Φρόντιζαν να ζουν αυτοί καλά, να έχουν τιμές και αξιώματα, και για το λαό κανένα πραγματικό ενδιαφέρον δεν έδειξαν ποτέ.
Κοντά τους ο λαός γινόταν πιό φτωχός και πιό δυστυχισμένος.
Οι άνθρωποι αυτοί στα χείλη τους είχαν το Θεό, αλλά στην καρδιά τους είχαν το διάβολο.
Ήταν σκληροί και απάνθρωποι.
Έτρωγαν το ψωμί τού ορφανού και της χήρας και είχαν κάνει εμπόριο τη θρησκεία. Από τέτοιους σκληρούς και ασεβείς άρχοντες ήταν απογοητευμένος ο πολύς λαός.
Η μόνη ελπίδα του ήταν ο Χριστός.
Ο Χριστός λέει το Ευαγγέλιο, μόλις άκουσε το φόνο τού Ιωάννου τού Βαπτιστού, δεν έμεινε σε πόλι, αλλά πήρε τους μαθητάς του και πήγε μακριά.
Πήγε στην έρημο.
Όχι από φόβο, αλλά γιατί ήθελε οι μαθηταί του ν’ αναπαυθούν λίγο, να ηρεμήσουν τα πνεύματά τους από τη μεγάλη ταραχή τού τρομερού εγκλήματος, και αυτός ο ίδιος να βρη καιρό να προσευχηθή, να επικοινωνήση με τον ουράνιο Πατέρα του, και ως άνθρωπος να πάρη νέες δυνάμεις, να προετοιμάση τον εαυτό του για το δικό του μαρτύριο, που δεν ήταν μακριά.
Στην έρημο ο Χριστός!
Τα θηρία που ζούσαν στην έρημο, τον σεβάστηκαν.
Αλλά τα άλλα θηρία, που ζούσαν στην πόλι, οι άνθρωποι δηλαδή, που τον φθονούσαν και τον μισούσαν…
Ω, δεν υπάρχει άλλο θηρίο πιό άγριο και πιό αιμοβόρο από τον άνθρωπο, το σκληρό, τον άπιστο και άθεο.
Και ο λαός, ο πολύς λαός, που τόν έχασε από κοντά του, ανησύχησε.
Δεν μπορούσε να ζήση χωρίς το Χριστό.
Ήθελε να τον έχη κοντά του σαν ελπίδα και παρηγοριά.
Γι’ αυτό ξεσηκώθηκε, άφησε τα σπίτια του, τις δουλειές του, και άντρες και γυναίκες και παιδιά ξεκίνησαν να πάνε να βρουν το Χριστό.
Ψάχνουν παντού, και επί τέλους τον βρίσκουν.
Ώ, πόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους, όταν βρήκαν το Χριστό!
Όπως λέει το Ευαγγέλιο, «εσπλαγχνίσθη επ’ αυτού», τον πόνεσε δηλαδή το λαό, τον συμπάθησε.
Γιατί ήταν ένας λαός εγκαταλελειμμένος.
Ήταν ένα κοπάδι χωρίς τσοπάνο.
Λύκοι αιμοβόροι, σκληροί και διεφθαρμένοι άρχοντες, σαν τον Ηρώδη, ήταν έτοιμοι να ορμήσουν και να κατασπαράξουν το λαό.
Το λαό αυτό σπλαχνίσθηκε ο Χριστός.
Αλλά η ευσπλαχνία του Χριστού δεν ήταν σαν την ευσπλαχνία μερικών ανθρώπων, που όταν δουν κανένα δυστυχισμένο άνθρωπο, φαίνονται ότι τον λυπούνται, λένε μερικά παρηγορητικά λόγια.
Χύνουν λίγα δάκρυα, μα τίποτε άλλο δεν προσφέρουν.
Μόνο αισθήματα είναι, αισθήματα ξερά και άκαρπα.
Η ευσπλαχνία τού Χριστού δεν ήταν μόνο ένα αίσθημα.
Ήταν μιά ευσπλαχνία, που μόνο αυτή άξιζε να ονομάζεται ευσπλαχνία πραγματική.
Ευσπλαχνία, που άκουγε όλο τον πόνο των ανθρώπων.
Ευσπλαχνία που αγκάλιαζε όλους, και δεν άφηνε κανέναν έξω από το ενδιαφέρον της.
Ευσπλαχνία, που κοίταζε πρώτα τις ψυχές.
Και οι ψυχές αυτές των χιλιάδων ανθρώπων, που άφησαν τα σπίτια τους και ήρθαν να τον συναντήσουν, πεινούσαν και διψούσαν.
Πεινούσαν και διψούσαν ν’ ακούσουν το λόγο τού Θεού.
Και ο λόγος τού Θεού σαν πεντακάθαρο νερό έτρεχε από το στόμα τού Χριστού.
Τον άκουγαν οι άνθρωποι με τέτοια όρεξι και συγκίνησι, ώστε λησμόνησαν τη σωματική πείνα, και δίψα.
Άκουγαν ώρες ολόκληρες το Χριστό, και ενώ πλησίαζε να βασιλέψη ο ήλιος, κανένας και καμμιά δεν έδειχνε διάθεσι να φύγη.
Ο Χριστός έφτανε για όλα.
Και για το σώμα και για τη ψυχή.
Κοντά στο Χριστό κανένας πεινασμένος, κανένας δυστυχισμένος.
Αλλά ο Χριστός άφησε εδώ στον κόσμο ανθρώπους, που πρέπει να συνεχίσουν το έργο του.
Είναι οι ιερείς και οι αρχιερείς.
Και μόνο αυτοί;
Είναι οι άντρες και οι γυναίκες, που πιστεύουν στο όνομά του.
Αυτοί καλούνται να το μιμηθούν.
Καλούνται να συναισθανθούν όλο τον πόνο τού συνανθρώπου τους, το σωματικό και τον ψυχικό.
Όχι αδιάφοροι και σκληροί, αλλά γεμάτοι από αγάπη και ευσπλαχνία πρέπει να είναι, να είμαστε όλοι, ώστε για τον καθένα μας να έχη εφαρμογή αυτό που λέει το Ευαγγέλιο για το Χριστό·
«Είδε πολύν όχλον, και ευσπλαγχνίσθη επ’ αυτού»