Ετιέν Ζιλσόν Το Ον και η Ουσία - Point of view

Εν τάχει

Ετιέν Ζιλσόν Το Ον και η Ουσία



Το πρόβλημα της ύπαρξης στη δυτική φιλοσοφία από την αρχαιότητα ώς τον εικοστό αιώνα

μτφρ. - εισαγ.: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 576, 27 ευρώ
Οσοι αντιλαμβάνονται τη φιλοσοφία ως πάθος δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο έναυσμα για τις λεπταίσθητες και σχοινοτενείς μεταφυσικές διερευνήσεις που τους συναρπάζουν από το βιβλίο του διακεκριμένου μεσαιωνολόγου Ετιέν Ζιλσόν (1884-1978), με το οποίο εγκαινιάζεται η νέα φιλοσοφική σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Ο συγγραφέας του, άγνωστος στην Ελλάδα όπου η μεσαιωνική φιλοσοφία είναι πραγματική terra incognita, υπήρξε από τα ιερά τέρατα της ιστορικής έρευνας, ακαταπόνητος ερευνητής πηγών και αρχείων, καθηγητής Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας στη Σορβόνη, το Χάρβαρντ, το Τορόντο και το College de France, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων κι εκατοντάδων μελετημάτων για τον θωμισμό, τον Αυγουστίνο, τον Μποναβεντούρα, τον Δάντη και τον Πετράρχη, τη χριστιανική τέχνη, τον ευρωπαϊκό μυστικισμό...1 Και οπωσδήποτε δεν είναι ένας συνηθισμένος ιστορικός: απολογητής μιας ορισμένης χριστιανικής παράδοσης που υπερασπίζεται παθιασμένα την ανωτερότητα του Θωμά του Ακινάτη έναντι όλης τής νεωτερικής φιλοσοφίας, είναι ένας στοχαστής εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακός και ιδιόρρυθμος που θα πρέπει να διαβάζεται με τη μέγιστη κριτική περίσκεψη, ωστόσο ταυτόχρονα στοχαστής ασυνήθιστα βαθύς που κάθε ενασχόληση μαζί του γίνεται πηγή φιλοσοφικού και πνευματικού εμπλουτισμού.
Το βιβλίο αυτό που μας προσφέρεται σήμερα θεωρείται το πιο προσωπικό σύγγραμμα του Ετιέν Ζιλσόν. Τον έχουν αποκαλέσει χριστιανό υπαρξιστή, όμως ο ίδιος στο πρώτο από τα Παραρτήματα του βιβλίου αρνείται σθεναρά τον χαρακτηρισμό επιτρέποντάς μας να εντοπίσουμε ακριβώς το φιλοσοφικό του στίγμα. Μολονότι ξεκίνησε από τον μπεργκσονισμό, κερδήθηκε από την Καθολική φιλοσοφία κρατώντας μια ζυγισμένη απόσταση από τις δύο δεσπόζουσες τάσεις της στη Γαλλία του 20ού αιώνα: τον ακαδημαϊκό θωμισμό και τον υπαρξιακό χριστιανισμό τύπου, ας πούμε, Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Εκείνο που τον απομακρύνει από τον στείρο λογικισμό τού νεοθωμισμού είναι ακριβώς η εμμονή του στο κλασικό ερώτημα της ύπαρξης, που θεωρεί ως τη ζωντανή ρίζα όλης της μεγάλης μεταφυσικής του παρελθόντος· αντιτίθεται όμως στις υπαρξιακές λεγόμενες φιλοσοφίες της εποχής του στο ότι ακριβώς, κατά την αντίληψή του, φετιχοποίησαν την «ύπαρξη» αποκόπτοντάς την από την έλλογη ουσία (οι κριτικές του στον Χάιντεγκερ και στον Σαρτρ είναι αποκαλυπτικές). Και την ίδια κριτική εκτείνει πίσω μέχρις εκεί που ανιχνεύει -ορθά- τις απώτατες πηγές του μοντέρνου υπαρξισμού: στις «αποφατικές» θεολογίες τύπου Ωριγένη, τις οποίες με τη σειρά τους εκλαμβάνει -ορθά επίσης- ως προεκτάσεις του νεοπλατωνικού μυστικισμού. Ενα «Είναι» επέκεινα του Οντος, λέει, καταλήγει να γίνεται αντιληπτό ως καθαρό Μηδέν (εξ ου και ο ίλιγγος, η κατάρρευση του νοήματος και η αγωνία που πλήττει τους σύγχρονους υπαρξιστές).
Στην άλλη άκρη του φάσματος της κριτικής του βρίσκονται οι εννοιοκρατικές μεταφυσικές της ουσίας - που από τον Christian Wolf και μετά πήραν το όνομα της οντο-λογίας: αυτή είναι η «μεταφυσική» που νομίζει πως αποδόμησε ο Καντ, ισχυρίζεται ο Ζιλσόν, και αυτή την οποίαν αντέστρεψαν υπέρ της υποτιθέμενης «ύπαρξης» οι εικονοκλάστες μαθητές του Χέγκελ. Αντίστοιχα, επεκτείνει πίσω αυτή την παράδοση, μέσω μιας σειράς ερμηνευτών του Ακινάτη (όπως ο Σουάρεθ), στους οποίους αντιτίθεται, σ' έναν αριθμό μεσαιωνικών διδασκάλων από τον Αβικέννα και τον Αβερρόη μέχρι τον Duns Scotus, φτάνοντας αναπόφευκτα στον Πλάτωνα («οι αφηρημένες ουσίες υπήρξαν έργο του Πλάτωνα, όχι του Αριστοτέλη», σελ. 151). Το πρόβλημα των σχέσεων ουσίας και ύπαρξης γεννήθηκε κατά κάποιον τρόπο με την ανακάλυψη των αμφισημιών του ρήματος είναι από τον Παρμενίδη, τυράννησε κατ' αντίστροφο τρόπο τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ενέπλεξε άραβες και λατίνους διανοητές, αλλά την πραγματική λύση έδωσε --κατά τον Ζιλσόν-- μόνον ο Θωμάς ο Ακινάτης τον 13ο αιώνα.
Η μεγαλειώδης απάντηση του Θωμά του Ακινάτη είναι, εν συντομία, ότι η ουσία του όντος --ο ορισμός ή ιδεατός τύπος του, δηλαδή το πλατωνικό είδος ή το αριστοτελικό τι ήν είναι του όντος-- δίνεται πάντα και κατ' ανάγκη μαζί με την ενέργεια του υπάρχειν, η οποία έτσι δεν είναι καθόλου ένα απλό συμβεβηκός της ουσίας. Εν πρώτοις μπορούμε να πούμε πως η διαφορά ύπαρξης/ουσίας ομολογεί προς τη διαφορά των σημασιών τού είναι στην υπαρκτική κρίση και στην κατηγορική κρίση (όταν δηλαδή βεβαιώνει πως κάτι υφίσταται ή όταν αποδίδει σε κάτι μια ιδιότητα). Αυτή η διαφορά όμως διχάζει και την ίδια την έννοια της ύπαρξης, όπως ευφυώς ο Ζιλσόν δείχνει μέσα από μια διορατική λεξιλογική ανάλυση του existere: ως σύνθετος τύπος (ex-sistere) αρχικά υποδήλωνε το δευτερογενές, εκείνο που έχει τον λόγο ύπαρξής του σε κάτι άλλο, άρα διέφερε κατ' αρχήν από το esse· η μεταγενέστερη ανατίμηση του όρου existentia στα λατινικά συσκότισε αυτή τη διαφορά και γέννησε την ιδέα μιας ύπαρξης η οποία έπεται της ιδεατής ουσίας, συμπληρώνοντας και κατά κάποιον τρόπον ολοκληρώνοντάς τη. Λησμονήθηκε δηλαδή ότι αν έχουμε μία «ύπαρξη» (existentia) δευτερογενή και υποδεέστερη της ουσίας (δηλαδή, τροπικότητα ή κατηγόρημά της), έχουμε επίσης ένα υπάρχειν (esse) προγενέστερο της ουσίας, που τη συνοδεύει εκ καταβολής κι επ' ουδενί συνιστά κατηγόρημα: «Θα μπορούσαμε [...] να πούμε ότι επειδή κάθε πραγματικό αντικείμενο περιέχει κάτι παραπάνω από την ουσία του, η γνώση μας για κάθε πραγματικό αντικείμενο, προκειμένου να ανταποκρίνεται στο αντικείμενο αυτό, θα πρέπει να περιέχει κάτι παραπάνω από την έννοιά του και τον ορισμό του» (σελ. 454). Αυτό το παραπάνω που η λογική δεν έχει τα μέσα για να συλλάβει -«στη λογική δεν υπάρχουν υπαρκτικές κρίσεις», λέει ο Ζιλσόν (σελ. 452)- είναι ο καθαρός actus essendi, η «ενέργεια του υπάρχειν» όπως την αποκαλεί, που δίνεται πάντα μαζί με την ουσία και τη στερεώνει στο είναι της.
Αν ο Ζιλσόν εδώ ερμηνεύει σωστά τη σκέψη του Αγίου Θωμά, δύσκολα βλέπει κανείς πώς από τη λεπτή αυτή ορολογική ισορροπία οφείλουμε να περάσουμε στη χριστιανική του πίστη. Αν ο actus essendi νοηθεί ως εκπόρευση αντί δημιουργική ενέργεια, τι αλλάζει στον παραπάνω συσχετισμό; Προφανώς τίποτα· τότε όμως το Ον θα μοιάζει πολύ περισσότερο με το αβικέννειο Ουτζούντ ή τη σπινοζική Natura, και καθόλου με τον μονοθεϊστικό Θεό-δημιουργό. Σε μια τέτοια μονιστική, «πανθεϊστική» προοπτική μάλιστα γίνεται πολύ πιο εύλογη η συνδυνατότητα ύπαρξης και ουσίας που ήθελε -αν πράγματι ήθελε- ο Ακινάτης και που με τόσο πάθος υπερασπίζεται ο Ζιλσόν. Διότι σ' ένα πανθεϊστικό σύστημα, όπου ο κόσμος δεν θεωρείται «δημιουργημένος» -όπου δηλαδή απορρέει αιωνίως από το Πρώτο Ον, όπως στον Πλωτίνο ή τον Αβικέννα-, δεν υπάρχει στιγμή πρότερη της ύπαρξης των πραγματικών όντων: το πλωτίνειο Εν είναι «η ενέργεια του υπάρχειν» - σύμφωνα μάλιστα με τον τρόπο που κατανοούμε σήμερα τον όρο «ενέργεια», θα ήταν πολύ πιο ασφαλές απ' ό,τι την εποχή του Bruno να το πούμε επίσης ύλη... Και η γνώση του είναι εμμενής, το υπαρκτό συλλαμβάνει το υπαρκτό δυνάμει της υποστασιακής τους συγγένειας, χωρίς την ανάγκη αποκάλυψης. Αν τώρα η «αποκεκαλυμμένη αλήθεια» δεν είναι απλώς μια χονδροειδής εκλαΐκευση της εν λόγω φιλοσοφικής ενόρασης (όπως το έθεσε κατηγορηματικά ο Αβερρόης), είτε θα είναι μια άχρηστη στον φιλόσοφο μυθοπλασία είτε θα υποσκάπτει ανέκκλητα το κύρος της. Εν ολίγοις, η σύζευξη θεολογίας-φιλοσοφίας που οραματιζόταν ο Ακινάτης αναβάλλεται οριστικά, και ο στοχαστής πρέπει να διαλέξει τη σκοπιά του.
