Στην πάμπα της Αρζεντίνας, μέσα σε μια πράσινη έρημο που απλώνεται δεκάδες χιλιάδες τετραγωνικά μίλια, μεγαλώνουνε πάλι χιλιάδες κεφάλια, τα κοπάδια τους, οι χτηματίες, οι «φατζεντιέρος». Όμως, δεν υπάρχουνε μήτε πολιτείες, μήτε συνοικισμοί, μόνο πρασινάδα χοντρή, νερά και φίδια. Κάθε τρακόσα, τετρακόσα χιλιόμετρα βρίσκεται ένα σπίτι που είναι μαζί ταβέρνα, καμπαρέ και πορνείο.
Άμα λέμε «εμπόριο λευκής σάρκας», θα πρέπει να θυμόμαστε πρώτη την αρζεντίνικια πάμπα. Στα μεγάλα κέντρα, σπείρες οργανωμένες σωματεμπόρων μαζεύουνε κοριτσόπουλα να τα κάνουνε «μπαλέτο » και να γυρίσουνε δήθεν μ’ αυτά τον κόσμο ολόκληρο. Ανύποπτες οι κοπέλες γυμνάζονται στον χορό και, αληθινά, κάνα χρόνο χορεύουνε σε τίποτα κέντρα, μετά φεύγουνε για τη Νότια Αφρική ή την Αραβία ή τη Νότια Αμερική -τούτα τα τρία είναι τα σημεία «καταναλώσεως του εμπορεύματος»- και στο τέλος πουλιούνται σε τίποτα Άραβες πλούσιους για να μπούνε στο χαρέμι τους ή σε τίποτα Άραβες «επαγγελματίες», που τις εγκαθιστούνε σε παλιόσπιτα απρόσιτα από την ευρωπαϊκή αστυνομία - η ντόπια κάνει τα στραβά μάτια. Κι όσες πέφτουνε στην Αρζεντίνα, πέφτουνε σε τούτα τα σπίτια της πάμπας, απ’ όπου δεν μπορούνε να ξεφύγουνε πια με κανέναν τρόπο.
Κει πέρα «δουλεύουνε» όσο έχουνε κάτι να προσφέρουνε, ύστερα, άμα μπαγιατέψουνε και τρώνε τζάμπα το ψωμί, «χάνονται μυστηριωδώς» και τις θάβουνε κάπου στην πράσινη έρημο. Μήτε γάτα, μήτε ζημιά. Κανένας δεν μπορεί να τις ανακαλύψει, γιατί, αν κάνει έφοδο η αστυνομία, το σπίτι ειδοποιείται αμέσως από τους ανθρώπους της πάμπας και τα κορίτσια, στη μεγάλη ανάγκη, πάλι εξαφανίζονται κάτω από τη γη. Και μένουνε καταδικασμένες σε θάνατο, πίνουνε το «ματέ », ένα φριχτό ποτό που γίνεται από σπίρτο καθαρό και καφέ, τραγουδάνε ή χορεύουνε και διασκεδάζουνε τους «γκάουχος».
Οι γκάουχος είναι οι άνθρωποι της πάμπας. Κάτι ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα και σε Κενταύρους. Από παιδιά μεγαλώνουνε πάνω στ, άλογο, φοράνε κείνα τ’ αρζεντίνικα ρούχα που βλέπουμε στα βαριετέ, δεν πλένονται σχεδόν ποτέ, βρομοκοπάνε ταυρίσια βαρβατίλα και φυλάνε τα κοπάδια των αφεντάδων. Έχουν ένα πιστόλι -κι είναι δυνατοί στο πιστόλι-, ένα μαχαίρι -κι είναι δυνατοί στο μαχαίρι- κι ένα είδος λάσου, όχι θηλιά. Είναι ένα σκοινί που καταλήγει, σαν ξέφτι, σε καμιά δωδεκαριά άλλα σκοινιά, ένα μέτρο το καθένα. Και κάθε σκοινί του μέτρου έχει στην άκρη του μια σφαίρα. Άμα θέλουνε να πιάσουνε κάνα ζώο του κοπαδιού, του πετάνε το σκοινί στα πόδια, τα μικρά σκοινιά τυλίγονται στο πόδι και το πιάνουνε.
