Ας θυμηθούμε λίγο τις δυο βασικές συλλογιστικές πρακτικές, τον παραγωγικό συλλογισμό, όπου από το γενικό συμπεραίνουμε το ειδικό και τον επαγωγικό συλλογισμό όπου από το ειδικό συμπεραίνουμε το γενικό.
Ο παραγωγικός συλλογισμός απαρτίζεται από δυο προκείμενες και ένα συμπέρασμα. Οι όροι που συμμετέχουν είναι 3, όπου ο ένας από αυτούς συμμετέχει και στις 2 προκείμενες, με τους υπόλοιπους 2 να συνθέτουν το συμπέρασμα. Υπάρχουν ορισμένοι κανόνες που πρέπει να πληρούνται (έχουν μελετηθεί λεπτομερειακά στα Αναλυτικά Πρότερα του Αριστοτέλη), ώστε ο συλλογισμός να θεωρείται τυπικά έγκυρος, να προκύπτει δηλαδή αληθές συμπέρασμα από αληθείς προκείμενες. Οι κανόνες αυτοί οδηγούν σε 19 τυπικά έγκυρους τύπους συλλογισμού (διαφορετικούς συνδυασμούς κατάφασης – άρνησης και ολικού – μερικού) από τους 64 δυνατούς τυπικούς συνδυασμούς.
Ένα παράδειγμα τυπικά έγκυρου συλλογισμού:
Όλοι οι άνθρωποι είναι ζώντες οργανισμοί
Όλοι οι Έλληνες είναι άνθρωποι
Όλοι οι Έλληνες είναι ζώντες οργανισμοί
Ένα παράδειγμα τυπικά άκυρου συλλογισμού:
Κάποια ζώα είναι κροκόδειλοι
Όλα τα θηλαστικά είναι ζώα
Κάποια θηλαστικά είναι κροκόδειλοι
Οι τυπικά έγκυροι παραγωγικοί συλλογισμοί χαρακτηρίζονται από την απόλυτη βεβαιότητα, δεν μπορεί δηλαδή κανείς να τους αμφισβητήσει, και αποτελούν τη βάση των προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή αυτόματης εξαγωγής συμπερασμάτων, μέσω των οποίων ελέγχεται η αλήθεια κάποιων προτάσεων, χωρίς τη μεσολάβηση του ανθρώπου, στο πλαίσιο της λεγόμενης Τεχνητής Νοημοσύνης. Αλλά πόση πραγματική αξία έχουν οι νέες προτάσεις που προκύπτουν παραγωγικά; αποτελούν πραγματικά νέες γνώσεις; Αν και είναι αδιαμφισβήτητα αληθείς, η γνώση που εκφράζουν υπήρχε ήδη και στις προκείμενες από τις οποίες προέκυψαν. Το ότι οι Έλληνες είναι ζωντανοί οργανισμοί, ακόμη και να μην διατυπωθεί ρητά, υπονοείται ήδη από τη στιγμή που κάθε άνθρωπος είναι ζωντανός οργανισμός.
Η επιστημονική μεθοδολογία βασίζεται στην αντίστροφη συλλογιστική διαδικασία, την λεγόμενη επαγωγή, η οποία, όπως ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη, παράγει γνώση («η επαγωγή ποιεί γνώριμον»). Η επαγωγή μας βοηθά να οδηγηθούμε από τα επί μέρους στα καθολικά, από πολλές συγκεκριμένες αισθητηριακές προτάσεις σε ένα γενικό καθολικό νόμο που περιγράφει ένα φυσικό φαινόμενο.
