Το παλικαράκι νούμερο δύο - Νίκος Τσιφόρος - Point of view

Εν τάχει

Το παλικαράκι νούμερο δύο - Νίκος Τσιφόρος





Στα χωριά όλα πάνε γλυκά, σεμνά, κοιμισμένα. Δουλεύουν οι άνθρωποι, κοιμούνται νωρίς, κάνουνε ως εκ τούτου πολλά παιδιά, που εξακολουθούνε την ίδια ζωή και πότε-πότε ένα απ’ αυτά τα παιδιά ξεχωρίζει, φεύγει και πάει στα ξένα.


Λοιπόν, όταν ήτανε μικρό τούτο το ξενιτεμένο που θα ξεχωρίσει, δεν του δίνανε παρά καρπαζές και παστέλι και συμβουλές, και καμιά σημασία. Το ρωτάγανε:


- Εσύ ’σαι, ρε, τ’ Γιώργη του Σπανού;


- Εγώ ’μαι μπάρμπα.


- Ά, μπράβο, τι κάν’ ο πατέρα σ’;


Κι άμα τους έκλεβε τίποτις τσάγαλα, το φοβερίζανε:


- Θα σ’ αφαλοκόψω, μπάσταρδε.


Έφευγε το παιδί, το ξεχνάγανε ή το κουτσομπολεύανε τίποτα παλιόγριες και, σαν μαθευόταν η προκοπή του, τούτες οι ίδιες παλιόγριες γινόντουσαν προξενήτρες και τρέχανε στη μάνα του.


- Ο Σταμάτ’ς! Αχ, κι έχω μια κοπέλα...


Τύχαινε, όμως, τούτος ο Σταμάτης να πάει ακόμα πιο μπροστά. Να γίνει διάσημος, πλούσιος, διαλεχτός. Να γίνει γνωστός σ’ όλη τη χώρα ή ακόμα και σ’ όλη τη Γη. Από τη στιγμή αυτή, το χωριό έπαυε να τον έχει σαν άνθρωπο καμαρωτό, τον προβίβαζε και τον έκανε τοπική προσωπικότητα. Ήρωά του. Άνθρωπό του. Καμάρι του. Και θυμόντουσαν όλοι...


- Α, ήτουνε μικρός και του τράβ’ξα τ’ αυτί...


- Αμ, τον κέρναγα παστέλι...


- Αμ, το ’δειχνε ότι αυτός θα γενεί μια μέρα μιγάλους...


Και λένε ακόμα:


- Αυτός; Δ’κός μας. Απ’ του χουριό μας...


Έτσι γίνεται.


Κι έτσι έγινε με το παλικαράκι νούμερο δύο. Τον Θησέα.


Τον Θησέα δεν τον γέννησε η φαντασία. Τον γέννησε η ίδια η Αττική. Η Αθήνα. Κι όχι μονοκόμματα. Σιγά-σιγά... Με υλικό τις αρετές των ίδιων των Αττικών ανθρώπων. Των Αθηναίων.


Ο Θησέας είναι η εξυπνάδα, τα νιάτα, η ομορφιά, η παλικαριά, η χαριτωμένη επιπολαιότητα, ίσως κι ένα κομμάτι από καλοτυχία. Είναι η σκέψη, το πνεύμα που παίρνει πολλές στροφές, η ανεμελιά, η ευθυμία με την οποία αντιμετωπίζεται η δύσκολη στιγμή. Είναι η γρηγοράδα, η αυτοκυριαρχία κι η κομψότητα. Είναι ό,τι καλό έχει μέσα του ο Αθηναίος, ο Έλληνας, ο ντόπιος.


Όλα τούτα τα υλικά τον γεννήσανε με δόσεις και τον φορτώσανε με άθλους και με κατορθώματα. Ο Θησέας δεν είναι «ένας». Είναι η ψυχή της Αθηνας. .. Κι ο ίδιος ο Αδριανός, ο αυτοκράτορας, το χάραξε σ’ επιγραφή: «Τούτη δω είναι η πόλις του Θησέα».


Φυσικό, λοιπόν, ήτανε πολλοί μύθοι να στεφανώνουνε τη γέννηση του. Ας ξεκινήσουμε από τον πιο γνωστό.


Μάνα του είναι η Αίθρα, ο καθαρός αέρας, η αιθρία που λέμε σήμερα, και πατέρας του ο Αιγέας, το κύμα του Αιγαίου που ξεσπάει γλυκά στην ακτή. Ο Παυσανίας τον θέλει γιο του Ποσειδώνα. Ο ήρωας που γεννήθηκε, είναι κι αυτός ο ήλιος, το φως, που κάθε πρωί το φέρνει πάνω στη θάλασσα η πρώτη αυγούλα.


