H ευδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό στη ζωή μας - Point of view

Εν τάχει

H ευδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό στη ζωή μας



Ευδαιμονία μια αρχέγονη «Oδύσσεια» η αναζήτησή της
Oχι τόσο επειδή πληθαίνουν τα δυσάρεστα που ταλαιπωρούν την υφήλιο, όσο γιατί είναι άστατη, εφήμερη και επαφίεται στη διάθεση ή την κρίση του καθενός να εκτιμήσει το χαμόγελο και τα δώρα της, που ποικίλλουν κατά περίπτωση. Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, από τον Σωκράτη και μετά, συμφωνούσαν ότι ο τελικός στόχος του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία και ότι αυτό που αναζητούν οι άνθρωποι σε κάθε τους πράξη είναι η ευτυχισμένη ζωή.
Είναι τόσο απλό, που δεν χρειάζονται καν λέξεις για να περιγραφεί και κάθε ευχή αντί για τα άχρηστα «χρόνια πολλά με υγεία» και οι λοιπές ανοησίες των εγωιστικών meme του πολιτισμού πρέπει να αντικατασταθούν με «Ευδαιμονία και Καλοπροαίρεση»
Ο Σωκράτης εισήγαγε την θεωρία της γνώσης, βασισμένη πάνω στις ηθικές έννοιες και όχι στις υλικές αρχές, πίστευε ότι «η αρετή είναι ευδαιμονία». Αντίθετα, οι σοφιστές δίδασκαν ότι η αρετή είναι μια τέχνη που διδάσκεται και αφορά την προσωπική επιτυχία στην ζωή, χωρίς να υπόκεινται σε απόλυτες ηθικές αρχές και αξίες, αφού απόλυτη γνώση δεν υπάρχει.
Ο Σωκράτης δίδασκε ότι «η αρετή είναι γνώση», δηλαδή ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί μέσα από την ορθή και την απόλυτη γνώση. Η ορθή γνώση, σύμφωνα με τον Σωκράτη, είναι η γνώση των απόλυτων ηθικών εννοιών που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στον άνθρωπο και μπορεί να επιτευχθεί με την αυτογνωσία. Για τον Σωκράτη «ουδείς εκών κακός», δηλαδή κανένας δεν κάνει κακό με την θέλησή του, αλλά, αντίθετα η κακία οφείλεται απλά στη άγνοια.
Ο Πλάτων, αναφέρει ότι η ευδαιμονία μπορεί να επιτευχθεί με την γνώση του κόσμου των ιδεών, οι οποίες αποτελούν τα τέλεια πρότυπα, όχι μόνο των ηθικών εννοιών, όπως υποστήριζε ο Σωκράτης, αλλά και των γνωστικών εννοιών, καθώς και όλων των πραγμάτων που αποτελούν τον ορατό κόσμο και που δεν είναι παρά «είδωλα» ή «μιμήματα» των Ιδεών. Για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον κόσμο των Ιδεών, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όχι τις αισθήσεις του, αλλά τον νου του, ο οποίος είναι μέρος της ψυχής του.
Έτσι, προορισμός του ανθρώπου είναι από την μία η φυγή από τον υλικό κόσμο και από την άλλη η ομοίωσή του με τον Θεό, η οποία επιτυγχάνεται με τον αρμονικό συνδυασμό των τριών αρετών που αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, δηλαδή της «σοφίας», της «ανδρείας» και της «σωφροσύνης». Ο συνδυασμός των τριών αυτών αρετών γεννά την τέταρτη κύρια αρετή, «την δικαιοσύνη» γι’αυτό ο δίκαιος άνθρωπος είναι ο πλησιέστερος στον Θεό, άρα και ο πιο ευδαίμων.