Η προειλημμένη μεροληψία του Ζιλσόν όχι μόνον οδηγεί σε αμφίβολες αποτιμήσεις ορισμένων από τους παραπάνω στοχαστές, των οποίων τις κρίσιμες διαφορές εξαφανίζει ταχυδακτυλουργικά κάποτε, αλλά και απηχείται μεθοδολογικά στην αφοπλιστική ανιστορικότητα των ερμηνειών του. Δεν είναι όμως παράδοξο να το λέμε αυτό για έναν μελετητή που έχει αναγνωριστεί πρωτίστως ως σπουδαίος ιστορικός της φιλοσοφίας; Η κρίση αυτή δεν αμφισβητεί φυσικά τις ιστορικές του γνώσεις· εμφανώς όμως για τον Ζιλσόν η ιστορία είναι εξωτερική προς τις ιδέες, δεν συνυφαίνεται διαλεκτικά με το ίδιο το περιεχόμενό τους. Ως μεταφυσικός ρεαλιστής δεν διανοείται να σκεφτεί τις ιδέες ως κοινωνιογενέσεις, σφραγισμένες ώς τις εσώτατες αρθρώσεις τους από τους ιστορικούς όρους παραγωγής τους· οι επιχειρηματολογικές γραμμές που με τόσο λεπτό και κοπιώδη τρόπο ανασυνθέτει μοιάζουν με συζήτηση μεταξύ αγγελικών όντων που αναπαύονται σ' έναν παραδείσιο κήπο αμιγών πνευματικών απολαύσεων γύρω από μιαν αιωνίως διεκδικούμενη άχρονη αλήθεια - και μόνο αυτό είναι που του επιτρέπει να απορρίπτει σοβαρά όλη τη νεωτερική σκέψη στο όνομα μιας «αλήθειας» με εξακολουθητική ισχύ που διατυπώθηκε προνομιακά τον 13ο αιώνα. Ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό, υποθέτω, να δει ως περιεχόμενο της σχολαστικής διδασκαλίας τη θέση της Εκκλησίας στο πλέγμα των φεουδαρχικών σχέσεων του ύστερου Μεσαίωνα και τον ταραγμένο συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της ενόψει τής ανατέλλουσας αστικής εποχής - ή, αντίστοιχα, τον σύγχρονο υπαρξισμό ως εννοιοποίηση του βιώματος αποξένωσης μέσα στις εμπορευματικές σχέσεις του ανεπτυγμένου κεφαλαιοκρατικού κόσμου (άρα, ιστορικά αληθή)...
Θα ήταν άδικο να κλείσω αυτή τη σύντομη αναφορά χωρίς έναν ανεπιφύλακτο έπαινο προς τον βασικό συντελεστή της έκδοσης: τον μεταφραστή, σχολιαστή και επιμελητή της σειράς Θάνο Σαμαρτζή. Παρά το εξαιρετικά νεαρό τής ηλικίας του πέτυχε κάτι για το οποίο ελάχιστοι επαγγελματίες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι έχουν αποδειχθεί ικανοί στην Ελλάδα: να εκθέσει διδακτικά, με εντυπωσιακή διαύγεια και απλότητα και χωρίς την ελάχιστη παραχώρηση κατά το περιεχόμενο, την ιστορία δύσκολων εννοιών της μεταφυσικής που αποτελούν την προπαίδεια κάθε σοβαρά ενασχολούμενου με τη φιλοσοφία. Ακολουθώντας τις υποδείξεις του Ζιλσόν, και δημιουργώντας το κατανοητικό πλαίσιο που θα τις αναδείξει, μας πληροφορεί για τις ιστορικές μεταμορφώσεις όρων-κλειδιά στα ελληνικά και τα λατινικά (βλ. ας πούμε την καταπληκτική σημ. 37, σελ. 52-4), πράγμα που καθιστά την ανάγνωση της Εισαγωγής του ένα πραγματικό φροντιστήριο φιλοσοφίας. Η μετάφραση είναι άψογη, και οι αναγγελθέντες επόμενοι τίτλοι της σειράς ως επιλογή μαρτυρούν ασυνήθιστη αφιέρωση στην περιπέτεια του φιλοσοφείν, που στοχεύει ευθέως στα θεμέλια και μακριά από επικαιρικές διανοητικές μόδες. Οταν θα έχουν εκδοθεί Τα θεμελιώδη προβλήματα της δυτικής μεταφυσικής του Heinz Heimsoeth και Η έριδα των Καθόλου από την αρχαιότητα ώς το τέλος του Μεσαίωνα του Alain de Libera, θα μπορούμε επιτέλους να λέμε ότι έχουμε ένα υπόβαθρο συζήτησης, στα ελληνικά, πάνω στην τόσο πρόχειρα κατανοημένη μεσαιωνική φιλοσοφία.
1. Ενα έργο του μεταφρασμένο στα ελληνικά πέρασε μάλλον απαρατήρητο: Itienne Gilson, Ελοΐζα και Αβελάρδος, πρόλ.-μετ.-σχόλια: Γ.Μ. Καλιόρη (Αρμός: Αθήνα 1998).


via

Pages