Οι γκάουχος είναι μιγάδες, με ντόπιο και σπανιόλικο αίμα στις φλέβες τους, καθολικοί, αλλά ειδωλολατρικά χριστιανοί, άγριοι, μαύροι σαν τους γύφτους και απολίτιστοι. Πληρώνονται κάμποσα πιάστρα τη βδομάδα και μια φορά τον μήνα παίρνουνε τα λεφτά τους και πάνε να τα φάνε σε κείνα τα σπίτια που είπαμε. Πίνουνε, χορεύουνε, ερωτεύονται τοις μετρητοίς, μεθάνε, μαχαιρώνονται και ξαναγυρίζουνε, αν γλιτώσουνε, στο κοπάδι τους. Άμα μεγαλώσουνε, γυρίζουνε στα χωριά τους και παντρεύονται, και τα παιδιά τους τα μαθαίνουνε και γίνονται κι αυτά «γκάουχος», πάει σόι το βασίλειο. Κι όλη τους η ζωή είναι τα βόδια.
Κει κάτου, το βόδι δεν έχει τη σημασία που ’χει εδώ, σε μας. Δεν είναι ο φίλος και ο σύντροφος του χωριάτη, που τον βοηθάει στο χωράφι και στη ζωή του. Τ’ αρζεντίνικα βόδια, έξω από τη γαλακτοκομική τους προσφορά, μεγαλώνουνε και πάνε στην Μπαχία Μπλάνκα, στα μεγάλα εργοστάσια, κατά χιλιάδες, να γίνουνε κονσέρβα τού κορν μπηφ. Οι γελάδες γλιτώνουνε, γιατί η προσφορά τους είναι πιο θετική, αλλά τα βόδια, έτσι που αναπτύσσονται, δεν κάνουν για τίποτ’ άλλο. Μόνο για κρέας φαγώσιμο... Κι όσοι έχουν πάει στην Αρζεντίνα, θα είδανε να πουλάνε μέσα στους δρόμους των πολιτειών, όπως οι δικοί μας οι καστανάδες, μεγάλα κομμάτια βρασμένου βοδινού, που το λένε «πουσέρος» και που το τρώει πάμφθηνα η φτωχολογιά.
Όμως, τούτα τα βόδια είναι άγρια και πολλές φορές καθαρίζουνε τον φύλακά τους, τον γκάουχο. Και γύρω από τέτοιους φόνους γεννιούνται χιλιάδες μύθοι και παραμύθια και θρύλοι, έτσι όπως χάνονται τα βρόμικα παλικαράκια μέσα στην πράσινη μοναξιά της πάμπας. Μύθοι, που παρουσιάζουνε τα καημένα τα βόδια για όντα τρομερά και εκδικητικά και υπεράνθρωπα...
Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αλήθεια. Το βόδι είναι ένα ζώο κι ο γκάουχος άλλο ένα ζώο. Και τα παραμύθια με ταύρους μένουνε και δοξάζουνε τη μυθολογία και τη... ζωολογία.
Στον Μαραθώνα δεν ήτανε χιλιάδες τα βόδια. Ήτανε ένας ταύρος, εκείνος ο ταύρος που τον έφερε από την Κρήτη ο Ηρακλής και τον άφησε ελεύθερο στην Αργολίδα. Κι ο ταύρος ανηφόρισε στον Μαραθώνα κι άρχισε να κάνει ζημιές μεγάλες.
Οι ήρωες είναι «φωτεινοί», «ηλιακοί», κι ο ταύρος είναι κάτι σαν θύελλα. Σαν σύννεφο θυέλλης. Πρέπει, λοιπόν, ο φωτεινός ήρωας να δαμάσει τη δύναμη του σύννεφου...
Ο ταύρος του Μαραθώνα τον είχε τρελάνει τον κόσμο. Δεν άφηνε τίποτα όρθιο, ούτε σπαστό, ούτε άνθρωπο, ούτε άλλο ζωντανό. Κι ο βασιλιάς της Αθήνας είδε κι απόειδε, και φώναζε ένα παλικαράκι που το λέγανε Ανδρόγεων.
- Ξέρετε καθόλου από ταυρομαχίας, Ανδρόγεως, παιδί μου;
- Νο θενόρ.
- Αυτό είναι κακόν, μουτσάτσο μίγιο.
