2.
Ὁ Παρμενίδης ἀρνεῖται τὴ ρευστότητα καὶ
τὴν πολυμορφία τοῦ κόσμου
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐπιχείρησε νὰ ἐντοπίσει τὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῶν πραγμάτων, νὰ τὰ δεῖ δηλαδὴ σὰν ἴδια μεταξύ τους
ἀπὸ ὁρισμένες ἀπόψεις. Οἱ πρῶτες ἀπόπειρές της στόχο εἶχαν νὰ διακρίνουν τὴν κοινὴ ὑλικὴ σύσταση τῶν πραγμάτων. Οἱ πρῶτοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, αὐτοὶ ποὺ τοὺς ὀνομάζουμε
φυσικοὺς
ἢ
Προσωκρατικούς
,
θεώ
ρησαν ὅτι ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο κι ἂν διαφέρουν μεταξύ τους,
ἔχουν τουλάχιστον αὐτὸ κοινό, ὅτι εἶναι ὅλα τους φτιαγμένα ἀπὸ τὸ
ἴδιο ὑλικό, π.χ. ἀπὸ νερό, ἀπὸ ἀέρα, ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ
κάποιο συνδυασμὸ αὐτῶν τῶν στοιχείων.
18
Ὁ Παρμενίδης, ὁ κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τῆς ἐλεατικῆς σχολῆς, προχώρησε ἕνα βῆμα παραπέρα.
Μποροῦμε νὰ διαφωνοῦμε γιὰ τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶναι φτιαγμένα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου μας. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ
πράγματα ἔχουν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ εἶναι ἀκόμη πιὸ θεμελιῶδες: ὅλα τους εἶναι πραγματικά, ὅλα τους εἶναι
ὄντα
. Μὲ τὴν παρατήρηση αὐτή, ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη βρίσκεται γιὰ πρώτη φορὰ ἀντιμέτωπη μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ ὄντος καὶ τὰ παράδοξα ποὺ σχετίζονται
μὲ αὐτό.
Στὸν πολύμορφο καὶ ρευστὸ κόσμο ποὺ μᾶς δίνεται στὴν ἐμπειρία
τὰ πράγματα μᾶς παρουσιάζονται σὲ ζεύγη ἀντιθέτων. Ἄλλα
πράγματα
εἶναι
ἄνθρωποι καὶ ἄλλα
δὲν εἶναι
ἄνθρωποι, ἄλλα πράγματα
εἶναι
λευκὰ καὶ ἄλλα
δὲν εἶναι
λευκά, ἄλλα πράγματα
εἶναι
θερμὰ καὶ ἄλλα
δὲν εἶναι
θερμά, κ.ο.κ. Ὅποια ἰδιότητα κι ἂν ἀναλογιστοῦμε, τούτη
συν
οδεύεται καὶ ἀπὸ τὸ ἀντίθετό της, ἀπὸ τὴν ἄρνησή της. Ὥστε κάθε
ἰδιότητα μοιάζει νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεμελιακὴ διττότητα, ἡ ὁποία, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, συνίσταται στὸ ἑξῆς: γιὰ κάθε ἰδιότητα μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε
κάποιο πράγμα ποὺ νὰ ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα
καὶ
κάποιο πράγμα ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχει
.
Ἡ θεμελιακὴ αὐτὴ διττότητα συνοδεύεται ἀπὸ ἕναν βασικὸ περιορισμό: κανένα πράγμα δὲν μπορεῖ
καὶ
νὰ ἔχει μιὰ ἐπιμέρους ἰδιότητα
καὶ
νὰ μὴν τὴν ἔχει. Ἕνα πράγμα δὲν μπορεῖ καὶ νὰ εἶναι λευκὸ καὶ
νὰ μὴν εἶναι λευκό. Στὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας, ὡστόσο, βλέπουμε τὰ πράγματα νὰ μεταβάλλονται, νὰ ἀλλάζουν, δηλαδὴ ἄλλοτε νὰ ἔχουν
μιὰ ἐπιμέρους ἰδιότητα καὶ ἄλλοτε νὰ μὴν τὴν ἔχουν.
