Ο αποχωρισμός στην ζωή μας - Point of view

Εν τάχει

Ο αποχωρισμός στην ζωή μας



‘Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει∙ αν υπάρχει μια, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριο της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην την βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δωσ’ τους χώρο.





Ιταλο Καλβίνο ‘Οι αόρατες πόλεις’
Όταν τελειώνει κάτι στη ζωή μας, κλείνει ένας κύκλος και το αφήνουμε πίσω μας, στη λησμονιά του παρελθόντος. Ένας αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Αποχωριζόμαστε  όχι μόνο εκείνο με το οποίο συνδεθήκαμε, αλλά και το κομμάτι του εαυτού μας που εναποθέσαμε με φροντίδα σε αυτό που επιτρέψαμε να εισχωρήσει στη ζωή μας και να κατοικήσουμε μαζί με αυτό. Ένας κύκλος κλείνει, φτάνει στο τέλος του. Ένα τέλος που θα το οριστικοποιήσει η απομάκρυνσή μας από αυτό.
Τα συναισθήματα αρνούνται να μας εγκαταλείψουν. Φόβος, αγωνία, «πήρα τη σωστή απόφαση, άραγε;» Αυτά τα συναισθήματα φωλιάζουν στην ψυχή μας και κάνουν πιο δύσκολο τον αποχωρισμό. Μήπως όμως δεν είναι απλά φόβος αλλά η ανάγκη μας να κρατηθούμε σε μια ύστατη προσπάθεια από αυτό; Γνωρίζουμε ότι  ένα γεγονός που ζήσαμε δεν σβήνεται από τη μνήμη μας. Έχει συναισθήματα να το συνοδεύουν, που του δίνουν διάρκεια μέσα μας, και το απόσταγμα της εμπειρίας  εγκαθίσταται σαν γνώση, για τη συνέχεια των επιλογών μας. Αγκιστρωνόμαστε όμως από  το παρελθόν, όταν οι θύμησες του μάς γεμίζουν επώδυνα συναισθήματα που μας καθηλώνουν. Δυσκολευόμαστε να ξεφύγουμε από αυτό, γιατί η παραμονή στην επανάληψη, όσο αναδεύουμε την μνήμη, μας προκαλεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Αναλογιζόμενοι βέβαια αυτή την ασφάλεια ανακαλύπτουμε ότι δεν ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε. Τότε νιώθουμε μια πνιγηρή αίσθηση πόνου να μας περιτυλίγει, με ένα παράπονο, ένα «γιατί» να κατατρώγει τα σωθικά μας για την μακροχρόνια παραμονή μας σε καταστάσεις που εμπόδιζαν να αναδυθεί ο πραγματικός μας εαυτός, με τις δυνατότητες και τις  επιθυμίες μας. Δεσμευόμασταν και επενδύαμε σε καταστάσεις όπου δεν υπήρχαμε εμείς, παραμένοντας κρυμμένοι ακόμα και από τον εαυτό μας και προσαρμοζόμασταν σε αιτήματα άλλων από φόβο, από ενοχή, από μια υπέρμετρη ανάγκη να προσφέρουμε για να μη χάσουμε και επομένως να μην χαθούμε ολοσχερώς.
Αγκιστρωμένοι από το λίγο, τυλίγαμε το κουβάρι της ζωής μας και υφαίναμε στον αργαλειό της ζωής μας κεντήματα, όπου το άδειο των χρωμάτων κατάπινε την επιθυμία μας  για δημιουργία, για φως, για ζωή. Παίρνοντας το πινέλο βάφαμε απεγνωσμένα το γκρίζο του κενού που απλωνόταν νωχελικά πάνω μας, εκλιπαρώντας μας να του δώσουμε μια θέση, για να βρει μια πατρίδα μέσα μας ώστε να αρχίσει να δημιουργεί μαζί μας, αλλά η σκέψη της θλίψης που θα ακολουθούσε την αποδοχή του, μάς έκανε να το αποδιώχνουμε προσπαθώντας μάταια να ξεγελάσουμε την αλήθεια μας.



