Ο Άλμπερτ Έλις γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1913 στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανία. Ως παιδί υπέφερε από πολλά προβλήματα υγείας που εκτείνονταν από νεφροπάθειες μέχρι και σοβαρή λοίμωξη από στρεπτόκοκκο. Πριν ακόμα γίνει 8 χρονών, είχε ήδη νοσηλευτεί 8 φορές.
Οι γονείς του, ωστόσο, δεν προσέφεραν την υποστήριξη και την προσοχή που χρειαζόταν – ο πατέρας του συχνά έλειπε και η μητέρα του υπέφερε από μανιοκατάθλιψη. Παρόλη τη δύσκολη παιδική ηλικία του, ο Έλις εισήχθη στο Πανεπιστήμιο Σίτυ της Νέας Υόρκης και πήρε το πτυχίο του στα οικονομικά. Στη συνέχεια, πήρε Μάστερ από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια στην κλινική ψυχολογία και επικεντρώθηκε στην ψυχανάλυση.
To 1954 o Άλμπερτ Έλις άρχισε να υποστηρίζει έναν πιο άμεσο και δραστικό τύπο ψυχοθεραπείας που ίδιος την ονόμασε «λογοθυμική». Η θεραπεία είχε ως βάση της, να καταλάβει ο ασθενής με τη βοήθεια του θεραπευτή, πως η ίδια του η φιλοσοφία συμβάλει στον συναισθηματικό του πόνο και να τον προτρέψει να αναλάβει δράση. Η νέα θεωρία έλεγε πως μέσα από τη λογική ανάλυση και τον γνωστικό ανασχηματισμό, οι ασθενείς θα ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τις παράλογες πεποιθήσεις τους και τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και τελικά να αναπτύξουν πιο λογικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές. Οι γνωσιακές συμπεριφορικές θεραπείες του Έλις κέρδισαν έδαφος τη δεκαετία του ’60 και έγιναν σε αρκετές χώρες μια από τις βασικές σχολές ψυχοθεραπείας.
Ο Έλις υπέφερε από προβλήματα υγείας σε όλη του ζωή – μέσα σε αυτά συγκαταλέγεται και η διάγνωσή του με διαβήτη Τύπου 1 στην ηλικία των 40 ετών. Τα μάτια του ήταν μόνιμα κουρασμένα, σε σημείο που έπρεπε να τα κλείνει κατά τη διάρκεια των συνεδριών με τους ασθενείς του και η ακοή του ήταν αδύναμη. Για να αντιμετωπίσει τις σωματικές του αδυναμίες και τα προβλήματα υγείας και για να μην πέσει σε κατάσταση αυτολύπησης, βασίστηκε στην ψυχολογική του θεωρία.
«Οι ασθενείς βλέπουν πως αρνούμαι να γκρινιάξω για τις αντιξοότητες που έχουν προκύψει. Δουλεύω πολύ σκληρά, ανεξάρτητα από αυτές, και έχω το κουράγιο να δεχτώ αυτό που δεν μπορώ να αλλάξω» είχε πει κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασης της θεωρίας του. «Έτσι με χρησιμοποιούν σαν ένα υγιές μοντέλο και βλέπουν πως και οι ίδιοι μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι και να δουλέψουν, ανεξάρτητα από τις κακοτυχίες της ζωής».
«Οι άνθρωποι με σοβαρές αναπηρίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε έναν τρόπο σκέψης αλλοιωμένης αυτό-αποδοκιμασίας, διότι κάποιοι έχουν σωματικούς ή άλλους περιορισμούς και αντιμετωπίζουν την κριτική και την περιφρόνηση των άλλων», λέει ο Έλις. «Επειδή παρατηρούν την αδυναμία τους και επειδή πολλοί συγγενείς και φίλοι τους αγνοούν και τους καταδικάζουν, λανθασμένα οδηγούνται στο συμπέρασμα πως: ‘Οι αδυναμίες μου με κάνουν έναν αδύναμο και ανεπαρκή άνθρωπο’».