18 Γιὰ τοὺς Προσωκρατικούς, βλ. τὸ ἤδη κλασικὸ G.S. Kirk, J. E. Raven & M. Schofield, The Presocratic Philosophers: a critical history with a selection of texts , Καίμπριτζ 2 1983 [= Οι προσωκρατικοὶ φιλόσοφοι , μτφ. Δ. Κούρτοβικ, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1998]· γιὰ μιὰ κριτικὴ παρουσίαση, βλ. J. Barnes, The Presocratic Philosophers , Λονδίνο – Νέα Ὑόρκη 2 1982. Γιὰ μιὰ γενικὴ εἰσαγωγὴ στὴν προσωκρατικὴ φιλοσοφία, βλ. τὸν συλλογικὸ τόμο The Cambridge Companion to Early Greek Philosophy , A. A. Long (ἐπιμ.), Καίμπριτζ 1999 [= Οἱ προσωκρατικοὶ φιλόσοφοι: συναγωγὴ συστατικῶν μελετημάτων , ἐπιμ. Δανιὴλ Ἰακώβ, μτφ. Θ. Νικολαΐδης, Τ. Τυφλόπουλος, Παπαδήμας, Ἀθήνα 2005].
Θὰ μπορούσαμε, τώρα, νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ θεμελιακὴ διττότητα
ποὺ μόλις παρατηρήσαμε διέπει καὶ τὴν κοινὴ ἰδιότητα ποὺ εἴπαμε
ὅτι χαρακτηρίζει ὅλα τὰ πράγματα: τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου μας εἶναι πραγματικά, ὅτι εἶναι ὄντα ἤ, πιὸ ἁπλά,
ὅτι
εἶναι
. Θὰ μποροῦσε τότε νὰ σκεφτεῖ κάποιος ὅτι κάποια πράγματα εἶναι πραγματικὰ καὶ
κάποια ἄλλα πράγματα δὲν εἶναι πραγματικά
,
ὅτι κάποια εἶναι ὄντα καὶ
κάποια ἄλλα δὲν εἶναι ὄντα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ
ἀρνεῖται ὁ Παρμενίδης.
Τὸ πράγμα ποὺ
δὲν εἶναι πραγματικό, λέει ὁ Παρμενίδης, δὲν εἶναι
ἕνα μὴ πραγματικὸ
πράγμα
. Δὲν εἶναι ἕνα πράγμα. Δὲν εἶναι τίποτα.
Ἤ, πιὸ ἁπλά,
δὲν εἶναι
. Ἡ ρίζα ὅλων τῶν σφαλμάτων μας, ὑποστηρίζει
ὁ Ἐλεάτης φιλόσοφος, ἑδράζεται στὸ γεγονὸς ὅτι φανταζόμαστε αὐτὸ
ποὺ δὲν εἶναι πραγματικὸ σὰν νὰ ἦταν παρ’ ὅλα αὐτὰ κάτι.
Λέμε: ὂν εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶναι· μὴ ὂν εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο δὲν
εἶναι. Καὶ αὐτομάτως μετατρέπουμε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο λέμε ὅτι
δὲν
εἶναι
σὲ κάτι τὸ ὁποῖο
εἶναι
. Τὸ μὴ ὄν, λέει ὁ Παρμενίδης, οὔτε εἶναι
οὔτε μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίσουμε οὔτε νὰ τὸ σκεφτοῦμε. Μὲ τὸ ποὺ
ἐπιχειρήσουμε νὰ σκεφτοῦμε τὸ μὴ ὄν, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν μιλᾶμε πλέον γιὰ αὐτό, ἀλλὰ γιὰ ἕνα ὄν. Ἡ ἔννοια τοῦ μὴ ὄντος εἶναι ἀντιφατική. Δὲν εἶναι κὰν μιὰ ἔννοια, θὰ λέγαμε, εἶναι μιὰ σκέτη
λέξη.
Προηγουμένως παρατηρήσαμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ σκεφτῶ τὸ
ὁποιοδήποτε πράγμα, ἐὰν δὲν μπορῶ νὰ ἀναγνωρίσω στὸ πράγμα τὸ
ὁποῖο σκέφτομαι μιὰν ὁρισμένη ἑνότητα καὶ ταυτότητα. Ὁ Παρμενίδης διέκρινε μιὰ περαιτέρω θεμελιώδη ἀπαίτηση τῆς σκέψης: εἶναι
ἀδύνατο νὰ σκεφτῶ, δίχως νὰ σκεφτῶ κάτι· καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ
σκεφτῶ τὸ ὁτιδήποτε, δίχως νὰ θεωρήσω
αὐτὸ τὸ ὁποῖο
σκέφτομαι ὡς
κάτι πού, μὲ κάποιον τρόπο,
εἶναι.
Ἐὰν ὅμως εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ θεωρήσω καθετὶ ποὺ σκέφτομαι
ὡς ἕνα κάτι, τότε πῶς μπορῶ νὰ σκεφτῶ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι κὰν κάτι,
αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι τίποτα, τὸ μὴ ὄν; Ἡ ἀπάντηση τοῦ Παρμενίδη εἶναι
κατηγορηματική: δὲν μπορῶ. Μὲ τὸ ποὺ ἐπιχειρήσω νὰ σκεφτῶ τὸ μὴ
ὂν τὸ σκέφτομαι ὡς ἕνα ὄν. Τὸ μηδὲν –τὸ τίποτα– δὲν εἶναι νοητό.
Ἡ ρίζα τῆς πλάνης μας βρίσκεται στὴ θεμελιακὴ διττότητα ποὺ
παρατηρήσαμε προηγουμένως: στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι γιὰ κάθε ἰδιότητα μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ἕνα πράγμα ποὺ νὰ ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα καὶ ἕνα πράγμα ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχει.
Καταλήγουμε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ φανταζόμαστε ὅτι καὶ τὸ εἶναι χαρακτηρίζεται ἀπὸ τούτη τὴ διττότητα καὶ ὅτι, πέρα ἀπὸ τὰ πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι, εἶναι καὶ τὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι – πράγμα ἀντιφατικό.
Ὁ Παρμενίδης ἀντιλήφθηκε τὶς δυσκολίες ποὺ γεννᾶ ἡ ἔννοια τοῦ μὴ ὄντος. Ἡ λύση ποὺ ἔδωσε ἦταν ριζοσπαστική: δὲν ἐξοβέλισε μονάχα τὴν ἔννοια ἑνὸς ἀντιθέτου τοῦ ὄντος, τὴν ἔννοια δηλαδὴ τοῦ μὴ ὄντος ἢ τοῦ μηδενός, ἐξοβέλισε συνολικὰ τὴν ἀντίθεση, τὴ διττότητα, τὴν ἄρνηση καί, τελικά, τὴν ἴδια τὴ δυνατότητα τῆς ἀντίφασης· μὲ ἄλλα λόγια, τὴν ἴδια τὴ διαφορά.
Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ δύο ἢ γιὰ τρία πράγματα, ἐὰν δὲν ἀναγνωρίσουμε αὐτὰ τὰ δύο ἢ τρία πράγματα ὡς διαφορετικὰ μεταξύ τους. Τὸ πλῆθος, ἡ πολλαπλότητα τῶν πραγμάτων προϋποθέτει τὴ διαφορετικότητά τους. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ἐὰν ἀρνηθοῦμε τὴ διαφορά, καθίσταται ἀδύνατο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πολλαπλότητα. Ὡστόσο, ὁ κόσμος ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐμπειρία μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ μιὰ ἀστείρευτη πολυμορφία. Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Παρμενίδης;
Σύμφωνα μὲ τὸν Παρμενίδη, ὁ κόσμος ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐμπειρία μας, ὁ κόσμος τῆς μεταβολῆς καὶ τῆς πολλαπλότητας, ἀποτελεῖ προϊὸν τῆς πλάνης. 19 Δὲν ὑπάρχουν πολλά, διαφορετικὰ μεταξύ τους πράγματα, ἀλλὰ μοναχὰ ἕνα πράγμα, τὸ ὄν.
