Ο Μονόκερος, ένα μυθικό ζώο που δεν έχει ρίζες ελληνικής αλλά σκανδιναβικής μυθολογίας. Κι όμως τον συναντούμε σε ινδικές ιστορίες και σχεδόν σε μύθους σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μπορούμε να αναζητήσουμε τον πρόδρομο του Μονόκερου στην ελληνική μυθολογία, όπου αναφέρει ότι ο Δίας, ανατράφηκε από την Αμάλθεια, μια κατσίκα που αργότερα, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης του Θεού, μεταμορφώθηκε στον αστερισμό Capella (λατινικά: κατσίκα). Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ο Θεός έσπασε ένα από τα κέρατα και μέσα από αυτό ξεχύθηκε άφθονο φαγητό. Στις μεταγενέστερες εποχές το κέρας έγινε γνωστό ως κέρας της αφθονίας.
Σαν σύμβολο του φεγγαριού, το πλάσμα αυτό ανήκε στη Θεά Άρτεμη (στα λατινικά Diana), που ήταν Θεά της σελήνης και του κυνηγιού.
Το 400 π.κ.χ, ο Έλληνας γιατρός Κτησίας, που ζούσε και εργαζόταν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Δαρείου του Β' αλλά και του Αρταξέρξη, περιγράφει στο βιβλίο του "Ινδικά" ένα είδος άγριου αλόγου με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά: Λευκό σώμα και κόκκινο κεφάλι με σκούρα μπλε μάτια, από όπου ξεκινούσε ένα κέρατο με μήκος 1 πόδικαι 6 ίντσες, με λευκή βάση, μαύρη μέση και κόκκινη κορυφή.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Αριστοτέλης (384 - 322 π.κ.χ) στο βιβλίο του φυσικής ιστορίας, ασκεί κριτική στο έργο του Κτησία. Δεν πίστεψε τις περισσότερες από τις εξωφρενικές παρατηρήσεις που περιείχε, παρά το γεγονός ότι ο Κτησίας διαβεβαιώνει πως σε ότι έγραψε, είτε υπήρξε ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας είτε το άκουσε από αξιόπιστες πηγές. Ο Αριστοτέλης ωστόσο δεν αρνείται την ύπαρξη μονόκερων ζώων, όπως ο όρυξ, είδος αντιλόπης με σχιστή οπλή, ή ο ινδικός όνος, με αδιαίρετη οπλή, ενώ σαν επιστήμονας τον Μεσαίωνα απέκτησε το κύρος της αυθεντίας.
Μεγάλο κύρος τον Μεσαίωνα είχε επίσης ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνειο (23–79 μ.κ.χ.). Στο σύγγραμά του "Naturalis Historia" (Φυσική Ιστορία) ακολουθεί τον Αριστοτέλη σχεδόν σε όλα, με τη διαφορά ότι πρόσθεσε πολλές φανταστικές ιστορίες, ενώ παράλληλα δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Κτησία. Έτσι, στον Πλίνειο κυριαρχεί το μαγικό στοιχείο. Παρόλα αυτά, το έργο του έγινε πηγή έμπνευσης για πολλές εικόνες ζώων, ενώ πολλά από τα επινοήματα του ασπάστηκε για περισσότερα από χίλια χρόνια σχεδόν κάθε άνθρωπος που γνώριζε λατινικά. Ο Πλίνειος συγκέντρωσε επτά ζώα με κοινό χαρακτηριστικό το μονό κέρατο, και ένα από αυτά ονόμασε Μονόκερο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το πλάσμα με το κεφάλι ελαφιού, το σώμα αλόγου, τα πόδια ελέφαντα και την ουρά κάπρου, απέκτησε το δικό του όνομα. Αυτός ο Μονόκερος δεν μπορούσε να πιαστεί ζωντανός.
Σύμφωνα με τον Αιλιανό (175–235 μ.κ.χ), έναν άλλο Ρωμαίο συγγραφέα, και το σύγγραμά του "De Natura Animalium" (Η φύση των ζώων), τα ζώα υπήρχαν για να μαθαίνουν οι άνθρωποι μέσα από αυτά. Γι αυτό το λόγο, οι ιδέες του είχαν μεγάλη απήχηση την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τότε που ήταν κυρίαρχη η τάση ηθικολογίας. Και εκείνος γνωρίζει ζώα μονόκερα στην Ινδία: Επιφανείς άρχοντες χρησιμοποιούσαν αυτό το κέρατο για να κατασκευάσουν κύπελλα που τους προστάτευαν από ανίατες αρρώστιες. Το κυνήγι ενός τέτοιο ζώου ήταν το κυνήγι του ακατόρθωτου: Αυτό θα μπορούσε να είναι το ηθικό δίδαγμα.
Από τους προαναφερθέντες συγγραφείς, κανείς δεν είχε έρθει σε οπτική επαφή με έναν Μονόκερο. Ένας από τους λίγους που τον είδαν από κοντά, ήταν ο Απολλώνιος του Tyana, ένας αινιγματικός φιλόσοφος και ταξιδευτής του 1ου αι μ.κ.χ., σε ταξίδι του στην Ινδία.
