Ωραίο είναι να γυρίζεις σπιτάκι σου. Φτάνει, βέβαια, να μη σε περιμένουν απ’ όξω τίποτις δοσατζηδες και εισπράχτορες. Να γυρίζεις, να σου ’χουν έτοιμες τις παντούφλες, να σου ’χουνε και κάνα ζεστό ζουμί, να ξαπλώσεις την αρίδα σου, «σπίτι μου, σπιτάκι μου», κι άμα δεν έχεις και γυναίκα να σε πιλατεύει με ψευτοχάδια και μαλαγανιές, ακόμα καλύτερα.
Το λοιπόν, την άφησε μπουκάλα ο Θησέας την Αριάδνη κι ανακουφίστηκε.
- Ωχ!
Έκανε και σκάλα στη Δήλο να θυσιάσει στον Απόλλωνα, που όλο και ζήταγε θυσίες, τρομάρα του, χόρεψε και τον χορό, το κέρτον, που έμεινε πια σαν χορός, όπως το τανγκό στους καθ’ ημάς χρόνους, έκανε και κάτι αγώνες και μετά ξεσηκώθηκε.
- Ε, πάμε κι αλλού;
Μπήκανε, λοιπόν, στο καράβι όλη η παλιοπαρέα, κάνανε πανί και σαλπάρανε.
Στην αφηρημάδα τους, όμως, και στη ζαλάδα τους -γιατί, ως φαίνεται, θα είχε και κυματάκι που τους ανακάτευε- ξεχάσανε να βγάλουνε το μαύρο πανί και να βάλουνε άσπρο.
Τότε, δεν είχε επικοινωνίες και ΟΤΕδες, και τέτοια φαιδρά. Και καλύτερα, δηλαδή, όσο πιο λίγα μαθαίνεις, τόσο πιο καλά βολεύεσαι. Ο πατέρας, λοιπόν, του Θησέα, ο Αιγεός, καθότανε και περίμενε, έπαιρνε την πολυθρονάρα του τη βασιλικιά, την έστηνε κοντά στη θάλασσα και κοίταζε να δει, έρχεται η δεν έρχεται ο γιος του... Βασιλιάς ήτανε, ό,τι ήθελε έκανε, δουλειά δεν είχε, γιατί να μη λιάζεται και κομμάτι περιμένοντας;
Όσο δεν ερχότανε το καΐκι, τον ταΐζανε τυροπιτάκια και μελίπηκτα οι σκλάβες του, του χαϊδεύανε και το γένι και του γελάγανε. Αλλά ο Αιγέας δεν ήτανε μονάχα βασιλιάς, ήτανε και πατέρας και, όσο να πεις, τον έδερνε ο σεβντάς. «Θα έρθει; Δεν θα έρθει; Μπας και μου το λιάνισε ο Μινώταυρος το παιδί;».
Μόλις, λοιπόν, και φάνηκε από μακριά το καράβι, κάνει έτσι, το βλέπει και κάνει το χέρι του αντήλιο.
- Καράβι δεν είναι, ρε παιδιά;
- Μάλιστα. Τι θα ’ναι μέσα στη θάλασσα; Ψυγείο;
Ο Αιγέας λαχτάρησε.
- Τι χρώμα έχει το πανί;
Κοιτάνε όλοι, κερώνουνε. Το πανί ήτουνε μαύρο.
- Δηλαδή;...
- Μαύρο είναι, ρε;
- Μαύρο, μεγαλειότατε.
Ο μεγαλειότατος έγινε ξαφνικά άνθρωπος. Πονεμένος άνθρωπος. Φώναξε «ωχ, γιόκα μου», τράβηξε μια ξαφνική βουτιά από πάνω από τον βράχο, έπεσε στη θάλασσα και πάει, πνίγηκε... Και εκ τούτου, δηλαδή, τη θάλασσα αυτήν την είπανε Αιγαίο πέλαγος. Να ξέρετε...
Ο Θησέας δεν το ’ξερε. Βγήκε στον Πειραιά, πέρασε από το τελωνείο, που ήθελε καλά και σώνει να του χρεώσει τα κέρατα του Μινώταυρου, κι έστειλε κάνα-δυο να ειδοποιήσουνε τον πατέρα του.