19 Οἱ ἑρμηνευτικὲς διαμάχες σχετικὰ μὲ τὸ ἐὰν ὁ Παρμενίδης ὄντως ὑποβιβάζει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίφασης καὶ τῆς πλάνης συνεχίζουν ἀδιάλειπτα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὣς τὶς μέρες μας. Ἡ διαμάχη ἐστιάζεται σὲ δύο σημεῖα: α) στὸ πῶς πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ τὸ παρμενίδειο ἐόν · β) στὸ πῶς πρέπει νὰ κατανοηθεῖ ἡ ὁδὸς τῆς Δόξας, δεδομένου ἰδίως τοῦ ὅτι ὁ Παρμενίδης στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματός του προβαίνει στὴν περιγραφὴ μιᾶς κοσμολογίας κατ ̓ ἀρχὴν ἀσύμβατης μὲ τὴν περιγραφή του γιὰ τὸ ὄν. Ἔτσι, ἡ ὁδὸς τῆς Ἀλήθειας ἑρμηνεύεται ὡς μιὰ ἀνάλυση τῶν συνθηκῶν νοητότητας τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ὡς μιὰ περιγραφὴ τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου. Βλ. τὴ μελέτη τοῦ Μουρελάτου, ἡ ὁποία παραμένει ἡ σημαντικότερη συνθετικὴ θεώρηση τοῦ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη, A. P. D. Mourelatos, The Route of Parmenides: a study of Word, Image and Argument , Νιοὺ Χέιβεν – Λονδίνο, 1970 [=Α.–Φ. Δ. Μουρελάτος, Ὁδοὶ τῆς γνώσης καὶ τῆς πλάνης: λόγος καὶ εἰκόνα στὰ ἀποσπάσματα τοῦ Παρμενίδη , Σ. Α. Μοσχονᾶς, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 2002]. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Λ. Κουλουμπαρίτσης ὑποστηρίζει πὼς ὁ Παρμενίδης ἀποσυνδέει τὸ Εἶναι ἀπὸ τὸ Γίγνεσθαι, τὸ Ἕνα ἀπὸ τὰ Πολλά, ἐπανασυνδέοντάς τα, ὅμως, στὴ συνέχεια μέσω τῆς διαμεσο
Τίποτα δὲν εἶναι τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ ὄν. Τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ ὂν εἶναι τὸ μὴ ὄν· καὶ τὸ μὴ ὂν δὲν εἶναι.
Ἡ ἐμπειρία μᾶς παρουσιάζει ὄχι μόνον μιὰν ἀπέραντη ποικιλομορφία, ἀλλὰ καὶ μιὰ διαρκὴ ρευστότητα, μιὰ συνεχὴ μεταβολή. Τί σημαίνει ὅμως μεταβολή; Τὸ νὰ μεταβληθεῖ ἕνα πράγμα σημαίνει νὰ ἀλλάξει. Καὶ τὸ νὰ ἀλλάξει ἕνα πράγμα σημαίνει νὰ γίνει κάτι ἄλλο ἀπ ̓ ὅ,τι ἦταν προηγουμένως, ἔστω ἐν μέρει. Ἡ ἔννοια τῆς μεταβολῆς προϋποθέτει τὴν ἔννοια τῆς διαφορᾶς.
Ὁ Παρμενίδης δὲν θὰ διστάσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πραγματικότητα ὁποιασδήποτε μεταβολῆς. Τὸ ὂν ὄχι μόνο δὲν εἶναι ρευστό, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως ἀκίνητο: δὲν ἀλλάζει ἀπὸ καμία ἄποψη, δὲν γεννιέται οὔτε καὶ φθείρεται – ἁπλῶς εἶναι . Σύμφωνα μὲ τὸν Παρμενίδη, ἡ μεταβολὴ δὲν εἶναι νοητή. Τὰ παράδοξα τοῦ Ζήνωνα, μαθητῆ τοῦ Παρμενίδη, εἶναι καὶ σήμερα γνωστά: ὅλα τους στόχο ἔχουν νὰ καταδείξουν ἀκριβῶς τὴ μὴ νοητότητα τῆς μεταβολῆς. Τὸ νὰ μεταβληθεῖ τὸ ὂν ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ γίνει κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἤδη εἶναι. Ὅμως, τὸ διαφορετικὸ τοῦ ὄντος εἶναι τὸ μὴ ὄν. Αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι τὸ ὂν –τὸ ἄλλο τοῦ ὄντος– δὲν εἶναι τίποτα, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σκέτη λέξη.
