Αὐτὸς εἶναι ὁ θυμὸς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἐπιθυμοῦν νὰ τοὺς καταλάβουν ὅλους, λυποῦνται ὅμως ποὺ δὲν ἠμποροῦν οὔτε κὰν νὰ τοὺς ἐπηρεάσουν ὅλους. «Ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνὴρ τὶς ἐκ τῆς πόλεως». Ἡ μία συμφορὰ πιὸ τρομερὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οἱ δαίμονες κατοικοῦσαν μέσα του καὶ ὁ ἴδιος κατοικοῦσε στὰ μνήματα, ὥστε κατοικώντας ἐκεῖ καὶ συγχρόνως κατοικούμενος νὰ ἀναγκάζεται νὰ συγκατοικῆ μὲ τοὺς νεκρούς.
Μᾶλλον ἦταν καταδικασμένος νὰ ὑπομένη μία ζωὴ βαρυτέρα ἀπὸ τὸν θάνατο. Διότι σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπέρχονται, ὁ θάνατος κλέπτει τὴν αἴσθηση τῶν παθημάτων καὶ ὁ τάφος χαρίζει στοὺς νεκροὺς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ λυπηρά. Ἐνῶ ἐκεῖνος ἦταν μὲν κατὰ τὰ ἄλλα νεκρός, ἐζοῦσε δὲ μόνο τόσον ὅσο νὰ αἰσθάνεται τὴν ταλαιπωρία του καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπ’ αὐτήν. «Καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο». Πόσον ἀλλοπρόσαλλη εἶναι ἡ κακία τοῦ διαβόλου! Τὸν Ἀδάμ, ποὺ ἦταν σωστὰ γυμνός, τὸν ἐνέδυσε μὲ αἰσχύνη. «Καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τᾶς ἐρήμους».
Τὸ πρῶτο μέσον ποὺ ἐχρησιμοποίησε ἡ Πρόνοια ἦταν αὐτό: οἱ δαίμονες, μὴ ὑποφέροντας τὴν λαμπρότητα ἐκείνου ποὺ ἦταν ἐνώπιόν τους, ἐφώναζαν: «Τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ;» Ἀντιδροῦν μόνο στὸ σῶμα ποὺ φαίνεται, μὴ γνωρίζοντας ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι κρυμμένη ἡ θεότης. Διότι πὼς ἠμπορεῖ ὁ δοῦλος νὰ φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί»; Περιφρονοῦν αὐτὸν ποὺ βλέπουν, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν αὐτὸν ποὺ τοὺς βασανίζει.
Αὐτὴν τὴν ἄγνοια ἔδειξεν ὁ διάβολος καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν στὸν Ἰορδάνη. Διότι ἀκούγοντας τὴν φωνὴν τὴν ἐρχομένην ἀπὸ τὸν οὐρανὸν «Οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός», τοῦ ἔλεγε, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε, «εἰ Υἱὸς εἰ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω». Ἐὰν ἐγνώριζε ὅτι ὁμιλεῖ σὲ Θεόν, πῶς προσπαθεῖ νὰ τὸν φοβήση προστάζοντας τὸν νὰ πέση κάτω; Διότι ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζει οὔτε ὕψος οὔτε βάθος.
Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Κεφ. Η. 28 – 34, θ. 1.
Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὸ πέραν, εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, ὑπήντησαν αὐτῶ δυὸ δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεὶν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Και ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες” τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ? Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἠμᾶς; Ἢν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη.
Τὸν καιρῶ ἐκεῖνο, ὅταν ἔφτασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη, στὴν περιοχὴ τῶν Γεργεσηνῶν, τὸν συνάντησαν δυὸ δαιμονισμένοι ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὰ μνήματα, τόσο φοβεροί, ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ δρόμο. Καὶ μὲ κραυγὲς τοῦ ἔλεγαν: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ’ ἐμᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες ἐδῶ νὰ μᾶς βασανίσεις πρὶν τὴν ὥρα μας;» Μακριὰ ἀπ’ αὐτοὺς ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων.