Η κακία περνάει δύσκολες ώρες τον τελευταίο καιρό. Όχι επειδή δεν υπάρχουν αρκετά δείγματα κακίας -ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει- αλλά επειδή πολλοί κατά τεκμήριο ευφυείς άνθρωποι αρνούνται να παραδεχτούν την ύπαρξή της.
Θεωρούν το «κακό» ένα ξεπερασμένο κατάλοιπο της μεσαιωνικής σκέψης μια υπερφυσική δύναμη που προέρχεται από τον Σατανά, ο οποίος δηλητηριάζει με κακία τις ψυχές των ανθρώπων για να τελέσει το διαβολικό του έργο. Επομένως, η τάση σήμερα είναι να βάζουμε το «κακό» μέσα σε εισαγωγικά.
Αυτό που ονομάζουμε κακό ή κακία είναι είτε θέμα ιατρικής -αποτέλεσμα κάποιος ψυχικής ασθένειας- είτε θέμα κοινωνιολογίας -αποτέλεσμα κάποιας κοινωνικής ασθένειας.
Αυτή η αντιμετώπιση έχει συνέπειες.
- Πρώτον, το «κακό» βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας, αφορά δηλαδή όσους έχουν ψυχολογικό ή κοινωνικό πρόβλημα.
- Δεύτερον, κανείς δεν είναι πραγματικά υπεύθυνος αν εμφανίζει τέτοια συμπτώματα. Αν κάποιος επιδίδεται σε «κακές» πράξεις δεν μπορούμε να του ζητήσουμε ευθύνες για όσα κάνει. Είναι είτε ψυχικά άρρωστος, είτε θύμα των περιστάσεων. Είναι δυσλειτουργικός από ιατρική άποψη, ή από κοινωνική, αλλά δεν είναι κακός» από ηθική άποψη. Το κακό δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται πως είναι. Είναι πάντα κάτι άλλο.
Θεωρώ αυτές τις απόψεις εντελώς λανθασμένες. Η σύγχρονη, και -υποτίθεται- φωτισμένη αντίληψη του κακού χάνει κάτι πολύ σημαντικό. Δεν υποστηρίζω προφανώς τη μεσαιωνική αντίληψη περί υπερφυσικών δυνάμεων.
Ισχυρίζομαι, όμως, ότι δεν στέκει καμία από τις δύο βασικές υποθέσεις της σύγχρονης αντίληψης για το κακό – ότι είναι περιθωριακό και δεν έχει κανείς ευθύνη. Θα προτείνω αντίθετα μία υπόθεση που, φαινομενικά και μόνο, είναι πολύ απλή.
- Πρώτον, «κακό» σημαίνει «επιτέλεση απεχθών πράξεων».
- Δεύτερον, «κακοί» χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι που επιτελούν τέτοιου είδους πράξεις εξαιτίας κάποιας ανεπάρκειας την οποία έχουν.
Ας προσπαθήσουμε πρώτα να καταλάβουμε γιατί το «κακό» κατέληξε ύποπτη έννοια.
Η σύγχρονη άρνηση αποδοχής της έννοιας του κακού στηρίζεται στην αντίληψη ότι οι κακές πράξεις προϋποθέτουν κακούς ανθρώπους και οι κακοί άνθρωποι πρέπει να έχουν κακά κίνητρα. Αν λοιπόν δεν μπορείς να ελέγξεις τα κίνητρά σου
-λόγω ψυχικής ασθένειας
ή κοινωνικής δυσπροσαρμοστικότητας-
Ο συσχετισμός κακών πράξεων και κακών κινήτρων δεν είναι τυχαίος. Πρωτοεμφανίζεται σε μια διάκριση που κάνουν οι φιλόσοφοι του μεσαίωνα μεταξύ «ηθικού» και «φυσικού» κακού. Ο Θωμάς Ακινάτης, για παράδειγμα, θεωρούσε ότι δύο διαφορετικές αιτίες μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση του κακού – το οποίο συσχέτιζε με τον πόνο, τη δυστυχία και τα συναφή: τα φυσικά φαινόμενα και ο άνθρωπος. Οι σεισμοί, οι πλημμύρες, οι καταιγίδες, οι ασθένειες, η ανομβρία και τα λοιπά μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη δυστυχία. Τη δυστυχία που προέρχονταν από τέτοια φυσικά φαινόμενα την ονόμαζαν «φυσικό κακό», ενώ τον πόνο και τα δεινά που προέρχονταν από ανθρώπινες πράξεις τα ονόμαζαν «ηθικό κακό».