- Πορκέ; Διατί θενόρ;
- Διότι πρέπει να φονεύσομεν τον ταύρον του Μαραθώνος.
- Όλε!
Τ’ αποφάσισε ο Ανδρόγεως, που δεν είχε καμιά σχέση με ματαντόρους και τορεαντόρους και πικαντόρους, πήρε μια «εσπάντα» (σπαθί, ισπανιστί) και ξεκίνησε. Έφτασε στον Μαραθώνα κι είδε τον ταύρο. Κάθισε, λοιπόν, μπροστά του και του είπε κινηματογραφικά:
- Τόρο! Τόρο... Βιένγκα... (Έλα ταύρε, ταύρε).
Τ’ άκουσε ο ταύρος, κάγχασε, και ξαφνικά τού τραβάει του Ανδρόγεως μια κερατιά που τον τάραξε. Και ο Ανδρόγεως απόθανε και δεν είχε ούτε μια θενορίτα να τον κλάψει και να τον σκεπάσει με τη μαντίγια της, και να προσευχηθεί στη Μαντόνα Ήρα για τη σωτηρία της ψυχής του.
Κι άμα τα ’κανε ο κερατόταυρος όλ’ αυτά, βάλθηκε να ξανακάνει τα άλλα, τα κακά και πονηρά και απαίσια.
Μόλις ο Θησέας έγινε βασιλόπουλο κι έφαγε τους Παλλαντίδες ήρθανε τα πρώτα μαντάτα από τον Μαραθώνα.
«Ανδρόγεως σανίδα. Στοπ. Ταύρος, τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Στοπ. Διαμαρτυρόμεθα διά κρατικήν αδιαφορίαν. Στοπ. Τι, κακό χρόνο να ’χει, κάνει βουλευτής περιφερείας μας; Κοπροσκυλιάζει εν Αθήναις, ξεκοκαλίζων αποζημίωσιν; Στοπ. Θα φάει μαύρο στις άλλες, που θα του πάρει διάβολος πατέρα. Στοπ. Ευπειθέστατοι Μαραθώνιοι».
Το ’δε ο Θησέας και λέει του πατέρα του:
- Πάππυ.
- Μμμ!
- Πάω.
- Πού, ρε;
- Φονεύσων ταύρον, γενόμενος ήρως.
- Ναι, ρε παιδάκι μου, αλλά άμα φονεύσει ταύρος εσένα, γενόμενος πτώμα.
Ο Θησέας σήκωσε το ανάστημά του.
- Είμαι Έλλην, το γνωρίζω, ξεύρω την καταγωγήν μου.
Και φίλησε τον πατέρα του στα δυο μαγουλα κι έφυγε μακριά, στον Μαραθώνα.
Όπως πήγαινε, έφτασε σ, ένα μέρος που ήτανε μια γριά που τη λέγανε Εκάλη... Και, παρακαλώ, να μη με ρωτήσει κανένας γιατί το μέρος εκείνο λέγεται και σήμερα Εκάλη και κάθονται γριές μερικές, αλλά λίαν αριστοκρατικές. Τον είδε η τσάτσα λεβένταρο και τον ρώτησε:
- Πού πας γιόκα μ’;
- Να φάω τον ταύρο.
- Αχ, γιόκα μ’... Κακό μπελιά έβαλες στην κεφαλή σ’. Δεν θα τουν φας, θα σ’ φάει, αλλά έτσι και τουν φας, ιγώ στον γυρισμό σ’ θα κανου θυσία στον Δία.
- Με καταϋποχρεώνεις, γιαγιά.
Έφτασε, καμιά φορά, στον Μαραθώνα ο Θησέας, να σου ο ταύρος.
- Ρε κερατά, του είπε το παλικαράκι, εσύ ’σαι που κάνεις τις ζημιές στον κόσμο και μας αναστατώνεις;
Ξανακάγχασε ο ταύρος και, μη εννοών τη σημασία της λέξεως «κερατάς», όρμησε να τον κερατίσει. .. Αλλά ο Θησέας τον αρπαξε, τον γονάτισε και μετά, ζωντανό, τον ζαλώθηκε στον ώμο και τον έφερε στην Αθήνα.