20 λάβησης τῆς σκέψης, ἡ ὁποία, χάρη στὴν ἐγγενὴ συνάφειά της μὲ τὸ Εἶναι, προσδίδει ἑνότητα καὶ σταθερότητα στὴν πολλαπλότητα τοῦ Γίγνεσθαι. Ἔτσι, χάρη στὴ σκέψη τὰ μὴ ὄντα, τὰ ἀπεόντα , καταφέρνουν νὰ ἀποκτήσουν μιὰν ὁρισμένη νοητότητα. Βλ. L. Couloubaritsis, La Pensée de Parménide , Βρυξέλλες 3 2008· πρβλ. τοῦ ἴδιου, Histoire de la Philosophie ancienne et médiévale , Παρίσι 1998, σελ. 185-195 [=Λ. Κουλουμπαρίτσης, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας , μτφ. Εὐ. Γραμματικοπούλου, Ἐξάντας, Ἀθήνα 2008, τ. 1, σελ. 213-225]. Μιὰ παρόμοια, «καντιανῆς» ἐμπνεύσεως, ἑρμηνεία προκρίνει καὶ ὁ Barnes, στὸ ἴδιο , κεφ. IX. Ὁ Π. Θανασᾶς ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ τὸν ἀποδιδόμενο στὸν Παρμενίδη «ὑπαρκτικὸ μονισμό», σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο μόνο ἕνα ὂν εἶναι: τὸ ὄν. Ἀντίθετα, τὸ παρμενίδειο Εἶναι θὰ πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς ἡ Ἰδέα στὴν ὁποία, μέσω τῆς διαμεσολάβησης τοῦ νοεῖν, μετέχουν τὰ δοκοῦντα, ὥστε νὰ εἶναι. Βλ. Π. Θανασᾶς, Ὁ πρῶτος «δεύτερος πλοῦς» . Εἶναι καὶ Κόσμος στὸ ποίημα τοῦ Παρμενίδη , Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 1998. 20 Ἔτσι ὁ Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ Φυσικά, Α, 5, 986b 28-30: «ὁ Παρμενίδης, ἀξιώνοντας ὅτι τὸ μὴ ὂν δὲν εἶναι τίποτε, δεδομένου ὅτι εἶναι διακριτὸ τοῦ ὄντος, θεωρεῖ ὅτι τὸ ὂν ἀναγκαστικὰ εἶναι ἕνα καὶ πὼς τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι» [ Παρμενίδης δὲ (...) παρὰ γὰρ τὸ ὂν τὸ μὴ ὂν οὐθὲν ἀξιῶν εἶναι, ἐξ ἀνάγκης ἓν οἴεται εἶνα ι, τὸ ὄν, καὶ ἄλλο οὐθέν ].
Θὰ ἦταν λάθος νὰ δοῦμε τὴ θέση τοῦ Παρμενίδη σὰν ἕνα τερατούργημα τῆς φιλοσοφικῆς προϊστορίας. Ὁ Παρμενίδης ἀντιλήφθηκε τρία, τουλάχιστον, πράγματα: α) τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σκέψη κάθε φορὰ ποὺ νοεῖ κάτι εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ τὸ νοήσει ὡς κάτι πού, μὲ κάποια ἔννοια, εἶναι πραγματικό, ὡς ἕνα ὄν · β) τὶς δυσκολίες ποὺ γεννᾶ ἡ ἔννοια τοῦ μὴ πραγματικοῦ, τοῦ μὴ ὄντος · γ) τὶς δυσκολίες ποὺ γεννᾶ ἡ ἔννοια τῆς μεταβολῆς .
Ἡ θέση τοῦ Παρμενίδη γεννᾶ μιὰ σημαντικὴ ἀπορία. Ὁ κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται μέσω τῆς ἐμπειρίας εἶναι τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Παρμενίδης. Στὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας τὰ πράγματα γεννιοῦνται, φθείρονται, μεταβάλλονται. Στὸν κόσμο τοῦ Παρμενίδη τὸ ὂν εἶναι ἕνα καὶ δὲν ἀλλάζει. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Παρμενίδη στόχο ἔχει ἀκριβῶς νὰ καταδείξει ὅτι ὁ κόσμος ὅπως ὁ ἴδιος τὸν περιγράφει εἶναι ὁ μόνος νοητὸς κόσμος. Ἀντίθετα, ὁ πολύμορφος καὶ ρευστὸς κόσμος ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐμπειρία εἶναι ἕνας κόσμος μὴ νοητός.
Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν τόλμη ποὺ χρειαζόταν προκειμένου ὁ Παρμενίδης νὰ μπορέσει νὰ ὑποβιβάσει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίφασης καὶ τῆς πλάνης καὶ νὰ ἀναγορεύσει ὡς μόνον πραγματικὸ τὸν κόσμο ποὺ θεωροῦσε ὅτι συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης. Θὰ μπορούσαμε ἐδῶ νὰ διαπιστώσουμε μιὰ σύγκρουση φιλοσοφίας καὶ κοινοῦ νοῦ. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ διάσταση εἶναι βαθύτερη: πρόκειται γιὰ τὴ διάσταση ἀνάμεσα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας.