- Πες τού μπαμπά, ήρθαμε.
Μπήκε να κάνει και μια θυσία για το «καλώς ορίσαμε», αλλά βλέπει τον κήρυκα, που είχε στείλει, να γυρίζει με τα στεφάνια περασμένα στο κηρύκειό του.
Τον ζώσανε τα μαύρα φίδια.
- Τι έγινε, ρε;
- Ο μπαμπάς σας.
- Ε;
- Μπλουμ!
Βάζει το χοντρό κλάμα, ανεβαίνουνε όλοι στην Αθήνα και φωνάζανε στον δρόμο «ελελεύ ιού, ιού», που έμεινε μετά στον τόπο μας, όπως το «Καλέ, πατώνεις;» ή το «Αέρα! » αργότερα.
Άμα στεγνώσανε από τα δάκρυα, δεν είχανε και τον Αιγέα να τον θάψουνε με καραμούζες και τρικαντά, μαζευτήκανε όλοι και είπανε:
- Λε ρουά ε μορ, βιβ λε ρουά...
Και, ύστερα απ’ αυτό το σοφό, «ο βασιλεύς τέρμα, ζήτω ο καινούργιος», κάνανε βασιλιά τον Θησέα.
Πολλά και θαυμάσια λένε για την κυβέρνηση του Θησέα, που την έκανε πια την Αθήνα, Παρίσι. Έβαλε και χέρι στους Κορινθίους και τους επέβαλε να προτιμάνε τους Αθηναίους στους αγώνες των Ισθμίων, όπως σήμερα τα μέλη του ΠΟΚ, που παίρνουνε την καλή θέση στα ματς και οι άλλοι ταλαιπωρούνται, κι έφτιαξε ένα σωρό πράματα (τα γράφει ο Κουλάνζ στο έργο του, «Αρχαία πολιτεία»).
Από δω και πέρα αρχίζουνε οι άθλοι του Θησέα, που είχε φίλο και σύντροφο τον Πειρίθουν... Λεβεντόπαιδο κι αυτός, παλικαράκι και ψυχωμένος, πήγε, λέει, μια μέρα για να τον προκαλέσει και του ’κλεψε κάτι βόδια. Κι όταν βγήκε ο Θησέας, αντί για ν’ αρπαχτούνε, γελάσανε και γίνανε πια φίλοι αχώριστοι.
Να πούμε τώρα μια ιστορία με τις Αμαζόνες.
Δεν ξέρουμε τώρα αν αληθεύει ότι ο Θησέας πήγε στις Αμαζόνες μόνος του ή παρέα με τον Ηρακλή. Δεν το ξεχωρίζει μήτε ο Πλούταρχος στον «Βίο Θησέως» (26), μήτε ο Παυσανίας (Α' 2,1). Μια φορά πήγε, λέει, και την έκανε και τη βρομίτσα του.
Οι Αμαζόνες δεν ήτανε μόνο να πολεμάνε. Άμα βλέπανε και κάνα παλικαράκι γερό, πολύ τούς άρεσε να πάρουνε μεζέ... Μάθανε, λοιπόν, ότι έρχεται ο Θησέας, κι αντί να μαζευτούνε σαν καλά κορίτσια, καταχαρήκανε.
- Ωχ, θα περάσομεν έκτακτα!
Του στείλανε και πεσκέσια και τον δεχτήκανε, «άντε, ποια έχει σειρά;». Το κορίτσι που έφερε τα πεσκέσια, το λέγανε Αντιόπη και ήτανε ένας κόμματος είκοσι τεσσάρων καρατίων. Την είδε ο Θησέας και τη χαλβάδιασε αμέσως.
- Αντιοπάκι...
- Γες σερ.
- Ανέβα στο καράβι, να σε κεράσω ένα σοροπάκι.
Ανέβηκε το Αντιοπάκι, τα ’θελε κι αυτουνού ο αποτέτοιος του, και μόλις πήγανε στην κουκέτα για το σορόπιον, κάνει πανιά το πλοίον και φεύγει.
