Το κοροϊδιλίκι - Νίκος Τσιφόρος - Point of view

Εν τάχει

Το κοροϊδιλίκι - Νίκος Τσιφόρος




Δεν υπάρχει ρομαντισμός μέσα στο ουράνιο τόξο. Πουθενά δεν υπάρχει ρομαντισμός. Όλα είναι μια μικρή απάτη της αιωνιότητας... Πάνω στη γη, τον χειμώνα, αντικρίζεις τα ξερά, παγωμένα κλαδιά... Ξαφνικά, ξεπετιούνται τα μαβιά λουλουδάκια της μυγδαλιάς. Τότε όλοι φωνάζουνε:


"Έρχεται η άνοιξη".

Και μέσα στην άνοιξη κοκκινίζουνε τον κάμπο οι παπαρούνες και μυρίζει σπέρμα η γη. Και, ξαφνικά, όλα χρυσίζουνε, μια πύρα αλλιώτικη απλώνεται στον κόσμο και λένε μαζικά οι άνθρωποι:

"Να το το καλοκαίρι".

Και αμέσως γίνονται καφετιά και κίτρινα τα φύλλα και καστανόχωμα πουντράρει τα περάσματα και φωνάζουνε στεναγμικά τα πουλιά και οι άνθρωποι σκέφτονται προφυματικά και στενάζουνε:

"Έφτασε το φθινόπωρο".

Και αυτό γίνεται πάντα, με μαθηματική επανάληψη, χιλιάδες χρόνια, εκατομμύρια χρόνια, μέσα σε μια μονοτονία που εμείς τη λέμε "διάσταση χρόνου" και μέσα σ' έναν χώρο που εμείς τον λέμε "διάσταση χώρου", αλλά που δεν είναι διαστάσεις και δεν είναι και τίποτα... 

Και ο ήλιος βγαίνει και αυτός μαθηματικά, ανατολή ώρα τόση, λεπτά τόσα, δύση το ίδιο, σαν ωτομοτρίς, με δρομολόγιο καθορισμένο, και το φεγγάρι ξεκινάει, τόξο της Άρτεμης, γεμίζει σαν τα μάγουλα της κυρά Αργυρούλας, ξαναδειάζει, και όλα γίνονται μ' έναν σκοπό που είναι κρυμμένος μέσα στ' αστρικά μυστήρια, και μεις ερχόμαστε στον κόσμο ξεδοντιάρικα και ζαρωμένα μωρά και φεύγουμε ξεδοντιάρικα και ζαρωμένα γεροντάκια, μέσα στα εβδομήντα-ογδόντα χρόνια της κουράδικιας υπάρξης μας, θαρρούμε πως είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, κουβεντιάζουμε για ανωτερότητες και ιδανικά, κάνουμε βρωμιές και κάτουρα, κάμποσοι αφήνουνε μια τσιρλιά πάνω στην ιστορία, οι περισσότεροι περνάνε ασήμαντοι και χαντακωμένοι και από δίπλα οι παπάδες και τα αγιαστούρια μας σκυλοφοβερίζουνε με καζάνια γιομάτα καυτή πίσσα και μαρτύρια στον αιώνα τον άπαντα. 

Γιατί ρε; Επειδή και κάναμε το έγκλημα νάρθουμε να ζήσουμε εφτά-οχτώ δεκαετίες και να φάμε το ψωμί με ιδρώτα και την πίκρα με τον κάδο... Έ, άει σιχτίρ λοιπόν!

Όλα είναι ίδια. Άμα και σας λένε για τις θερμές και όμορφες γυναίκες της Ταϊτής, που τις λάτρεψε ο ξυπόλυτος και βρωμιάρης Γκωγκέν, φωνάζετε όλοι μαζί:

"Ώ, η Ταϊτή... Η Ταϊτή!!!..."

Και άμα πάτε στη Ταϊτή θα βρείτε κάτι βρωμυξυγκάτες ξυπόλυτες, με πλακουτσερές μύτες που σκυλοαποπνέουνε ψαρίλα και λίπος και που σιχαίνεσαι να τις ζυγώσεις, εκτός αν είσαι χαρμάνης από θηλυκό και μαστούρης από κοροϊδιλίκι... 

