Οι εργάτες και τα μεροκάματα - Μαξ Βέμπερ - Point of view

Εν τάχει

Οι εργάτες και τα μεροκάματα - Μαξ Βέμπερ





Η καπιταλιστική απόκτηση χρημάτων κι αγαθών σαν περιπέτεια υπήρχε σε όλους τους τύπους οικονομικής κοινωνίας, στις οποίες οι εμπορικές συναλλαγές γίνονταν με χρήμα κι οι οποίες της πρόσφεραν ευνοϊκό έδαφος, χάρη στις commenda, τα δικαιώματα είσπραξης φόρων, τα κρατικά δάνεια, τη χρηματοδότηση πολέμων, τις αυλές των δουκών, τους αξιωματούχους. Με παρόμοιο τρόπο κι η εσώτερη στάση του τυχοδιώκτη, που χλευάζει όλους τους ηθικούς περιορισμούς, υπήρξε παγκόσμιο φαινόμενο.
Η απόλυτη και συνειδητή αναλγησία που συνεπάγεται η φιλοκτησία ήταν συχνά στενά συνυφασμένη με μια αυστηρότατη συμμόρφωση με την παράδοση. Και μάλιστα, με την κατάρρευση της παράδοσης και την περισσότερο ή λιγότερο ανεμπόδιστη εξάπλωση της ελεύθερης οικονομικής επιχείρησης, ακόμα και μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ομάδας, η νέα αυτή κατάσταση δεν δικαιολογήθηκε, γενικά, από ηθική άποψη και δεν ενθαρρύνθηκε, αλλά απλώς έγινε ανεκτή σαν γεγονός. Και το γεγονός αυτό αντιμετωπίσθηκε είτε σαν ηθικά αδιάφορο είτε σαν αξιοκατάκριτο μεν αλλά δυστυχώς αναπόφευκτο. Αυτή δεν ήταν μόνον η πιο συνηθισμένη στάση όλων των ηθικών διδασκαλιών, αλλά, πράγμα που είναι πιο σημαντικό, και η στάση που εκδηλωνόταν στην πρακτική δράση του μέσου ανθρώπου των προκαπιταλιστικών εποχών, προκαπιταλιστικών με την έννοια πως η ορθολογική χρησιμοποίηση του κεφαλαίου σε μια μόνιμη επιχείρηση κι η ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας δεν είχαν γίνει ακόμα κυρίαρχες δυνάμεις στον καθορισμό της οικονομικής δραστηριότητας. Και αυτή ακριβώς η στάση ήταν ένα από τα ισχυρότερα εσωτερικά εμπόδια που αντιμετώπισε παντού η προσαρμογή των ανθρώπων στις συνθήκες μιας διαμορφωμένης αστικοκαπιταλιστικής οικονομίας.


Η αθωότητα επιλέγει τον έρωτα από τον πλούτο, 1804, Αγία Πετρούπολη, Ερμιτάζ. Πιερ-Πωλ Πρυντόν (Pierre-Paul Prud’hon, 4 Απριλίου 1758 – 16 Φεβρουαρίου 1823).