3. Δεδομένα τῆς ἐμπειρίας καὶ ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης: τὸ ἀντικειμενικό, τὸ ὑποκειμενικὸ καὶ τὸ λογικὸ στοιχεῖο
Προκειμένου νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ διάσταση ἀνάμεσα στὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, θὰ χρησιμοποιήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μιὰν ἄλλη διάκριση, ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολα κατανοητή: τὴ διάκριση μεταξὺ ἀντικειμενικοῦ καὶ ὑποκειμενικοῦ . Ἐκ πρώτης ὄψεως, θὰ λέγαμε πὼς αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνεται μέσω τῆς ἐμπειρίας: τὸ δέντρο ποὺ βλέπω, ἡ φωτιὰ ποὺ μὲ καίει, ἡ πέτρα ποὺ προσπαθῶ νὰ σπρώξω. Ἀντίθετα, αὐτὸ ποὺ γεννᾶ ἡ σκέψη μου, αὐτὸ εἶναι ὑποκειμενικό: π.χ. ὁ κόσμος τῆς λογοτεχνίας, οἱ διάφορες ἀντιλήψεις μου περὶ καλοῦ καὶ κακοῦ, οἱ διάφορες ὑποθέσεις ποὺ μπορῶ νὰ διατυπώσω – ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκειμενικά, ἀνθρωπογενῆ. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ θεωρήσουμε ὅτι ὁ κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται στὴν ἐμπειρία συνιστᾶ τὸ πεδίο τῆς ἀντικειμενικότητας, ἐνῶ ὁ κόσμος τῆς σκέψης ἀποτελεῖ τὸ πεδίο τῆς ὑποκειμενικότητας.
Μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες, ὡστόσο, συμβολὲς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας ἦταν ἡ ἀνακάλυψη μιᾶς μορφῆς ἀντικειμενικότητας ἡ ὁποία διέπει τὸ πεδίο τῆς σκέψης. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ λογικοῦ στοιχείου καὶ τῆς ἱκανότητας τοῦ λογικοῦ συμπερασμοῦ . Ἡ ἐμπειρία μπορεῖ νὰ μὲ διδάξει ὅτι ὁ Σωκράτης εἶναι ἄνθρωπος καὶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι θνητοί. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς γνώσεις, τώρα, ἐγὼ μπορῶ νὰ συμπεράνω, μὲ μόνη τὴ σκέψη μου, ὅτι ὁ Σωκράτης εἶναι θνητός. Ἡ γνώση ὅτι ὁ Σωκράτης εἶναι θνητὸς παρουσιάζεται ὡς μιὰ ἀντικειμενικὴ γνώση, ἀκόμη κι ἂν ἡ ἴδια δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις μόνης τῆς σκέψης.
Ἕνα κρίσιμο χαρακτηριστικὸ τῆς λογικῆς μας ἱκανότητας εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λογικὸς συμπερασμὸς μπορεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀντικειμενικότητά του ἀκόμη κι ἂν οἱ προτάσεις στὶς ὁποῖες βασίζεται –οἱ προκείμενες τοῦ συλλογισμοῦ– εἶναι ψευδεῖς. Μπορῶ π.χ. νὰ ὑποθέσω, λόγω ἐλλιποῦς ἢ ἐσφαλμένης πληροφόρησης, ὅτι ὅλα τὰ ὠοτόκα ἔχουν φτερὰ καὶ ὅτι οἱ ἐλέφαντες εἶναι ὠοτόκα. Τώρα, ἀπὸ αὐτὲς τὶς προτάσεις μπορῶ νὰ συμπεράνω ὅτι οἱ ἐλέφαντες ἔχουν φτερά. Τὸ ἐνδιαφέρον ἐδῶ εἶναι πώς, μολονότι ὅλες οἱ προτάσεις αὐτοῦ τοῦ συλλογισμοῦ – τόσο οἱ προκείμενες ὅσο καὶ τὸ συμπέρασμα– εἶναι ὁλοφάνερα ψευδεῖς, ὁ ἴδιος ὁ συμπερασμὸς εἶναι ἀντικειμενικὰ ἔγκυρος.
Ἡ λογική μου γνώση ὄχι μόνο μπορεῖ νὰ μὴν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐμπειρική μου γνώση, ἀλλὰ συχνὰ μπορεῖ νὰ ἀποδεικνύεται πολὺ πιὸ βέβαιη ἀπὸ αὐτήν. Ἔστω ὅτι δὲν γνωρίζω ἂν αὔριο θὰ βρέξει. Ἡ γνώση μου γιὰ τὸ ἂν θὰ βρέξει θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία. Μπορῶ, ὡστόσο, νὰ εἶμαι ἤδη ἀπὸ σήμερα βέβαιος ὅτι αὔριο ἢ θὰ βρέξει ἢ δὲν θὰ βρέξει. Καὶ ἡ λογική μου γνώση ὅτι αὔριο ἢ θὰ βρέξει ἢ δὲν θὰ βρέξει εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ βέβαιη ἀπὸ κάθε μετεωρολογική μου γνώση.
Ξεκινήσαμε λέγοντας ὅτι ὁ κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται στὴν ἐμπειρία συνιστᾶ τὸ πεδίο τοῦ ἀντικειμενικοῦ. Ἡ παρατήρηση ὅμως αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιστραφεῖ. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποστηρίξει ὅτι τότε εἶναι κάτι ὑποκειμενικό, ὅταν εἶναι ἐμπειρικό. Ἀρχικὰ θεωροῦμε πὼς ἡ φωτιὰ ποὺ μὲ ζεσταίνει εἶναι ἀντικειμενική, πὼς εἶναι ὅ,τι εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐμένα. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ παρατηρήσουμε ὅτι κάθε ἐμπειρική μου γνώση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἀντίληψη. Τὰ ἐμπειρικὰ ἀντικείμενα μπορεῖ νὰ ἐμφανίζονται στὴν ἀντίληψή μου μὲ διαφορετικὸ κάθε φορὰ τρόπο. Καὶ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ παρατηρήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν ἀντίληψή μου καὶ νὰ συγ κρίνω ἐὰν αὐτὴ συμφωνεῖ μὲ τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενο.
Ἐὰν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε ὀφείλουμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο δύο ἄνθρωποι νὰ φτάσουν σὲ συμφωνία μεταξύ τους ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐμπειρικῆς τους γνώσης, καθὼς εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἀποκτήσει πρόσβαση στὸ περιεχόμενο τῆς ἀντίληψης τοῦ ἄλλου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐμπειρικὴ γνώση μοιάζει σημαδεμένη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ἀπὸ τὸν ὑποκειμενικὸ παράγοντα. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μιὰ πιὸ σύγχρονη διάκριση, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐμπειρικὴ γνώση εἶναι ἰδιωτική . Ἀντίθετα, ἡ γνώση ποὺ ἀφορᾶ τὸ λογικὸ στοιχεῖο εἶναι ἀντικειμενικὴ καὶ δημόσια. 21 Δύο ἄνθρωποι μποροῦν ἐνδεχομένως νὰ διαφωνοῦν γιὰ τὸ ἂν βρέχει ἢ δὲν βρέχει, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ διαφωνοῦν γιὰ τὸ ὅτι ἢ βρέχει ἢ δὲν βρέχει.
Ἂς ἐπιστρέψουμε, ὅμως, στὸ σημεῖο ἀπ ̓ ὅπου ξεκινήσαμε, στὸ ὅτι δηλαδὴ οἱ ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης μποροῦν νὰ ἔρχονται σὲ σύγκρου ση μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας. Ἐξετάζοντας τὸ προηγούμενο παράδειγμα, μποροῦμε εὔκολα νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι, ἐὰν ἡ σκέψη γιὰ κάποιο λόγο δεχτεῖ ὅτι ὅλα τὰ ὠοτόκα ἔχουν φτερὰ καὶ ὅτι οἱ ἐλέφαντες εἶναι ὠοτόκα, τότε γιὰ αὐτὴ τὴ σκέψη οἱ ἐλέφαντες πρέπει νὰ ἔχουν φτερά.