Οι Αμαζόνες στη στερια λυσσαξανε.
- Ουχί μόνον απήγαγε μίαν ιδικήν μας, αλλά μας αφήκε και κάγκελα, να αναμένωμεν την δρόσον του.
Στο μεταξύ, το καράβι τράβαγε, και μέσα ήτανε ένας άνθρωπος του Θησέα που λεγότανε Σολόεις... Κι αυτός ο Σολόεις έβλεπε το Αντιοπίδιον και έλιωνε σαν βούτυρο.
Του λέει ένας άλλος:
- Τι πάθαμε, Σολοειάκο;
- Άσ’ τα, την αγαπώ.
Πάει ο άλλος και πιάνει την Αντιόπη.
- Ο Σολόεις σε αγαπάει.
- Σκοτούρα μου.
Το ’μάθε το «σκοτούρα μου» ο Σολόεις, πέφτει και πνίγεται. Λένε σ’ ένα ποτάμι. Γιατί; Δεν τον έφτανε να πνιγεί ολόκληρη θάλασσα;
Μόλις το ’μάθε ο Θησέας, πάρα πολύ λυπήθηκε, αλλά δεν έκλαψε, γιατί βαριότανε.
Ήρθε, λοιπόν, στην Αθήνα, κι επειδή δεν είχε δουλειά μήτε μυαλό, την παντρεύτηκε την Αντιόπη κι έκανε κι έναν γιο, τον Ιππόλυτο, αυτόν που αργότερα τον χαντάκωσε εκείνη η βρόμα, η Φαίδρα.
Στο μεταξύ, οι Αμαζόνες, λίαν προσβεβλημένες που τους πήρε το κορίτσι, μάθανε και κάτι σουσούμια για τον Θησέα, που τώρα τελευταία παραμελούσε το σπίτι του και τα ’χε, λέει, με κάποια Φαίδρα, αδερφή της Αριάδνης, μαζευτήκανε στρατός και ήρθανε να βαρέσουνε την Αθήνα. Την πολιορκήσανε, δεν μπήκανε μέσα και στο τέλος το πράμα έγινε σαχλαμάρα, γιατί υπογράψανε ειρήνη κοντά στο Θησείο, και γι’ αυτό το μέρος το είπανε «Ορκωμόσιον » κι έμεινε μ’ αυτό το όνομα πάντα.
Αλλά, μέσα στις μάχες που κάνανε με τις Αμαζόνες, σκοτώθηκε η Αντιόπη, λόγω του ότι, ως Αμαζών, πολεμούσε κι αυτή με τον άντρα της παρέα, και έμεινε ο Θησέας χήρος και λίαν ευχαριστημένος.
Μοναχούλης του, ο καημένος, τα ’ριξε τώρα γεμάτα στη Φαίδρα.
- Φαίδρα, σε αγαπώ.
- Τούτ’ αυτό συμβαίνει και μετ’ εμέ, Θησέψ!
- Ε, τι λέτε, είσθε;
- Ειμί!
Και επανδρεύθησαν ανεπιστρεπτί.
Έλα, όμως, που ο Θησέας είχε έναν γιόκα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ωραίο παιδί, μελαγχολικό και ήρεμο. Και βρισκότανε το παιδί στην Τροιζήνα, στου βασιλιά Πιτθέα το σπίτι, και τον είδε η Φαίδρα τον πρόγονό της κι αλληθώρισε.
- Ω!
- Τι είναι, μαμά;
- Ξέρετε, Ιππόλυτε, πολύ με αρέζετε.
-Δυστυχώς, δεν είμαι διά τους οδόντας σας, καθότι εγώ είμαι αφιερωμένος στη Θεά Άρτεμιν. Και δεν πάει από αφιερωμένος να γίνω ερωτευμένος σκέτος.
Είδε, απόειδε η Φαίδρα και μετά φέρθηκε πολύ σκάρτα, ως ακριβώς η μαντάμ Πετεφρή με τον Ιωσαφάτ. Πάει στον άντρα της και του λέει ψέματα.
- Θα το μαζέψεις το Ιππολυτάκι; Πάει να μου βάλει χέρι.