Ο Αριστοτέλης αν και μαθητής του Πλάτωνος, αναφέρει ότι η θεωρία του ιδανικού κόσμου των Ιδεών ήταν τελείως φανταστική και ότι, αντίθετα, ο ορατός κόσμος είναι απόλυτα αληθινός. Αφού ταξινόμησε τις αρετές σε δύο μεγάλες κατηγορίες, «τις ηθικές» και «τις διανοητικές», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευδαιμονία μπορούσε να επιτευχθεί κατά πρώτο λόγο με την άσκηση των διανοητικών αρετών, και κατά δεύτερο λόγο με την άσκηση των ηθικών αρετών, διότι η διανοητική ενέργεια συνίσταται στην καθαρή σκέψη και στην ενατένιση της αλήθειας και του ύψιστου αγαθού, του Θεού. Αυτά τα έλεγε στην μάζα – ιερείς, διδασκάλους κλπ- γιατί στους «κλειστούς κύκλους» των μαθητών του έλεγε τελείως διαφορετικά πράγματα, όπως και ο Πυθαγόρης άλλωστε.
Οι Κυνικοί φιλόσοφοι μας λένε ότι οι όλες οι κοινωνικές συμβάσεις και οι καθιερωμένες ανθρώπινες αξίες είναι περιττές και ότι η ευδαιμονία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια ζωή όσο γίνεται πιο απλή και φυσική, όπως είναι η ζωή στην φύση. Επίσης, αναφέρουν ότι ο άνθρωπος έπρεπε να απαλλαχθεί από τα δεσμά της «Πόλης-Κράτους», καθώς και των ιδανικών της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα «Κυνικός» προήλθε από το ψευδώνυμο κύων=σκύλος, που είχε δοθεί στον Διογένη, τον διασημότερο εκπρόσωπο των Κυνικών, για την αναισχυντία του, από αυτούς που μέχρι σήμεραούτε ετυμολογικά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Ευδαιμονία.
Οι Σκεπτικιστές, με πρώτο απ’όλους των Πύρρωνα τον Ηλείο, πίστευαν ότι τόσο οι αισθήσεις, όσο και οι γνώσεις μας εξαπατούν και επομένως, η ορθή γνώση της φύσης των πραγμάτων δεν μπορεί να αποκτηθεί μέσω της εμπειρίας του ορατού κόσμου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτούς, για να φτάσει κανείς στην ευδαιμονία πρέπει να αμφισβητεί συνεχώς τις δοξασίες όλων των ανθρώπων, ακόμα και των φιλοσόφων και να μην εκφέρει γνώμη ή οποιαδήποτε άποψη, παρά μόνο για τις προσωπικές του εμπειρίες. Μια τέτοια στάση, πίστευαν οι Σκεπτικιστές, προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους, που δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα, τους απαλλάσσει από τον δογματισμό, τους προτρέπει να ζουν σύμφωνα με τη φύση και τους χαρίζει την υπέρτατη αρετή, που δεν είναι άλλη από την πνευματική γαλήνη.
Σύμφωνα με τους Επικουρείους, η ευδαιμονία συνίσταται στην ψυχική ηρεμία (αταραξία) και επιτυγχάνεται με την αναζήτηση της ηδονής. 