Καλλιτέχνες στη φαντασίωσή μας, ζωγραφίζαμε  τη ζωή μας και αποτυπώναμε στον καμβά των ονείρων, όλα όσα θα θέλαμε να ζήσουμε. Και όσο η πραγματικότητα αναρριγούσε τρομαγμένη, τόσο η φαντασίωση αναλάμβανε να υπεραναπληρώσει το κενό, για να μη χαθούμε σε αυτό και μας καταπιεί αδυσώπητα. Προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από μια ψευδαίσθηση, αλλά όσο στηριζόμαστε σε αυτή, διαπιστώναμε ματαιωμένοι πως κάθε φορά που χάναμε την ισορροπία μας πλάθαμε δίχτυα από υλικά ανεδαφικών ονείρων. Προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από αυταπάτες,  ενώ ένα κενό μας αφάνιζε που απειλούσε τον πυρήνα του εαυτού μας και διατρυπούσε την φλούδα της αξίας μας. Προκειμένου να ορίσουμε τα συναισθήματα μας, για να μην τρεχοβολούν άτακτα και μας διαφεντεύουν, ανατρέχαμε σε κάτι κούφιο που δεν μπορούσε να μας γεμίσει, ενώ, όσο παραμέναμε εκεί, το άδειο αντηχούσε την οδύνη μας. Παραμέναμε μετέωροι, χωρίς να μπορούμε να στηριχτούμε σε ένα ιστό που τον φτιάχναμε από υλικά ξέπνοα, στερημένα από αγάπη, αδύναμα να εξάρουν τη φαντασία μας. Η φαντασία για να κυοφορήσει τα γεννήματά της  χρειάζεται ένα περιβάλλον ασφάλειας, ώστε να μπορεί να απλωθεί ηδονικά, γνωρίζοντας πως τα φτερά της ελευθερίας της βρίσκουν ένα χώρο αποδοχής εμποτισμένο με  αγάπη.
Όσο  επιστρέφουμε στο πατάρι της μνήμης ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής μας και διαβάζοντας το από την αρχή, όσο βυθιζόμαστε στις σελίδες του, παρατηρούμε πως αυτές οι εικόνες ήταν πλάσματα της ουτοπίας.  Καταφεύγαμε παρατεταμένα στη φαντασίωση μας, γιατί η πραγματικότητά μας  παρέμενε ανολοκλήρωτη. Παρότι η επιθυμία μας  ζητούσε τη στρογγυλάδα της για να γλιστρήσει στην καρδιά μας και να μας χαριστεί το δώρο της ζωής, παραμέναμε ματαιωμένοι να κοιτάμε έκθαμβοι το περιτύλιγμα το οποίο τελικά  μας κέρδιζε, μια που το περιεχόμενο του ήταν άδειο.
Οτιδήποτε μας γεμίζει με πλέρια δύναμη το αφήνουμε στο χρονοντούλαπο της μνήμης με μια αίσθηση πληρότητας και ευχάριστης ζεστασιάς, γιατί αυτές οι ολόγιομες εικόνες αποθηκεύονται  στην καρδιά μας και μας δείχνουν ένα δρόμο που μοσκοβολά από ζωή, όπου τον περπατάμε ελεύθεροι, αλαφρωμένοι από βάρη που θα μπορούσαν να κάνουν δυσκίνητα τα βήματά μας. Νιώθουμε γεμάτοι από ικανοποίηση, γιατί, ακόμα κι αν αυτές οι στιγμές κάποια στιγμή πάψουν να μας τροφοδοτούν, η αύρα τους μας συνοδεύει.





