Ο καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας, Χρήστος Γιανναράς, μιλά , εν όψη της εθνικής επετείου του «Όχι», για την Ελλάδα που «τέλειωσε» λόγω και της εκπαίδευσης που έχει στόχο την χρηστικότητα και όχι το «αληθεύειν».«Βυθιζόμαστε σε ένα κενό, σε ένα τίποτα […] Απορώ που ακόμα υπάρχουμε! Δεν γεννιέται η παραμικρή αντίσταση στην κακουργία των πολιτικών… Προς τι να αντισταθεί ο Έλληνας; Προς τι;
Η βασική μου ιδέα είναι, ότι εάν ο ελληνισμός κόμιζε κάτι μέσα στους αιώνες -κι αυτό είναι που τον διαφοροποιεί ριζικά από τη δυτική παράδοση- είναι ακριβώς ότι ο στόχος για τον έλληνα ήταν το «αληθεύειν» και όχι το χρήσιμο. Λέει ο Αριστοτέλης, ότι «Το ζητείν απανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις», δηλαδή, δεν ταιριάζει σε ελεύθερους και μεγαλόψυχους ανθρώπους το να ζητάνε παντού το χρήσιμο. Η χρησιμότητα είναι μια δουλεία στην ανάγκη, αδιανόητη για τον έλληνα. Ο έλληνας μάχεται για την ελευθερία από την ανάγκη.
Λοιπόν, στην Ελλάδα, η Παιδεία κάποτε -θα τολμούσα να πω όχι πολύ μακριά από σήμερα- είχε σώσει κάτι από αυτή την προτεραιότητα της ελευθερίας. Για παράδειγμα, το παιδάκι πήγαινε στο Δημοτικό Σχολειό και άρχιζε την εκπαίδευσή του με τη σουηδική γυμναστική, δηλαδή με έναν έμπρακτο τρόπο, που δεν ήταν διανοητικός. Εντασσόταν σε ένα δρώμενο, λογικά συντονιζόμενων κινήσεων. Όλοι μαζί έκαναν τις ίδιες κινήσεις.
Αυτό έχει τεράστια παιδαγωγική δυναμική. Έμπαινε το παιδί στην κοινωνία των σχέσεων, όχι με διδάγματα και με ηθικολογίες, αλλά με την πράξη. Ή μάθαινε να συντονίζει το βάδισμά του, πώς να βαδίζει μαζί με τους άλλους. Έχετε δει πως παρελαύνουν σήμερα τα παιδιά; Δεν μπορούν, δεν ξέρουν να συντονιστούν, σκορποχώρι, τελείως.
Ή ο ελληνικός χορός, ήταν μέγιστο μάθημα κοινωνικοποίησης του παιδιού. Σήμερα ο στόχος δεν είναι να κοινωνικοποιηθεί το παιδί. Είναι να θωρακιστεί το εγώ του, να μάθει να απαιτεί, να μάθει εξασφαλίζει το δικαίωμά «του». Θυμάστε τον πιτσιρικά που φώναζε στον υπουργό Παιδείας, Αρσένη: «Δεν μπορείς Γεράσιμε!»;
Οι μικρονοϊκοί μας πολιτευόμενοι νομίζουν ότι έτσι ετοιμάζουν άγρυπνους επαναστάτες. Αλλά προσωπικά θεωρώ ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ετοιμάζουν ανθρώπους τρομακτικής μοναξιάς! Έναν ανέραστο άνθρωπο. Το “απελευθερωμένο” σημερινό παιδί δεν θα μπορέσει ποτέ να ερωτευτεί, γιατί δεν ξέρει να μοιράζεται.
Και πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τη φράση σας «Η Ελλάδα τελείωσε», τι έχετε να πείτε;
Δε έχει μείνει ούτε ίχνος από την ελληνικότητα, από αυτή την προτεραιότητα του «κοινωνείν», που έλεγε ο Ηράκλειτος. Ούτε το παραμικρό θεσμικό κατάλοιπο. Στη θέση της κοινότητας (πόλεως) κυριαρχεί σήμερα η τηλεοπτικά ποδηγετούμενη μάζα. Ο στόχος μας δεν είναι το κοινωνείν. Η αλήθεια δεν προκύπτει από τη βεβαιότητα της εμπειρικής μετοχής. Όχι! Η αλήθεια επιβάλλεται αξιωματικά, είτε από αυθεντίες, είτε από τη δογματική λογική, είτε από τη χρησιμότητα.
Λέμε ότι το μέλι είναι γλυκό, λέει ο Δημόκριτος, όχι γιατί υπάρχει μια αξιωματική αρχή, η οποία ορίζει τι είναι γλυκό και τι είναι πικρό, αλλά γιατί έχουμε γευτεί μέλι και η εμπειρία όλων μας συμπίπτει. «Πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί», δηλαδή όλοι έχουν ομού τη γνώμη, τη δόξα, την αντίληψη.