 Και τα ξωτικά λιμάνια που σου περιγράφουνε, τα Χογκ Κογκ και τα Ικουίκουε είναι κι αυτά βρώμικα, γιομάτα ψειριάρηδες πεινασμένους και δολοφόνους. Ακούς "Λορέντζο Μαρκές", σε δολώνει τ' όνομα κι άμα πας σε πλακώνει το αγριοκούνουπο κι' η μιζέρια και λες "αμάν να φύγω", αλλά δεν έχει κάθε μέρα παπόρι και κάθεσαι και χτυπιέσαι κι' ονειρεύεσαι το Παρίσι, "πόλι-φως", που άμα και βρεθείς σε μπλέκουνε οι παλιοαλανιάρες, σικ ντυμένες, στα τρώνε μέχρι κουμπί από σώβρακο και τις δέρνουνε ή τις μαχαιρώνουνε Κορσικανοί αγαπητικοί και σαρακιασμένοι έμποροι του "ντρογκ", σκατά μωρέ σας λέω, άμα δε τα βλέπεις με μικροαστικό μάτι θαυμασμού, σκατά κι' απόσκατα, και άσε τα περί ανθρωπίνου πνεύματος και ανωτερότητας, γιατί θα πω κανά χοντρό και θ' αγανακτήσουνε πάλι τα λαμπρά πρόσωπα, τα "κοσμούντα δια της υπάρξεως και της ανωτερότητος των την ανθρώπινην κοινωνίαν" - εδώ, παρακαλώ, να μας φέρετε τα καθήκια να τα γεμίσουμε.

Άμα πεθάνουμε μας λένε όμορφα λόγια "χους ήν και είς χουν απελεύσει", να τ' ακούνε οι ζωντανοί δηλαδή, γιατί οι πεθαμένοι δεν ακούνε και είτε του πεις ωραία, είτε του πεις άσχημα... 

Ζητώ όθεν συγγνώμην δια την Αριστοφάνειον αναισχυντίαν μου, αλλά άμα δεν τα γράψω να ξεθυμάνω, θα σκάσω κι όποιος θέλει να τα παρεξηγήσει δικαίωμα του, ας τα διαβάσει όμως... Μπορεί να βρει και λίγην αλήθεια μέσα στην τόση την κοπριά. Δύσκολο δεν είναι. Δύσκολο είναι να "βρεις κοπριά στην αλήθεια". 


***





Το κοροϊδιλίκι των ανθρώπων, πάνω στο οποίο βασίζεται κάθε θρησκεία, είναι πανομοιότυπο από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα. Σε φωνάζει.

     - Άνθρωπε, σου λέει, εσύ είσαι το κέντρο της γης, έτσι;

     Και συ είσαι το κέντρο της γης. Μάλιστα. Από σένα ξεκινάει το βλέμμα και φτάνει μέχρι απάνω στα ακίνητα παγωμένα αστέρια, από σένα ξεκινάει η ακοή, που πιάνει το τραγούδι των φύλλων και τη μουσική τού Τσαϊκόφσκυ, από σένα ξεκινάνε οι πόθοι, ο φόβος τού αύριο, τα γενετήσια ένστικτα, η απληστία, το μίσος να καταστρέψεις, η λαχτάρα να δημιουργήσεις, ο αγώνας να διατηρηθείς, όλα από σένα, κι εδώ μέσα στο στήθος σου, δεξιότερα από την καρδιά, νιώθεις ένα τόσο δα πραματάκι, που είναι κάποιο πουλάκι από άνεμο και το λένε ψυχή, να θέλεις και να μη θέλεις, το πιστεύεις στο τέλος, ότι εσύ είσαι το κέντρο της δημιουργίας του Σύμπαντος και την ψωνίζεις, ότι είσαι σπουδαίος και μέγας, και το σκέφτεσαι μέσα σε κείνο το μυστήριο ραντάρ που λέγεται «υποσυνείδητο».

     - Ναι, ρε, εγώ είμαι. Μάλιστα, εγώ. Βεβαίως. Πώς; Τι;

     Σου ΄δωσε το χρυσό χάπι η θρησκεία, η όποια θρησκεία και να ΄ναι και γελάει μέσα της και σου κάνει απ΄ όξω της:

     - Τα βλέπεις, ρε μπαγάσικο;

*     *     *

     Και ξαφνικά, εκεί που είσαι καταυχαριστημένος γιατί έγινες κέντρο, σου ρίχνει ένα φάσκελο:

     - Να, κόπανε.

     Απορείς, το λοιπόν. «Παρακαλώ, πώς φασκελώνετε ένα κέντρον της δημιουργίας; Να έχετε και ανατροφή».

     Η θρησκεία ξεκαρδίζεται αναιδέστατα μέσα στα μούτρα σου.

     - Θα πεθάνεις, ρε κόπανε.

     Εδώ σου κόβονται τα ποδάρια. Κιτρινίζεις.

     - Ορίστε;

     - Θα πεθάνεις, ρε.

     Κακιά η κουβέντα, να φας τη γλώσσα σου και κουνήσου από τη θέση σου, έλα όμως που 'ναι κι αλήθεια...