Ο αρχαιότερος γνωστός Μονόκερος, υπήρξε στην Κίνα το 2600 π.κ.χ, και λεγόταν K'i-lin ("k'i" για το αρσενικό και "lin" για το θυληκό στοιχείο). Τον τιμούσαν σαν βασιλιά των ζώων και θεωρούσαν ότι έφερνε ειρήνη και ευημερία. Συχνά απεικονίζεται με λέπια, που τρεμοφέγγουν σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Είχε το σώμα ελαφιού, οπλές αλόγου, ουρά βοδιού και στο κεφάλι κέρας που έφτανε τα 2 πόδια και καμπύλωνε προς τα πίσω. Όταν επρόκειτο να συμβούν σημαντικά γεγονότα, εμφανιζόταν σαν οιωνός. Πρώτη φορά, εμφανίστηκε το 2697 π.κ.χ στην αυλή του αυτοκράτορα Huang-ti και θεωρήθηκε σημάδι κατοπινής ευημερίας. Πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Huang-ti εφεύρεσε μουσικά όργανα, έμαθε στο λαό του πως να φτιάχνει σπίτια από τούβλα, και για πρώτη φορά ένωσε τις κινέζικες φυλές. Σύμφωνα με την κινεζική μυθολογία, το K'i-lin εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στο τέλος της ζωής του αυτοκράτορα, για να τον μεταφέρει στην πλάτη του στη Χώρα των νεκρών. Επίσης αναφέρεται, ότι τον 6ο αιώνα π.κ.χ, εμφανίστηκε σε έναν ναό μπροστά σε μια νεαρή γυναίκα, την Yen -Tschen -Tsai, και της παρουσίασε σε ένα σκεύος από νεφρίτη, χαραγμένο έναν διθύραμβο για τον γιό της, που θα γινόταν βασιλιάς χωρίς θρόνο. Παρά το ότι η γυναίκα προσπάθησε να αιχμαλωτίσει το K'i-lin με ένα σκοινί από μετάξι, εκείνο υποκλίθηκε με ένα νεύμα του κεφαλιού και εξαφανίστηκε και πάλι. Το παιδί που γεννήθηκε ήταν ο Κομφούκιος, ένας άνθρωπος που με τη διδασκαλία του έμελλε να αλλάξει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Στην Ιαπωνία ο Μονόκερος είναι γνωστός με την ονομασία Ki'rin. Λέγεται ότι είχε αλάνθαστη αίσθηση του Δικαίου, η οποία τον έκανε πολλές φορές εμφανίζεται στα δικαστήρια, για να σκοτώσει τον ένοχο και να ελευθερώσει τον αθώο.
Στην Ινδία ο Μονόκερος είχε σημαντικό ρόλο, αν κρίνουμε από τις προφορικές και γραπτές παραδόσεις του τόπου. Το μυθικό ζώο εμφανίζεται ήδη από την προϊστορική περίοδο Harappa. Στο Ινδικό βιβλίο "Mahabharata" συναντάμε το "Rishi Ekasringa", τον δικό μας Μονόκερο, να συνυπάρχει με τα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Σύμφωνα με την ινδική παράδοση, γεννήθηκε από μια γαζέλα, που ήπιε το γόνιμο νερό μιας λίμνης. Στις μεταγενέστερες δυτικές παραδόσεις, το γόνιμο νερό θα γινόταν το δηλητηριώδες νερό που μπορούσε να εξαγνιστεί με το κέρας του Μονόκερου. Συστατικά αυτού αλλά και άλλων παλιών ινδικών μύθων, έχουν επηρεάσει τις γραπτές παραδόσεις της Μεσοποταμίας, επίδραση ιδιαίτερα αισθητή στο έπος του Γκιλγκαμές και εδώ εμφανίζεται ο Μονόκερος, όχι όμως σαν το ινδικό υβρίδιο, αλλά σαν ένα κοινό ζώο, όπως μπορεί κανείς να δει στις ζωγραφικές αναπαραστάσεις της Μεσοποταμίας.
Στην νότια Ινδία ζούσε ένα πλάσμα με το όνομα eale ή yale. Λέγεται ότι είχε δύο κέρατα προς αντίθετες κατευθύνσεις, ώστε να μπορεί να επιτεθεί και να αμυνθεί καλύτερα, όταν μαχόταν προς διαφορετικές μεριές. Οι Ινδοί το θεωρούσαν Φύλακα του Καλού, και Μαχητή των Κακών Πνευμάτων.
Στην Περσία το κέρας ήταν το σύμβολο μεγάλης βιαιότητας και κινδύνου, και γι αυτό το shadhahvar θεωρείτο επικίνδυνο ζώο. Περιγράφεται σαν αντιλόπη με ένα κέρας ψηλά στο κεφάλι. Το κέρας είχε κοίλες άκρες, και αυτό δημιουργούσε υπέροχες μελωδίες όταν ο αέρας φυσούσε. Τα ζώα που άκουγαν αυτές τις μελωδίες, σαγηνεύονταν, έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και σκοτώνονταν από το shadhahvar, τη στιγμή που θα πλησίαζαν αρκετά κοντά.
Ο Thomas van Cantimpre, με τη σειρά του, βάσισε το σύγγραμά του σε μια τρίτομη λατινική μετάφραση των βιβλίων του Αριστοτέλη, που εκδόθηκε το 1220 από τον Michael Scotus, με τίτλο "De animalibus". Στο σύγγραμα του van Cantimpre διαβάζουμε ότι ο unicornus, είναι ο γνωστός μας Μονόκερος, γνωστός επίσης ως espentijn, ενώ το ελληνικό του όνομα είναι ρινόκερος, επειδή έχει ένα κέρατο ανάμεσα στα ρουθούνια. Εδώ βλέπουμε την επίδραση από τη μια μεριά της Βουλγάτας (λατινική μετάφραση της Βίβλου από τον Ιερώνυμο το 405 μ.κ.χ), όπου η ελληνική λέξη Μονόκερος αντικαθίσταται από τη λατινική unicornus, όπως επίσης και την ελληνική ρινόκερος, ενώ από την άλλη τη σύγχυση του Μονόκερου με τον ήδη από την αρχαιότητα γνωστό ρινόκερο.