Φοβάμαι έλεγε, πως βαρειά κρίματα εμποδάνε κείνο που αληθινά δοκιμάζει την πράξη του Χριστιανού, τον κατατρεγμό.
Άμα βάζω στην μπαλάντζα τις καλωσύνες και τις κακίες που αντάμωσα, οι καλωσύνες είναι μεγάλες όσο ο Χελμός και οι κακίες μικρές όσο η Κορφή της Γκαμήλα;
Μονάχα αγάπη και διαφέντεψη βρήκα στο δρόμο μου και τούτο με φοβίζει.
Τι είναι τα δεινά τα δικά μας μπροστά στο μαρτύριο του Πάναγνου Θεού και Σωτήρα Χριστού;
Σταγόνα νερού μπροστά σ' ένα ατέλειωτο πέλαγο...
Η πράξη της αγάπης είναι σαν το χρυσάφι.
Μονάχα στη φωτιά λαμπικάρεται, καθαρίζει, λαμποκοπά.
Πέρασε νύκτες ολάκαιρες μπροστά στο ματωμένο πρόσωπο και το κορμί του Σταυρωμένου Χριστού και παρακαλούσε τον ουράνιο Πατέρα, να του δώσει τη χάρη και τη δύναμη να μοιάσει μ' αυτόν.
Καθώς ξημέρωνε, είδεν από το φεγγίτη του κελλιού του, το μαντρόσκυλο του μοναστηριού να παίζει μανιασμένα, να δαγκώνει και να ξεσχίζει το σκούφο του τον καλογερικό, που είχεν αλησμονήσει από βραδύς στο πεζούλι του καμπαναριού, που κάθησε ν' ανασάνει καθαρόν αγέρα.
Και του φάνηκε πως τούτος ο κουρελιασμένος σκούφος του, στα δόντια τ' ανίδεου ζώου, εικόνιζε καλύτερα από κάθε τι άλλο, το Χριστιανό που μάχεται με τον ανίδεο, τον αδιάφορο ή φρενιασμένο κόσμο.
Είδε καθαρά στην τύχη του σκούφου του, την μοίρα που πρόσμενε αυτόν τον ίδιον και ένα χαμόγελο ευχαριστίας, φώτισε το κουρασμένο του πρόσωπο.
Έπεσε στα πόδια του Σταυρωμένου, τα καταφίλησε, έκλάψε πολύ και ψιθύρισε μεσ' απ' την καρδιά του:
- Κύριε, παραδίνομαι στο θέλημά σου.
Του φάνηκε για μια στιγμή πως ο Σταυρωμένος ανασήκωσε το στεφανωμένο με τ' αγκάθια κεφάλι του και πως τα ματωμένα χείλια Του του ψιθύρισαν καθαρά:
«- Η αγωνία μου θα κρατήσει ως τη συντέλεια του κόσμου....!»