Άργησα να ανταμωθώ με τον Ηράκλειτο. Το ομολογώ. Άργησα πολύ. Ασυγχώρητα πολύ ίσως.
Διάβαζα και άκουγα γι αυτόν τα χειρότερα… πώς ήταν ένας παράξενος και μυστικοπαθής και ιδιότροπος άνθρωπος που ενώ είχε βασιλική καταγωγή και γαλάζιο αίμα, κάποτε αποφάσισε να τα βροντήξει όλα και να πάρει τα βουνά. Μόνος, μισάνθρωπος και αγριάνθρωπος. Να αχνίζει η ψυχή του από απέχθεια και αηδία και το κεφάλι του απ’το στοχασμό. Να τρώει βότανα και ρίζες και να απαρνιέται το ‘είδος του’… Φιλόσοφος βέβαια… όμως τι να το κάνεις; Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, μέσα στο γνόφο του Αχανούς… Έτσι τον αποπήρα κάποτε…
Στα σχολεία διδάσκεται μαζί με όλους τους σπουδαίους Προσωκρατικούς, λεγόμενους φιλοσόφους… η αρχή της διερώτησης, η αρχή της επιστήμης των Ελλήνων… άλλοι τον μνημόνευαν με δέος και θαυμασμό, άλλοι κουνούσαν το κεφάλι κι άλλοι το έξυναν γιατί δεν κατανοούσαν τίποτα… κάποιοι το πάλεψαν φιλότιμα… να τον χώσουν κι αυτόν στο μαντρί της ‘κατηγορίας’ και στο συρτάρι της ταξινόμησης… ο Πλάτων σεβόταν το γίγαντα αυτό, ο Αριστοτέλης είχε χίλια ερωτήματα, οι μεταγενέστεροι του κόλλησαν ένα σωρό ταμπέλες για να τον ξορκίσουν ή να τον λατρέψουν… ένας σκοτεινός θεός δεν παύει να είναι θεός…
Δεκάρα δεν έδινε ο ‘φίλος μου’ για όλα τούτα… όλα όσα γίνονταν τότε… όλα όσα θα γίνονταν κατόπιν… κι αν ζούσε σήμερα πάλι στα όρη και στ’άγρια βουνά θα ήταν και θα ‘διητάτο πόας και βοτάνας’…
Είναι εκείνη η ρημαδιασμένη φράση του που με ανάγκασε να τον… αναζητήσω…
εδιζησάμην εμεωυτόν…
εδιζησάμην…
εμεωυτόν…
Αναζήτησα τον εαυτό μου… ή πάλι έψαξα βαθιά για τον εαυτό μου, ή ακόμα ανακάλυψα τον εαυτό μου…
Δεν αρκούν στον παθιασμένο φιλόλογο… στον πωρωμένο φιλόλογο, στον γραφειοκράτη της γνώσης και τον νυχτοκαματιάρη του βιώματος… έχει κι άλλα… θα έχει πάντα κι άλλα… αναζήτησα την κρυμμένη φύση μου, έψαξα για το νόημα του είναι μου, βρήκα το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης…
αναζήτησα
έψαξα
ανακάλυψα…
Δίζημαι λέει, πάει να πει ‘ψάχνω, αναζητώ, ανακαλύπτω’… ξετρυπώνω ίσως… αποκαλύπτω με μια έννοια, ξεγυμνώνω… τραβώ το πέπλο και βλέπω… τι είμαι, το τέρας που είμαι… το μάταιο που είμαι… το φθαρτό, το πρόσκαιρο, το θνησιγενές…
Αναζήτησα φιλότιμα, φιλόπονα τον εαυτό μου… κι αυτό που ανακάλυψα με γέμισε τέτοιο τρόμο που δεν με χωρούσε η κοινωνία των ανθρώπων… ίσως ούτε και τα βουνά και οι απόμερες σπηλιές να με χωρέσουν ποτέ…
Κι έτσι πήρα τον ανάστροφο δρόμο… γύρισα τα έξω μέσα και κάλυψα όσα είδα με τη σιωπή μου…
Κάλυψα… ανα-κάλυψα τον εαυτό μου…
Και κρύφτηκα για πάντα από τους ανθρώπους, τους σοφούς και τους ανόητους, τους ευγενείς και τους χυδαίους, τους βασιλείς και τους πένητες… κρύφτηκα πίσω από τη λέξη ‘σκοτεινός’ και ανασαίνω την τραγικότητα της υπέροχης και φυλλοβόλας ύπαρξής μου…
Ανασαίνω και αρνούμαι πια να σκεφτώ οτιδήποτε…
Μετά από μένα θα έρθει ο Οιδίποδας κι όταν ανακαλύψει κι αυτός το μεγάλο μυστικό θέαμα της δικής του φρίκης, θα βγάλει τα μάτια του και θα ακούγεται η κραυγή του στους αιώνες…
Τυφλός ναι… στην ένοχη σιωπή όμως ποτέ!
Ο Ηράκλειτος πιθανότατα δεν προσπαθούσε να γίνει αινιγματικός ή «σκοτεινός». Προφανώς στο μυαλό του ήταν ξεκάθαρο αυτό που εννοούσε, αλλά άφησε ορθάνοιχτες τις πύλες των ρήσεών του με αποτέλεσμα να μπορούν να συμμετέχουν σε πνευματικές ασκήσεις περί αυτών οι λαμβάνοντες τη σοφία του ανδρός ανά τους αιώνες.
Όταν ο Σωκράτης διάβασε το έργο του Ηρακλείτου είπε «αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω όμως ότι είναι εξίσου σπουδαία και αυτά που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ωστόσο χρειάζεται να είσαι ένας δεινός κολυμβητής σαν αυτούς από τη Δήλο για να μην πνιγείς μέσα στο βιβλίο του» [Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Σωκράτης, 22].