Ακόμα κι ο τρόπος που μιλούσε, μασώντας τις λέξεις, θύμιζε πρεζάκι. Αλλά, παραδόξως, τα μάτια του δεν ήταν θολά.
«Μπράβο, ρε φίλε, πάντα το ήξερα ότι θα γίνεις συγγραφέας.»
«Κι εσύ; Πότε θα ξεκινήσεις τα ταξίδια σου;»
«Τα ταξίδια μου;»
«Δεν θυμάσαι; Ένα σακίδιο στον ώμο και βουρ στον δρόμο. Σαν τον Κέρουακ, χωρίς φράγκο. Δεν θυμάσαι;»
«Χαχα, θυμάμαι, ωραία τα λέγαμε. Αλλά έγινε μια μικρή αλλαγή σχεδίων.»
«Φιλαράκι», του είπε, «τα σεντόνια μου μυρίζουνε μουνί.»
«Δεν είναι πρωτότυπο για σένα.»
«Η νεκροψία δεν έδειξε να ‘χει πιει», είπε ο ένας.
«Μάλλον θα τον πήρε ο ύπνος», είπε ο άλλος.
«Ναι, τι άλλο να ‘ταν; Πώς το βλέπεις το καλαμπόκι φέτος;»
«Μέχρι πριν δύο ώρες ήταν τζιν τόνικ. Μετά έγινε λιωμένος πάγος με άρωμα τζιν. Τώρα…»
«Λοιπόν», έκανε η Κατ. «Και συγνώμη για την… επίθεση. Σήμερα γιορτάζω κι είμαι μόνη σ’ αυτή την κωλοπόλη. Θα ήταν το καλύτερο δώρο αν έπινες ένα ακόμα ποτό μαζί μου.»
(Θα ‘χει φράγκα ο τύπος, και δεν του φαίνεται)
«Στην υγειά σου, ξένε», του είπε.
«Χρόνια πολλά.»
«Δεν έχω γενέθλια, αλλά ευχαριστώ έτσι κι αλλιώς.»
«Πλάκα κάνεις. Μόνο νεκρός.»
«Εννοούσα να φύγουμε από δω.»
«Μαζί;»
«Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα», του είπε και του έπιασε το χέρι.
«Πού ξέρεις», έκανε εκείνη. «Ίσως να ήμασταν μαζί σε κάποια προηγούμενη ζωή, ερωτευμένοι Πελασγοί.»
«Εδώ μένω», του είπε. «Θα έρθεις;»
«Δεν φορούσα προφυλακτικό», είπε εκείνος.
«Και μόλις ξεκίνησε», του είπε.
«Βαρέθηκα το ξανθό. Άλλωστε αυτό είναι το φυσικό μου χρώμα, δεν το ξέρεις;»
«Χοιρινό κότσι με μέλι και τζίντζερ», είπε η Κατ. Κι έσκυψε να κοιτάξει τον φούρνο, τουρλώνοντας τον κώλο της. «Αλλά θέλει μισή ώρα, μπορεί και μία ακόμα.»
«Δεν ήξερα ότι μπορούμε να κάνουμε σεξ με τόσους τρόπους», της είπε.
«Ακόμα δεν έχουμε αρχίσει», απάντησε η Κατ. «Στεκόμαστε στην ακτή της χώρας που λέγεται Ηδονή. Κι έχει βουνά και ηφαίστεια, ζούγκλες και παγετώνες να εξερευνήσουμε.»
«Είκοσι εφτά είμαι ακόμη, γιαγιά.»
«Τη μια είσαι είκοσι εφτά και την άλλη εβδομήντα εφτά», κι έδειξε τον εαυτό της. «Δεν θα το καταλάβεις πώς κυλάει. Άντε, φάε να πάρε δυνάμεις.»
«Καλοκαιριάτικα; Καλά, αρκεί να πιάσεις την κότα, γιατί εγώ…»
«Κάνει την καλύτερη κοτόσουπα στον κόσμο», είπε ο Στέφανος.
«Θέλω τη συνταγή», είπε η Κατ.
«Μαγειρεύεις; Ωραία. Όλο το μυστικό είναι στην κότα. Πρέπει να ‘ναι αλανιάρα, όχι του σούπερ, και μεγάλη, να τα ‘χει φάει τα ψωμιά της. Και να τη βράσεις αμέσως μετά το σφάξιμο.»
«Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου, έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε. Τη βοήθησες να μη βασανίζεται.»
«Είστε τόσο καλή. Σαν την καημένη τη γιαγιά μου.»
«Να προσέχεις το παιδί μου», της είπε εκείνη.
«Τι;» την ρώτησε στ’ αυτί.
«Δεν ξέρω», του ‘πε και πήγε στην κουζίνα της.
Κάτι την είχε ανησυχήσει.
«Ή με γαμάει.»
«Δεν σου αξίζει, αλλά μπράβο.»
«Πάντα με την καλή κουβέντα, θείε.»
«Μήπως θες να οδηγήσω εγώ;» της είπε.
«Γιατί;»
«Αισθάνεσαι εντάξει;»
(Δυο τρία αποκεφαλισμένα πρόβατα;)
«Γι’ αυτό έλειπα το πρωί. Πήγα στην Πάτρα να τα πάρω. Δωράκι.»
