Περί υπάρξεως Θεού και δημιουργίας κόσμου - Point of view

Εν τάχει

Περί υπάρξεως Θεού και δημιουργίας κόσμου



Η διαφορά της Θεολογίας από τη Φιλοσοφία, είναι ότι η Θεολογία ξεκινάει να διατυπώσει πράγματα γνωστά εξ εμπειρίας, γι' αυτό και οι διατυπώσεις της είναι αντανάκλαση του πραγματικού. Ενώ η φιλοσοφία, διατυπώνοντας σκέψεις και έρευνα "εκ των κάτω προς τα πάνω", συχνά αγνοώντας βασικά ζητήματα, καταλήγει σε ελλειπή ή εσφαλμένα συμπεράσματα.





Αυτό το θέμα είναι συνυφασμένο, κατά κάποιο τρόπο, αλλά συγχρόνως και ανεξάρτητο, από το φιλοσοφικό πρόβλημα περί της υπάρξεως του Θεού. Το φιλοσοφικά επιχειρήματα των ειδωλολατρών εναντίον της υπάρξεως του Χριστιανικού Θεού ήταν τα ίδια με τα φιλοσοφικά επιχειρήματά τους εναντίον του δόγματος περί δημιουργίας.


Έλεγαν δηλαδή οι ειδωλολάτρες: Οι Χριστιανοί λένε ότι υπάρχει Θεός δημιουργός και ότι ο Θεός αυτός είναι τέλειος. Αλλά, εάν ο Θεός ήταν τέλειος, τότε τι ανάγκη είχε ο Θεός να δημιουργήση τον κόσμο; Η δημιουργία του κόσμου αποδεικνύει φιλοσοφικά ότι ο Θεός χωρίς τον κόσμο είναι διαφορετικός από τον Θεόν με τον κόσμο. Διότι, αν ο Θεός ήταν τέλειος και τελείως ευδαίμων με τον εαυτό Του, είχε δηλαδή αυτοαγάπη – αν χρησιμοποιήσωμε βέβαια χριστιανικά κατηγορήματα περί αγάπης – δεν θα είχε ανάγκη να δημιουργήση τον κόσμο. Αλλά, επειδή δεν είναι τέλειος, γι’ αυτό φαίνεται ότι δημιούργησε τον κόσμο. Αυτή η χρήσις των φιλοσοφικών επιχειρημάτων εναντίον της Χριστιανικής πίστεως βασίσθηκε στην φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό.


Όμως η εκκλησιαστική διάκρισις δεν είναι φιλοσοφική, αλλά προέρχεται από την Αποκάλυψι του Θεού στον άνθρωπο. Είναι δηλαδή εμπειρική. Έτσι η Εκκλησία αποδεικνύει την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Διότι βασίζεται στην εμπειρία των θεουμένων. Παρόμοια αποδεικνύει και την ύπαρξι του Θεού. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας ίσως το μοναδικό επιχείρημα, για να καταδείξουν την ύπαρξι του Θεού, είναι ένα γεγονός και όχι μία διαλεκτική λογική απόδειξι. Ποιο γεγονός; Το ότι υπάρχει μία ομάδα ανθρώπων που λέγονται Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι, οι οποίοι είδαν τον Θεόν. Για έναν φιλόσοφο ή επιστήμονα, είτε είναι άθεος είτε όχι, ο ισχυρισμός αυτός, το ότι δηλαδή οι Προφήται, οι Απόστολοι και οι Άγιοι είδαν τον Θεό, θέλει κάποια αντιμετώπισι. Δεν μπορεί κάποιος να τον προσπεράση αδιάφορος.


Δηλαδή ή θα το πιστέψη και θα δεχθή ότι είδαν τον Θεό αυτοί οι άνθρωποι, ή θα συζητήση το θέμα, αν δηλαδή η κατάτασις φωτισμού και θεώσεως είναι μία πραγματικότητα ή όχι. Αλλά, για να γίνη αυτό, χρειάζονται ωρισμένες προϋποθέσεις, να υπάρχουν δηλαδή και ωρισμένα κοινά κριτήρια. Μία όμως σωστή επιστημονική συζήτησις δεν μπορεί να γίνη με ανθρώπους συνθηματολόγους, διότι ο συνθηματολόγος θα πη ναι ή όχι εκ των προτέρων· πριν αρχίση δηλαδή η συζήτησις, θα προδικάση το αποτέλεσμα.