     - Μάλιστα, θα πεθάνεις, λέει η θρησκεία, και τα λουλούδια θ΄ ανθίζουνε την άνοιξη και θα κυλάνε ασημόνερα τα ρυάκια και θα γυρίζουνε τα ντονέρια να σπάνε μύτες και θα φοράνε τα κορίτσια λιλά φορέματα. Όλα θα είναι όμορφα, φωτεινές ρεκλάμες, αυτοκίνητα, πικνίκια, πεταλούδες που χορεύουνε γύρω από το φως.

     Διάλος τον πατέρα του! Για σκέψου! Πάλι θα υπάρχουνε αυτά και συ τίποτα, θα σ΄ έχουνε χώσει στη γη, κει πέρα σε κάνα αχάριστο νεκροταφείο, στην αρχή θα ΄ρχεται η στοργή να σ΄ ανάψει κάνα παλιοκάντηλο και να σου πούνε τρισάγιο, μετά θα σε ξεχάσουνε, και οι κοντινές σου στοργές θ΄ αρχίσουνε να χαμογελάνε δειλά για να το φτάσουνε αργότερα στο μπασαδούρικο χάχανο, τίποτις κοπρόσκυλα μπορεί να κατουράνε τον τάφο σου, και πιομετά, σε δυο γενεές, κανένας δεν θα σε μελετάει -ποιος μελετάει τον προπάππο του;- και δεν θα μείνεις, βλάκα μου, ούτε καν «σποδός αναμνήσεων» στον κόσμο.

     Τώρα σε μαγγώνουνε οι κρυάδες.

     - Ωχού! Ρε, τι πάθαμε.

*     *     *

     Εδώ σε περιμένει η θρησκεία. Να σε ρίξει, μέσα στη στέρνα με την απελπισία και τώρα σου δίνει το χέρι.

     - Έλα.

     - Τι;

     - Έλα, ρε κορόιδο, δεν θα πεθάνεις, δεν σ΄ αφήνω εγώ.

     - Σοβαρά;

        
     Και σ΄ ανοίγει μια πόρτα και σε μπάζει ο Χριστιανός σ΄ έναν παράδεισο γαλαζοπεριβολάτον, και ο Μουσουλμάνος σ΄ έναν παράδεισο μελοπιλαφάτο, και ο Ινδουιστής σε μια νιρβάνα τής απόλυτης γαλήνης, και το κάθε κέρατο τον έχει φτιάξει τον παράδεισο με δικό του σκηνογράφο και τον ρεκλαμάρει πια σαν τουριστικό γραφείο «Βιζιτέ λε Καναρί», τέτοια ωραία πράματα.

     Εσένα δεν σου πάει, κύριε, να χαθείς εσύ και να γίνεις χώμα και, σύμφωνα με το νόμο τής αφθαρσίας τής ύλης, να γυρισουνε τα υλικά σου στη γη, «πωλούνται παλαιά υλικά εκ κατεδαφίσεως», και η ψυχή σου να ενωθεί και πάλι μέσα στο μεγάλο ρευστό τού Σύμπαντος και να χαρμανιάσει με δαύτο και να χάσει το εγώ της. Γιατί θάνατος τούτο θα πει: «Να χάσεις το εγώ σου». Και επειδή θέλεις να υπάρχεις μέσα σε όλα τούτα που ξέρεις ότι υπάρχουνε, το δίνεις το ξερό σου.

    - Αμάν, βγάλε με και ό,τι θέλεις.

     Σε κέρδισε η θρησκεία τώρα που είσαι ζωντανός, γιατί πεθαμένο σ΄ έχει δια βίου. Κι από δω και πέρα, σε κουμαντάρει όπως τη συμφέρει αυτήνε. Άμα είναι ζόρικα, δεν έχει μονάχα λουλουδοπερίβολα. Έχει και κλιβάνους. Σε χώνει μέσα και γκιουβετσιάζεις εις τους αιώνας των αιώνων. Και σε τρομάζει:

     - Πρόσεχε τώρα. που είσαι ζωντανός κι είναι καιρός να κάνεις κείνα που λέω γω, αλλιώς σε βλέπω με σκορδάκι στο φούρνο.

     Κι άμα σου βαστάει, κάνε κι αλλιώς.

  
*     *     *

     Αυτό είναι. Κάποιος είπε: «Η θρησκεία είναι μια εταιρία, που εκδίδει μετοχές επί ανύπαρκτων μεταλλείων». Δεν θυμάμαι ποιός το είπε, αλλά θαρρώ πως το είπα εγώ. Και κανένας δεν παίρνει μερίσματα από τούτες τις μετοχές, αλλά μόνο το διοικητικό συμβούλιο τούτης τής εταιρίας τρώει καλά. Κι αυτό θαρρώ πως το είπα πάλι εγώ και είμαι κολασμένος, το ξέρω.

  
                                                                                     Νίκος Τσιφόρος
[ Απόσπασμα από το βιβλίο 
τού Νίκου Τσιφόρου: 
“Ελληνική Μυθολογία”.]

Pages