Οι Επικούρειοι με τον όρο «ηδονή» δεν εννοούσαν την ηδονή που κρύβεται στις απολαύσεις και στις διασκεδάσεις («ενεργή» ή «κινητική» ηδονή, ηδονή εν κινήσει), αλλά την ηδονή που συνοδεύει την πλήρη απουσία πόθου και πόνου (απονία), δηλαδή την σωματική υγεία και την ψυχική ηρεμία («στατική» ηδονή, ηδονή καταστηματική). 

Έτσι, για τους Επικουρείους, η ευτυχισμένη ζωή είναι μια ζωή απαλλαγμένη από τους φόβους και τις οδυνηρές σκέψεις, οι οποίες μπορούσαν να προκαλέσουν ψυχική και σωματική οδύνη. Λέγοντας «Ηδονή» οι Επικούριοι αναφέρονται στην «Ευδαιμονία».
Οι Στωϊκοί, αναφέρουν ότι η αρετή είναι αρκετή για να φτάσει κανείς στην ευδαιμονία. Σύμφωνα με αυτούς, η αρετή είναι το μόνο αγαθό για τον άνθρωπο, γιατί είναι πάντα ευεργετική. Η καταγωγή, η κοινωνική θέση, ο πλούτος, οι απολαύσεις, οι οποιεσδήποτε αξίες που ταύτιζαν την ευτυχία με τα υλικά αγαθά, δεν είχαν καμμία σημασία με τους Στωϊκούς.
Όλες αυτές οι αξίες ήταν –όπως έλεγαν οι Στωϊκοί- «αδιάφορες» και δεν συνεισέφεραν τίποτα όσον αφορά στην πορεία προς την αρετή, αφού οι άνθρωποι μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν καλά ή άσχημα. Αντίθετα, οι Στωϊκοί πίστευαν ότι τα ενάρετα άτομα έχουν ό,τι χρειάζονται για να είναι ευτυχή και επομένως, η ευδαιμονία είναι εφικτή, όχι μόνο για τους προικισμένους από την ζωή με πλούτο και κοινωνική θέση, αλλά και για όσους έχουν λιγότερη τύχη όπως οι φτωχοί, οι σκλάβοι, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις των τεχνητών πολιτ-ισμών.
Η αρετή συνίσταται σε μια ζωή σύμφωνα με την φύση, δηλαδή σύμφωνα με την λογική ή τον λόγο (νου) του Πνεύματος, με την οποία είναι προικισμένος κάθε άνθρωπος ως μέρος της φύσης και η οποία, αν και υπάρχει ατελής μέσα του, μπορεί να τελειοποιηθεί με την αυτογνωσία. Ο ενάρετος και καλοπροαίρετος άνθρωπος χαρακτηρίζεται από «Γαλήνη» και «Ευδαιμονία».
Οι Νεοπλατωνικοί πρεσβεύουν την θέση ότι ο δρόμος προς την ευδαιμονία είναι η ανάταση της ψυχής και η ομοίωσή της με το Πνεύμα. Σκοπός του ανθρώπου είναι να βοηθήσει την ψυχή του να επανέλθει, μετά τον θάνατο, στην αρχική της κατάσταση, σε έναν ανώτερο Πνευματικό κόσμο.

Η ευδαιμονία



Η άποψη που είχε ο Αριστοτέλης για τον κόσμο, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, ήταν τελεολογική. Βάσει της αντίληψής του αυτής, ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό στη ζωή μας και ότι, ως εκ τούτου, εν ονόματι αυτής οφείλουμε τελικά να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας.

Συγκεκριμένα, κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι "δημιουργικό" ον. Οι άνθρωποι δημιουργούν χίλια δυο πράγματα-φτιάχνουν πλοία, κατασκευάζουν πόλεις, κάνουν πολέμους, συνάπτουν φιλίες, καθιερώνουν αθλητικούς και πολιτιστικούς αγώνες κτλ. Και όλα αυτά τα κάνουν πάντοτε για κάποιο "σκοπό". Τίποτε στη ζωή μας δεν είναι άσκοπο. Το καθετί παραπέμπει σε κάτι άλλο, το καθετί γίνεται για κάποιο σκοπό. 

Για παράδειγμα, οι άνθρωποι φτιάχνουν σπίτια με σκοπό να προστατευθούν από τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που θα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν, αν ζούσαν στο ύπαιθρο. Προκειμένου, να φτιάξουν τα σπίτια τους όμως, χρησιμοποιούν ορισμένα υλικά (πέτρες, ασβέστη, ξύλα κ. ά.). Αλλά τα υλικά χρειάζονται-είτε για να παρασκευαστούν είτε για να γίνει η επεξεργασία τους-τα κατάλληλα εργαλεία και μηχανήματα. Για το σκοπό αυτό λοιπόν, προκειμένου να παραγάγουν τα οικοδομικά υλικά οι άνθρωποι, φτιάχνουν εργαλεία και μηχανήματα... κ.ο.κ.

Ενώπιόν μας υπάρχει μια ιεράρχηση σκοπών. Εάν οι άνθρωποι δεν κινδύνευαν ζώντας έξω στο ύπαιθρο, δε θα είχαν κανένα λόγο να κατασκευάζουν σπίτια· και εάν δεν είχαν κανένα λόγο να φτιάχνουν σπίτια, θα ήταν άσκοπη επίσης η επεξεργασία και η παρασκευή οικοδομικών υλικών· και αν δεν είχαν λόγο να χρησιμοποιούν οικοδομικά υλικά, δε θα είχε νόημα η κατασκευή εργαλείων και μηχανημάτων για την παραγωγή των οικοδομικών υλικών.

Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί στη δημιουργία κάποιου αγαθού, που με τη σειρά του εξυπηρετεί κάποιο άλλο αγαθό, κ.ο.κ. Αυτή η αλυσίδα των αγαθών όμως, κατά τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να καταλήγει κάπου, να έχει τέλος, ένα έσχατο σκοπό. Ως τέτοιο τελικό σημείο αναφοράς όλων των αγαθών στη ζωή του ανθρώπου ο Αριστοτέλης θεωρεί την "ευδαιμονία". Η κατασκευή των εργαλείων και των μηχανημάτων, με τα οποία θα φτιάξουν και θα επεξεργαστούν τα οικοδομικά υλικά, με τα οποία θα οικοδομήσουν τα σπίτια τους, που θα τους προστατέψουν από τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που συνεπάγεται η διαβίωσή τους έξω στη φύση, όλα αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ευδαιμονίας τους, η οποία δεν εξυπηρετεί κανέναν περαιτέρω σκοπό ή αγαθό. 

Λέγοντας βέβαια ότι όλες οι δραστηριότητές μας στοχεύουν στην ευδαιμονία μας, ότι οτιδήποτε κάνουμε το κάνουμε για να γίνουμε ευτυχισμένοι, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι η ευδαιμονία τοποθετείται σε κάποιο απώτερο σημείο της ζωής μας. Ένα σημείο όπου, όταν φτάσουμε - και αφού θα έχουμε αποκτήσει όλα τα απαιτούμενα αγαθά- θα γίνουμε ευτυχισμένοι. Μια τέτοια αντίληψη για την ευδαιμονία όμως, για τον Αριστοτέλη, είναι ανακριβής.

Στην πραγματικότητα, κατ' αυτόν, μπορούμε να γίνουμε ευτυχισμένοι οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή μας, αρκεί ο τρόπος που θα συμπεριφερθούμε να είναι ο κατάλληλος. Πρέπει να εξασφαλίσουμε το ύψιστο αγαθό της ευδαιμονίας, να εκτελούμε τις εκάστοτε πράξεις μας σωστά.

Ποιος είναι όμως ο ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς με τον οποίο οι άνθρωποι θα εξασφαλίσουν την ευδαιμονία τους; Πότε μπορούμε να πούμε ότι οι πράξεις μας έγιναν σωστά, έτσι ώστε να μας κάνουν ευτυχισμένους;

Για να δοθεί απάντηση σε τέτοιου είδους απορίες, λέει ο Αριστοτέλης, είναι αναγκαίο, πρώτα από όλα, να καθοριστεί το έργο του ανθρώπου. Και αυτό γιατί αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος, εφόσον κάνει καλά τη δουλειά του. Ένας αμπελουργός νιώθει ευτυχής, εάν η παραγωγή κρασιού, που είναι η δουλειά του, είναι μεγάλη και εκλεκτή. Το ίδιο και ένας αγαλματοποιός· εάν φτιάξει ένα καλό άγαλμα, όπως είναι η δουλειά του, δεν μπορεί παρά να νιώθει ευτυχισμένος. Όλοι μας είμαστε εξουσιοδοτημένοι να επιτελούμε κάποιο έργο, που, εκτελώντας το σωστά, αισθανόμαστε ευτυχισμένοι. Ο δραματουργός έχει ως έργο να γράφει θεατρικά κείεμνα, ο δάσκαλος να διδάσκει, ο μαθητής να μαθαίνει, ο οικοδόμος να κατασκευάζει σπίτια κτλ.

Κατά τρόπο ανάλογο, ο άνθρωπος θα πρέπει επίσης να έχει κάποιο έργο. Το ερώτημα είναι: ποιο είναι το έργο του;

Θα μπορέσουμε, κατά τον Αριστοτέλη, να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό αν προσδιορίσουμε την ιδιαίτερη φύση του ανθρώπου. Και αυτό θα το επιτύχουμε, αν συγκρίνουμε τον άνθρωπο με τα άλλα είδη οργανισμών και δούμε τι είναι εκείνο που διαθέτει ο άνθρωπος και δεν το έχουν ούτε τα φυτά ούτε τα ζώα. 

Συγκρίνοντας λοιπόν τον άνθρωπο με τα φυτά, βλέπουμε ότι έχουν κοινή τη "θρεπτική" και την "αυξητική ζωή" όπως τα φυτά, οι άνθρωποι τρέφονται και αναπτύσσονται. Με τα ζώα εξάλλου ο άνθρωπος μοιράζεται τις ορέξεις, τα ένστικτα και τα πάθη. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κοινά στους ανθρώπους και στα ζώα.

Εκείνο που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα φυτά και τα ζώα είναι ο "λόγος". Η ιδιαίτερη φύση του ανθρώπου συνίσταται στο γεγονός ότι σκέφτεται.