Όλοι οι ήρωες είναι φως. Ο ηρωισμός είναι να πολεμάει το φως με το σκοτάδι...


Όταν η Αίθρα έμεινε έγκυος, ο κύριος Αιγεύς δεν σκοτίστηκε και πολύ, ως άλλωστε δεν σκοτίζεται κανένας μπαγάσας που φέρνει στην ίδια κατάσταση μια ζωηρούλα. Πήγε, λοιπόν, και σήκωσε έναν βράχο μεγάλο, κι έβαλε από κάτω τα σαντάλια του και το σπαθί του.


- Αιθράκι, της είπε, έτσι και γεννήσεις αγόρι, καλά θα ’ναι βεβαίως. Να του πεις λοιπόν του παιδιού, μόλις καρδαμώσει, να σηκώσει τον βράχο. Αν μπορέσει και πάρει από κάτω τα σαντάλια και το σπαθί μου, να ’ρθει να με βρει. Θα ’μαι στην Αθήνα.


- Καλά, εσείς φεύγετε ξυπόλητος;


- Και να χαίρεσαι που δεν φεύγω ξεβράκωτος.


Έφυγε ο Αιγέας κι έμεινε στην Τροιζήνα η Αίθρα, στο παλάτι του πατέρα της, του Πιτθέα. Και γέννησε. Αγόρι, φυσικά.


Το παιδί βγηκε θηριάκι. Μεγάλωνε δυνατό, ωραίο και άφοβο. Μια φορά, λέει, που πήγε κει ο Ηρακλής και κρέμασε το λιονταροτόμαρό του, τα άλλα παιδιά τα ’πιασε φόβος και λακίσανε. Ο Θησέας πήγε κοντά κι έπαιζε.


Έφτασε, λοιπόν, σε ηλικία ο Θησέας και τον πήγανε στον βράχο με το σπαθί.


- Μπορείς να τον σηκώσεις;


- Τον βράχο;


- Μπορείς;


- Αστείον πράγμα.


Έκανε έτσι μια και σήκωσε τον βράχο σα να ’τανε φουντούκι. Πήρε από κάτω τα πράγματα και η μάνα του θαύμασε.


- Άκου, παιδί μου, ο πατέρας σου είναι ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας.


- Μπα;


- Μπαμπά, όχι «μπα». Ο πατέρας σου είναι μεν βασιλιάς, αλλά έχει τρία αδέρφια...


- Θείους;


- Ναι. Τον θείο τον Πάλλαντα, τον θείο τον Νίσο και τον θείο τον Λύκο. Κι επειδή έγινε αυτός βασιλιάς, οι θείοι δεν τον χωνεύουνε. Περιμένουνε, λοιπόν, να πεθάνει, για να πάρει ο Πάλλαντας τη βασιλεία και να τη δώσει στους γιους του. Γιατί ο μπαμπάς σου, ο Αιγέας, δεν έχει παιδιά.


- Δεν έχει εμένα;


- Εσένα σ’ έχει. Αλλά δεν το ξέρουνε. Βλέπεις, ήτανε δυο φορές παντρεμένος, και με τη Μήτα και με τη Χαλκιόπη, αλλά δεν του κάνανε παιδί. Τότε, ήρθε σε μένα και...


- Καλά, δεν είμαι γιος του Ποσειδώνα; Τι λέει ο παππούς, ο Πιτθέας;


- Προπαγάνδα, παιδί μου. Το λέει επίτηδες, γιατί η Τροιζήνα είναι ιερά πόλη του Ποσειδώνα και πρέπει να δικαιολογήσουμε το μπασταρδιλίκι σου...


Εντάξει, έφηβος ήτανε το αγόρι και το πήγανε και στους Δελφούς να το κουρέψουνε και ν’ αφιερώσουνε τα μαλλιά του στον Απόλλωνα. Από τότε κάνανε αφιερώματα τέτοια στους Θεούς. Βέβαια. Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν γινότανε για να αφιερώνουνε. Κόβανε τα μαλλιά κατά τη συνήθεια των Αβάντων (των κατοίκων της Ευβοίας), για να μην τους αρπάζουνε οι εχθροί από το τσουλούφι.


Τελείωσε κι αυτό, λέει η μάνα του:


- Τώρα, θα μπεις ά ένα καραβάκι και θα πας στην Αθήνα, στον μπαμπά σου. Σου ’χω πλυμένα εσώρουχα, στα ’χω όλα εντάξει, έλα να σε φιλήσω και πήγαινε.