Για παράδειγμα παρατηρούμε ότι ο σίδηρος όταν θερμαίνεται διαστέλλεται, το ίδιο και ο χαλκός και το νικέλιο και το κοβάλτιο. Όλα αυτά τα πράγματα είναι μέταλλα. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι «όλα τα μέταλλα θερμαινόμενα διαστέλλονται». Το συμπέρασμα αυτό είναι μια γενική γνώση για τη λειτουργία της φύσης, η οποία δεν υπάρχει εξ αρχής στον άνθρωπο. Μόνο με τις συνεχείς παρατηρήσεις και πειραματισμούς μπορούμε να καταλήξουμε σε αυτήν την αλήθεια. Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι κάτι τέτοιο ισχύει; Όχι, ποτέ δεν θα είμαστε απολύτως βέβαιοι, γιατί υπάρχει περίπτωση να ανακαλυφθεί στο μέλλον μια άλλη ουσία μεταλλικών ιδιοτήτων η οποία να συστέλλεται ή κάποιο από τα γνωστά μέταλλα να συσταλεί κάτω από ειδικές εργαστηριακές συνθήκες.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να αναφέρουμε και το λεγόμενο «παράδοξο της γαλοπούλας» που αναφέρει ο Russell στο «The Problems of Philosophy/ChapterIV, on Induction», όπου περιγράφει μια κότα η οποία παρατηρεί τη συμπεριφορά του καλού, κατά τη γνώμη της, κυρίου της, ο οποίος κάθε πρωί συγκεκριμένη ώρα της φέρνει καλαμπόκι για να την ταΐσει. Η κότα αυτή, η οποία μάλιστα τυχαίνει να είναι φανατική επαγωγίστρια, συμπεραίνει επαγωγικά ότι η είσοδος αυτού του ανθρώπου κάθε μέρα μια συγκεκριμένη ώρα σημαίνει την προσφορά τροφής, μέχρι που μια μέρα διαψεύδεται με τον πιο βάναυσο τρόπο, καθώς μπαίνει ο κύριος της τη συγκεκριμένη ώρα, την αρπάζει και τη σφάζει. Αν η κότα είχε λάβει υπόψη της την λογική ακυρότητα της επαγωγής θα ήταν λιγότερο ενθουσιασμένη ή τουλάχιστον κάπως πιο προσεκτική.
Ο πλούτος των επιστημονικών θεωριών και των αντίστοιχων ευεργετικών εφαρμογών και τεχνολογιών στον οποίο οδηγήθηκε η ανθρωπότητα, ακολουθώντας την επαγωγική σκέψη, είναι γνωστός και τεράστιος. Είναι θαυμαστό πώς όλα όσα ανακαλύψαμε για τη φύση πάσχουν από λογική θεμελίωση, ακριβώς όμως σε αυτό το παράδοξο έγκειται η μεγάλη αξία της επιστημονικής διαδικασίας. Επειδή ακριβώς μια επιστημονική θεωρία δεν προβάλλεται ως απόλυτα αληθινή, έχει δηλαδή μέσα της το στοιχείο της διαψευσιμότητας, μπορεί να ανατραπεί από μια άλλη καλύτερη θεωρία, η οποία να εξηγεί και να προβλέπει ακόμη καλύτερα τη φύση, ειδικά στις περιπτώσεις όπου είχε παρουσιάσει ρωγμές η παλαιότερη θεωρία. Ακριβώς μάλιστα αυτό το στοιχείο της διαψευσιμότητας είναι το βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας θεωρίας ως επιστημονικής ή μη. Αν δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί η αλήθεια μιας θεωρίας, τότε πρόκειται για μια φιλοσοφική ή προσωπική άποψη, όχι όμως για μια επιστημονική θεωρία.
Ο βασικός τύπος για τη απόρριψη (διάψευση) μιας θεωρίας p λόγω μιας εμπειρικής πρότασης q είναι το λεγόμενο modus tollens που σχηματοποιείται ως εξής:
ΑΝ (p=>q) ΚΑΙ (ΟΧΙ q) ΤΟΤΕ (ΟΧΙ p).
Δηλαδή σε καθημερινή γλώσσα: «αν ισχύει μια θεωρία p από την οποία συνεπάγεται λογικά ότι ισχύει το φυσικό φαινόμενο q ΚΑΙ επίσης η παρατήρηση οδηγεί ότι δεν ισχύει το φυσικό φαινόμενο q ΤΟΤΕ συμπεραίνω ότι η θεωρία p είναι εσφαλμένη». Αν για παράδειγμα ισχύει το γεωκεντρικό μοντέλο τότε δεν πρέπει να εμφανίζεται το φαινόμενο της παράλλαξης κατά την παρατήρηση των μακρινών αστεριών, η παράλλαξη όμως τελικά παρατηρήθηκε μετά τη χρήση του τηλεσκόπιου, άρα το γεωκεντρικό μοντέλο πρέπει να απορριφθεί!
Κλείνω με την πρόθεση να επανέλθω σε συγκεκριμένες κρίσιμες παρατηρήσεις και πειράματα που οδήγησαν στην απόρριψη ισχυρών και δημοφιλών παραδοχών.
Τελικά η ανακάλυψη των νόμων της φύσης δεν μπορεί να γίνει μέσα από λογικά οικοδομήματα που δεν στηρίζονται στην εμπειρική παρατήρηση, όσο καλά θεμελιωμένα και να είναι αυτά. Αντίθετα, η επαγωγική μεθοδολογία, αν και λογικά αθεμελίωτη, μας οδηγεί βήμα βήμα στην ανακάλυψη του κόσμου που μας περιβάλλει μέσω της έμπνευσης και της συνείδησης, δυνάμεις όμως που είναι απρόβλεπτες και ανυπάκουες σε μια ολοκληρωμένη επιστημονική περιγραφή.