Ο πιο σημαντικός αντίπαλος με τον οποίο χρειάστηκε να παλέψει το πνεύμα του Καπιταλισμού, με την έννοια ενός ξεχωριστού πρότυπου ζωής που ζητούσε ηθική επικύρωση, ήταν εκείνη η στάση και αντίδραση σε καινούργιες καταστάσεις που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε παραδοσιοκρατία. Και σε αυτήν επίσης την περίπτωση πρέπει να αναβάλουμε κάθε προσπάθεια να δώσουμε έναν τελικό ορισμό. Από την άλλη μεριά, πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε το προσωρινό νόημα της παραθέτοντας μερικά παραδείγματα. Θα αρχίσουμε από τα κάτω, από τους εργάτες.
Ένα από τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος εργοδότης για να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή απόδοση των εργατών του είναι το τέχνασμα της αμοιβής με το κομμάτι. Στη γεωργία, για παράδειγμα, η συγκομιδή είναι μια περίπτωση όπου απαιτείται η εντατικότερη δυνατή εργασία, αφού, με τις ασταθείς καιρικές συνθήκες, η διάφορα ανάμεσα στο υψηλό κέρδος και τη μεγάλη ζημία μπορεί να εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία γίνεται η συγκομιδή. Γι αυτόν το λόγο, το σύστημα της εργασίας με το κομμάτι είναι σχεδόν παγκόσμιο σε αυτή την περίπτωση. Κι εφόσον το συμφέρον του εργοδότη να επιταχυνθεί η συγκομιδή μεγαλώνει με την αύξηση των αποτελεσμάτων και της εντατικότητας της δουλειάς, έχει γίνει επανειλημμένα η προσπάθεια να ξυπνήσει το ενδιαφέρον των εργατών για την αύξηση της αποδοτικότητας τους, με το να αυξάνεται η αμοιβή τους κατά κομμάτι και να τους δίνεται έτσι η ευκαιρία να κερδίσουν ένα ποσό που γι’ αυτούς είναι ένα υψηλό μεροκάματο. Αλλά έτσι εμφανιζόταν με εκπληκτική συχνότητα μια παράξενη δυσκολία: η αύξηση της αμοιβής κατά κομμάτι είχε συχνά σαν αποτέλεσμα να μη γίνεται περισσότερη, αλλά λιγότερη δουλειά στον ίδιο χρόνο, γιατί ο εργάτης αντιδρούσε στην αύξηση όχι αυξάνοντας, αλλά ελαττώνοντας την απόδοση του. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, που θέριζε 2,5 ακρ την ημέρα με αμοιβή 1 μάρκο το ακρ και κέρδιζε έτσι 2,5 μάρκα, όταν η αμοιβή αυξήθηκε σε 1,25 μάρκο το ακρ δεν θέριζε 3 ακρ, όπως εύκολα θα μπορούσε να κάνει, για να κερδίσει έτσι 3,75 μάρκα, αλλά μόνο 2 ακρ, ώστε να εξακολουθεί να κερδίζει τα 2,5 μάρκα στα οποία είχε συνηθίσει. Η ευκαιρία να κερδίσει περισσότερα του ήταν λιγότερο ελκυστική από το να δουλεύει λιγότερο. Δεν αναρωτήθηκε: «Πόσα μπορώ να κερδίζω την ημέρα αν δουλεύω όσο πιο πολύ μπορώ;». Αλλά: «Πόσο πρέπει να δουλεύω για να βγάζω το μεροκάματο, 2,5 μάρκα, που έβγαζα και πριν και που καλύπτει τις παραδοσιακές μου ανάγκες;». Αυτό είναι έvα παpάδειγμα για τo τι ενοooύμε εδώ λέγovτας παpαδοσιοκρατία. Έvας άνθρωπος δεν επιθυμεί «από τη φύση του» να κερδίζει όλο και πιο πολλά, αλλά απλούστατα να ζει όπως έχει συνηθίσει να ζει και να κερδίζει τόσα όσα χρειάζονται γι’ αυτό το σκοπό. Οπουδήποτε ο σύγχρονος Καπιταλισμός άρχισε το έργο του για την αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας με την αύξηση της εντατικότητάς της, συνάντησε την πεισματωδέστατη αντίσταση αυτού του κυρίαρχου χαρακτηριστικού της προκαπιταλιστικής εργασίας. Και σήμερα τη συναντά τόσο περισσότερο όσο πιο καθυστερημένες (από καπιταλιστικής σκοπιάς) είναι οι εργατικές δυνάμεις με τις οποίες έχει να κάνει.


Οι σταχολογήτρες (1857), Μουσείο Ορσέ, Παρίσι. Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet, 4 Οκτωβρίου 1814 – 20 Ιανουαρίου 1875).

Μια άλλη δυνατότητα, για να γυρίσουμε στο παράδειγμα μας, αφού η έκκληση στο ένστικτο της φιλοκτησίας με τη μεγαλύτερη αμοιβή κατά κομμάτι απέτυχε, θα ήταν προφανώς να δοκιμαστεί η αντίθετη πολιτική, να μειωθεί δηλαδή η αμοιβή κατά κομμάτι για να αναγκαστεί ο εργάτης να δουλεύει σκληρότερα για να κερδίσει το ίδιο ποσό που κέρδιζε πριν. Τα χαμηλά μεροκάματα και τα υψηλά κέρδη φαίνεται ακόμα και σήμερα σε έναν επιπόλαιο παρατηρητή πως βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση· ό,τι πληρώνεται σε μεροκάματα φαίνεται να συνεπάγεται μια αντίστοιχη μείωση των κερδών. Αυτό το δρόμο ακολούθησε ξανά και ξανά ο Καπιταλισμός από τότε που εμφανίστηκε. Για αιώνες ήταν άρθρο πίστης πως τα χαμηλά μεροκάματα ήταν παραγωγικά, δηλαδή αύξαναν τα υλικά αποτελέσματα της εργασίας, έτσι ώστε, όπως είπε πριν από πολύ καιρό ο Πίτερ ντε λα Κουρ, εκφράζοντας όπως θα δούμε το πνεύμα του παλιού Καλβινισμού σε αυτό το σημείο, οι άνθρωποι εργάζονται μόνο επειδή και ενόσω είναι φτωχοί.