Όπως πέρναγε από την Εκάλη, θυμήθηκε τη γριά και πήγε να τη βρει, αλλά η γριά είχε πεθάνει και κακώς. Κι ο Θησέας φώναξε τον κόσμο κι έκανε μια γιορτή που έμεινε και λέγεται «Εκάλεια».
Μόλις ήρθε στην Αθήνα, του φωνάξανε «ούρα». Και τελειωσάντων των «ούρων», θυσιάσανε τον ταύρο στον Απόλλωνα και πάει, ησυχάσαμε από τον ταύρο νούμερο ένα.
Άκου τώρα, φίλε μου, τι μπορεί ν’ ανάψει ένας κερατάς ταύρος ή και μη ταύρος, και τι μπελά βάλανε στο κεφάλι τους οι Αθηναίοι.
Το παιδάκι, ο Ανδρόγεως, που είχε πάει να σκοτώσει τον ταύρο, ήτανε γιος του βασιλιά της Κρήτης, του Μίνωα. Όταν, λοιπόν, σκοτώθηκε, πάνε και λένε του Μίνωα κάτι ρουφιάνοι:
- Το παιδί σου δεν το καθάρισε ο ταύρος, αλλά σκοτώθηκε από τους Αθηναίους, δολοφονηθέν ανάνδρως.
Ο Μίνως ήτανε στην Πάρο κι έκανε θυσία στις Χάριτες. Πέταξε, λοιπόν, χάμου το στεφάνι που φορούσε στην κεφάλα του, την κασιδιάρα και βασιλικιά, ετοίμασε έναν στόλο και βγήκε πρώτα στα Μέγαρα της Αττικής. Τα ’κανε μαντάρα τα Μέγαρα και μετά βάδισε στην Αθήνα.
Στην Αθήνα δεν τα κατάφερε καλά, αλλά ο Ζευς, ο Θεός, που ήτανε φίλος του και παίζανε και πικέτο, έστειλε στην Αθήνα πανούκλα. Οι Αθηναίοι στενοχωρηθήκανε. Κάνανε, κάνανε, στο τέλος θυσιάσανε τις κόρες του Υακίνθου να περάσει το κακό, αλλά το κακό εκεί, ατού.
Τότε, τρέξανε στους Δελφούς.
- Τι να κάνουμε, κύριοι ιερείς;
- Ν’ αποζημιώσετε τον Μίνωα.
Ο Μίνωας γύρευε, επί εννιά χρόνια, να του στέλνουνε επτά αγόρια και επτα κορίτσια κάθε χρόνο για να ταίζει, λέει, τον ταύρο του, που τον λέγανε Μινώταυρο. .. Κι η Αθήνα, για να γλιτώσει από την πανούκλα, υπέγραψε τη συμφωνία.
Τελείωσαν, λοιπόν, πολιορκία και πανούκλα, κι οι Αθηναίοι παραπονεθήκανε στον Δία.
- Δεν είσθε εντάξει, κύριε Ζεψ.
Ο Δίας δεν είπε λέξη, διότι οι Θεοί, άμα έχουνε άδικο δεν λένε, συνήθως κάνουνε το κορόιδο. Και πλήρωνε η Αθήνα τα παιδιά της, που, μέσα στον μύθο, φανερώνει ότι αληθινά πληρώνανε κεφαλικό φόρο οι αδύνατες ακόμα σε ναυτικό πολιτείες στις δυνατές, όπως η Κρήτη (κουρσάροι ή φόρος σε πρόσωπα που γινόντουσαν δούλοι). Και τα παιδιά, λέει, τα κλείνανε μέσα στον Λαβύρινθο, ένα παλάτι πολύ μπλεγμένο, να τα φάει ο Μινώταυρος, ή δεν βρίσκανε την έξοδο και μένανε μέσα και πεθαίνανε.
Όταν ο Θησέας ήρθε στην Αθήνα, ήτανε ακριβώς η εποχή που έπρεπε να πληρωθεί η τρίτη δόση του φόρου. Βάλανε, λοιπόν, κλήρο, κλαίγανε οι μανάδες και ράισε η ψυχή του Θησέα.
- Θα πάω κι εγώ μέσα στους εφτά, είπε του πατέρα του.
- Τρελό είσαι, ρε;
- Θα πάω.
Και, χωρίς κλήρο, έγινε ο έβδομος.
Οι Αθηναίοι πια τον λατρέψανε.
