζωή δεν μπορεί να είναι κάτι το πολύ διαφορετικό από το να προσφέρεις στους άλλους καλή ζωή. Σκέψου το λιγάκι, σε παρακαλώ.
Θα συνεχίσουμε με αυτό το ζήτημα παρακάτω. Τώρα, για να κλείσουμε τούτο το κεφάλαιο με πιο χαλαρό τρόπο, σου προτείνω να πάμε σινεμά. Μπορούμε να δούμε, αν θέλεις, μια πολύ ωραία ταινία, με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Όρσον Γουέλλς: τον Πολίτη Κέιν. Σου θυμίζω την υπόθεση εν συντομία: Ο Κέιν είναι ένας πολυεκατομμυριούχος, ο οποίος, χωρίς πολλούς ενδοιασμούς, έχει συγκεντρώσει στο παλάτι του στο Ξαναντού μια τεράστια συλλογή από όλα τα ωραία και ακριβά πράγματα του κόσμου. Τα έχει όλα, δε χωράει αμφιβολία, και όλους γύρω του τους χρησιμοποιεί για τους σκοπούς του, σαν απλά όργανα της φιλοδοξίας του. Στο τέλος της ζωής του περπατάει μόνος στα σαλόνια της κατοικίας του, γεμάτα καθρέφτες που του επιστρέφουν χίλιες φορές το είδωλό του, την εικόνα του μόνου: μόνο το είδωλο του τού κάνει συντροφιά. Στο τέλος πεθαίνει μουρμουρίζοντας μια λέξη: «Ρόουζμπαντ!». Ένας δημοσιογράφος προσπαθεί να μαντέψει το νόημα του τελευταίου αυτού βρυχηθμού, αλλά δεν το καταφέρνει. Στην πραγματικότητα, το «Ρόουζμπαντ» είναι το όνομα που ήταν γραμμένο σ' ένα έλκηθρο με το οποίο ο Κέιν έπαιζε όταν ήταν παιδί, τον καιρό που ζούσε ακόμη μέσα στην αγάπη και ανταπέδιδε την αγάπη στους γύρω του. Μ' όλα τα πλούτη του κι όλη τη συσσωρευμένη δύναμη επί των άλλων, δεν μπόρεσε να αγοράσει τίποτα καλύτερο από αυτή την παιδική ανάμνηση. Εκείνο το έλκηθρο, σύμβολο γλυκών ανθρώπινων σχέσεων, ήταν στ' αλήθεια αυτό που ο Κέιν ήθελε, η καλή ζωή που την είχε θυσιάσει για να μαζέψει εκατομμύρια πράγματα, τα οποία, στην πραγματικότητα, δεν του χρησίμευσαν σε τίποτα. Κι ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος τον ζήλευε... Άντε, πάμε σινεμά· θα συνεχίσουμε αύριο.
Και συνεχίζει λίγο παρακάτω:
«Η ηθική δεν είναι τίποτα άλλο από τη λογική προσπάθεια να εξακριβώσεις πώς θα ζήσεις καλύτερα και με Υπευθυνότητα, είναι να ξέρω ότι κάθε πράξη μου με δομεί, με καθορίζει, με ανακαλύπτει.
Επιλέγοντας αυτό που θέλω να κάνω, μεταμορφώνομαι σιγά σιγά. […}
Ένας διανοούμενος πρέπει να διευκολύνει τον στοχασμό, τα σλόγκαν δεν τον διευκολύνουν.
Ο διανοούμενος οφείλει να εκφράζεται με σαφήνεια, να προσφέρει επιχειρήματα και όχι να πετάει συνθήματα.
Πάντα πίστευα ότι πρέπει να φερόμαστε στους ανθρώπους σαν να ήταν έξυπνοι προκειμένου να γίνουν..
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φερνάντο Σαβατέρ «Μιλώντας στο γιό μου για την ηθική και την ελευθερία», σελ 73-86, Μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα, Εκδόσεις Πατάκη 2009
via