Η έννοια της πράξης ή της ενέργειας προϋποθέτει την έννοια του κινήτρου ή της πρόθεσης. Ο σεισμός και η πλημμύρα δεν έχουν κίνητρο. Δεν επιτελούν πράξεις. Απλώς συμβαίνουν Οι άνθρωποι, όμως, είναι σε θέση να ενεργήσουν, να πράξουν.
Όταν δεν σου συμβαίνει απλώς κάτι, αλλά το κάνεις εσύ ο ίδιος, τότε ενεργείς με βάση κάποιο κίνητρο. Αν πέσεις επειδή γλίστρησες, δεν είχες κίνητρο για να πέσεις. Απλώς σου συνέβη να πέσεις. Άρα δεν πρόκειται για πράξη.
Οι πράξεις χρειάζονται κίνητρα. Θεωρήθηκε, επομένως, ότι κακός άνθρωπος είναι αυτός που ενεργεί με βάση κακά κίνητρα – ενώ δεν είναι αυτονόητος αυτός ο συσχετισμός.
Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη αντίληψη του ηθικού κακού. Καλό παράδειγμα αυτής της αντίληψης είναι η θέση του φίλου μου -και εξαιρετικού φιλόσοφου Colin McCinn, ο οποίος θεωρεί ουσιαστικά το ηθικό κακό συνώνυμο της schadenfreude της χαιρεκακίας: να χαίρεσαι με τον πόνο, τη δυστυχία και την ατυχία του άλλου (αν και, για να είμαι δίκαιος, δεν νομίζω ότι ο Μc Cinn εννοεί ότι ηθικό κακό σημαίνει απλώς και μόνο χαιρεκακία). Εκ πρώτης όψεως, αυτή η αντίληψη μοιάζει σωστή. Δεν είναι προφανώς κακό να χαίρεσαι με τον πόνο του άλλου; Και όποιος έχει τέτοια αισθήματα, δεν είναι προφανώς χαρακτηριστική περίπτωση κακού ανθρώπου; Η αλήθεια είναι ότι δεν νομίζω πως αυτά τα επιχειρήματα ευσταθούν απολύτως.
Ένα νεαρό κορίτσι είχε πέσει θύμα χρόνιας κακοποίησης όταν ήταν μικρή – την βίαζε ο πατέρας της από πολύ μικρή ηλικία. Θα αναρωτιέστε με φρίκη, όπως κι εγώ άλλωστε, τι έκανε η μητέρα της όλα εκείνα τα χρόνια. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν;
Η απάντηση έρχεται από την ίδια την κοπέλα και με ανατριχιάζει κάθε φορά που το σκέφτομαι, ακριβώς όπως και όταν το πρωτοάκουσα. Όταν γύριζε στο σπίτι ο πατέρας μεθυσμένος, επιθετικός και έτοιμος για φασαρίες -κάτι που συνέβαινε τακτικά στη συγκεκριμένη οικογένεια- η μητέρα έλεγε στη μικρή: «να πάει στο δωμάτιό του και να τον ηρεμήσει». Όποτε θέλω να έχω καθαρή εικόνα του τι σημαίνει ανθρώπινη κακία, σκέφτομαι εκείνη τη γυναίκα να λέει στο παιδί της να πάει στο άλλο δωμάτιο και να τον ηρεμήσει.
