“Αναρωτιέμαι, γιατί όλοι σκέφτονται, ότι είμαι μια μοχθηρή και άκαρδη μάγισσα”
“Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τα φυτά δεν ανθίζουν, αν ο ιδιοκτήτης τους είναι άκαρδος και μοχθηρός.”
“Σε παρακαλώ, μην είσαι θυμωμένος μαζί μου. Δεν είχα από που να κρατηθώ και γλίστρησα. Αν θέλεις μπορείς να πατήσεις και εσύ το πόδι μου και έτσι θα είμαστε πάτσι.”
“Δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα. Απλά μέτρησέ τα άλλη μια φορά. Δεν είμαι καλός στα μαθηματικά, ειδικά τόσο νωρίς το πρωί.”
“Η κόρη σου μεγαλώνει πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να καταλάβω αν μοιάζει σε σένα ή στον πατέρα της, αλλά σίγουρα θα γίνει μια πολύ όμορφη δεσποινίδα.”
“Μην στεναχωριέσαι καλή μου. Και εγώ ξεχνάω πράγματα καμιά φορά. Περίμενε ένα λεπτό εδώ και πάω να δω αν ο γιατρός θα μπορέσει να σε δει τώρα.”
“Δεν έχω χάσει το μυαλό μου τελείως ακόμα και καταλαβαίνω, ότι δεν μπορείτε να θεραπεύσετε τα γηρατειά. Σας ζητώ συγγνώμη γιατρέ, που σας ενοχλώ τόσο συχνά.”
“Σκεφτόμουν για ποιον λόγο νιώθουμε την ανάγκη να ζούμε αποκομμένοι από τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να νοιαζόμαστε για κανέναν; Σου αγόρασα μια τούρτα, αλλά κατά λάθος έβαλα την τσάντα μου πάνω και χάλασε λίγο. Αλλά δεν έχει καμία σημασία, γιατί δεν επηρεάζει καθόλου την γεύση. Σου αγόρασα και ένα μπουκέτο λουλούδια, αλλά και αυτά τσαλακώθηκαν λίγο, εξαιτίας της τσάντας μου. Αλλά, ίσως μπορούμε να τα ισιώσουμε;”
“Θα τους ξαναδώσουμε ζωή. Παρεμπιπτόντως, έχω και κάποια νέα να σου πω. Δεν μπορείς να φανταστείς! Ξύπνησα σήμερα το πρωί, κοίταξα έξω από το παράθυρο και τι να δω; Ο κάκτος μου είχε ανθίσει!