Στήν παροῦσα ἐργασία μας θά ἀναφερθοῦμε στήν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως. Τό ζήτημα εἶναι κρίσιμο καί νευραλγικό καί ἤγειρε πολλές συζητήσεις στήν Ἐκκλησιαστική ἱστορία. Μάλιστα καί στίς ἡμέρες μας ὁρισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι, ἤ θεολογοῦντες, ἰσχυρίζονται ὅτι τό αἰώνιον, τό ἀτελεύτητον τῆς κολάσεως ἀντιβαίνει στήν παναγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μέ τήν ἀσύλληπτη ἀγαθότητά του, ἰσχυρίζονται, στό τέλος θά σώσει, θά ἀποκαταστήσει τούς πάντες. Μέ τήν παροῦσα ἐργασία θέλω νά διατυπώσω ὁρισμένες σκέψεις γιά τήν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως–βασικά ὄχι δικές μου, ἀλλά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί δή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Κατ ̓ἀρχήν το ἀντεπιχείρημα, τῆς ἐλευθερίας τῶν λογικῶν καί αὐτεξουσίων ὄντων, τό ὁποῖο ὄντως στήν κατάσταση πού εὑρισκόμεθα εἶναι δύσληπτο καί δυσκατανόητο. Εἶναι δύσκολο νά κατανοήσουμε τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ «τῶν ἐν τῇ κακίᾳ τό ἄτρεπτον ἐσχηκότων». Γιά νά τήν κατανοήσουμε, ἔστω ἀμυδρῶς, θά ἀναφερθῶ σέ δύο μαρτυρίες δύο συγχρόνων Γεροντάδων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού εἶναι πολύ χαρακτηριστικές καί διαφωτιστικές ὡς πρός τό θέμα τῆς πορώσεως καί διαστροφῆς τῆς ἐλευθερίας τῶν κολασμένων δημιουργημάτων. Πρώτη μαρτυρία εἶναι αὐτή τοῦ π. Ἐφραίμ, τοῦ πρώην ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, τώρα εὑρισκομένου στήν Ἀριζόνα τῆς Ἀμερικῆς. Ἔγραφε ὁ π. Ἐφραίμ πρό τριακονταετίας περίπου: «Ἄκουσε καί ἄλλην διήγησιν παρομοίαν: Ὅταν εἴμεθα εἰς τήν Νέαν Σκήτην, ζῶντος τοῦ Γέροντος μου Ἰωσήφ, μᾶς ἦλθεν ἕνας νεαρός δαιμονισμένος... Ὁ νέος αὐτός εἶχε δαιμόνιον γυναικός τοῦ δρόμου. Ὅταν τόν ἔπιανε ἄλλαζεν τήν φωνή του ὡς φωνή κοινῆς γυναικός καί ἔλεγε περί ὧν “αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν” κατά τόν Ἀπόστολον. Ἦτον τήν τέχνην βαρελοποιός. Ἀφήνομεν τό ὄνομά του. Ἔμεινε λοιπόν εἰς τήν Συνοδείαν μας ἀρκετόν καιρόν καί τίς ὧρες ἐργασίας ἤρχετο εἰς τό ἐργόχειρον νά βοηθῆ ὅ,τι ἠμποροῦσε. Τήν τρίτην ἡμέραν μοῦ λέγει: -Πάτερ, δέν μέ μαθαίνεις καί ἐμένα νά κάμω σφραγίδια; Αὐτά τά βαρέλια πού κάνω εἶναι βαριά δουλειά. Καί ἔχω καί αὐτόν ἐδῶ μέσα μου, συνεχῶς μέ καταρρακώνει. – Νά σέ μάθω, ἀδελφέ μου, νἆναι εὐλογημένον! –Νά, ἔτσι καί ἔτσι θά κάνης. Τά ἐργαλεία εἶναι ἐδῶ· τά ξύλα ἐκεῖ· τά δείγματα μπροστά σου· σ ̓ αὐτόν τόν πάγκο θά ἐργάζεσαι. Μόνον πού, καθώς βλέπεις ἐδῶ στήν Συνοδεία ὅλοι οἱ πατέρες δέν ὁμιλοῦν, λέγουν πάντοτε τήν “εὐχή”. Λέγοντας αὐτά ἤθελα νά ἀποφύγω ὅσον τό δυνατόν τήν ἀργολογίαν καί τόν μετεωρισμόν μου εἰς τήν προσευχήν. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο μοῦ ἐγεννήθηκε ἐκείνην τήν στιγμήν: Ἆραγε, συλλογίσθηκα, οἱ δαιμονιζόμενοι ἠμποροῦν νά λέγουν τήν “εὐχήν”; Λοιπόν ἐπιάσαμε τό ἐργόχειρον καί τήν εὐχήν. Δέν ἐπέρασαν λίγα λεπτά καί ἄναψε ὁ δαίμονας μέσα του. Ἄλλαξε τήν λαλιάν του καί ἄρχισε νά φωνάζη, νά αἰσχρολογῆ, νά ἀπειλῆ, νά ὑβρίζη. –Σκᾶσε κασίδη! Ἔλεγε ἀπό μέσα. Σκᾶσε! Παῦσε αὐτό τό μουρμουρητό! Τί λές καί λές τά ἴδια λόγια συνέχεια. Παράτα αὐτές τίς λέξεις. Μέ ζάλισες. Καλά εἶμαι μέσα σου. Τί θέλεις καί μέ ἀναστατώνεις;
Εἶπε κάμποσα ἔτσι. Τόν ἐπαίδευσε. Τόν ἄφησε. –Εἶδες τί μοῦ κάνει; μοῦ λέγει ὁ κακόμοιρος. Νά, αὐτά τραβῶ συνέχεια. -Ὑπομονή, ἀδελφέ μου, τοῦ λέγω· ὑπομονή! Μήν τοῦ δίνεις σημασία. Δέν εἶναι ἰδικά σου αὐτά, νά στεναχωρῆσαι. Ἐσύ φρόντισε τήν εὐχή.