Κείνη την εποχή, οι γονείς δεν βαστάγανε τ, αγόρια τους δεμένα κοντά τους, να διοριστούνε με δύο τετρακόσες και να φέρνουνε τον μισθό στο σπίτι. Ούτε είχανε την αξίωση να μένουν ανύπαντρα τ’ αγόρια μέχρι να παντρευτούνε πρώτα τα κορίτσια και μετά να σκυλοτρώγονται οι πεθερές με τις νύφες, γιατί τους πήρανε τ’ αγόρι και τον μισθό. Όχι. Τ’ αφήνανε να ζήσουνε τη ζωή τους.


Το αγόρι, όμως, δεν ήθελε να πάει από θάλασσα.


- Θα πάω ποδαράτα.


- Γιατί, ζαλίζεσαι;


- Σας περικαλώ. Ένας ήρωας δεν ζαλίζεται ποτέ. Αλλά θέλω να το περπατήσω και λιγάκι.


Κείνη την εποχή, οι δρόμοι δεν ήτανε ασφαλείς, γιατί ο Ηρακλής βρισκότανε στη Λυδία, σκλάβος της Ομφάλης, και οι κακοποιοί βρήκανε κι αλωνίζανε. Τρόμαξε, λοιπόν, η μάνα.


- Θα πέσεις σε τίποτα ληστές.


- Δε βαριέσαι, έκανε ο Θησέας, και σεις που μένετε εδώ με τους εφοριακούς, είσαστε πιο σίγουροι;


Και το πήρε ποδαράτα.


Στον δρόμο που πήγαινε καλά κι ωραία, πετάχτηκε ένας με ρόπαλο που τον λέγανε Περιφήτη. Αυτός ο παλιανθρωπος είχε ένα ρόπαλο και σκότωνε όσους περνάγανε, και για τούτο τον λέγανε και Κορυνίτη, από το «κορύνη», ρόπαλο. Ήτανε γιος του Ηφαίστου και έκανε τον παλικαρά.


Του λέει του Θησέα.


- Πού πας, μικρέ;


- Γιατί; έκανε ο Θησέας. Λογαριασμό θα σου δώσω;


Ο Περιφήτης, γίγαντας και θερίο, θύμωσε.


- Βρε μούλε...


Και τον μουντάρισε, αλλά έκανε πολύ άσχημα, διότι δεν περάσανε τρία λεπτά κι έγινε πτώμα. Πήρε, λοιπόν, ο Θησέας το ρόπαλο, που το ’χε αργότερα πάντα μαζί του, και ξεκίνησε ξανά.


Έφτασε στον Ισθμό, να σου και πετάγεται ένας άλλος ληστής, Σίνης τ’ όνομα - «Σίνης» θα πει «καταστροφέας». Αυτός ήτανε γιος του Ποσειδώνα και πολύ δυνατός. Όταν πέρναγε, λοιπόν, κανένας από τα μέρη του, τον έπιανε και έκανε ένα ωραίο σπορ.


Έπιανε ένα πεύκο κι έλεγε στον ξένο:


- Λύγισε το.


Πού να το λυγίσεις το πεύκο! Λυγίζει; Ο Σίνης, όμως, το λύγιζε, έβαζε απάνω τον ξένο, ύστερα το άφηνε απότομα, ξανάπαιρνε το πεύκο τη θέση του και τίναζε τον ξένο μακριά, πάνω στα βράχια, και τον σκότωνε.


Πιάνει, λοιπόν, και τον Θησέα.


- Λύγα το.


- Εγώ, είπε ο Θησέας σεμνά και ταπεινά, είμαι καλό παιδί και δεν πειράζω τα δέντρα. Δεν είδατε, κύριε, που γράφει, «Αγαπάτε το πράσινον»;


Γέλασε ο Σίνης.


- Θα σε τινάξω, ρε.


Κακώς, όμως, διότι ο Θησέας σήκωσε το ρόπαλο, του κατέβασε μια στη μέση της κεφαλής και πάει κι ο Σίνης. Τον χάσαμε, κι ας είναι ένα είδος δυνατού ανέμου, που εμποδίζει τους οδοιπόρους να περάσουνε, και τους ρίχνει και τους σακατεύει.


Φτάνει τώρα ο Θησέας στην Κακιά Σκάλα. Κει πέρα ήτανε άλλο καθίκι, κι αυτός γιος του Ποσειδώνα, ο Σκείρωνας.


Ο Σκείρωνας, άμα και πέρναγες, καλά και σώνει να πλύνεις τα ποδάρια σου.


-Γιατί, κύριε; Τζαμί είναι;


-Θα τα πλύνεις.