Μια γωνιά του αμπελιού, 1886. Εντουάρ Ντεμπά – Πονσάν (Edouard Debat – Ponsan, 25 Απριλίου 1847 – 1913).

Αλλά η αποτελεσματικότητα αυτής της φαινομενικά τόσο αποδοτικής μεθόδου έχει τα όριά της. Βέβαια, η παρουσία ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, που να μπορεί να τον νοικιάζει φτηνά στην αγορά εργασίας, είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του Καπιταλισμού. Αλλά ακόμα κι αν η ύπαρξη ενός μεγάλου εφεδρικού στρατού εργασίας ευνοεί σε ορισμένες περιπτώσεις την ποσοτική επέκταση του, αναστέλλει το πείραμα σε τύπους επιχείρησης που κάνουν μια πιο εντατική χρήση της εργασίας. Τα χαμηλά μεροκάματα δεν ταυτίζονται καθόλου με τη φτηνή εργασία. Από καθαρά ποσοτική άποψη η αποδοτικότητα της εργασίας μειώνεται με ένα μεροκάματο που είναι φυσιολογικά ανεπαρκές, που σε τελευταία ανάλυση μπορεί να σημαίνει την επιβίωση ακόμα και του ανίκανου. Ο μέσος σύγχρονος Σιλεσιανός, ακόμα κι αν ζορίσει τον εαυτό του, μετά βίας θερίζει κάτι παραπάνω από τα δύο τρίτα της γης που θερίζει ο καλύτερα πληρωμένος και θρεμμένος Πομεράνος ή Μεκλενβουργιανός, κι ο Πολωνός, όσο από πιο ανατολικά κατάγεται, τόσο λιγότερη εργασία επιτελεί από όση ένας Γερμανός. Τα χαμηλά μεροκάματα δεν αποδίδουν ούτε καν από καθαρά επιχειρηματική σκοπιά, όταν πρόκειται για την παράγωγη αγαθών που απαιτούν ένα οποιοδήποτε είδος ειδικευμένης εργασίας ή για το χειρισμό δαπανηρών μηχανών που εύκολα παθαίνουν βλάβη, ή γενικά οποτεδήποτε απαιτείται ένας μεγάλος βαθμός προσοχής και πρωτοβουλίας. Εδώ τα χαμηλά μεροκάματα δεν ωφελούν, και το αποτέλεσμα τους είναι το αντίθετο από αυτό που επιδιώκεται. Γιατί είναι απόλυτα απαραίτητο όχι μόνο ένα αναπτυγμένο αίσθημα ευθύνης, αλλά γενικά και μια στάση που, τουλάχιστον κατά τις ώρες της εργασίας, να είναι απαλλαγμένη από τους συνέχεις υπολογισμούς για το πώς μπορεί να βγει το συνηθισμένο μεροκάματο με τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση και τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια. Η εργασία, αντίθετα, πρέπει να εκτελείται σαν να ήταν ένας απόλυτος αυτοσκοπός, μια ανώτερη επιταγή. Μια τέτοια όμως στάση δεν είναι καθόλου προϊόν της φύσης. Δεν μπορεί να αφυπνισθεί μόνο με τα χαμηλά μεροκάματα ή και με τα υψηλά, αλλά δεν μπορεί πάρα να είναι το προϊόν μιας μακρόχρονης κι επίπονης αγωγής. Σήμερα που ο Καπιταλισμός κυριαρχεί, μπορεί να στρατολογεί τις εργατικές του δυνάμεις σε όλες τις βιομηχανικές χώρες με σχετική ευκολία. Στο παρελθόν όμως το ζήτημα αυτό ήταν σε όλες τις περιπτώσεις ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Κι ακόμα και σήμερα ίσως ο Καπιταλισμός να μην μπορούσε να τα βγάλει πέρα χωρίς τη συνεχή υποστήριξη ενός ισχυρού συμμάχου που, όπως θα δούμε πιο κάτω, ήταν στη διάθεση του από την εποχή κιόλας της ανάπτυξης του.
*Ο τίτλος είναι ψευδεπίγραφος· το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Μαξ Βέμπερ. Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού. Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2010.

Pages