«Ανυπομονώ», έκανε ο Στέφανος -χωρίς καθόλου ανυπομονησία.
Είχε μέσα δυο κουτιά χάπια. Βιάγκρα.
«Μην το βλέπεις σαν πρόβλημα. Συμβαίνει σ’ όλους τους άντρες.»
«Τι; Κάναμε σεξ τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Συνεχόμενα. Τι είμαι; Κάνας γέρος που δεν του σηκώνεται;»
«Στους νέους λειτουργεί καλύτερα. Δεν θα σου πέφτει καθόλου.»
«Στην Πάτρα πήρα κάτι για σένα. Τα χάπια είναι δώρο για μένα.»
«Κλείσε τα μάτια σου», του είπε.
«Περίμενε, μην τ’ ανοίξεις.»
«Μην κρυφοκοιτάς.»
Γάβγισμα σκύλου δεν ακούστηκε.
«Μην μ’ απογοητεύεις», του είπε. «Θα περάσουμε όμορφα. Θα σε κάνω να νιώσεις τόση ηδονή που δεν έχει νιώσει άλλος άντρας. Μόνο αφήσου κι απόλαυσε ‘το.»
«Κατάπιε ‘το» του είπε.
«ΑΤΟΠΙΤ ΩΥΕΤΣΙΠ ΝΕΔ
ΑΤΟΠΙΤ ΑΙΜΑΒΟΦ ΝΕΔ
ΣΟΡΟΤΙΒΡΕΣ ΙΑΜΙΕ»
«Να σε πάρω;»
«Ναι. Παρακαλώ.»
«Τι πράγμα;»
«Έμπουσα. Το ‘χεις ξανακούσει; Έμπουσα.»
«Έμπουσες ξέρω. Τι μου θύμισες τώρα. Μας το ‘λεγε η προγιαγιά μας για να μας τρομάζει.»
«Τι σας έλεγε;»
«Καταλαβαίνω», έκανε ο Στέφανος. «Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο καταλαβαίνω.»
«Α, καψούρης είσαι κι εσύ», είπε ο χωριανός και δυνάμωσε το ραδιόφωνο.
«Ούτε που τον ακούμπησα. Τους σιχαίνομαι τους κούφιους. Δεν έκανε όνειρα, δεν είχε ζωή. Πώς να σκοτώσεις έναν νεκρό; Τον βοήθησα μόνο, να έχει έναν ωραίο θάνατο.»
«Δεν σκοτώνω. Μόνο ηδονή προσφέρω. Ατυχήματα συμβαίνουν. Το 80% των οικιακών ατυχημάτων συμβαίνουν στο μπάνιο.»
«Ο Στέργιος δεν σκοτώθηκε στο μπάνιο», είπε ο Στέφανος και γύρισε. Η Κατ είδε την μπλούζα του.
«Δική του είν’ αυτή;»
«Τη βρήκα στην ντουλάπα σου.»
«Καλός ήταν ο Στέργιος, δυνατός. Κρίμα που δεν πρόσεχε με τη μηχανή του.»
«Καλύτερα να φύγουμε τώρα, πριν γυρίσει η γιαγιά σου, δεν συμφωνείς; Δεν μπορώ τα κλάματα.»
«Κι αν δεν έρθω;»
«Στο πίσω δρόμο. Μπορώ να προβλέψω τις κινήσεις σου, μικρέ μου. Πάμε τώρα;»
«Αλέξη, γιατί μου έκλεισες την τηλεόραση;»
Αλλά ο Αλέξης είχε προβλήματα με το ραδιόφωνο.
«Ό,τι κερδίζουν όλοι: Ζωή. Γιατί το κάνω; Είναι η φύση μου.»
«Κυρίως. Οι γυναίκες είναι πιο δύσκολες. Αλλά όταν πετυχαίνει αξίζει. Ο οργασμός της γυναίκας έχει δέκα φορές περισσότερη ενέργεια. Πίστεψε ‘με, τα ‘χω ζήσει και τα δυο.»
«Πρόβλεψε αυτό, σκύλα», είπε από μέσα του κι άνοιξε την πόρτα.
«Τρέξε!» του φώναξε.
«Παναγίτσα μου», τον άκουσε να λέει.
«Βοήθησε με», της είπε.
«Με θες ακόμη.»
(Σκότωσέ την)
Τι ωραία που είναι έτσι όπως
(Σκότωσέ την! Κοίτα στ’ αριστερά σου!)
(Σκότωσέ την. Σκότωσέ την, τη σκύλα.)
Είδε και το πρόσωπο αυτού που μιλούσε. Ήταν ο Στέργιος.
«Ποιο κορίτσι;»
«Ξέρεις. Η όμορφη. Δεν την ξανάδα από…»
«Παραήταν όμορφη», είπε ο Στέφανος. «Εγώ θέλω να βρω ένα κορίτσι που να ‘χει περιεχόμενο, όχι μόνο εξώφυλλο.»
«Ν’ αγαπιέστε, αυτό έχει σημασία», είπε η γιαγιά.
«Ναι, συμφωνώ. Η Κατ ήταν ωραία, αλλά μάλλον δεν μ’ αγάπησε ποτέ.»
«Θα ‘ρθουνε κι άλλες», του είπε η γιαγιά.
«Αυτό φοβάμαι», έκανε ο Στέφανος. «Μην έχει σίκουελ.»