Ένας πιστός Ορθόδοξος π.χ., που μεγάλωσε μέσα στο Ιερό ενός ναού και βαστούσε το θυμιατό του παπά, όταν ήταν μικρός (που ήταν δηλαδή παπαδάκι), ένας δηλαδή που μεγάλωσε μέσα στην Εκκλησία και του άρεσε να πηγαίνη να παίρνη την Θεία Κοινωνία, επειδή ήταν γλυκό εκείνο το κρασάκι και που του άρεσε να παίρνη το αντίδωρο, την Κυριακή, επειδή ήταν πεινασμένος και περίμενε πότε να τελειώση η Θεία Λειτουργία, και μετά έγινε ψάλτης κλπ., όποιος μεγάλωσε με την απόλυτη πεποίθησι περί της ορθότητος του Ορθοδόξου δόγματος που πιστεύει και περί της δεδομένης ορθότητος της Ορθοδόξου λατρείας στην οποία μετέχει από μικρός και για την ορθότητα της οποίας δεν έχει καμμία αμφιβολία, ότι δηλαδή όλα τα Ορθόδοξα, όπως τα πιστεύει και τα νομίζει, είναι ωραία και σωστά, όποιος λοιπόν δεν αφίνει περιθώρια εξετάσεως και ερεύνης περί της ορθότητος και αληθείας αυτού που πιστεύει και δεν έχει καμμία αμφιβολία γι’ αυτά, αλλά ούτε είχε και ποτέ και ο οποίος ίσως έφθασε και μέχρι το Πανεπιστήμιο χωρίς αμφιβολίες γι’ αυτά και ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο να μαθαίνη τα μαθήματά του για να πάρη το πτυχίο του και να καταλάβη μία θέσι στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος, για να βολευτή ή, αν γίνη και παπάς, να μπη στην πρώτη μισθολογική κατηγορία, για να βολευτή και αυτός σε μία ενορία και να ζήση καλά και να παντρέψη τα παιδιά του, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει βέβαια τις προϋποθέσεις για μία επιστημονική συζήτησι. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο όλα, όσα πιστεύει, είναι ωραία, όταν έχη τη υποστήριξι των Ενόπλων Δυνάμεων[1].


Όμως δεν είναι μόνον οι Ορθόδοξοι ευσεβείς ή ζηλωτές Χριστιανοί που έχουν απόλυτη πεποίθησι για την θρησκεία τους, αλλά υπάρχουν και μη Ορθόδοξοι, π.χ. Μουσουλμάνοι με αντίστοιχο πνεύμα, όπως οι Πέρσες του Χομεϊνί π.χ., οι οποίοι πιστεύουν ότι, αν φυλάξουν την ορθή πίστη, ο Θεός θα τους χαρίση μία σχετική υλική ευδαιμονία κλπ.


Όταν όμως κάποιος κινήται έξω από τον χώρο της Ελλάδος, όπου δεν υπάρχει η προστασία των Ενόπλων Δυνάμεων, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κάθε Εκκλησία ζη στον δικό της χώρο με τις ιδικές της δυνάμεις και δίνει μάχη βάσει ιδεών και πεποιθήσεων. Στο Εξωτερικό οι Εκκλησίες της Δύσεως, της Σχολαστικής παραδόσεως και της Προτεσταντικής παραδόσεως, τα τελευταία χρόνια έχουν βρη σκούρα τα πράγματα και παρατηρείται μία μεγάλη στροφή προς την Ορθοδοξία.