 Οτιδήποτε όμως έμεινε ξεκρέμαστο και αδικαίωτο στο χρόνο επιστρέφει παραπονεμένο, ενώ εμείς  το εξιδανικεύομε ώστε να ελέγξουμε τα συναισθήματα αποτυχίας που νιώθουμε, πασπαλίζοντας το με χρυσόσκονη, για να  πάψει η οδύνη από τις θύμησες να αναβλύζει και να χύνει τη μελάνη της στο αίσθημα αξίας μας. Ενώ άλλες φορές το μεταλλάσσουμε, του δίνουμε ένα αλλότριο χαρακτήρα, κοιτάζοντας το  με  ξένα μάτια, ώστε να  ξορκίσουμε τον επώδυνό του χαρακτήρα, χάνοντας έτσι την αλήθεια μας. Για να αντέξουμε, προβάλλουμε το μιαρό συναίσθημα σε όλους εκείνους που μας διακινούν συναισθήματα που ευφραίνουν την πραγματικότητά μας,  πιστεύοντας πως εκείνοι νιώθουν τα συναισθήματα που κυριεύουν την ψυχή μας. Καθετί που είναι παράταιρο με την ψεύτικη εικόνα που  υιοθετήσαμε, ενοχοποιείται και καταδικάζεται ως ύποπτο. Ο θυμός για τις  υποβολές που υπεστήκαμε, οι οποίες ακρωτηρίασαν το σώμα και τον ψυχισμό μας, μετατίθεται σε άλλους που δεν συμμετέχουν στο σκηνικό του δράματός μας.  Η ψεύτικη εικόνα, που πλάσαμε για εμάς, γίνεται ο καθρέφτης με τον οποίο επιμένουμε να επικοινωνούμε με εκείνους που προσπαθούν να επικοινωνήσουν με την αλήθεια μας. Αυτό που υπεστήκαμε γίνεται ο μοχλός που μας κινεί ώστε να κάνουμε τον άλλο να αισθανθεί τις ίδιες δονήσεις πόνου με εμάς, για να δικαιολογήσουμε κατά βάθος το θύτη που παραβίασε την ψυχή μας και το ρόλο του θύματος που επί χρόνια συντηρούσαμε.  Μεταθέτουμε αυτό που νιώθουμε για τα πρόσωπα που άλωσαν την ζωή μας σε άλλα πρόσωπα αναίτια του δράματός μας, για να εκλογικεύσουμε γιατί  μια ολόκληρη ζωή ακολουθούσαμε μια πορεία ζωής γεμάτη λάθη επιμένοντας σε αυτήν και εκθειάζοντας την ως ιδανική. Σαν το μικρό παιδί που  δεν μπορεί να χωρέσει μέσα του η ιδέα πως έχει δικαίωμα στο λάθος, και ότι το λάθος δεν χαρακτηρίζει την αξία του και άρα δεν χρειάζεται να επιμένει  σε καταστάσεις που αισθάνεται απόρριψη,  νομίζοντας πως εκεί θα βρει το δίκιο του τελικά. Αποδίδει τα λάθη σε όλους εκείνους τους ήρωες των παραμυθιών, όπου αβασάνιστα τους αποδίδει χαρακτηριστικά που του θυμίζουν γνώριμες φιγούρες, που η συμπεριφορά τους ταλανίζει την ψυχή του γιατί  έπληξαν την αξία του. Η συναισθηματική του ανάγκη  το κρατά εξαρτημένο από εκείνους που νοθεύουν το παραμύθι του  και κάνουν δυσδιάκριτη την πραγματικότητά του. Ακρωτηριασμένο συναισθηματικά δεν μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια του, γιατί κάθε προσπάθεια διαφυγής από τις στάχτες του ελλοχεύει το τρόμο της εγκατάλειψης, την αγωνία του κενού, το φόβο της μοναξιάς και του αφανισμού. Καταφεύγει, χωρίς δεξιότητες, στο παλάτι των ονείρων του, μικρύνοντας το ανάστημά του ώστε να χωρέσει από την πόρτα του υπηρετικού προσωπικού και να πάρει ένα αντίστοιχο ρόλο.
Όσο λοιπόν ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του βιβλίου μας, παρατηρούμε τα χρώματα να ξεθωριάζουν, να αργοσβήνουν στα μάτια μας και να αποκαλύπτεται η τραγικότητα των εικόνων, οι οποίες απορροφήθηκαν σιγά-σιγά στη ψυχή μας. Αυτό που αποφεύγαμε έρχεται να μας ανταμώσει, να μας θυμίσει πως αυτό που μας συντρόφεψε ήταν σμιλευμένο από οδύνη και εκείνο που μας διαπερνούσε ήταν η παγωνιά από εκείνες τις ματιές με το άδειο βλέμμα, που απορροφούσε σαν βάλτος την προσφορά μας.