Ο σύζυγος μπαμπάς σκύλιασε.
- Το εποίησεν αυτό;
- Νη Δι!
- Θα το ξαντεριάσω.
Και λέει του Ποσειδώνα, που του ’χε υποσχεθεί κάτι ρουσφέτια.
- Να μη φανώ εγώ, φά’ τον εσύ.
Ο Ποσειδώνας, πολύ υποχρεωμένος στον Θησέα, έκανε το θαύμα του. Πήγαινε, λοιπόν, με το άρμα του ο Ιππόλυτος για τσιγάρα, διότι πάντες οι έχοντες Γιώτα Χι με το ρημάδι πάνε και για τσιγάρα, και στέλνει ο Ποσειδών ένα τέρας στον δρόμο του. Βλέπουνε τ’ αλόγατα το τέρας, αγριεύουνε, παρασύρουνε το άρμα, δεν μπόρεσε να το κρατήσει ο Ιππόλυτος, έπεσε, τον παρασύρανε όπως μπερδεύτηκε με τα λουριά, και πάει, πέθανε «συρόμενος».
Έτσι και το ’μάθε η Φαίδρα, τρελάθηκε.
- Το ’φαγα, η βρόμα, το παιδί.
Και τα ’πε όλα τού Θησέα, ότι ήτανε ψεύτικη η κατηγόρια, και μετά πάει, πνίγηκε.
Ξανά χήρος ο Θησέας, βοήθησε εκείνον τον φίλο του, που λεγότανε Πειρίθους -μα, είναι όνομα αυτό;- να κλέψει και να παντρευτεί την Ιπποδάμεια. Μάλιστα, στον γάμο είχανε καλέσει και κάτι Κενταύρους -γιατί ο Πειρίθους ήτανε βασιλιάς της Θεσσαλίας και φαίνεται ότι εκεί οι άνθρωποι γυρίζανε πάνω στ, άλογα όλη μέρα, κι έτσι γεννήθηκε το κενταυρικό παραμύθι- που τα ’πιανε πολύ και κάνανε βρομιές. Τους λέει, λοιπόν, ο Πειρίθους:
- Φρόνιμα, μάγκες.
Οι Κένταυροι το ρίξανε στο νταηλίκι.
- Ρε, ά’ πάαινε.
Και, κουβέντα στην κουβέντα, πλακωθήκανε, και τότε μπήκε στη μέση ο Θησέας και τους πηρε ο διάολος τη μάνα των Κενταύρων.
Και, λοιπόν, οι δυο φίλοι δεν ξέρω τι τους ήρθε και κάνανε μια πλάκα.
- Να κλέψω, ρε, την Ελένη; λέει ο Θησέας. Την κόρη του Διός και της Λήδας;
- Δε βαριέσαι, λέει τώρα ο Πειρίθους. Εγώ ξέρω μιαν άλλην Ελένη, οδός Αχαρνών, που πάει με τρακόσες δραχμές.
- Όχι, αυτήνε λέω. Να την κλέψω;
- Κλέψ’ τηνε.
- Θα βοηθήσεις;
- Βοηθάω, αλλά κι εγώ έχω μια στο μάτι.
- Ποια;
- Την Περσεφόνα.
- Την κυρία Άδου;
- Μάλιστα.
- Τι λες μωρέ; Αυτή βρομάει χωματίλα, σαν γλυκοπατάτα.
- Βοηθάς μια φορά εσύ;
- Έγινε.
Δέκα ετών ήτανε η Βλένη κι ο Θησέας είχε πενηνταρίσει. Οι μικρές είναι που ξετρελαίνουνε τους μισότριβους, πάνε λοιπόν στη Σπάρτη οι δυο μάγκες.
Επειδή λένε πολλά για τούτη την απαγωγή, θα πάρουμε εκείνα που λέει ο Πλούταρχος, μεγαλύτερος ψευταράς από τους άλλους. Χόρευε, λοιπόν, η Ελένη στο κλαμπ... παρντόν, στον ναό της ορθίας Αρτέμιδος, και κάνουνε ντου οι δυο μακαντάσηδες και τη σηκώνουνε.