Εμπλέκονται δύο είδη κακού σ’ αυτή την ιστορία: η επαναλαμβανόμενη πράξη βιασμού από τον πατέρα και η ενεργή συμμετοχή -συνενοχή- της μητέρας. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις ποιο από τα δύο είναι χειρότερο. Προφανώς, η μητέρα ήταν θύμα. Ήταν, όμως, λιγότερο κακή από τον πατέρα;
Αντάλλαζε συστηματικά το σώμα, την αθωότητα και οποιαδήποτε πιθανότητα ευτυχίας θα μπορούσε να έχει η κόρη της στο μέλλον, με μια προσωρινή δική της ανακούφιση από το τέρας που είχε παντρευτεί.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι το κακό που προκαλούσε είχε ως κίνητρο τον τρόμο της – όχι συναισθήματα χαιρεκακίας, ευχαρίστησης από τον πόνο και τη δυστυχία της μικρής.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι πράξεις της δεν ήταν απολύτως κακές.
Σας προτείνω να το σκέφτεστε αυτό κάθε φορά που ακούτε ότι αν κάποιος είναι θύμα δεν μπορεί να θεωρηθεί κακός. Αν δεν ήταν κακοί άνθρωποι και οι δύο γονείς, δεν ξέρω ποιος είναι κακός τελικά.
Κατά κανέναν τρόπο, όμως, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η κακία οποιουδήποτε από τους δύο γονείς βάσει της θεωρίας περί κινήτρων, ή, τουλάχιστον, των κινήτρων που θεωρεί αποφασιστικής σημασίας ο McCinn.
Ποιος ξέρει ποια ήταν τα κίνητρα του πατέρα; Μπορεί να αντιλαμβανόταν ότι ήταν κακό αυτό που έκανε, μπορεί και όχι. Ας υποθέσουμε ότι δεν το καταλάβαινε. Ας υποθέσουμε ότι το θεωρούσε μια απολύτως φυσιολογική πτυχή της οικογενειακής ζωής -επειδή, ας πούμε, είχε παρόμοιες εμπειρίες όταν ήταν παιδί. Μπορεί να νόμιζε ότι έτσι συμβαίνει σε όλες τις οικογένειες. Μπορεί να σκεφτόταν ότι ήταν δικαίωμά του ως πατέρα να έχει απόλυτη κυριαρχία πάνω στην κόρη του, αφού εκείνος την έφερε στον κόσμο – όπως έχει ο δημιουργός επί του δημιουργήματος του. Ίσως θεωρούσε ότι της έκανε και χάρη
-την ετοίμαζε με τον καλύτερο παιδαγωγικό τρόπο για τη μελλοντική σεξουαλική της ζωή.
Tο μόνο που έχω να πω είναι το εξής: Τι μας νοιάζει τι σκεφτόταν τότε; Δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε υποθέσεις για τα κίνητρά που. Δεν είναι ούτε κατά το ελάχιστο καλύτερος, ακόμη κι αν θεωρούσε ότι δεν έκανε τίποτα κακό – ούτε καν αν θεωρούσε ότι ήταν καλό αυτό που έκανε. Οι πράξεις του είναι από τις χειρότερες που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Μπορεί να είσαι κακός -όπως η μητέρα- επειδή είσαι ανεπαρκής στα καθήκοντά σου να προστατεύσεις τα παιδιά σου και δεν έχει σημασία πόσο τρομαγμένος είσαι. Μπορεί να είσαι κακός όπως ο πατέρας, ανεξάρτητα από το ποια κίνητρα μπορεί να φανταστεί κανείς- επειδή είσαι εντελώς ηλίθιος.
Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στις κακές πράξεις και στη χαρά που μπορεί να αισθάνεται κάποιος από τον πόνο, τη δυστυχία, ή την ατυχία των άλλων.
Θεωρώ συνολικά ότι δεν υπάρχει σοβαρή σχέση ανάμεσα στην κακία εκ προθέσεως και την ουσία του κακού.
Δεν εννοώ με αυτό ότι η κακία εκ προθέσεως δεν αποτελεί κίνητρο για κακές πράξεις. Είναι προφανές ότι σε κάποιες περιπτώσεις συμβαίνει ακριβώς αυτό. Αυτό που εννοώ είναι ότι αυτές οι περιπτώσεις είναι σχετικά σπάνιες.
Ας μεταφερθούμε τώρα στο μέλλον – από τη δυστυχία της κόρης στην απόδοση δικαιοσύνης στους γονείς. Ας υποθέσουμε ότι οι γονείς συλλαμβάνονται και τιμωρούνται – παρ’ όλο που αμφιβάλλω αν θα τιμωρούνταν ποτέ αρκετά.