Σχολάσαμε τό ἐργόχειρο καί πηγαίναμε πρός τόν Γέροντα. Καί πηγαίνοντας μοῦ λέγει· -Πάτερ, νά κάμω μιάν εὐχή καί γι ̓ αὐτόν πού ἔχω ἐδῶ μέσα μου, νά τόν ἐλεήση καί αὐτόν ὁ Θεός; Ἔ, τί ἧταν νά τό πῇ αὐτό ὁ ταλαίπωρος! Παρευθύς τόν πιάνει τό δαιμόνιο, καί τόν σηκώνει ἐπάνω, καί τόν βροντάει κάτω· ἐταράχτηκε ὁ τόπος. Ἀλλάσσει τήν γλῶσσα του καί τόν ἀρχίζει· -Σκᾶσε κασίδηηηηη! Σκᾶσε, σοῦ εἶπα. Τί εἶναι αὐτά πού λές; Τί ἔλεος; Ὄχι ἔλεος! Δέν θέλω ἔλεος! Ὄχι! Τί ἔκανα νά ζητῶ ἔλεος; Εἶναι ἄδικος ὁ Θεός! Γιά μιά μικρή ἁμαρτία, γιά μιά ὑπερηφάνεια, μέ ἐξώρισε ἀπό τήν δόξαν μου. Δέν φταῖμε ἐμεῖς. Αὐτός φταίει! Αὐτός νά μετανοήση! Ὄχι ἐμεῖς! Μακρυά ἀπό ἔλεος!
Τόν ἐπαίδευσε πολύ· τόν ἄφησε ράκος. Ἐγώ ἔφριξα εἰς τά λεγόμενα τοῦ δαίμονος. Καί ἐκατάλαβα διά πείρας εἰς ὀλίγα λεπτά, ὅσα θά ἧταν ἀδύνατον νά καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία».[7] Ἡ δεύτερη μαρτυρία εἶναι ἕνα θαυμαστό ὅραμα πού εἶδε ὁ γέρων Ἀρσένιος ὁ Γρηγοριάτης, ὅταν παρεκάλεσε τόν Θεό γιά τήν σωτηρία τοῦ Ἰούδα: «Ἐπί ὀκτώ χρόνια προσευχόταν νά τοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός ἄν σώθηκε ἡ εὐεργέτις του, ἡ δεκαεξάχρονη Ζωή πού ἐκοιμήθη φυματική. Τό αἴτημα εἶχε κί ἄλλες προεκτάσεις περί τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, πού συνοψίζονταν στήν ἱκεσία: “Θεέ μου πολυεύσπλαγχνε, ὅταν σώσης ὄχι μόνο τή ψυχή τῆς δούλης Σου, ἀλλά καί τόν Ἰούδα ἄν θελήσης νά βγάλης ἀπό τήν κόλασι, ποιός θά εἶναι ἐκεῖνος πού θά σέ ἐλέγξη;”...Εἰσῆλθε (ὁ π. Ἀρσένιος) σέ ἕνα σκοτεινό ὑπόγειο, ὅπου κολάζονταν ψυχές ἀσεβῶν καί ἀπίστων, ψυχές πού θεληματικά ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε τίς συμβουλές. Τούς παρότρυνε σέ μετάνοια ἐπικαλούμενος τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού θά τούς ἔσωζε μέ ἕνα “Κύριε ἐλέησον”. Ἄρχιζαν τότε ὅλοι νά φωνάζουν νά σταματήση. Ὁ π. Ἀρσένιος τούς παρακάλεσε πάλι καί πάλι. Δέν ἤθελαν κἄν νά ἀκούσουν τό φοβερό ὄνομα τοῦ Κυρίου Σαββαώθ. Οὔτε κἄν ἕνα θαῦμα ἀπό τόν οὐρανό ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν. Οὔρλιαζαν φρικτά, καί τό ὑπόγειο σκοτείνιασε ἀκόμη περισσότερο. Λίγο πρίν βγῆ ἀπό κεῖ μέσα ὁ π. Ἀρσένιος πανικόβλητος, τούς φώναξε: “Ἡ ἀπιστία σας ἐπί τῆς κεφαλῆς σας”. Ὅταν συνῆλθε, βρέθηκε στό κελλί του, καί ἔμεινε ἐκστατικός ὥρα πολλή, ἑρμηνεύοντας τό σωτηριῶδες ὅραμα, ἐκ τῶν ὑστέρων: Δέν εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος πού δέν θέλει τήν σωτηρία τῶν κολασμένων, ἀλλά ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι ἔπαθαν ψυχική διαστροφή ἐξ αἰτίας τῆς ἀμετανοησίας τους (δηλαδή βλασφημίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) καί παραμένουν γιά πάντα ἀμετανόητοι, ἀσυγχώρητοι καί αὐτοτιμωρούμενοι. Ἔτσι ἔλαβε ἀπάντησι καί γιά τόν Ἰούδα, πού ἐξέλεξε τό σκότος ἀντί γιά τό φῶς, καί χρησιμοποίησε τό θεῖο δῶρο τῆς ἐλευθερίας του ὡς μαχαίρι γιά τήν ψυχική καί σωματική του αὐτοκτονία».[8]