Μόνο στην Γερμανία υπάρχουν διακόσιες χιλιάδες Γερμανοί που έχουν γίνει Ορθόδοξοι. Αυτοί όμως συνήθως, πάνε στην Ρωσσική Εκκλησία για να βαπτισθούν, διότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει κάνει συμφωνία με την τοπική Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας, που ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, να μη δέχεται προσηλύτους και να μη τους κάνη κληρικούς. Δεν ξέρω όμως αν αυτό στέκη εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου. Διότι κατά τους κανόνες της Εκκλησίας ο κάθε επίσκοπος είναι υπεύθυνος στην δικαιοδοσία του, για να οδηγήση τους αιρετικούς ή τους μη Χριστιανούς στην Ορθοδοξία. Είναι υποχρεωμένος να το κάνη αυτό. Και οποιοσδήποτε επίσκοπος αρνηθή να δεχθή έναν αιρετικό, που μετανοεί, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βάσει των Κανόνων καθαιρείται. Φαίνεται όμως ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρεί ότι δεν υπάρχουν πλέον αιρετικοί…


Πάντως στα μέρη αυτά εκτός της Ελλάδος τα προβλήματα περί της δημιουργίας του κόσμου και η φιλοσοφική οπτική του προβλήματος παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Αρκεί κάποιος να σπουδάση φιλοσοφία στην Δύσι από τους χρόνους μετά την Σχολαστική περίοδο μέχρι την σύγχρονη εποχή και θα δη ότι επανειλημμένως ασχολούνται με αυτό το απλό πρόβλημα από φιλοσοφικής απόψεως. Δηλαδή με το πως μπορεί ο τέλειος Θεός να θεωρήται δημιουργός του κόσμου, καθώς και τι σημαίνει δημιουργία εκ του μηδενός, με την έννοια ότι το μηδέν είναι ανύπαρκτο και ο Θεός έφερε στην ύπαρξι τα όντα από την ανυπαρξία, ενώ ο Ίδιος πάντοτε υπήρχε.






Το βασικό κατηγόρημα της Ορθοδόξου θεολογίας στην περίπτωση αυτή είναι το κτιστό και το άκτιστο. Το κτιστό είναι εκείνο που προέρχεται από την ανυπαρξία, από το μη ον, ενώ το άκτιστο είναι εκείνο που δεν είναι κτίσμα και το οποίο πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχη. Όλα τα άκτιστα πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν, ενώ όλα τα κτιστά προήλθαν από την ανυπαρξία και θα υπάρχουν στο μέλλον, εφ’ όσον ο Θεός θελήση να υπάρχουν.
Αυτή η διδασκαλία είναι η διδασκαλία της Αγίας Γραφής καθώς και η διδασκαλία της Εβραϊκής παραδόσεως (πριν δηλαδή γραφή η Παλαιά Διαθήκη), όπως επίσης και η διδασκαλία της Εκκλησίας. Από την στιγμή όμως που θα προσπαθήση κάποιος να φιλοσοφήση επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία, τότε συναντά τις δυσκολίες που περιγράψαμε. Οι δυσκολίες δηλαδή προέρχονται από την φιλοσοφοποίηση αυτής της διδασκαλίας.


Αλλά ίσως ρωτήση κάποιος: Από που ήξεραν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι αυτά τα δόγματα περί της δημιουργίας εκ του μηδενός, περί κτιστού, ακτίστου κλπ.;


Πρώτα τα ήξεραν από την Αγία Γραφή, αφ’ ότου γράφτηκε η Αγία Γραφή. Κατά την περίοδο όμως προ της Αγίας Γραφής από που ήξεραν οι Προφήτες τα δόγματα αυτά; Τι υπάρχει προ της Αγίας Γραφής; Υπάρχει η προφορική Εβραϊκή παράδοσις από τον Αδάμ μέχρι τον Μωϋσή. Ποιος είναι ο πυρήνας αυτής της προφορικής παραδόσεως; Ποια πρόσωπα είναι οι φορείς της; Είναι οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Οι Πατριάρχες υπήρχαν πριν από το γραπτό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά γιατί ήταν αυτοί οι φορείς της Παραδόσεως; Και σε τι διέφεραν οι Πατριάρχες από τους άλλους ανθρώπους; Διέφεραν στο ότι αυτοί είχαν την θεοπτία. Αυτοί είδαν τον Θεό. Ακόμη και ο Αδάμ με την Εύα θεόπτες ήσαν. Ο πυρήνας της Παραδόσεως αυτής είναι η θεοπτία, η συνάντησις δηλαδή του Θεού με τους φίλους Του, που είναι οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Ο πυρήνας λοιπόν της παραδόσεως αυτής έχει σχέσι με κάποια εμπειρία.