Έκανε -τι έκανε ο Θησέας με τη μικρά και μετά την πήγε στη μαμά του, την Αίθρα.
- Μου τη φυλάς αυτήνε;
Όλες οι μαμάδες είναι λίγο ρουφιάνες στους γιους τους και πολύ στις κόρες τους. Την πήρε, λοιπόν, η Αίθρα και τη φύλαγε, αλλά τ’ αδέρφια της, ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης, τη γυρεύανε.
- Ποιος σωματέμπορας μας πήρε το παιδί;
Τέλος πάντων, βρέθηκε ένας Ακάδημος και τους μαρτύρησε ότι το κορίτσι βρίσκεται στις Αφίδνες. Τρέχουνε τ’ αδέλφια, μαλώνουνε με τον Άφιδνο, τον βασιλιά του μέρους -μάλιστα ο Κάστορας πληγώθηκε στο ποδάρι-, αλλά νικήσανε, πήρανε την κοπέλα -δεν λέμε πια «το κορίτσι», διότι δεν ήτο- και κάνανε και ζημιά στην Αθήνα.
Ύστερα τη δώσανε στην αδελφή τους την άλλη, την Κλυταιμνήστρα, εκείνο το κάθαρμα, και λένε ότι η Ιφιγένεια δεν ήτανε κόρη της Κλυταιμνήστρας, αλλά της Ελένης με τον Θησέα. Πάντως, κακογλωσσιές είναι και δεν το πιστεύουμε, ίνα μη θίξωμεν την αρετήν της παιδούλας, τρομάρα της.
Ο Πειρίθους τώρα λέει του Θησέα:
- Βοήθησα; Θα βοηθήσεις.
- Περί Πέρσας;
- Ναι, ω ’γαθέ!
Πάνε κάτου στον Άδη, τους βλέπει ο Άδης, που σαν Θεός ήξερε τον σκοπό τους, τους δέχτηκε με τα γέλια.
- Ωσκελντίν, μακαντάς!
Τους κέρασε καφέ και τους έδωσε και δυο πολυθρόνες.
- Καθίστε.
Μόλις καθίσανε, όμως, κολλήσανε πάνω στις δυο πολυθρόνες και δεν ξεκολλάγανε. Και βγήκανε και κάτι φίδια, και τους δέσανε πάνω στο κάθισμα.
Και μείνανε κει, φίλε μου, μέχρι που ήρθε ο Ηρακλής και λευτέρωσε τον Θησέα, αλλά ο Πειρίθους έμεινε, γιατί, άμα και πήγε να τον λύσει, άρχισε κι έτρεμε η γη, κι αν πάει τώρα κανένας κάτου στον Άδη, εκεί θα τον βρει ακόμα, στην -πολυθρόνα, που σήμερα είναι δανέζικη.
Όσο που έλειπε ο Θησέας, στην Αθήνα έγινε επανάσταση. Μάλιστα, και δεν είναι και σπουδαίο φαινόμενο. Ήτανε, λέει, ένας Μνησθέας, εγγόνι του Ερεχθέα, κι ανέβηκε απάνω κι έβαλε τις φωνές.
- Έλληνες, τι καθόσαστε κι έχετε τον ήρωα τον τρελό; Εγώ θα σας κάνω τη ζωή περιβόλι, θα σας απαλλάξω από τους φόρους και θα σας πάω είκοσι τρεις τη βενζίνα κι εξήντα το βοδινό.
Και οι Έλληνες τον πιστέψανε και τον κάνανε βασιλιά τον Μνησθέα.
Όταν γύρισε ο Θησέας, πολύ πικράθηκε.
- Είσαστε αχάριστοι ρε και... θα εκπατρισθώ.
Έστειλε τους δυο γιους του απάνω στους Άβαντες, στην Εύβοια, στον βασιλιά Ελφήνορα, μάζεψε τις βαλίτσες του και την κοπάνησε. Πήγε, λοιπόν, σ’ ένα χωριό, το Αρατήριον, και μετά, άμα προσευχήθηκε πολύ, γιατί «Αρατήριον» θα πει «τόπος προσευχής», πήγε αντίκρυ, στη Σκύρο.