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η συναισθηματική αντίδραση της κόρης σ’ αυτή την περίπτωση. Κάπως συγκεχυμένη, φαντάζομαι. Αλλά ας υποθέσουμε ότι είναι ξεκάθαρη. Ας υποθέσουμε ότι η κόρη είναι ενθουσιασμένη. Και όχι επειδή σκέφτεται πως η βαριά ποινή φυλάκισης που τους επιβλήθηκε θα γίνει αφορμή να γυρίσουν στον ίσιο δρόμο – πως τελικά θα έχουν την κοινωνική βοήθεια που χρειάζονται.
Ούτε επειδή δεν θα μπορούν πλέον να βλάψουν κάποιο άλλο παιδί. Ούτε καν επειδή μπορεί η βαριά ποινή να λειτουργήσει ανασχετικά για τις πιθανές πράξεις άλλων παιδόφιλων. Ας υποθέσουμε πως είναι ενθουσιασμένη για έναν απλούστερο και βασικότερο λόγο: από εκδίκηση.
Ας υποθέσουμε ότι ελπίζει πως ο πατέρας της δεν θα τιμωρηθεί απλώς με στέρηση της ελευθερίας του, αλλά ότι θα μοιράζεται το κελί του με έναν βιαστή τεραστίων διαστάσεων και σοδομιστικών προτιμήσεων.
Άρα θα δοκιμάσει στο πετσί του τι ακριβώς της έκανε. Θα ήταν «κακή» αυτή η ελπίδα; Θα ήταν η ίδια κακός άνθρωπος αν έκανε αυτή τη σκέψη; Δεν νομίζω.
Νομίζω πως θα ήταν κρίμα να διψάει για εκδίκηση. Μπορεί να ήταν δείγμα μόνιμης ψυχολογικής βλάβης και αδυναμίας να ξεχάσει και να ζήσει ικανοποιητικά την υπόλοιπη ζωή της.
Μπορεί.
Δεν θα την έλεγα όμως κακό άνθρωπο, κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το να χαίρεσαι με τη δυστυχία των κακών ανθρώπων -όταν έχεις ο ίδιος υποφέρει από τις πράξεις τους- μπορεί να μην είναι λαμπρό παράδειγμα ηθικής εξέλιξης και ωριμότητας. Αλλά απέχει πολύ από το να σε καθιστά κακό άνθρωπο.
Θεωρώ, επομένως, ότι η χαιρεκακία δεν αποτελεί ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για να είναι κάποιος κακός άνθρωπος. Δεν είναι αναγκαία, γιατί μπορεί να είσαι κακός χωρίς να χαίρεσαι με τον πόνο, τη δυστυχία ή την ατυχία των άλλων.
Μπορεί να είσαι κακός, όπως η μητέρα, επειδή δεν κάνεις το καθήκον σου. Και μπορεί να είσαι κακός, όπως ο πατέρας, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πιθανό κίνητρο μπορούμε να του αποδώσουμε, επειδή έχεις ουσιαστικά βλακώδεις πεποιθήσεις.
Αλλά η χαιρεκακία δεν είναι ούτε ικανή συνθήκη. Δεν γίνεσαι αυτόματα κακός άνθρωπος επειδή χαίρεσαι με τον πόνο ενός κακού ανθρώπου που σε βασάνισε με τις πράξεις του.
Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι θα διαμαρτυρηθούν έντονα αν βάλω στο ίδιο καλάθι την περίπτωση της κακοποιημένης κόρης με τα πειράματα των Solomon, Kamin και Wynne. Θα θεωρήσουν ότι μειώνω τη δική της δυστυχία.
Αλλά είναι παράλογη αυτή η αντίδραση. Γιατί σχετίζονται οι δύο περιπτώσεις. Έχουν στη βάση τους πολύ κακά πράγματα – τόσο πόνο και τόση δυστυχία που οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε.
Και αυτά τα πολύ κακά πράγματα είναι αποτέλεσμα κάποιου είδους ανεπάρκειας από τη μεριά όσων τα διέπραξαν. Η ανεπάρκεια αφορά τελικά την αποτυχία εκτέλεσης κάποιου καθήκοντος: αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά είδη καθήκοντος.