Ο Έλις βοηθούσε του ασθενείς που αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα υγείας ή σωματικού περιορισμού να αναγνωρίζουν την αξία τους και τους έδειχνε πώς να περιορίσουν την αυτολύπηση, την κατάθλιψη και τον θυμό. Ταυτόχρονα τους προέτρεπε να δεχτούν την πρόκληση να είναι παραγωγικοί και ευτυχισμένοι παρά τις αδυναμίες τους.
«Δεν αντιλέγω στις έντονες προτιμήσεις τους να ξεπεράσουν τα εμπόδια», λέει, «αλλά μάχομαι την ανάγκη τους να πρέπει να ξεπεράσουν το σωματικό πρόβλημα για να ζήσουν μια χαρούμενη ζωή».
Ο ίδιος ισχυρίζεται πως γνωρίζει από πρώτο χέρι πώς να προστατεύει τον εαυτό του από τις δυσλειτουργικές σκέψεις που συνοδεύουν τους σωματικούς περιορισμούς. Η πρώτη του δυσκολία ήταν στα 19, όταν παρατήρησε πως τα μάτια του κουράζονταν εύκολα. Ωστόσο, κανένας οφθαλμίατρος δεν κατάφερε ποτέ να βρει την αιτία. Ο Έλις δεν μπορούσε να διαβάσει για πάνω από 20 λεπτά συνεχόμενα και κρατούσε τα μάτια του κλειστά όσο το δυνατόν περισσότερο – ακόμα και όταν μιλούσε με άλλους ανθρώπους.
Παραδέχεται ότι μπορεί να έχανε κάποιες σημαντικές, μη λεκτικές χειρονομίες και άλλα οπτικά στοιχεία από τους πελάτες του, αλλά είχε μάθει να το αντισταθμίζει συντονίζοντας την ακοή του. Συγκεντρωνόταν στον τόνο της φωνής τους, στον διστακτικό λόγο, στις επιταχύνεις και σε άλλα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου. Λέει επίσης πως τα κλειστά του μάτια βοηθούσαν τους πελάτες να χαλαρώσουν και να επικεντρωθούν οι ίδιοι στον εαυτό τους αντί να ανησυχούν για το πώς ο ίδιος τους βλέπει.
Ο Έλις έχασε μεγάλο κομμάτι της ακοής του κατά της διάρκεια της έκτης δεκαετίας της ζωής του. Χρησιμοποιούσε ακουστικό βοήθημα αλλά και πάλι έπρεπε να λέει στους πελάτες του να μιλάνε πιο δυνατά.
Είχε ταυτόχρονα να διαχειριστεί τον διαβήτη από την ηλικία των 40, κάνοντας ινσουλίνη δύο φορές τη μέρα και ακολουθώντας αυστηρή διατροφή και άσκηση. Όπως ο ίδιος λέει, ο διαβήτης του άφησε προβλήματα με την ούρηση και με τα χρόνια χρειάστηκε να κάνει κάποιες αρκετά μεγάλες επεμβάσεις λόγω της νόσου, μεταξύ άλλων χειρουργεία που αφορούσαν το στομάχι και την τραχεία.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η θεραπευτική του τεχνική τον βοήθησε να έχει υπό έλεγχο τον θυμό που νιώθει για τα καθημερινά βήματα που πρέπει να κάνει για αντιμετωπίσει τις αναπηρίες του και να προστατεύσει την υγεία του.
«Όποτε νιώθω πως χάνω την υπομονή μου και είμαι θυμωμένος με τα διάφορα εμπόδια που προκύπτουν, λέω στον εαυτό μου ‘Πολύ κρίμα. Είναι πολύ δύσκολο να πρέπει να κάνω τόσα πράγματα για να κρατήσω τον εαυτό μου σε μια σχετικά υγιή κατάσταση – αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο, και μακροπρόθεσμα πολύ πιο επίπονο και θανατηφόρο, να μην συνεχίσω να τα κάνω’».
Στις 24 Ιουλίου του 2007, ο Άλμπερτ Έλις πέθανε από φυσικά αίτια. Ήταν σε ηλικία 93 ετών.