Όσο ερχόμαστε σε επαφή με την αλήθεια μας, αρχικά θυμώνουμε με τη ζωή μας, με εκείνες τις στιγμές που  κύλησαν σα χιονοστιβάδα σαρώνοντας μας  κάτω από το βάρος απανωτών ματαιώσεων, ενώ  δεν προλάβαμε να σμιλέψουμε την άμυνά μας, ώστε να αποκρούσομε το κύμα που μας στροβίλιζε συνεχώς και χτυπούσε αλύπητα την αξία μας. Οργιζόμαστε μόλις συνειδητοποιήσουμε αυτά που χάθηκαν αξόδευτα στο χρόνο, αυτά που μας  προσπέρασαν χωρίς να τα ζήσουμε, γιατί ακολουθούσαμε μια παθητική στάση που την επιλέγαμε από λάθος, το οποίο μας συνόδευε από συνήθεια. Αισθανόμαστε ένοχοι που παραμείναμε  σε συνθήκες που τελμάτωσαν τα όνειρά μας και σύνθλιψαν την ελευθερία μας.  Περπατούσαμε όμως σε ένα γνώριμο δρόμο, όπου ακολουθούσαμε τα μόνα οικεία σημάδια που γνωρίζαμε. Σιγά-σιγά έγινε ένας μονόδρομος, όπου καταφεύγαμε σε αυτόν ως το μόνο προσφιλές σημείο. Αυτός ο περιορισμός μίκρυνε την αξία μας και μας υποδείκνυε να κινηθούμε, σύμφωνα με την ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας.
Όσο αυτή η συναισθηματική δίνη  μάς στροβιλίζει, δυσκολευόμαστε να έρθουμε σε επαφή με τις βαθύτερες επιθυμίες μας, για να μπορέσουμε να τις στηρίξουμε, να τις βοηθήσουμε να ανθίσουν, να δώσουν τους καρπούς τους, να παραδοθούμε σε μια καρποφορία, για να απολαύσουμε καθετί νέο που θα μπορούσε να μας αποφέρει. Φοβόμαστε μήπως κάνουμε λάθος,  μήπως ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά μας είναι πιο δύσκολος από εκείνον που αφήνουμε, μήπως μας εγκαταλείψουν οι άνθρωποι μας και δεν τα καταφέρουν χωρίς εμάς, μήπως εμείς δεν μπορέσουμε να χαράξουμε μόνοι μας πιο ανεμπόδιστους δρόμους. Παρατείνουμε το χρόνο όπου παραμένουμε σε αλλοτριωτικές καταστάσεις, ελπίζοντας να αλλάξουν οι άλλοι ή εμείς να μεταλλαχτούμε σε κάτι άλλο, προκειμένου να αλλάξει η έκβαση της κατάστασης που ζούμε. Και ξεχνάμε κάτι  πολύ σημαντικό. Οι άνθρωποι που αληθινά μας αγαπούν δεν χάνονται από τη ζωή μας. Εκείνοι που μας αποδέχονται για αυτό που είμαστε και όχι για αυτό που θέλουν από μας, χαίρονται για τα βήματα απελευθέρωσής μας. Συνεχίζουν να είναι δίπλα μας  και σεβόμενοι  τη δική τους ελευθερία  κάνουν και εκείνοι τις δικές τους αλλαγές προκειμένου να συμπορευτούν μαζί μας. Κι όσο αφορά στο συναίσθημά μας, όλες εκείνες οι συγκυρίες που ζήσαμε και αποξενωθήκαμε σε αυτές,  όταν τις αφήνουμε, αισθανόμαστε σταδιακά μια βαθιά ανακούφιση για αυτό το αεράκι απελευθέρωσης, που αγαλλιάζει την ψυχή μας αποχαιρετώντας τις. Ο άνθρωπος ή η κατάσταση χάνει σαν ιδέα την αρχική της διάσταση, απομυθοποιείται και διαφαίνονται τα μουντά της χρώματα, τα οποία μάς επισκίαζαν όσο παραμέναμε σε αυτήν.

Όταν λοιπόν φεύγουμε, όσο κι αν μας πονάει ο αποχωρισμός, η ηλιόλουστη μέρα φανερώνεται στα βήματά μας και με μια ανάσα γευόμαστε τον αέρα που κυλάει καθαρά μέσα μας χαρίζοντας σαφήνεια στη σκέψη μας, διαύγεια στο πνεύμα μας, καθαρότητα στη ματιά μας, ενώ η ψυχή μας αποζητά την σωτηρία της σε άλλες συναντήσεις που μας προσφέρουν την ουσία τους και νιώθουμε να κολυμπάμε μαζί τους σε μια λίμνη γαλήνης και ψυχικής ευφορίας. Όμορφα συναισθήματα μας περιβάλλουν και εξαγνισμένοι βουτάμε σε μια καθαρότητα συναισθημάτων, επικοινωνώντας με εκείνους που η παρουσία τους μάς τυλίγει με εμπιστοσύνη, ασφάλεια, αλήθεια, εντιμότητα.
Όταν αποχωρούμε από καταστάσεις, όπου μάταια επιμέναμε σε αυτές, ανασαίνουμε ελεύθερα γιατί διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο αποχωριζόμαστε, είναι ο λάθος τρόπος με τον  οποίο κοιτούσαμε επί χρόνια τον εαυτό μας. Αυτή η ματιά μάς έστρεφε σε καταστάσεις που αντανακλούσαν τον παραμορφωτικό μας καθρέφτη. Οι υποβολές, οι προβολές και οι μεταθέσεις άλλων σε μας, έγιναν υλικά για να σμιλέψουμε κάτι ξένο προς εμάς, όπου όμως νομίζαμε πως ήταν αυθεντικό αντίγραφό μας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα κακέκτυπο το οποίο προσπαθούσαμε να μιμηθούμε.
Αποδεχόμενοι την ελευθερία μας, προσεγγίζουμε την αλήθεια μας την οποία ακολουθούμε πιστά δεσμευόμενοι μαζί της. Ο δρόμος της ζωής μας απλώνεται μπροστά μας και εμείς κινούμαστε σε αυτόν έχοντας ως χάρτη τις επιθυμίες μας, τα όνειρά μας, τους στόχους μας, τον αληθινό μας εαυτό.

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

Pages