Από τη μια μεριά, έχουμε την αποτυχία εκτέλεσης ενός ηθικού καθήκοντος. Το συγκεκριμένο καθήκον στο οποίο αναφέρομαι είναι να προστατεύεις αυτούς που δεν είναι σε θέση να προστατέψουν τον εαυτό τους από όσους τους θεωρούν κατώτερους και άρα αναλώσιμους.
Αν αυτό δεν αποτελεί βασικό ηθικό καθήκον, τότε δεν ξέρω τι σημαίνει η έκφραση «ηθικό καθήκον». Σε αυτό απέτυχε η μητέρα και, στις συγκεκριμένες συνθήκες, ο τρόμος που αναμφίβολα της προκαλούσε ο άντρας της μπορεί να είναι ελαφρυντικό, αλλά δεν την εξιλεώνει.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο καθήκον: αυτό που ονομάζουμε στη φιλοσοφία «επιστημικό καθήκον». Σημαίνει να υποβάλλεις τις πεποιθήσεις σου σε έλεγχο και κριτική – αρκετό έλεγχο και κατάλληλη κριτική κατά περίπτωση. Να ελέγχεις, δηλαδή, αν οι πεποιθήσεις σου ευσταθούν με βάση τα δεδομένα για κάθε θέμα και να προσπαθείς τουλάχιστον να διαπιστώσεις αν υπάρχουν αντεπιχειρήματα.
Στην εποχή μας υπάρχει πολύ λίγος σεβασμός για το επιστημονικό καθήκον: τόσο σπάνια το λαμβάνουμε υπ’ όψη μας ώστε είναι σαν να μην το θεωρούμε καν καθήκον (πράγμα που σημαίνει ότι το επιστημονικό καθήκον απέτυχε ως καθοδηγητικό στοιχείο συμπεριφοράς).
Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε τα πιθανά κίνητρα του πατέρα και μάλλον απίθανες εξηγήσεις προβάλλαμε πιο πάνω- ο πατέρας απέτυχε σε αυτό το είδος καθήκοντος.
Παρόμοια αποτυχία εμφανίζει και η συμπεριφορά των ψυχολόγων του Χάρβαρντ και όλων όσων τους μιμήθηκαν – που ήταν πολλοί.
Οι πεποιθήσεις τους ήταν αβάσιμες και γελοίες: ότι αν βασανίσεις σκύλους με ηλεκτροσόκ, θα ανακαλύψεις κάτι σημαντικό για τη φύση της κατάθλιψης στους ανθρώπους – που έχει τόσο διαφορετικές και περίπλοκες αιτίες και εκφράζεται με διαφορετικά σύνδρομα.
Στην περίπτωση των ψυχολόγων εμφανίζεται και αποτυχία εκτέλεσης ηθικού καθήκοντος: του καθήκοντος να προστατέψεις ένα απροστάτευτο πλάσμα που έχει αισθήσεις από βασανιστήρια που οι περισσότεροι από εμάς είμαστε ευτυχώς ανίκανοι ακόμη και να τα φανταστούμε.
Εμείς οι άνθρωποι δεν βλέπουμε το κακό στον κόσμο, επειδή μας συνεπαίρνει σε τέτοιο βαθμό η αναζήτηση κινήτρων ώστε παραμερίζουμε ουσιαστικά την απόλυτη ασχήμια των ίδιων των πράξεων.
Αυτή η μετατόπιση του κέντρου ενδιαφέροντος είναι χαρακτηριστικά ανθρώπινη ανεπάρκεια. Όποτε κοιτάζουμε προσεκτικά το κακό, στις διάφορες μορφές και μεταμορφώσεις του, βρισκόμαστε πάντα αντιμέτωποι με κάποια αποτυχία εκτέλεσης επιστημονικού και ηθικού καθήκοντος.
Η χαιρεκακία, δηλαδή το κακό που προέρχεται από το να προκαλείς πόνο και δυστυχία και να χαίρεσαι για το κατόρθωμά σου, είναι μια σπάνια εξαίρεση στον κανόνα.