- Τι αγόρι είν’ αυτό!
Και μονάχα ο Αιγέας έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.
- Ρε πατέρα, είπε ο Θησέας, τι κάνεις έτσι, σαν παρθένα που έχασε το «πολύτιμο», και μετά που το ’χασε, το θυμήθηκε; Δεν συμφωνήσαμε ότι άμα πεθάνει ο Μινώταυρος, θα σταματήσει η φορολογία;
- Ναι.
- Ε, θα τον πεθάνω εγώ.
Λέξη δεν είπε ο δόλιος ο μπαμπάς του, αλλά συμφωνήσανε, αν σκοτώσει το θερίο, στον γυρισμό να σηκώσει άσπρα πανιά στο καράβι του, αν δεν... μαύρα κι άραχλα.
Φύγανε, λοιπόν, τα παιδιά, φτάσανε στην Κρήτη και ο Μίνως τα είδε, αγόρια και κορίτσια, και ξαφνικά ερωτεύτηκε μια από τα κορίτσια που τη λέγανε Ερίβοια, κι ήτανε κόρη του βασιλιά των Μεγάρων.
Η Ερίβοια έβαλε τα κλάματα.
- Εμένα με φέρατε να με φάτε, δεν με φέρατε να με...
Μπήκε, λοιπόν, ο Θησέας στη μέση και του λέει του Μίνωα:
- Άσ’ το κάτω, ρε, το κορίτσι.
- Ποιος είσαι συ; ρώτησε ο Μίνως.
- Είμαι γιος του Ποσειδώνα.
Ο Μίνως χαμογέλασε, έβγαλε το δαχτυλίδι του που είχε τ’ όνομά του και το πέταξε στη θάλασσα.
- Αφού είσαι γιος του, άει φέρ’ το. Απόρτ.
Μακροβούτηξε ο Θησέας, τον βοηθήσανε και οι Νηρηίδες, μάλιστα γνώρισε και την Αμφιτρίτη, αλλά το έφερε το δαχτυλίδι. Και ο Μίνως θαύμασε πολύ και το πίστεψε περί μπαμπά Ποσειδώνα και τέτοια. Και το περιποιήθηκε το παιδί, διότι ναι μεν να το φάει ο Μινώταυρος, αλλά να το φάει περιποιημένο.
Ο Μινώταυρος ήτανε μισός άνθρωπος, μισός ταύρος και τον είχε, λέει, γεννήσει η Πασιφάη, πονηρώς συνομιλήσασα με νεαρόν Κρήτα...
Μόλις ήρθε ο Θησέας στο παλάτι, η Πασιφάη και η κόρη του Μίνωα, Αριάδνη τ’ όνομα, αν έχετε ακουστά, τρελαθήκανε.
- Τι κούκλος είν’ αυτός!
- Παναγιά μου ένα παιδί!
Και πέσανε στο σιρόπι, πολύ περισσότερο η Αριάδνη, που ήτανε λυσσάρα και δεν κρατιότανε. .
Ένα βραδάκι, λοιπόν, μετά το φαγητό, την πήρε ο Θησέας στο περιβόλι και, κει δα πάνω στο γλυκό το βύσσινο, της σκάει το παραμύθι.
- Εγώ θα μπω στον Λαβύρινθο να σκοτώσω τον Μινώταυρο.
- Να μπεις, θα μπεις, είπε η Αριάδνη, αλλά πώς θα βγεις;
- Γιατί;
- Παιδί μου, ο Λαβύρινθος είναι σαν χρέος στην Εφορία. Μπαίνει εύκολα, δεν βγαίνει ποτέ.
Ξαφνικά, θυμήθηκε.
- Έχω μίτο.
Την κοίταξε ο Θησέας.
- Ε, όχι και μύτο. Καλή είναι η μύτη σου.
- Ρε, όχι μύτο. Μίτο. Ελληνικά σού μιλάω. Κουβάρι.
- Α, το πας στην καθαρεύουσα. Ε, λοιπόν;
- Θα τον πάρεις το μίτο, θα τον καρφώσεις στην πόρτα κι όσο προχωρείς, θα τον ξετυλίγεις. Κι άμα θες να γυρίσεις, κλωστή-κλωστή, θα βρεις τον δρόμο και θα ξαναβγείς στην πόρτα.