Στη Σκύρο ήτανε βασιλιάς κάποιο μούτρο ονόματι Λυκομήδης. Βέβαια. «Δόλωπες» τους λέγανε τους υπηκόους του, και ο Λυκομήδης τον δέχτηκε καλά και του πλήρωνε και το νοίκι. Έτσι έλεγε μόνος του ο Θησέας. Αλλά, επειδή κει πέρα ο Θησέας είχε κάτι χτηματάκια από τον πατέρα του, ο Λυκομήδης δεν ήθελε να του τα δώσει και φοβότανε κιόλας μην πάθει ζημιά από τον Θησέα, άρχισε να σκέφτεται πώς να τον ξεφορτωθεί.
Λένε τώρα οι άνθρωποι του Λυκομήδη:
- Τον σκοτώνουμε;
- Και δεν τον σκοτώνουμε;
- Ναι, αλλά πώς;
- Βάστα να δεις.
Ένα πρωινό, λοιπόν, αφού φάγανε καλά, του κάνει μια πρόταση ο Λυκομήδης.
- Θέλεις να σου δείξω τα χώματά σου;
- Βεβαίως.
- Ε, πάμε έναν περιπατάκο να στα δείξω, να χωνέψουμε κιόλας.
Τον ανέβασε, λοιπόν, στο βουνό πάνω από γκρεμό και του ’δειξε.
- Βλέπεις κει κάτου στον κάμπο αριστερά; Ε, αυτά είναι.
Έκανε να ξανακοιτάξει ο Θησέας, τρώει μια κλοτσιά στα πισινά από τον Λυκομήδη, έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκε.
Τον θάψανε στη Σκύρο, άνευ τιμών. Και πολύ αργότερα, μετά τους Μηδικούς Πολέμους, είπε το Μαντείο το αληθινό στους Αθηναίους τούς αληθινούς:
-Να φέρετε τα οστά του και να τα θάψετε στην Αθήνα.
Δύσκολο πράμα, γιατί οι Σκυριανοί ήτανε γομάρια του κέρατά και δεν φιλοξενούσανε άνθρωπο. Και πήγε, παρακαλώ, ο ίδιος ο Κίμων, που τους υποχρέωσε να τον αφήσουνε να τα πάρει και δεν τα έβρισκε - πού να βρεις οστά σε κοτζάμου Σκύρο;
Και λέει τώρα ο Κίμων:
- Εκεί που ’ψαχνα είδα έναν αϊτό κι έσκαβε, και κατάλαβα το θαύμα κι έσκαψα στο ίδιο μέρος, και τα βρήκα. Μάλιστα, τα γνώρισα από το σπαθί του (πού το ’χε δει το σπαθί του Θησέα ο Κίμων .
Οι Αθηναίοι, όμως, ως πάντες οι κουτοί, οι φανατικοί, οι στραβοί και οι ηλίθιοι, το πιστέψανε, διότι ο Θησέας ήτανε ένα είδος αγίου της μυθολογίας.
Έγινε λιτανεία.
Δοξάσανε τον Δία.
Ευλογήσανε τον Κίμωνα.
Φάγανε οι ιερείς μετά της ψυχής τους.
Προσκυνήσανε οι μουστόγριες και τα γυναικάκια, που περιμένουνε πάντα την εξ ύψους καλυτέραν αύριον.
Επωφεληθήκανε οι κολλητηριτζήδες.
Είπανε λόγους οι επίσημοι.
Παίξανε ύμνους οι μουσικές.
Κατουρούσανε στους στύλους τα σκυλιά.
Και τον θάψανε εκεί που είναι το Γυμνάσιο. και τον προπονήσανε, και έγινε ιερός τόπος, μέχρι άσυλο των καταδιωκομένων...
Και σήμερα δεν τα βρίσκεις που να χτυπηθείς χάμου. ως συμβαίνει με πάντας τούς ήρωας.
Α, ναι! Και φάγανε όλοι την παραμύθα τού Κίμωνα. Που ποιος ξέρει τίνος σκελετό να κουβάλησε...