Ελέχθη παραπάνω ότι, κατά τον Αριστοτέλη, ο κατάλληλος τρόπος που πρέπει να συμπεριφερόμαστε, για να γίνουμε ευτυχισμένοι, είναι να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας σύμφωνα με το έργο που υπαγορεύεται από τη φύση μας, να κάνουμε δηλαδή ό,τι είναι σύμφωνο προς τη φύση μας. Μπορούμε τώρα λοιπόν να πούμε ότι, κατά τον Αριστοτέλη, γίνεται κανείς ευτυχισμένος, όταν συμπεριφέρεται σύμφωνα με το λογικό του. Διαφορετικά, αν αδιαφορήσει προς ό,τι του υπαγορεύει ο λόγος, είναι βέβειο ότι θα γίνει δυστυχισμένος. Το ερώτημα, σ' αυτή την περίπτωση, είναι σε τι συνίσταται η λειτουργία του λόγου, την οποία θα πρέπει να σεβαστούμε, προκειμένου να γίνουμε ευτυχισμένοι.

Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι ο λόγος, από τη φύση του, επιδιώκει πάντοτε την "ισορροπία", τη "συμμετρία". Έτσι, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τη λογική φύση μου σημαίνει ότι επιλέγω κάτι που δεν είναι ακραίο, κάτι που ούτε υπερβολικό ούτε ελλειπτικό είναι. Αν, ας πούμε, θέλοντας να ικανοποιήσω την πείνα μου, φάω πάρα πολύ, και βαρυστομαχιάσω, ή πολύ λίγο, τόσο που να εξακολουθώ να αισθάνομαι τη δυσφορία της πείνας, είναι σαφές ότι δεν μπορώ να νιώθω ευχαριστημένος με καμιά από τις δύο αυτές επιλογές μου. Θα πρέπει, για να νιώθω ευτυχής, να φάω τόσο που να μην είνει ούτε πολύ ούτε λίγο, αλλά κάπου μεταξύ των δύο αυτών άκρων. Έτσι η ευδαιμονία βρίσκεται πάντοτε στην επιλογή της μέσης οδού μεταξύ δύο ακραίων προοπτικών, της υπερβολής και της έλλειψης.

Αυτή είναι η γνωστή θεωρία του Αριστοτέλη για τη μεσότητα, στο πλαίσιο της οποίας καθόρισε αυτός, πέρα από τη φύση της ευδαιμονίας, και το χαρακτήρα της αρετής.

[πηγή: Θ. Πελεγρίνης, Αρχές Φιλοσοφίας, ΟΕΔΒ, 2002, σελ. 87-9]


Ο Αριστοτέλης καταπιάνεται με το ζήτημα in medias res δηλώνοντας ότι, εφόσον κάθε κοινωνία αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, το κράτος, που είναι η υπέρτατη και καθολικότερη μορφή κοινωνίας, πρέπει να αποσκοπεί στο υπέρτατο αγαθό. Η τελεολογική αυτή άποψη χαρακτηρίζει όλο το σύστημα σκέψης του. Το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο -είτε έμβιο είναι είτε εργαλείο είτε κοινωνία- πρέπει να αναζητηθεί στο σκοπό της ύπαρξής του.

Στην περίπτωση ενός εργαλείου πρόκειται για το σκοπό που επιθυμεί ο χρήστης του και, σύμφωνα με αυτόν το σκοπό, η μορφή του εργαλείου επιβάλλεται στη ύλη του έξωθεν. Στην περίπτωση ενός έμβιου όντος ή μιας κοινωνίας ο σκοπός είναι ενυπάρχων: για το φυτό είναι η αύξηση και η αναπαραγωγή, για το ζώο η αίσθηση και η όρεξη που επικαλύπτει την ηθική ζωή, για τον άνθρωπο και για την ανθρώπινη κοινωνία ο λόγος και η ηθική δράση που επικαλύπτουν τόσο τη φυτική ζωή όσο και τη ζωική. Η ερμηνεία των όντων δεν πρέπει να αναζητείται στην αρχή της ανάπτυξής τους, αλλά στην τελική μορφή προς την οποία κατατείνει· η φύση τους προκύπτει από τον προορισμό και όχι από την προέλευσή τους.


[πηγή: W. D. Ross, Αριστοτέλης, μτφ. Μαριλίζα Μητσού, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, σελ. 335-6]
via

Pages