Μόλις, λοιπόν, καθόσουνα στον βράχο να τα πλύνεις, ερχότανε από πίσω, σου τράβαγε μια κλοτσιά και σε πέταγε στη θάλασσα. Από κάτου ήτανε μια χελώνα μεγάλη, ίσαμε τρία δωμάτια και κουζίνα, και περίμενε. Άνοιγε το στόμα της και «χλαπ», σε κατάπινε.


Λέει, λοιπόν, του Θησέα:


- Τα πόδια σας.


- Τα ,πλυνα προ δύο μηνών. Άσε με.


- Θα τα πλύνεις.


Καβγάς ισχυρός, πάει κι ο Σκείρων, τον χάσαμε...


Κι αυτό, να πούμε, είναι ένα είδος ανοίγματος της Κακιάς Σκάλας, που έτρωγε στο πέρασμά της πολλούς διαβάτες, γιατί ήτανε δύσκολο μέρος, έτσι που ο ήρωας έκανε πέρασμα και δεν πέφτανε πια οι διαβάτες.


Άντε, ξανά-μανά δρόμο, φτάνει μεταξύ Λεψίνας και Μεγάρων, να σου ένας άλλος γιος του Ποσειδώνα, ο Προκρούστης.


Όλα τα παιδιά του Ποσειδώνα ήτανε τεντυμπόυκα, απίθανα, ο Προκρούστης ήτανε το χειρότερο. Είχε ένα κρεβάτι. Φώναζε, λοιπόν, στον περαστικό.


- Ξαπλώστε.


- Δεν θέλω.


- Ξάπλω, ρε.


Τον ξάπλωνε. Άμα ήτανε κοντύτερος από το κρεβάτι, τον τράβαγε να μακρύνει και τον ξεμέριαζε. Άμα ήτανε μακρύτερος, τον... πριόνιζε, να ’ρθει ίσα-ίσα.


Ο Θησέας θύμωσε.


- Είσαι κάθαρμα και κρίμα τον πατέρα που ’χεις, που ’ναι και Θεός.


Και τον καθάρισε και τον Προκρούστη.


Όλους αυτούς τούς σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνανε. Μάλιστα. Για να μη λέμε ότι «μάχαιραν έδωκες», είναι και πρωτότυπο πράμα. Κι έφτασε κοντά στην Αθήνα, αλλά, πριν φτάσει, να σταματήσουμε για μια ανάσα και να πούμε ότι όταν σκότωσε τον Σίνη, περιποιήθηκε με τον... τρόπο των ηρώων και την κόρη του, την Περιγούνη, που γέννησε αργότερα έναν γιο, τον Μελάνιππο... Όχι να κρύβουμε και την κατεργαριά του...


Κοντά στην Αθήνα ήτανε άλλος γιος του Ποσειδώνα, ένας Γίγαντας παλαιστής, Κερκύωνα τον λέγανε, που έβαζε να μαλώσεις μαζί του και σε σκότωνε, γιατί δεν νικιότανε. Λέει, λοιπόν, του Θησέα:


- Μαλώνουμε, ρε;


Λέει ο Θησέας:


- Άσε, βιάζουμαι.


Ο Κερκυώνας επέμενε:


- Όχι, θα μαλώσουμε.


- Φιρί-φιρί το πας, έκανε ο Θησέας. Ύστερα να μη λες ότι σου φταίω γω.


Αρπάζονται, λοιπόν, αλλά ο Κερκύωνας δεν τα κατάφερε. Εφονεύθη και απόθανε... Πάει κι αυτός.


Σκότωσε κι ένα τέρας, γουρούνα, τη Φαία, που τη λένε και πόρνη κι είχε χαντακώσει κόσμο, λευτέρωσε τους δρόμους κι ένα πρωινό με τη δροσούλα να σου τον στην Αθήνα.


Μαθεύτηκε τώρα ότι είχε κάνει καλά πράματα και, να σου άμα έφτασε στον Κηφισό, οι Φυταλίδες, μια καλή οικογένεια, τον καλέσανε, τον πλύνανε και κάνανε κάθαρση να καθαρίσει από τους φόνους που γίνανε. Τον χτενίσανε, λοιπόν, ωραία, του δώσανε κι ένα καλό χιτώνα, έμοιαζε το αγόρι, που ’χε και μακριά μαλλιά, περισσότερο για γυναικωτός παρά για ήρωας.


Ήτανε τώρα κάτι εργάτες και δουλεύανε να φτιάσουνε τη σκεπή σ” έναν ναό του Δελφινίου Απόλλωνα. Τον είδανε και τον βάλανε στο ψιλό.