- Ρε Αριάδνη, τι να σου πω... Μπράβο μυαλό! Και δεν σου φαίνεται καθόλου.
Πήρε, λοιπόν, τον μίτο ο Θησέας, πήρε και το σπαθί του και μπήκε μέσα στον Λαβύρινθο. Αμόλα καλούμπα, έφτασε μέσα, βρήκε τον Μινώταυρο.
- Χαίρετε, του είπε ευγενέστατα.
Ο Μινώταυρος ρεύτηκε.
- Ήρθες να σε κολατσίσω;
- Όχι, ήρθα να σας φονεύσω.
Ο Μινώταυρος χασμουρήθηκε.
- Τώρα δεν μπορώ, διότι δεν είναι ώρα.
Και του έδειξε μια ταμπέλα, που έγραφε: «Ώραι φόνων 9-12 π.μ. ».
Ο Θησέας επέμενε.
- Σε παρακαλώ, άσε τώρα. Πού να ξανάρχομαι; Έχουμε, άλλωστε, και δουλειά.
- Τι δουλειά;
- Περιμένει η Αριάδνη.
Σηκώθηκε ο Μινώταυρος.
- Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά είσαι ευγενέστατος και δεν μπορώ να σου χαλάσω χατίρι. Θέλετε να μαλώσουμε;
- Πολύ το ποθώ.
- Και όποιος φάει τον άλλον;
- Ούτω το λογαριάζω.
- Απάνω του, λοιπόν.
Και αρπαχτήκανε, κι εφονεύθη ο Μινώταυρος...
(Μια συμβολική ιστορία απαλλαγής της ηπειρωτικής Ελλάδος από την κρητική κηδεμονία).
Ύστερα από τον φόνο, χάρηκε πάρα πολύ κι ο ίδιος ο Μίνωας, που δεν τον χώνευε τον ταύρο. Βγήκε, λοιπόν, πάλι κλωστή-κλωστή όξω ο Θησέας και τον περίμενε η Αριάδνη, τα Αθηναιωτάκια που δεν τα ’φαγε ο ταύρος και άλλοι πολλοί.
Δεν του δώσανε παράσημο, διότι τι να το κάνει, αλλά τον βάλανε σ° ένα καράβι. Η Αριάδνη μπήκε κι αυτή.
- Εσύ πού πας; ρώτησε ο Θησέας.
- Μαζί.
- Γιατί;
- Ε, πώς, δεν θα με πάρεις;
Ο Θησέας σούφρωσε τα μούτρα.
- Ωχ, μπελάς.
Αλλά, ιππότης όπως ήτανε, δεν έδειξε δυσαρέσκεια. Μπα. Μάλιστα, την αγκάλιασε κιόλας.
- Αριαδνάκι μου εσύ!
Κι έφυγε το καράβι, δόξη και τιμή, και καμιά φορά έφτασε στη Νάξο, το νησί.
Βγήκανε όλοι να δούνε τον τουριστικό οδηγό του νησιού, η Αριάδνη όμως, κουρασμένη όπως ήτανε, νύσταξε.
- Να τον πάρω λιγάκι εδώ στη στεριά, που δεν κουνάει;
- Πάρ’ τόνε.
Κάνανε τη βόλτα τους, γύρισε ο Θησέας και την είδε που τράβαγε κάτι ροχαλητά ξεγυρισμένα.
- Να την ξυπνήσουμε, είπανε τα παιδιά, να φύγουμε.
Ο Θησέας έκλεισε το μάτι.
- Άστε την, μην την ξυπνάτε.
- Μα, δεν θα φύγουμε;
- Εμείς, ναι.
- Κι η Αριάδνη;
- Έρχεται με το επόμενο.
Και την κοπάνησε, αγαπητοί φίλοι, κι έμεινε η Αριάδνη στη Νάξο αμανάτι, διότι δεν είχε τα ναύλα της, κι εκεί τη βρήκε αργότερα ο Διόνυσος και την ερωτεύτηκε...
Που θα πει ότι μπορεί να είσαι ήρωας, αλλά άμα είναι να ξεταγαρώσεις από πάνω σου μια γυναίκα, φέρεσαι σκάρτος, και να μη λέμε ότι δεν είμαστε και απόγονοι του μάγκα τού Θησέα...