Το ποτό του Θεού είναι ευεργεσία και προστασία, - Point of view

Εν τάχει

Το ποτό του Θεού είναι ευεργεσία και προστασία,





Στον κόσμο που ζούμε, ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο θάνατος• κάποια στιγμή, όλοι μας, θα αφήσουμε αυτή την ζωή• βιολογικά, θα πάψουμε να υπάρχουμε.


Όλα τα ωραία του κόσμου τούτου χαρακτηρίζονται από την σφραγίδα της φθοράς• της αστάθειας• της αβεβαιότητας. Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου θα ιδείς, κυρίαρχο στοιχείο την ρευστότητα. Ακόμη και η δική μας παρουσία επάνω στην γη είναι μία περιπλάνηση. Ζούμε χωρίς μόνιμη κατοικία. Στο σπίτι που συ τώρα ζεις, θα σε διαδεχθή κάποιος άλλος, όπως και συ διαδέχθηκες τον προκάτοχό του. Το αληθινό μας σπίτι είναι κάπου αλλού. Στον ουρανό. Και να, το παράξενο: δεν ξέρομε πότε θα αναχωρήσωμε• πότε θα ακούσωμε την φωνή του Πατέρα μας να μας καλεί να γυρίσωμε στο σπίτι Του• στο σπίτι μας.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή! Τι γλυκειά που είναι η ζωή!

Όλοι μας έχομε ανάγκη και από λίγη αναψυχή• λίγη «χαλάρωση», για να μπορέσωμε να συνεχίσωμε αυτό το επίγειο προσκύνημά μας. Βέβαια, με την «χαλάρωση» δεν εννοώ την αμαρτωλή διασκέδαση, ούτε την σπατάλη. Για ρίξε μια ματιά στον άνθρωπο που κατάλαβε που βρίσκεται η πραγματική χαρά. Γι αὐτόν, αναψυχή είναι το ζεστό περιβάλλον της οικογένειάς του και η ανέμελη ζωή της απλότητας.

Όμως. Όσο αθώα κι αν ζει κανείς, απολαμβάνοντας την ομορφιά της ζωής και τα ωραία του κόσμου, διατρέχει τον μέγιστο κίνδυνο: να λησμονήσει την αληθινή του πατρίδα• το πατρικό του σπίτι. Γι αὐτό, ο πανάγαθος Πατέρας, βλέποντας το παιδί Του, μέσα στην χαρά της ζωής, να αποπροσανατολίζεται, θέλοντας να συμμετέχει και αυτός στην χαρά του, του προσφέρει το δικό Του ποτό: ένα μείγμα, δικής Του κατασκευής. Του ανακατεύει:

•τα χαρούμενα με τα λυπηρά•

•τα ευχάριστα με τα δυσάρεστα•

•τα γλυκά με τα πικρά.

Γι’ αυτό, και συ αδελφέ, μη κάνεις το λάθος και απελπίζεσαι, όταν στην πορεία της ζωής σου δοκιμάζεις πίκρες, πόνο και θλίψη. Το ποτό του Θεού, για σένα που ταξιδεύεις για την αληθινή σου πατρίδα, είναι ευεργεσία και προστασία, ώστε να μη νομίσεις το ξενοδοχείο (την παρούσα ζωή) σαν την μόνιμη κατοικία σου (την αιώνια ζωή).

Θυμίσου, τότε, και το πάθημα του Πέτρου. Με μια διαφορά: Εκείνος, περπάτησε επάνω στα νερά μιας λίμνης. Εσύ, περπατάς επάνω στα νερά της θάλασσας του κόσμου τούτου. Για σένα, κύματα είναι οι δοκιμασίες• και φουρτούνα οι πειρασμοί• γύρω σου, οι άνθρωποι σαν άλλα ψάρια, «σκοτώνονται» ποιός θα καταβροχθίσει τον άλλο. Εσύ όμως, μη φοβάσαι! Μη δειλιάζεις! Ξεκίνα. Περπάτα επάνω στα νερά με σταθερότητα και εμπιστοσύνη σε Εκείνον που σε πρόσταξε να περπατήσεις, για να μη βυθισθείς. Ο Πέτρος φώναξε: εάν πράγματι είσαι Συ Κύριε, πρόσταξε να έρθω κοντά Σου. Του είπε ο Χριστός: Εμπρός, έλα! Ο Πέτρος άκουσε, υπάκουσε και ξεκίνησε να περπατάει επάνω στα νερά. Όταν όμως, νους και καρδιά έπαυσαν να ατενίζουν τον Χριστό, άρχισε να βουλιάζει. Και μέσα στην απελπισία του φώναξε: «Κύριε, χάνομαι, σώσε με». Και ο Χριστός τον άρπαξε από το χέρι.



Και εσύ, αδελφέ μου, το ίδιο κάμε. Όταν δυσκολεύεσαι να πιείς το ποτό που σου έφτιαξε ο Χριστός, φώναξε Του όπως ο Πέτρος: Κύριε, χάνομαι! Άπλωσε το παντοδύναμο Σου χέρι και κράτα με στην επιφάνεια της θάλασσας για να μην πνιγώ, να μη χαθώ! Και τότε, θα Τον ιδείς να απλώνει το χέρι Του και να σε κρατάει γερά επάνω από τα νερά.

Ἅγιος Αὐγουστῖνος



Από το Περιοδικό Λυχνία, 
Ι. Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης,
 τεύχος Ιουλίου, 2010


Pages