μετανοῶ ἐνώπιόν Σου, Παντελεήμων Θεέ.
τὸν κακὸ αὐτὸ σπόρο μέρα καὶ νύχτα.
στὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου.
κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν καὶ δὲν ξέρουν νὰ ἀποθέσουν
τὶς μέριμνές τους ἐπάνω σὲ Σένα. Γιὰ τὸν ἀδύνατο ἄνθρωπο
ἀβάσταχτη εἶναι καὶ ἡ πιὸ μικρὴ μέριμνα, ἐνῶ γιὰ Σένα
καὶ ἕνα βουνὸ μεριμνῶν εἶναι σὰν μιὰ μπάλα χιονιοῦ
πεταμένη στὴν κάμινο τοῦ πυρός.
εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν μὲ τὴν μετάνοια καθαριστεῖ
ἡ ψυχή, τότε ἡ ἀρρώστια ἐξαφανίζεται μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία,
καὶ εἰσέρχεσαι στὴν ψυχὴ Ἐσύ, Αἰώνια Ὑγεία μου.
σωρεύουν τὶς ἀνήσυχες φροντίδες τους καὶ τὶς ἀρρώστιες
ἐπάνω τους καὶ ἐπάνω στοὺς φίλους τους.
μὴ ξέροντας ὅτι βλασφημοῦν τὸν Οἰκοδεσπότη,
πού τοὺς ντύνει καὶ τοὺς τρέφει.
τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ φυλάξουν τὴ δική τους.
καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἕνας.
τὸ μισό της καρδιᾶς!
καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀνθρωποκτόνοι, αὐτόχειρες.
καὶ συσσωρεύουν ἄχρηστο πλοῦτο, κλαίω καὶ ἀναστενάζω,
γιατί ἔθαψαν τὴν ψυχή τους καὶ δὲν ἔχουν
μὲ τί νὰ παρουσιαστοῦν ἐνώπιόν Σου.
γιατί εἶναι ἐνώπιόν Σου σὰν ζητιάνοι μὲ ἄδειο σακκούλι.
διότι κατήντησαν δοῦλοι τῶν δούλων τους.
γιατί πρόδωσαν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο
τοὺς ἐξέλεξε γιὰ νὰ κτίζει διὰ μέσου αὐτῶν τὴν νέα ζωή,
ἐνῶ αὐτοί, τὴν διακονία τῆς ζωῆς,
μετέβαλαν σὲ καταστροφὴ τῆς ζωῆς.
γιὰ ὅλες τὶς σκληρὲς καρδιές, γιὰ ὅλες τὶς ἀχόρταγες κοιλιές,
γιὰ ὅλα τὰ σκοτεινὰ μυαλά, γιὰ ὅλες τὶς κακὲς θελήσεις,
γιὰ ὅλους τούς ἄσχημους λογισμούς, γιὰ ὅλες
τὶς ψυχοφθόρες ἐνθυμήσεις, μετανοῶ καὶ ἀναστενάζω.
γιατί τὸ πολύτιμο δῶρο Σου,
τὸ δῶρο τοῦ λόγου, μετέβαλαν σὲ φθηνὴ ἄμμο.
τὴν ἑστία τοῦ γείτονα καὶ τὴν εἰρήνη του,
γιατί ἔτσι μάζεψαν στὸν ἑαυτό τους καὶ στὸ λαὸ τὴν κατάρα.
ὡς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, γιατί ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι στὸ αἷμα μου.
μπροστὰ στὴν φοβερὰ παρουσία Σου, κλαίω καὶ κραυγάζω·