- Που ’σαι; Μικρή... Για κοίτα δω.


Ο Θησέας δεν είπε λέξη. Πιάνει μόνον ένα κάρο πιο κει, ξεζεύει τα βόδια, αρπάζει το κάρο ολόκληρο και το πετάει πάνω από τον ναό, στην άλλη μεριά.


Οι εργάτες τα χάσανε.


- Α, δεν είναι γυναικωτός.


Και μολώσανε.


Ο Αιγέας εκείνη την εποχή ζούσε με τη Μήδεια, τη μάγισσα που τον είχε καταγοητεύσει και του έκανε και μαγικά. Έμαθε, λοιπόν, ότι ήρθε ένα παιδάκι που είχε κάνει του κόσμου τα κατορθώματα και καθάρισε τους δρόμους από τη ληστεία, και λέει:


-Να το καλέσουμε, να του κάνουμε ένα τραπέζι.


Η Μήδεια, σαν μάγισσα που ήτανε, διάβασε στα κιτάπια της ότι αυτό το παιδάκι ήτανε γιος του γκόμενού της και σου λέει, «άμα και μπει εδώ μέσα, εγώ θα χάσω τον λουφέ». Έπιασε, λοιπόν, κι έφτιαξε ένα δηλητήριο να το δηλητηριάσει το παιδί, να μην της κολλήσει άσχημα αύριο-μεθαύριο...


Ήρθε το παιδί στο παλάτι του πατέρα του, αλλά δεν είπε ότι είναι γιος του - ήθελε να του κάνει σουρπρίζ. Πλύνανε τα κουλάδια τους, φέρανε τα φαγιά και η Μήδεια του ’δωσε να πιει από το ποτήρι με το φαρμάκι.


Ο Θησέας, όμως, ήθελε πρώτα να σαβουρώσει.


- Να φάω κάτι, μήπως με πειράξει νηστικός.


- Φάτε.


Βγάζει το σπαθί του να κόψει το κρέας, βλέπει ο Αιγέας το σπαθί.


- Πού το βρήκες αυτό;


- Ποιο;


- Το σπαθί.


- Του πατέρα μου ήτανε.


- Ρε, από την Τροιζήνα έρχεσαι;


- Ν αι.


- Ρε, μήπως είσαι γιος της Αίθρας;


- Ναι.


Ο Αιγέας σηκώθηκε όρθιος και τον αγκάλιασε.


-Υιέ μου, υιέ μου!


Αγκαλιαστήκανε γιος και πατέρας, και βλέπει ο Αιγέας τη Μήδεια που πρασίνισε.


- Μωρή, εσύ κάτι έχεις κάνει.


- Όχι, μεγαλειότατε.


- Σε ξέρω, κάτι έχεις κάνει.


Και, πονηρός όπως ήτανε, παίρνει το ποτήρι.


-Πιέτο.


- Όχι.


- Πιέτο ή μίλα.


- Η Μήδεια τα ’πε.


- Ξέρεις, δηλαδή, ένα ελαφρύ δηλητηριάκι, έτσι, δια την δυσπεψίαν.


- Όξω, βρόμα.


Και την έδιωξε αυτήν και τα παιδιά της.


Ύστερα φώναξε τους κήρυκες.


- Καλέστε τον λαό.


Ήρθε ο χάνος ο λαός και βγήκε ο Αιγέας και βροντοφώνησε:


- Αυτός είναι ο γιος μου και διάδοχος μου.


- Ζήτωωωω!


- Αυτός σκότωσε τους ληστές.


- Ζήτωωωω, μανά.


- Αυτόν θα έχετε βασιλιά.


Οι Παλλαντίδες, όμως, οι γιοι του αδερφού του, του Πάλλαντα, θυμώσανε.


- Δηλαδή, θα πεθάνει ο Αιγέας και θα μας φάει τον θρόνο ο μπάσταρδος;


Και κάνανε ένα ρέμπελο να καθαρίσουνε τον Θησέα.


Κάποιος Αλεός το έμαθε και του το πρόλαβε του παιδιού. Σηκώνεται ο Θησέας, πάει, τους πιάνει τους Παλλαντίδες και, μετά μεγάλης συγχωρήσεως, ξεκαμωθήκανε κι οι Παλλαντίδες, δεν έμεινε ούτε ένας.


Κι ο Θησέας, πλέον, νόμιμος και μοναδικός διάδοχος του θρόνου, έμεινε κοντά στον μπαμπά του, που καμάρωνε. Δεν αναφέρεται, βέβαια, αν έγινε κανένας νόμος περί προστασίας της εξουσίας του, αλλά μπορεί και να ’γινε.

Pages