Αυτή η στάση έχει μια σοβαρή συνέπεια:
Υπάρχουν περισσότερες κακές πράξεις και περισσότεροι κακοί άνθρωποι από όσες και όσους φανταζόμαστε ή θα θέλαμε να παραδεχτούμε. Όταν σκεφτόμαστε το κακό με όρους ψυχικής υγείας και κοινωνικής προσαρμογής, το θεωρούμε εξαίρεση – κάτι που βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι το κακό διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία μέχρι τη βάση της.
Αφορά τους πατέρες που κακοποιούν τα παιδιά τους και τις μητέρες που είναι συνένοχοί τους. Αφορά όμως εξίσου και τους προνομιούχους και ευτυχισμένους ψυχολόγους του Χάρβαρντ, που υποτίθεται ότι είναι ειδικοί στον χώρο της ψυχικής υγείας και που λειτουργούσαν, υποθέτουμε, με βάση τα καλύτερα δυνατά κίνητρα – τις αγαθότερες προθέσεις για την ανθρωπότητα.
Έχω διαπράξει πολλές κακές πράξεις. Και εσείς επίσης. Το κακό είναι καθημερινή πρακτική. Πολύ κοινό πράγμα.
Μπανάλ.
Στην εμπνευσμένη ανάλυση της δίκης του Αντολφ Αιχμαν που επιχειρεί η Hannah Arehd εισάγει αυτή ακριβώς την αντίληψη του πόσο κοινό είναι το κακό. Κατά την Arehdt, τα εγκλήματα του Αιχμαν, ως επικεφαλής των Ες Ες στη συστηματική εξόντωση των Εβραίων κατά τις επιταγές του ναζιστικού καθεστώτος, δεν είχαν ως κίνητρο την επιθυμία του να προκαλέσει πόνο ή εξευτελισμό. Δεν είχε καμία τέτοια επιθυμία. Οι εγκληματικές του πράξεις ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας του να μπει στη θέση των θυμάτων του και να υποβάλει τις πεποιθήσεις του και τις αξίες του σε κατάλληλο έλεγχο.
Συμφωνώ με την Αrendt ότι το κακό είναι κοινό πράγμα. Αλλά δεν είναι κοινό επειδή αδυνατούμε να κάνουμε κάποια πράγματα.
Είναι κοινό επειδή δεν θέλουμε να τα κάνουμε. Οι Solomon, Kamin και Wynne δεν αδυνατούσαν να ελέγξουν τις πεποιθήσεις τους. Δεν ήθελαν να τις ελέγξουν. Δεν αδυνατούσαν να προστατέψουν τους σκύλους από τα ατελείωτα βασανιστήρια. Απλώς δεν ήθελαν να το κάνουν.
Ο Κant είχε πει κάποτε -και πολύ σωστά μάλιστα:
- «αν οφείλω, μπορώ»;
πρέπει να κάνω κάτι σημαίνει και ότι μπορώ να το κάνω. Και το αντίστροφο ισχύει: όταν λες ότι δεν πρέπει να κάνεις κάτι, προϋποθέτεις ότι είσαι σε θέση να μην το κάνεις. Αν καταλαβαίνουμε πόσο κοινό είναι το κακό αλλά το εξηγούμε με όρους αδυναμίας, τότε έχουμε μια πολύ βολική δικαιολογία για τις κακές μας πράξεις: δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.
Η αδυναμία σε απαλλάσσει από την ενοχή. Δεν νομίζω όμως ότι μπορούμε να απαλλαγούμε τόσο εύκολα.
Η αποτυχία να κάνουμε το καθήκον μας, τόσο το ηθικό όσο και το επιστημονικό, η αποτυχία που οφείλεται στην έλλειψη διάθεσης, όχι την έλλειψη δυνατότητας, είναι συνήθως η βάση του κακού στον κόσμο.
Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο συστατικό του κακού, που χωρίς αυτό κανένα από τα δύο είδη αποτυχίας δεν θα είχε συνέπειες: η αδυναμία του θύματος.
Mark Rowlands – «Ο Φιλόσοφος και ο Λύκος».