Το λοιπόν, ήτανε κάτι Νηρηίδες, στη Νάξο να πούμε, και παίζανε στο γιαλό,
τρεις και το λουρί της μάνας, πέρναγε ο Ποσειδώνας, τις βλέπει και κόβει
ανάμεσά τους ένα κόμματο απίθανο. Αλληθώρισε.
-Για έλα δω, ρε, φώναξε τον οπλονόμο υπηρεσίας.
-Διατάξτε.
-Ποια είν' αυτή εκεί, ρε, η όμορφη;
-Η μελαχρινή;
-Όχι η άλλη. Μα ντιπ κόπανος είσαι; Σούπα: η όμορφη.
-Θα μάθω αμέσως.
Έτρεξε ο οπλονόμος, ρώτησε, τού 'πανε η Αμφιτρίτη, κόρη του Νηρέα και της
Δωρίδος. Ο Ποσειδώνας σηκώνεται και πάει μια και δυο στον πατέρα της. Είχε
μαζί του μαργαριτάρια, είχε κοράλλια, είχε και το ποινικό μητρώο λευκό.
-Θέλω την κόρη σου.
Κολακεύτηκε ο Νηρέας, είχε κι άλλες δυο κόρες, αλλά, τέλος πάντων, δεν
είναι μικρό πράγμα να κάνεις γαμπρό κοτζάμου βασιλιά της θάλασσας.
-Πώς, να την πάρετε!
Η Αμφιτρίτη, όμως, τον είδε μέσα από το καφάσι και δεν της γουστάριζε
ποσώς.
-Ποιόν; Αυτόν τον αξούριστο; Δεν τον θέλω.
-Μωρή, είναι θεός.
-Δεν θέλω κι ας είναι και λουκουματζής.
Κι επειδή κατάλαβε ότι θα της τον δώσουνε με το άστε-ντούα, σηκώθηκε ένα
βράδι, γέμισε τη βαλίτσα της βρακιά και σουτιέν και πήγε τρεχάλα στον Άτλαντα.
-Θείε Άτλα...
-Τ' είναι, ρε ζωηρό;
-Κρύψε με, θέλουν να με παντρέψουνε δια της βίας.
Ο Άτλας την πήρε και την έχωσε σ' ένα βαθύ μέρος στη θάλασσα και την
κρυφοτάιζε γαρίδες γιουβετσάκι. Θαλασσινά δεν της έδινε, φοβότανε, γιατί
σερνόταν τύφος. Έμαθε ο Ποσειδώνας ότι χάθηκε η νύφη, τον έπιασε μαύρη
απαλπισία.
-Τώρα;
-Μην κάνετε έτσι θεότατε. Τι να γίνει;
-Δεν μπορώ, είμαι ερωτευμένος.
-Να φάτε φύκια.
Ούτε με τα φύκια τού πέρναγε, πήγαινε στα μπουζούκια τα παραθαλάσσια, τά
'σπαγε, σεβντάς βαρύς και μέγας. Πάνω στην απελπισία του, περνάει ένα δελφίνι.
-Μπορώ να σας πω; Τού 'κλεισε το μάτι.
-Άσε με και συ.
-Μα σας ενδιαφέρει.
-Ιδιαιτέρως με θέλεις;
-Μάλιστα.
Τον πήρε ιδιαιτέρως το δελφίνι και του ξηγήθηκε πολύ ξεγυρισμένα.
-Την Αμφιτρίτη γυρεύετε;
-Ναι, μωρέ. Την είδες πουθενά;
-Την είδα στο τάδε μέρος, έψηνε κακαβιά.
Σηκώνεται ο Ποσειδώνας, πάει σφεντόνα... Η Αμφιτρίτη είχε φάει κάτι
πιατάρες και κοιμότανε, δεν τον πήρε μυρωδιά που ζύγωσε. Πάει ο Ποσειδώνας
κι άρχισε να την γλυκοξυπνάει.
-Μανούλα μου...
-Μμμμ.
-Μούξις. Ξύπνα, ρε τζιέρι μου!
Και ξυπνήσασα η Αμφιτρίτη ευρέθη προ του δραματικού γαμβρού και κατόπιν
τούτου έκανε το κορόιδο και τι να γίνει; Τον υπανδρεύθη και έγιναν χαρές
μεγάλες, μέχρι που σερβίρανε και σουπιές σπανάκι και χταπόδι με κοκκάρια
κι έφαγε ο Δίας τον αγλέουρα και παραλίγο να κλατάρει.
Στο δελφίνι ο Ποσειδώνας εξέφρασε την ευαρέσκειά του.
-Θα σε διορίσω αστερισμό.
Έτσι έγινε και το δελφίνι αστερισμός και ικανοποιήθηκε.