Όταν Βούδας επισκέφτηκε ένα χωριό που βρισκόταν κοντά σ’ ένα μοναστήρι, πολύς κόσμος τον πλησίαζε και τον ρωτούσε για ποιο λόγο δεν του άρεσαν οι μοναχοί και οι θρησκείες.
Ο Βούδας απάντησε ότι δεν καταλάβαινε τον ρόλο των μοναχών και το νόημα των θρησκειών.
Ώσπου μια μέρα έρχονται να τον δουν μερικοί μοναχοί μ’ ένα καλάθι γεμάτο φρούτα, ένα στεφάνι από λουλούδια και τους σεβάσμιους χαιρετισμούς του ηγούμενου του μοναστηριού.
“Ακούσαμε τα λόγια σου” του λέει ένας μοναχός, “και ήρθαμε να σου εξηγήσουμε ότι εμείς είμαστε κάτι σαν μεσάζοντες μεταξύ Θεού και ανθρώπων… και το ξέρουμε.”
Ακούγοντας αυτό το σχόλιο, ρωτάει ο Βούδας:
Ο μοναχός τότε του εξηγεί:
“Όχι, δεν χρειάζεται ο Θεός μεσάζοντες, οι άνθρωποι όμως πρέπει να τον ανακαλύψουν.
Ο μεγάλος μας δάσκαλος μας λέει ότι εμείς απλώς πουλάμε νερό στην όχθη του ποταμού, με την ελπίδα μια μέρα να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι μπορούν και μόνοι τους να πάρουν νερό από το ποτάμι.”
Ο Βούδας βάζει τα γέλια…
“Λέτε, δηλαδή, ότι κάνετε με τόσο ζήλο μια προσωρινή δουλειά περιμένοντας τη στιγμή που δεν θα είναι πια αναγκαία, αντί να παραδεχτείτε ότι αν δεν ήσαστε εκεί να πουλάτε νερό, θα έπαιρνε πολύ λιγότερο χρόνο στους ανθρώπους ώσπου να καταλάβουν ότι μπορούν και μόνοι τους.”
Ο Δρόμος της Πνευματικότητας
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Εκδόσεις OPERA