Ἀπό τίς μαρτυρίες αὐτές παίρνουμε μία ἰδέα τῆς διαστροφῆς τοῦ αὐτεξουσίου τῶν κολασμένων ὄντων. Ὁ Θεός ἐξάπαντος σέβεται τήν ἐλευθερία τῶν πλασμάτων του καί οὐδέποτε τήν καταλύει, σώζοντας ἄκοντας τούς κολασμένους. Οἱ κολασμένοι εἶναι πού δέν θέλουν τή σωτηρία τους καί τό ἀεί εὖ εἶναι καί ὄχι ὁ Θεός. Προτιμοῦν μέ ἕνα ἀθεράπευτο διαβολικό πεῖσμα τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν κατάσταση τοῦ ἀεί φεῦ εἶναι. «Καὶ ἐν μὲν τῷ βίῳ τούτῳ οἰκονομία τίς ἐστι καὶ κυβέρνησις καὶ πρόνοια ἄρρητος πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν καλοῦσα τοὺς ἁμαρτάνοντας, μετὰ δὲ θάνατον οὐκέτι τροπή, οὐκέτι μετάνοια, οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν –, ἀλλ ̓ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται».[9] Γιατί ὅμως ἡ ἐλευθερία διαστρέφεται σέ τέτοιο, ἀμετάβλητο, βαθμό; Κατά τόν ἱερό Δαμασκηνό ἡ αὐτεξουσιότητα, ἡ ἐλευθερία δηλαδή, ἄλλως νοεῖται ἐπί τοῦ Θεοῦ, ἄλλως ἐπί τῶν ἀγγέλων καί ἄλλως ἐπί τῶν ἀνθρώπων. Στόν Θεό “ὑπερουσίως” - οὐδεμία ἄλλη πληροφορία δίδει ὁ Δαμασκηνός. Στόν ἄγγελο συμπίπτει χρονικῶς ἡ ἐκλογή τῆς πράξεως μέ τήν ἕξη - οὐδόλως παρεμβάλλεται χρόνος μεταξύ αὐτῆς καί ἐκείνης. Ὁ ἄγγελος ἄλλωστε ἔχοντας φυσικῶς τό αὐτεξούσιο, τό χρησιμοποιεῖ ἀνεμποδίστως, χωρίς νά ἀντιμετωπίζει σωματικά πάθη καί τόν ἔξωθεν προσβάλλοντα, ἤγουν τόν πειραστή. Στόν ἄνθρωπο λόγῳ τῆς ἔξωθεν προσβολῆς καί τοῦ βάρους τοῦ σώματος προηγεῖται ἡ ἕξη καί ἀκολουθεῖ ἡ πράξη: «Δεῖ δέ εἰδέναι, ὡς αὐτεξουσιότης ὁμωνύμως λέγεται, ἄλλως μέν ἐπί θεοῦ, ἄλλως ἐπί ἀγγέλων, καί ἄλλως ἐπί ἀνθρώπων, ἐπί θεοῦ μέν γάρ ὑπερουσίως, ἐπί δέ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης τῇ ἕξει τῆς προχειρίσεως καί παρενθήκην ὅλως χρόνου μή παραδεχομένης (ἔχων γάρ φυσικῶς τό αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως τούτῳ κέχρηται, μηδέ τήν ἐκ σωμάτων ἀντιπάθειαν ἔχων μηδέ τόν προσβάλλοντα), ἐπί δέ ἀνθρώπων ὡς χρονικῆς τῆς ἕξεως προεπινουμένης τῆς ἐγχειρήσεως· αὐτεξούσιος μέν γάρ ἐστιν ὁ ἄνθρωπος καί φυσικῶς ἔχει τό αὐτεξούσιον, ἔχει δέ καί τήν ἐκ τοῦ διαβόλου προσβολήν καί τήν τοῦ σώματος κίνησιν. Διά οὖν τήν προσβολήν καί τό βάρος τοῦ σώματος ἐφυστερίζει ἡ προχείρησις τῆς ἕξεως».[10] Ὁ ἄγγελος εἶναι ἀνεπίδεκτος μετανοίας, ἐπειδή εἶναι ἀσώματος, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἄνθρωπο πού εἶναι δεκτικός μετανοίας ἐξ αἰτίας τῆς σωματικῆς του ἀσθενείας. «Ἀνεπίδεκτος μετανοίας, ὅτι καί ἀσώματος· ὁ γάρ ἄνθρωπος διά τήν τοῦ σώματος ἀσθένειαν τῆς μετανοίας ἔτυχεν.»[11] Τό σῶμα εἶναι αὐτό πού καθιστᾶ δυνατή τήν μετάνοια στόν ἄνθρωπο. Ἡ ἔλλειψη σώματος καθιστᾶ ἀδύνατη τήν μετάνοια στούς ἀγγέλους. Οἱ δύο παράγοντες πού καθιστοῦν δυνατή τήν μετάνοια εἶναι ἡ σωματικότητα καί ἡ χρονικότητα. Στόν ἄνθρωπο ἐνυπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς μετανοίας ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ σώματος καί τοῦ χρόνου, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἰδιάζουσα σέ αὐτόν ἔννοια τοῦ αὐτεξουσίου. Μετά τό θάνατο λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ὑφίστανται πλέον οἱ δύο αὐτοί παράγοντες, τό σῶμα καί ὁ χρόνος, ἡ μετάνοια εἶναι ἀδύνατη καί ὑφίσταται τό ἄτρεπτον τῆς καταστάσεως στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος.
Μάλιστα ἡ ἀποδοχή τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁδηγεῖ στήν ἀποδοχή ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Κολαστής, ὁ ὑπεύθυνος ἤ ὁ αἴτιος ἤ ὁ αὐτουργός τῆς κολάσεως, καί ὄχι ἡ διαστροφή τῆς ἐλευθερίας τῶν, οἰκειοθελῶς, ἀνιάτων ὄντων.Ὑπενθυμίζουμε: «...οὐ τοῦ θεοῦ κόλασιν ποιήσαντος, ἀλλὰ ἡμῶν ἑαυτοῖς τὴν κόλασιν εὐτρεπισάντων, ἐπεὶ οὐδὲ θάνατον ὁ θεὸς ἐποίησε, ἀλλ ̓ ἡμεῖς ἑαυτοῖς τοῦτον ἐπεσπασάμεθα» (Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὅ.π.) Ἡ ἀποκατάσταση τῶν πάντων δέν ἐξαίρει τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ὅσο καί ἄν φαίνεται παράδοξο, τήν καταστρατηγεῖ! Μάλιστα συγγενεύει κατά κάποιο τρόπο μέ τήν περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης διδασκαλία τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας. Ὁ Θεός θά ἀποκαταστήσει τά κολασμένα πλάσματά του, ἀφοῦ πρῶτα ἱκανοποιηθεῖ ἡ τρωθεῖσα δικαιοσύνη του!
Μπορεῖ βέβαια κανείς νά προβάλει τό ἐπιχείρημα γιατί ὁ Θεός νά δημιουργήσει ὄντα, τά ὁποῖα, οἰκείᾳ ὑπαιτιότητι βεβαίως, θά κολασθοῦν αἰωνίως; Αὐτό δέν ἀντιβαίνει καί δέν καταλύει τήν παναγαθότητά του; Ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀπαντᾶ στήν ἔνσταση αὐτή ὡς ἑξῆς: Ἡ πράξη τῆς δημιουργίας εἶναι ἀγαθή πράξη τοῦ Θεοῦ. Ὁ κολασμός εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας τῶν δημιουργημένων ὄντων. Ἐάν ὁ Θεός δέν τούς δημιουργοῦσε ἐξ αἰτίας τῆς κακίας των, ἡ κακία τῶν δημιουργημάτων θά ἐξουδετέρωνε τήν ἀγαθότητα τοῦ Δημιουργοῦ: «Ὁ Θεός δι ̓ἀγαθότητα ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παράγει τά γιγνόμενα καί τῶν ἐσομένων προγνώστης ἐστίν. Εἰ μέν οὖν ἔμελλον ἔσεσθαι, οὐδ ̓ἄν κακοί ἔμελλον ἔσεσθαι οὐδ ̓ἄν προεγιγνώσκοντο. Τῶν γάρ ὄντων αἱ γνώσεις, καί τῶν πάντως ἐσομένων αἱ προγνώσεις· πρῶτον γάρ τό εἶναι, καί τότε καλόν ἤ κακόν εἶναι. Εἰ δέ μέλλοντας ἔσεσθαι διά τήν τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα τό κακούς ἐξ οἰκείας προαιρέσεως μέλλειν ἔσεσθαι ἐκώλυσεν αὐτούς γενέσθαι, τό κακόν ἐνίκα ἄν τήν τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα. Ποιεῖ τοιγαροῦν ὁ Θεός ἀγαθά ἅπαντα, ἅ ποιεῖ· ἕκαστος δέ ἐξ οἰκείας προαιρέσεως καλός τε καί κακός γίνεται. Εἰ καί τοίνυν ἔφη ὁ Κύριος· “Συνέφερε τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, εἰ οὐκ ἐγεννήθη”, οὐ τήν οἰκείαν κτίσιν κακίζων ἔλεγε, ἀλλά τήν ἐξ οἰκείας προαιρέσεως καί ῥαθυμίας ἐπιγενομένην τῷ κτίσματι αὐτοῦ κακίαν».[12]
Β) Εἰσερχόμεθα στό δεύτερο ἀντεπιχείρημα, τό ζήτημα τῆς αἰωνιότητος τῆς κολάσεως προσέκρουσε στό λεγόμενο ὀντολογικό ἐπιχείρημα: ὁ Ὠριγένης καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀδυνατοῦσαν νά συμβιβάσουν τήν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως μέ τήν ὑπόληψη ὅτι τό κακό εἶναι προσωρινό καί πρόσκαιρο ἀκριβῶς ἐπειδή στερεῖται ὀντότητος. Τό κακό κατ ̓οὐσίαν εἶναι μή ὄν, ἄρα δέν μπορεῖ νά ἔχει αἰώνια ὕπαρξη. Ἑπομένως καί ἡ κόλαση δέν εἶναι αἰώνια, ἀλλά ἔχει “προσωρινό” χαρακτῆρα.
Τό ἐπιχείρημα ὅμως αὐτό προσκρούει σέ δύο ἀντεπιχειρήματα. Α) Ἡ κόλαση δέν συνιστᾶ κακόν, ἀλλά ἀναίρεση τοῦ κακοῦ. Β) Στήν σκλήρυνση καί πόρωση τῆς ἐλευθερίας τῶν αὐτεξουσίων ὄντων (ἐκπεσόντων ἀγγέλων καί κολασμένων ἀνθρώπων).
Α) Κατά τόν Δαμασκηνό ἡ κόλαση δέν εἶναι κακό. Κακό εἶναι νά κάνουμε τούς ἑαυτούς μας ἀξίους τῆς κολάσεως. Μάλιστα ἡ κόλαση, ὡς ἐξορίζουσα τό κακό, εἶναι καλό. «Εἰ κακὸν ἡ κακία, καλὸν ἡ κόλασις τοῦτο ἐξορίζουσα... οὐ γὰρ ἡ κόλασις κακή, ἀλλὰ τὸ ἄξιον ἑαυτὸν ποιῆσαι κολάσεως».[1] Ἡ κόλαση εἶναι καλό, ἐπειδή καταργεῖ τό κακό. Τό καταργεῖ μέ τήν ἑξῆς ἔννοια: στόν μέλλοντα αἰώνα ὁ Θεός θά εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσι καί δέν θά ὑφίσταται ἡ ὕλη τῆς κακίας, δηλαδή ἡ βρώση, ἡ πόση, ἡ σαρκική ἡδονή, τά χρήματα, ἡ ἀδικία κ.λ.π., ὥστε νά μπορεῖ νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ κακία. Ἔτσι οἱ κολασμένοι ὡς ἔχοντες τήν ἐπιθυμία τῆς κακίας καί μή δυνάμενοι νά τήν ἱκανοποιήσουν θά ὀδυνῶνται, καθόσον ἡ ἀνικανοποίητη ἐπιθυμία δίκην πυρός θά τούς κατακαίει. «Εἰ δὲ λέγετε, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ (ἐνν. τῷ Ἰούδᾳ) μὴ γενέσθαι ἤπερ γενέσθαι καὶ κολασθῆναι ἀτελευτήτως, φαμέν, ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται. Οὐδὲ γὰρ ἐσθίομεν οὐδὲ πίνομεν οὐδὲ ἐνδυόμεθα οὐδὲ γαμοῦμεν οὐδὲ πλουτοῦμεν οὐδὲ φθόνος ἰσχύει οὐδὲ τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Ἑπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται. Οἱ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ, τουτέστι
μόνου τοῦ θεοῦ, ἐπιθυμοῦντες, τοῦ ὄντος καὶ ἀεὶ ὄντος, καὶ τυγχάνοντες εὐφραίνονται κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν, καθ ̓ ἣν τυγχάνουσι τοῦ ἐπιθυμουμένου».[2] Ἡ κόλαση ἑπομένως δέν εἶναι τό αἰώνιον βασίλειον τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ὁ τόπος καί ὁ τρόπος ἀναιρέσεως τοῦ κακοῦ, κατά τρόπον ὅμως ἀνόνητον γιά τούς κολασμένους.
Ἡ Κόλαση καί ὁ Παράδεισος θά εἶναι λοιπόν ἀστοχία ἤ ἐπίτευξη τῆς ἐπιθυμίας ἀντιστοίχως. Οἱ ἐπιθυμοῦντες τοῦ Θεοῦ θά εὐφραίνονται, ἐπειδή θά ἱκανοποιεῖται ἡ ἐπιθυμία τους, καθόσον ὁ Θεός θά εἶναι, ὅπως ἐσημειώθη, τά πάντα ἐν πᾶσι, οἱ δέ ἐπιθυμοῦντες τήν κακία καί τήν ἁμαρτία θά ὀδυνῶνται, ἐπειδή ἡ ἐπιθυμία τους δέν θά ἱκανοποιεῖται καί ὡς πῦρ θά τούς καταφλέγει. Ἔτσι ὁ Θεός εἶναι ἀνεύθυνος τῆς κολάσεως. Σ ̓ ὅλους θά παρέχει τά ἀγαθά του, ἀλλ ̓ ἕκαστος ἀναλόγως τῆς δεκτικότητός του θά τά ἀπολαμβάνει ἤ ὄχι. «Ὁ θεὸς καὶ τῷ διαβόλῳ ἀεὶ παρέχει τὰ ἀγαθά, ἀλλ ̓ ἐκεῖνος οὐ θέλει λαβεῖν. Καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι πᾶσιν δίδωσι ὁ θεὸς τὰ ἀγαθά· πηγὴ γάρ ἐστι τῶν ἀγαθῶν πᾶσι βρύουσα τὴν ἀγαθότητα, ἕκαστος δέ, καθὼς ἑαυτὸν κατεσκεύασε δεκτικόν, μετέχει τοῦ ἀγαθοῦ. Ἐνταῦθα μὲν οὖν περὶ ἄλλα τὴν ὄρεξιν ἔχοντες καὶ ἐπιτυγχάνοντες κἂν ποσῶς ἡδώμεθα, ἐκεῖσε δέ, ὅταν “ὁ θεὸς εἴη τὰ πάντα ἐν πᾶσι”, μὴ βρώσεως οὔσης, μὴ πόσεως μηδέ τινος σαρκικῆς ἡδονῆς μηδέ τινος ἀδικίας οἱ μηδὲ τὰς συνήθεις ἡδονὰς ἔχοντες μηδὲ τῶν ἐκ θεοῦ δεκτικοὶ ὄντες ὀδυνῶνται ἀνηκέστως, οὐ τοῦ θεοῦ κόλασιν ποιήσαντος, ἀλλὰ ἡμῶν ἑαυτοῖς τὴν κόλασιν εὐτρεπισάντων, ἐπεὶ οὐδὲ θάνατον ὁ θεὸς ἐποίησε, ἀλλ ̓ ἡμεῖς ἑαυτοῖς τοῦτον ἐπεσπασάμεθα».[3] Ἡ κόλαση κατ ̓οὐσίαν εἶναι ἐφεύρημα τῶν λογικῶν ὄντων. Ἡ καταδικαστική ψῆφος δέν εἶναι τόσο τοῦ Θεοῦ – εἶναι βεβαίως καί τοῦ Θεοῦ – ὅσο εἶναι τῶν ἰδίων τῶν αὐτοκολαζομένων ὄντων. Ὁ Θεός σεβόμενος τήν ἐλευθερία των προσυπογράφει καί ἐπικυρώνει τήν ἀρνητική ἀπόφασή τους, τήν ἀμετάβλητη ἀπόφασή τους νά μείνουν αἰωνίως ἐκτός τοῦ Θεοῦ. Ὁ π. Πορφύριος λέγει ἐπ ̓ αὐτοῦ: «Ζωή χωρίς Χριστό εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δέν εἶναι ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μή ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἤ θά εἶσαι στή ζωή ἤ στό θάνατο. Ἀπό σένα ἐξαρτᾶται νά διαλέξεις».[4] Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία (617 e) διατυπώνει παρομοία ἄποψη γιά τήν μεταθανάτια ζωή: ἡ εὐθύνη τῆς ἐκλογῆς βαραίνει τό ἄνθρωπο καί ὄχι τόν Θεό. «Ἀνάγκης θυγατρός κόρης Λαχέσεως λόγος. Ψυχαί ἐφήμεροι, ἀρχή ἄλλης περιόδου θνητοῦ γένους θανατηφόρου. Οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ ̓ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε. Πρῶτος δ ̓ ὁ λαχών πρῶτος αἱρείσθω βίον ᾧ συνέσται ἐξ ἀνάγκης. Ἀρετή δέ ἀδέσποτον, ἥν τιμῶν καί ἀτιμάζων πλέον καί ἔλλατον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. Αἰτία ἑλομένου· θεός ἀναίτιος». Μετάφραση (Κωνσταντίνου Γεωργούλη): « Τῆς κόρης πού τή λένε Λάχεσι κι ̓ ἔχει μάνα τήν Ἀνάγκη λόγος! Ψυχές ἐφήμερες! Ἀρχίζει γιά τό θνητό γένος μιά ἄλλη περίοδος πού τέρμα της θά εἶναι ὁ θάνατος. Δέν θά σᾶς πάρη μέ τόν κλῆρο ὁ δαίμονας σας, ἀλλά ἐσεῖς θά διαλέξετε τό δαίμονά σας· ὅτινος ὁ κλῆρος πρῶτος λάχη, πρῶτος νά διαλέξη τή ζωή πού ἀναγκαστικά θά ζήση. Ἡ ἀρετή δέν εἶναι ἰδιοκτησία κανενός, ἡ μετοχή πού θά ἔχη κανείς ἐπάνω σ ̓ αὐτή θά εἶναι μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ἀνάλογα μέ τήν ἐκτίμηση ἤ τήν περιφρόνηση πού θά δείξη ἀπέναντί της. Ἡ εὐθύνη πέφτει σ ̓ αὐτόν πού κάνει τήν ἐκλογή· ὁ θεός εἶναι ἀνεύθυνος».[5]
Σημειωτέον δέ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά του, εἶναι Παράδεισος γιά τούς σεσωσμένους καί Κόλαση γιά τούς κολασμένους. Οἱ μέν σεσωσμένοι θά βιώσουν τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὡς δροσοβόλο χάρη, ὡς ὑετίζουσα φλόγα, ἐνῶ οἱ κολασμένοι ὡς ἀδιαπέραστο ζόφο, ὡς πῦρ καταναλῖσκον. Ὁ Σέρβος Ἐπίσκοπος π. Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς γράφει: «Μία καί ἡ αὐτή ἐνέργεια καί χάρις, ἕν καί τό αὐτό φῶς τῆς Τριάδος, ἐπιδρᾷ ἐπί μέν τῶν δεκτικῶν αὐτοῦ ὡς φωτισμός καί θεοφάνεια, ἐπί δέ τῶν ἀνεπιδέκτων αὐτοῦ ὡς σκότος ἀδιαπέραστον (ἐνῷ εἰς τήν πραγματικότητα οἱ ἴδιοι, ὄντες αὐτάρκεις καί ἀνέραστοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδιαπέραστοι διά τάς ἀκτῖνας τοῦ θείου φωτός) ἤ πῦρ τι ἀφεγγές καί βασανιστικόν δι ̓ αὐτούς, μόνον δι ̓ αὐτούς. Συνελόντ ̓ εἰπεῖν, τό φῶς τῆς θεοπτίας καί τό πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι μία καί ἡ αὐτή ἐνέργεια ἤ χάρις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διαφορά εὑρίσκεται ἐν τῷ τρόπῳ ἤ ἐν τῇ δυνατότητι εἰσδοχῆς καί βιώσεως αὐτῆς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων»[6]. Ἄλλωστε τό ἄν τό πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι κτιστό ἤ ἄκτιστο ἦταν ζήτημα συζητήσεως μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπεστήριζαν ὅτι τό πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι ἄκτιστο, οἱ Λατῖνοι κτιστό. Δέν ὑπάρχει λοιπόν κανείς τόπος ἔρημος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ – οὔτε ἡ κόλαση. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι Παράδεισος γιά τούς δικαίους καί Κόλαση γιά τούς ἀδίκους.
Ἡ κόλαση λοιπόν εἶναι ἐπιγέννημα τῆς διαστροφῆς τῆς ἐλευθερίας ὁρισμένων πλασμάτων τοῦ Θεοῦ καί εἶναι αἰωνία. Ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ κόλαση ἔχει τέλος κατά τόν Μ. Βασίλειο εἶναι ἐφεύρημα καί μεθοδεία τῶν πονηρῶν δαιμόνων: «Τοῦ οὖν Κυρίου ποτέ μέν ἀποφαινομένου, ὅτι ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, ποτέ δέ ἐκπέμποντός τινας εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ̇ καί ἄλλοτε ὀνομάζοντος γέεναν πυρός, καί ἐπιφέροντος, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ, καί τό πῦρ οὐ σβέννυται ̇ καί ἔτι πάλαι διά τοῦ προφήτου περί τινων προειρηκότος, ὅτι ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτήσει, καί τό πῦρ αὐτῶν οὐ σβεσθήσεται ̇ τούτων καί τῶν τοιούτων πολλαχοῦ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς κειμένων, ἕν καί τοῦτο τῆς μεθοδείας τοῦ διαβόλου, τούς πολλούς τῶν ἀνθρώπων, ὥσπερ ἐπιλαθομένους τῶν τοσούτων καί τοιούτων τοῦ Κυρίου ρημάτων καί ἀποφάσεων, τέλος κολάσεως εἰς τό μάλλον κατατολμᾷν τῆς ἁμαρτίας ἑαυτοῖς ὑπογράφειν. Εἰ γάρ τῆς αἰωνίου κολάσεως ἔσται ποτέ τέλος, τέλος ἕξει πάντως καί ἡ αἰώνιος ζωή. Εἰ δέ ἐπί τῆς ζωῆς τοῦτο νοῆσαι οὐ καταδεχόμεθα, ποῖον ἔχει λόγον τῇ κολάσει τῇ αἰωνίῳ τέλος διδόναι; ἡ γάρ τοῦ αἰωνίου προσθήκη ἐφ ́ ἑκατέρων ἴσως κεῖται. Ἀπελεύσονται γάρ, φησίν, οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον ̇ οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον. Τούτων οὖν οὕτως ὁμολογουμένων, εἰδέναι χρή, ὅτι καί τό, Δαρήσεται πολλάς, καί τό, Δαρήσεται ὀλίγας, οὐχί τέλος, ἀλλά διαφοράν κολάσεως δηλοῖ. Εἰ γάρ ὁ Θεός δίκαιος κριτής ἐστίν, οὐ μόνον τοῖς ἀγαθοῖς, ἀλλά καί τοῖς πονηροῖς, ἀποδιδούς ἑκάστῳ κατά τήν πράξιν αὐτοῦ, δύναται εἶναι ὁ μέν τις πυρός ἀσβέστου ἄξιος, καί τούτου ἤτοι μαλακωτέρου, ἤ μάλλον φλέγοντος ̇ ὁ δέ τις σκώληκος ἀτελευτήτου, καί τούτου πάλιν ἤ πραότερον ὀδυνῶντος, ἤ σφοδρότερον κατά τήν ἀξίαν ἑκάστου ̇ καί ἄλλος γεένης διάφορα ἐχούσης τά κολαστήρια ̇ καί ἕτερος τοῦ ἐξωτέρου σκότους, ἔνθα ὁ μέν τις ἐν κλαυθμῷ μόνον, ὁ δέ τι καί ἐν βρυγμῷ τῶν ὀδόντων διά τό ἐπιτεταμένον τῶν πόνων γίνεται. Καί τό ἐξώτερον δέ σκότος ὑποφαίνει πάντως εἶναι τι καί ἐσώτερον. Καί τό, εἰς πυθμένα ᾅδου, ἐν Παροιμίαις εἰρημένον δηλοῖ, ὅτι εἰσί τινες ἐν τῷ ᾅδῃ μέν, οὐκ, ἐν πυθμένι δέ ᾅδου, κουφοτέραν ὑπομένοντες τήν κόλασιν».[13] Ὁμοίως καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀποφαίνεται: «Αἰωνία ἡ κόλασις οὐ θανάτου προσδοκία ̇ ἀθάνατος γάρ ἡ τιμωρία καί τά σώματα τά κολαζόμενα ἀθάνατα» (PG 55, 249).
Σημειώσεις
[1] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων 49, 1-3, ἔκδοση B. Kotter, τόμος IV, Βερολῖνο 1981, σ. 377.
[2] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων 36, 7-18, ἔκδοση B. Kotter, τόμος IV, Βερολῖνο 1981, σ. 373.
[3] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων 71, 1-4, ἔκδοση B. Kotter, τόμος IV, Βερολῖνο 1981, σ. 389
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004, σελ. 2192
[5] Πλάτωνος Πολιτεία, εἰσαγωγή- ἑρμηνεία-σημειώσεις Κ. Δ. Γεωργούλη, τρίτη ἔκδοσις, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα χ.χ.,σελ. 330
[6] Εἰρηναίου Μπούλοβιτς, Τό μυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας κατά τόν ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τόν Εὐγενικόν, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 465
[7] Ἀρχιμ. Ἐφραίμ Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Φιλοθέου, “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με- Κεφάλαια περί προσευχῆς”, στή Σύναξη, τεῦχος 10, Ἄνοιξη 1984, σσ. 45-46
[8] Ἱερομονάχου Ἀρτεμίου Γρηγοριάτου, “Μοναχός Ἀρσένιος Γρηγοριάτης”, στό Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔτος 1992, τεῦχος 17, σσ. 95 καί 96-97
[9] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων 75, 5-9, ἔκδοση B. Kotter, τόμος IV, Βερολῖνο 1981, σ. 391
[10] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, νη ́122-132, ἔκδοση B. Kotter, τόμος ΙΙ, Βερολῖνο 1973, σ. 142
[11] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, ιζ ́20-21, ἔκδοση B. Kotter, τόμος ΙΙ, Βερολῖνο 1973, σ. 46
[12] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, ϙδ ́ 3-12, ἔκδ. B. Kotter, τόμος II, Βερολῖνο 1973, σσ. 221-222
[13] Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι τῶν κατ ́ ἐπιτομήν, PG 31, 1264C - 1265B
Φώτιος Σχοινᾶς
πηγή: Αντίφωνο