Γνωρίζομε από την εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων, από του βίους τους δηλαδή, ότι και αυτοί εξακρίβωσαν κατά την εμπειρία της θεώσεως ότι δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, αφού δεν έχη καμμία ομοιότητα με τα κτιστά και δεν έχει την αιτία της υπάρξεώς Του σε τίποτα. Δηλαδή ο Θεός είναι αναίτιος κατά την ύπαρξί Του [2]. Υπάρχει από την ύπαρξί Του ο Θεός Πατέρας [3]. Επίσης ότι το αρχέτυπον Φως είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου ή της σαρκωμένης εικόνος του Φωτός (δηλαδή του Χριστού), καθώς και του Αγίου Πνεύματος. Και επίσης εξακρίβωσαν κατά την εμπειρία της θεώσεως ότι είναι μία η δόξα και των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και μία η ουσία Τους.


Βέβαια οι Πατέρες και οι Άγιοι δεν έχουν εμπειρία της ουσίας του Θεού, διότι κανένας άνθρωπος δεν είχε ποτέ την εμπειρία της ουσίας του Θεού, αλλά μόνο την εμπειρία της φυσικής ενεργείας της ουσίας του Θεού, που είναι η δόξα του Θεού [4]. Εξακρίβωσαν δηλαδή μέσα από την εμπειρία τους ότι έχομε τρίφωτο Θεότητα εν μια Θεότητι ή εν ενί Φωτί. Δηλαδή ένα Φως, το οποίο είναι τρία Φώτα, τα οποία όμως Φώτα δεν είναι τρία ξεχωριστά Φώτα. Ο θεούμενος εν ενί Φωτί μέσω του άλλου Φωτός βλέπει το αρχέτυπον Φως. Αυτή ήταν η βάσις της εμπειρίας τους.


Επίσης όμως εξακρίβωσαν ότι όλα τα κτιστά όντα προέρχονται εκ του μη όντος. Όλα τα κτιστά υπάρχουν κατά την βούλησι του Θεού· δεν προέρχονται όμως εκ του Θεού, δηλαδή εκ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά προέρχονται εκ του μη όντος. Και αυτό εξακριβώνεται από την εμπειρία της θεώσεως.


Οπότε βλέπομε ότι υπάρχει ταυτότης εμπειρίας στους Πατριάρχες και στους Προφήτες με τους Πατέρες της Εκκλησίας και του Αγίους. Όλοι τους διεπίστωσαν τις ίδιες αλήθειες. Έτσι οι διακρίσεις, που υπάρχουν μεταξύ των υποστάσεων του Θεού, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, μεταξύ του σαρκωθέντος Λόγου και του Θεού και μεταξύ της θεώσεως του σαρκωθέντος Λόγου σε σχέσι με την θέωσι των ανθρώπων, όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις, που πήραν μετά μορφή ορολογίας μέσα στην Εκκλησία, όλα αυτά ως βασικό θεμέλιο έχουν την εμπειρία της θεώσεως. Γι’ αυτό η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που κάνει η Εκκλησία, δεν είναι φιλοσοφική, αλλά είναι καθαρά εμπειρική.



Σημειώσεις

[1] Το 1983 που ελέχθησαν αυτά ήταν νωπές οι εντυπώσεις από την ισλαμική επανάστασι του Αγιατολλάχ Χομεϊνί στην Περσία (Ιράν) το 1979.

[2] Ο νόμος του αιτίου και του αιτιατού καταργείται.

[3] Πρβλ. «Εγώ ειμί ο ων».

[4] Βεβαίως ο όρος  «ουσία» είναι της Παραδόσεως  και όχι της Αγίας Γραφής.
Πηγή: Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, Πρόλογος Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου.



Του πρωτοπρ. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη

(+) Καθηγητή Πανεπιστημίου 
via

Pages