Λοιπόν, αν χαθεί αυτό το στοιχείο: «Καθ᾽ ὅτι ἂν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα», που έλεγε ο Ηράκλειτος, (δηλαδή, ότι αληθεύουμε μόνο όταν συμπίπτει η εμπειρία όλων μας και κοινωνείται η ίδια εμπειρία, αν χαθεί η ελληνική εμμονή στην αλήθεια ως “μετοχή”), ο ολοκληρωτισμός είναι μονόδρομος. Ολοκληρωτισμός δικτατόρων ή ιδεολογιών ή των Τραπεζών και του απρόσωπου εφιάλτη που λέγεται Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα.
Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ή ο Νίκος Πανταζόπουλος, έδειξαν πως όσο λειτουργούσε η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, υπήρχε ελληνικότητα.
Υπήρχε και η ανοχή στη διαφορετικότητα, γιατί κάθε κοινότητα είχε κάποιες διαφορές από την άλλη;
Ναι, η διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπου! Πήγαινες στο καφενείο και οι άνθρωποι έλεγαν αυθόρμητα τη δική τους, την προσωπική γνώμη τους, το καλαμπούρι τους. Σήμερα όλοι αντιγράφουν πανομοιότυπες φράσεις της τηλεόρασης. Αναμηρυκάζουν φράσεις που ακούσανε στα “Μέσα”.
Επιμένω ότι η ουσία του προβλήματος δεν είναι ιδεολογική ή παραταξιακή. Είναι ότι βυθιζόμαστε σε ένα κενό, σε ένα τίποτα. Κυρίως το στοιχείο της αδυναμίας των παιδιών να ερωτευτούν, είναι αναπηρία. Βλέπετε νέα παιδιά στην καφετέρια, το καθένα με το κινητό του και τον καφέ του ανίκανα να ανταλλάξουν άποψη, δε λένε λέξη.
Και τι νομίζετε ότι θα μπορούσε να γίνει;
Αν υπήρχε πολιτικός με όραμα, θα έβαζε τα αρχαία ελληνικά να διδάσκονται από το δημοτικό, σαν παιχνίδι! Θα έβαζε πολύ πολλή, μουσική, θα έβαζε κυρίως μαθηματικά, αλλά θα άλλαζε τον τρόπο διδασκαλίας τους: Τα μαθηματικά όχι ως χρηστική γνώση, αλλά ως γλώσσα, ως λογική.
Τα μαθηματικά είναι μια γλώσσα. Στα ελληνικά σχολειά, όμως, τα μαθηματικά, τα μαθαίναμε ως κάτι χρηστικό, μόνο για να κάνουμε λογαριασμούς. Είναι έγκλημα!
Τι άλλο θα λέγατε, ως επίλογο, για την Ελλάδα στην κρίση, εν όψη και της 28ης Οκτωβρίου, της εθνικής επετείου του «Όχι»;
Απλώς ότι απορώ που ακόμα υπάρχουμε! Δεν γεννιέται η παραμικρή αντίσταση στην κακουργία των πολιτικών… Προς τι να αντισταθεί ο Έλληνας; Προς τι; Για να έχει πρωθυπουργό ή τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα; Διαφέρουν αυτοί, από το να έχεις πρωθυπουργό τον Σόιμπλε; Δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι πια ανύπαρκτο.
Τις προάλλες λέχθηκε πως μία γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της δύο παιδιά και το ετήσιο εισόδημά της είναι κάπου 4.100, ότι η εφορία της ζητάει σχεδόν τα μισά, και μάλιστα της αφαίρεσαν από την τράπεζα 8 ευρώ που είχε στον λογαριασμό της.
Πρέπει να βρούμε τον δικό μας τρόπο. Δεν είναι δυνατόν να θέλουμε να βάλουμε την Ελλάδα να λειτουργήσει με τους όρους που λειτουργεί π.χ. η Ολλανδία. Ξέρετε ότι σε όλη τη Ρωμαϊκή περίοδο, στο λεγόμενο Βυζάντιο, και μετά σε όλη την Οθωμανική περίοδο, υποκείμενο φορολογικής υποχρέωσης, δεν ήταν το άτομο, αλλά η κοινότητα.
Δηλαδή, φέτος είχα εγώ μεγαλύτερη σοδιά, και εσείς μικρότερη, έπρεπε να κοινωνήσουμε μεταξύ μας τη διαφορά, ώστε να πληρώσει το χωριό το φόρο. Καταλαβαίνετε τι δυναμική είχε αυτό το στοιχείο; Τώρα , η γυναίκα που αναφέρατε, μόνη της, τι να κάνει; Να πηδήξει από το μπαλκόνι ή να οπλιστεί με βόμβα μολότοφ;
***
Χρήστος Γιανναράς – καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας