Καί στή θάλασσα, ὅταν ξεσηκώνεται φουρτούνα, πάντοτε στενοχωροῦνται ὅλοι οἱ ταξιδιῶτες. Μετά ὅμως, ἀφοῦ καταλαγιάσει ἡ θάλασσα, χαίρονται καί εὐχαριστοῦνται νά διηγοῦνται μεταξύ τους τά γεγονότα. Εἶναι ὠφέλιμο, ἀδελφοί μου, ὅπως πάντα σᾶς λέω, καθετί νά τό ἀναφέρουμε στό Θεό καί νά λέμε ὅτι τίποτα δέν γίνεται χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ἔστω καί ἄν ἀκόμα ὑπάρχει κάποια ἐξωτερική αἰτία, νά λέμε: «Γνώριζε ὁ Θεός ὅτι ἔτσι εἶναι καλό καί συμφέρον καί ἔτσι ἔκανε».
Τό ὅτι βρισκόμαστε στόν κόσμο αὐτόν, ἀδελφοί μου, εἶναι μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἀγνοοῦμε ὅσα συμβαίνουν ἐκεῖ, θεωροῦμε πολύ βαριά τά ἐδῶ. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι. Δέν ξέρετε τί λέει στό Γεροντικό; Ρώτησε κάποιος ἀδελφός, πολύ ἐπιμελής καί δραστήριος στά πνευματικά, ἕνα Γέροντα λέγοντας: «Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ τό θάνατο».
Ὅταν ὅμως χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα, μένει μόνο ἡ ψυχή μέ τά πάθη της καί τιμωρεῖται πάντοτε ἀπ᾿ αὐτά, παραμένοντας σ᾿ αὐτά καί ὑποφέροντας ἀπό τήν ἐνόχλησή τους σάν νά βρίσκεται σέ καμίνι, καί καταξεσχίζεται ἀπ᾿ αὐτά, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά φέρνει στό νοῦ της οὔτε τόν ἴδιο τό Θεό. Γιατί καί μόνον ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παρηγορεῖ τήν ψυχή, ὅπως λέει καί στόν Ψαλμό:
«Ἔφερα στό νοῦ μου τό Θεό καί εὐφράνθηκα» (Ψαλμ. 76:4)3.
Οὔτε καί αὐτό ὅμως δέν τό ἐπιτρέπουν τά πάθη.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἐμπαθή ψυχή.
Πάντοτε βασανίζεται ἡ ταλαίπωρη ἀπό τήν ἴδια τήν κακομοιριά της, ἔχοντας διαρκῶς τήν πικρή ἀνάμνηση καί τήν ὀδυνηρή παραμονή τῶν παθῶν, πού τήν καίουν καί τήν καταφλέγουν ἀδιάκοπα. Καί ἀκόμα, ποιός μπορεῖ νά μιλήσει, ἀδελφοί μου, γιά τούς φοβερούς ἐκείνους τόπους, γιά τά σώματα ἐκεῖνα πού δημιουργοῦν στήν ψυχή τέτοια καί τόση ὀδύνη καί τή βασανίζουν, χωρίς νά φθείρονται, γιά τή φοβερή ἐκείνη φωτιά, γιά τό σκοτάδι, γιά τίς ἀνελέητες καί βασανιστικές δυνάμεις, γιά τά ἀμέτρητα ἄλλα βασανιστήρια, πού ἀναφέρονται μέ πολλούς τρόπους στίς θεῖες Γραφές, ὅλα ἀνάλογα μέ τίς κακές πράξεις καί τούς κακούς λογισμούς τῶν ψυχῶν;
Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἅγιοι ὁδηγοῦνται σέ τόπους φωτεινούς καί σέ ἀγγελική εὐφροσύνη, ἀνάλογα μέ τίς καλές τους πράξεις, ἔτσι καί οἱ ἀμαρτωλοί ἀπομονώνονται σέ τόπους σκοτεινούς καί ζοφερούς καί γεμάτους φόβο καί τρόμο, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι. Γιατί, τί φοβερότερο καί ἐλεεινότερο ὑπάρχει ἀπό ἐκείνους τούς τόπους πού προορίζονται γιά τούς δαίμονες; Τί ἄλλο πιό πικρό ἀπό τήν κόλαση, στήν ὁποία καταδικάζονται; Καί ὅμως τιμωροῦνται καί οἱ ἁμαρτωλοί μαζί μέ τούς δαίμονες, ὅπως λέει ἡ Γραφή: «Φύγετε μακριά μου οἱ καταραμένοι στήν αἰώνια φωτιά πού ἑτοιμάστηκε γιά τό διάβολο καί τούς ἀγγέλους του»4 (Ματθ. Κε΄ : 41).
Αὐτά χάνονται ὅταν χωρίσει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, τίποτα ἀπό αὐτά δέν θυμᾶται καί δέν φροντίζει. Ὅσα δέ ἔπραξε σύμφωνα μέ τήν ἀρετή ἤ ἀκολουθώντας ἕνα πάθος, αὐτά θυμᾶται καί τίποτα ἀπό αὐτά δέν ξεχνάει. Ἀλλά ἄν ἕνας ὠφέλησε κάποιον ἤ ὠφελήθηκε ἀπό κάποιον, πάντοτε θυμᾶται καί ἐκεῖνον πού ὁ ἴδιος ὠφέλησε καί ἐκεῖνον ἀπό τόν ὁποῖον ὠφελήθηκε.
Παρόμοια, ἄν ἔπαθε κακό ἀπό κάποιον ἤ ἄν ὁ ἴδιος ἔβλαψε κάποιον, πάντοτε θυμᾶται καί ἐκεῖνον πού τόν ἔβλαψε καί αὐτόν πού βλάφτηκε ἐξαιτίας του. Τίποτα, ὅπως εἶπα, ἀπ᾿ ὅσα ἔπραξε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο δέν ξεχνάει ἡ ψυχή. Ἀντίθετα ὅλα τά θυμᾶται, μετά τό χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, πιό ἔντονα καί πιό ξεκάθαρα, ἐπειδή εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τό γήινο αὐτό σῶμα.
Γι᾿ αὐτό πάντα σᾶς λέω, φροντίστε νά καλλιεργεῖτε καλούς λογισμούς, γιά νά τούς βρεῖτε ἐκεῖ.
Γιατί, ὅ,τι ἔχει κάνει κανείς ἐδῶ, αὐτό θά τόν συνοδεύσει καί αὐτό θά ἔχει ἐκεῖ. Ἄς φροντίσουμε νά γλυτώσουμε ἀπό μιά τέτοια ὀδυνηρή κατάντια, ἀδελφοί μου, ἄς ἀγωνιστοῦμε, καί ὁ Θεός θά μᾶς ἐλεήσει. Γιατί Αὐτός εἶναι, ὅπως λέει καί ὁ Ψαλμός «Ἡ ἐλπίδα ὁλόκληρης τῆς γῆς καί αὐτῶν πού βρίσκονται μακριά στή θάλασσα» (Ψαλμ. 64 : 6).
Ἐκεῖνοι πού βρίσκονται στά πιό μακρινά σημεῖα τῆς γῆς, εἶναι ὅσοι βρίσκονται σέ τέλεια κακία καί ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μακριά στή θάλασσα εἶναι ὅσοι παραμένουν σέ τέλεια ἄγνοια. Καί ὅμως καί ὅλων αὐτῶν ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός.
Πρέπει δέ ἐκεῖνος πού θέλει νά καθαρίσει τό χωράφι του πρῶτα – πρῶτα νά ξεριζώσει καλά ὅλα, τ᾿ ἀγριόχορτα. Γιατί ἄν δέν ξεριζώσει καλά ὅλες τίς ρίζες τους, ἀλλά τά κόψει μόνον ἀπό πάνω, θά φυτρώσουν πάλι. Πρέπει λοιπόν κανείς νά βγάλει, ὅπως εἶπα, καί τίς ἴδιες τίς ρίζες τους καί ἀφοῦ τό καθαρίσει καλά ἀπό τά ἀγριόχορτα καί τ᾿ ἀγκάθια καί τά ὅμοια τους, νά τό ἰσοπεδώσει καί νά σπάσει τούς σβώλους καί ἔτσι νά τό ὀργώσει.
Καί ἀφοῦ πρῶτα τό περιποιηθεῖ τότε νά σπείρει τόν καλό σπόρο. Γιατί, ἄν μετά ἀπό τόση περιποίηση τό ἀφήσει ἄσπαρτο, φυτρώνουν πάλι τ᾿ ἀγριόχορτα καί βρίσκουν τό χῶμα μαλακό καί πρόσφορο ἀπό τήν περιποίηση, καί ριζώνουν βαθιά καί μεγαλώνουν καί πολλαπλασιάζονται περισσότερο.
Μιά ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ φιλοδοξία – γιατί θέλοντας νά δοξασθεῖ κανείς, φθονεῖ ὅποιον δοξάζεται ἤ ὅποιον προτιμᾶται. Παρόμοια καί ἡ ὀργή προέρχεται καί ἀπό πολλά ἄλλα αἴτια ἀλλά περισσότερο ἀπό τή φιληδονία. Αὐτό διηγεῖται κάποιος γιά ἕναν ἅγιο ὅτι ἔλεγε: «Γι᾿ αὐτό ἀρνοῦμαι τίς ἡδονές, γιά νά κόψω τίς αἰτίες τοῦ θυμοῦ»7.
«Θά γυρίσω πίσω στό σπίτι μου ἀπ᾿ ὅπου ἔφυγα». Καί γυρίζοντας πίσω τό βρίσκει ἀκατοίκητο, δηλαδή ἄδειο ἀπό κάθε ἀρετή καί καθαρό καί στολισμένο. Τότε πηγαίνει καί βρίσκει ἄλλα ἑπτά δαιμόνια χειρότερα ἀπ᾿ αὐτό καί τά παίρνει μαζί του καί ἀφοῦ καταλάβουν τό χῶρο κατοικοῦν πλέον ἐκεῖ καί παθαίνει ὁ ἄνθρωπος χειρότερα ἀπ᾿ ὅ,τι εἶχε πρίν ὑποστεῖ (Λουκ. Ια΄: 24-27).
«Ἀπομακρύνσου ἀπό τό κακό καί κάνε τό καλό»
Δέν εἶπε: «Ἀπομακρύνσου ἀπό τό κακό» μόνον, ἀλλά καί «κάνε τό καλό». Δηλαδή, ἄν συνήθιζε κανείς νά εἶναι ἄδικος, πρέπει νά φτάσει ὄχι μόνον νά μήν ἀδικεῖ κανέναν ἀλλά καί νά κάμει ἔργα δικαιοσύνης.
Γιατί, καί ἄν κάνει ὁ γεωργός χίλιους κόπους καθαρίζοντας, φροντίζοντας καί σπέρνοντας, δέν βρέξει ὅμως ὁ Θεός νά ποτίσει τό σπόρο, πάει χαμένος ὅλος ὁ κόπος του. Ἔτσι πρέπει καί ἐμεῖς, καί ἄν ἀκόμα κάνουμε κάτι καλό νά τό σκεπάζουμε μέ τήν ταπεινοφροσύνη καί νά ἀναθέτουμε στό Θεό τήν ἀδυναμία μας, παρακαλώντας Τον νά εὐλογήσει τόν κόπο μας, γιατί διαφορετικά πάει χαμένος.
Ὅταν κοπιάσει καί καθαριστεῖ ἀπ᾿ ὅλα τά πάθη πού ἀναφέραμε, καί καταβάλει ἄοκνη προσπάθεια γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, πρέπει νά εἶναι πάντοτε στραμμένη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί στή σκέπη Του, γιά νά μήν τήν ἐγκαταλείψουν καί χαθεῖ. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε γιά τό σπόρο ὅτι καί μετά τό φύτρωμα καί τό μεγάλωμα καί τήν καρποφορία, ἄν δέν βρέξει πότε-πότε ξεραίνεται καί χάνεται, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο.
Ἄν, ἀφοῦ προσπαθήσει καί κάνει πολλά, πάρει ὅμως ὁ Θεός τή Χάρη καί τή σκέπη Του καί τόν ἐγκαταλείψει, χάνεται. Ἡ δέ ἐγκατάλειψη παραχωρεῖται στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού ἐπιχειρεῖ πράγματα ἀντίθετα ἀπό τήν πνευματική του κατάσταση, π. χ. ἄν κάποιος εἶναι εὐλαβής καί πέσει σέ ἀδιαφορία, ἤ ταπεινός καί πέσει στή θρασύτητα.
Καί δέν ἐγκαταλείπει ὁ Θεός τόσο τόν ἀδιάφορο ἄν ἀδιαφορήσει, οὔτε τό θρασύ ἄν συμπεριφερθεῖ μέ θρασύτητα, ὅσο ἐγκαταλείπει τόν εὐλαβή ἄν ἀδιαφορήσει καί τόν ταπεινό, ἄν θρασυνθεῖ. Αὐτό σημαίνει τό νά ἀμαρτήσει κανείς ἀντίθετα μέ τήν κατάστασή του καί ἀπ᾿ αὐτό προέρχεται ἡ ἐγκατάλειψη. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Βασίλειος διαφορετικά κρίνει τήν ἁμαρτία τοῦ εὐλαβοῦς καί διαφορετικά τοῦ ἀδιάφορου.
Γιατί πολλές φορές συμβαίνει, καί ἀφοῦ θερίσει κανείς τό χωράφι του καί καταβάλει ὅλους τούς κόπους του, νά ἔρθει ἕνας κακός ἄνθρωπος μέ μίσος στήν καρδιά του καί νά βάλει φωτιά στόν καρπό ἐκεῖνο καί νά καταστρέψει ὅλο τόν καρπό καί τόν κόπο τοῦ γεωργοῦ. Ὥστε λοιπόν μέχρι νά δεῖ ὅτι καθάρισε καλά τό σπόρο καί τόν ἔβαλε στήν ἀποθήκη, δέν μπορεῖ νά ξεγνοιάσει.
Παρόμοια καί ὁ ἄνθρωπος. Καί ὅταν ἀκόμα καταφέρει νά ξεφύγει ἀπ᾿ ὅλα ὅσα εἴπαμε, δέν πρέπει οὔτε τότε νά ξεγνοιάσει. Γιατί συμβαίνει μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, νά βρίσκει τρόπους ὁ διάβολος νά τόν πλανᾶ ἤ μέ δικαιώματα ἤ μέ ὑπερηφάνεια ἤ βάζοντάς του λογισμούς ἀπιστίας ἤ αἱρέσεως. Καί τότε καταστρέφει ὄχι μόνον ὅλους τούς καρπούς του, ἀλλά καί τόν χωρίζει ἀπό τό Θεό. Καί ὅ,τι δέν μπόρεσε νά καταφέρει προσπαθώντας νά τόν ρίξει σέ κακές πράξεις, τό καταφέρνει μέ τό νά τόν ρίξει σ᾿ ἕνα λογισμό.
Γιατί εἶναι δυνατόν ἀκόμα καί ἕνας λογισμός νά σταθεῖ ἱκανός νά χωρίσει κάποιον ἀπό τόν Θεό, ἄν τόν δεχθεῖ καί συμφωνήσει μαζί του. Ὥστε ἐκεῖνος πού θέλει πραγματικά νά σωθεῖ δέν πρέπει νά ξεγνοιάσει μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή. Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη νά καταβάλλουμε πολύ κόπο καί φροντίδα καί συνεχή προσευχή, ὥστε ὁ Θεός μέ τήν ἀγαθότητά Του νά μᾶς σκεπάσει καί νά μᾶς διασώσει, γιά τή δόξα τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του. Ἀμήν.