21 Αὐτὸ θὰ ὑποστηρίξει ὁ Φρέγκε στὸ δοκίμιό του «Τὸ διανόημα» (Gottlob Frege, «Der Gedanke» στὸ Kleine Schriften , I. Angelelli (ἐπιμ.), Χίλντεσχαϊμ 1967, σελ. 342-362) καὶ μὲ αὐτὴ τὴν παρατήρηση θὰ καταλήξει νὰ ὑποστηρίζει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς «τρίτου ἐπιπέδου», διακριτοῦ ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῶν συγκεκριμένων πραγμάτων καὶ τῶν ὑποκειμενικῶν ἀντιλήψεων. Στὰ ἀντικείμενα αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου θὰ θεμελιωθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης. Γι ̓ αὐτὸ τὸ «τρίτο ἐπίπεδο», βλ. παρακάτω τὴν 4η καὶ τὴν 5η ἑνότητα τῆς παρούσας εἰσαγωγῆς.
Ὡστόσο, ἡ ἐμπειρία πιστοποιεῖ ὅτι τοῦτο δὲν συμβαίνει. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, οἱ ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας βρίσκονται σὲ σύγκρουση. Καὶ τίθεται ἀσφαλῶς τὸ ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νὰ ἄρει αὐτὴ τὴ σύγκρουση.
Ἡ σύγκρουση, ὅμως, αὐτὴ μπορεῖ νὰ προχωρήσει σὲ ἕνα πολὺ βαθύ τερο ἐπίπεδο. Τοῦτο τὸ καταδεικνύει μὲ τὸν πλέον παραστατικὸ τρόπο τὸ παράδειγμα τοῦ Παρμενίδη. Ἡ σκέψη ἀπαιτεῖ ἑνότητα καὶ σταθερότητα· ἡ ἐμπειρία, ἀντιθέτως, παρουσιάζει πολυμορφία καὶ ρευστότητα. 22 Ὁ Παρμενίδης δὲν θὰ διστάσει νὰ καταδικάσει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίφασης καὶ νὰ ἀναγνωρίσει ὡς μόνο πραγματικὸ τὸν κόσμο ποὺ θεωρεῖ ὅτι συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης.
Γιὰ τὸν Παρμενίδη, τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὄν, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνεται, εἶναι ἕνα καθαρὸ ἀντικείμενο τῆς σκέψης ὄχι μόνο δὲν σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι πραγματικό, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἀπὸ τὸν Παρμενίδη καὶ μετά, μιὰ ὁλόκληρη φιλοσοφικὴ παράδοση δὲν θὰ πάψει νὰ θεωρεῖ ὅτι τὸ νὰ εἶναι κάτι ἕνα καθαρὸ ἀντικείμενο τῆς σκέψης, τὸ νὰ συνάδει μὲ τὶς βαθύτερες ἀπαιτήσεις της, ἀποτελεῖ τὸ ἰσχυρότερο σημάδι τῆς πραγματικότητας. Ἔκτοτε, ἡ φιλοσοφία δὲν θὰ πάψει νὰ ἐπιχειρεῖ νὰ συμφιλιώσει τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας.
Ὁ Ζιλσὸν ἐπιμένει ἰδιαίτερα σὲ αὐτὴ τὴ σύγκρουση μεταξὺ ἀπαιτήσεων τῆς σκέψης καὶ δεδομένων τῆς ἐμπειρίας. Ὑποστηρίζει κατ’ ἐπανάληψη ὅτι, ἐὰν ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη ἐνδώσει στὴ «φυσικὴ ροπή» της, θὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Παρμενίδης, δηλαδὴ θὰ ὑποβιβάσει ὅ,τι δὲν ἱκανοποιεῖ τὶς ἀπαιτήσεις της στὸ ἐπίπεδο τοῦ μὴ πραγματικοῦ, τῆς ἐπίφασης· ἢ αὐτὸ πού, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἔκανε ὁ Πλάτων: θὰ ὑποβιβάσει δηλαδὴ τὸ πεδίο τῆς ἐμπειρίας σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο τῆς πραγματικότητας.
22 Ὁ Ἀριστοτέλης, ἐξετάζοντας τὴ θέση τοῦ Παρμενίδη, σχολιάζει ( Μετὰ τὰ Φυσικά , 986b 31-32): [ὁ Παρμενίδης] ὑποχρεωμένος νὰ ἀκολουθήσει τὰ φαινόμενα, θεωρεῖ πώς, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τὸ ὂν εἶναι ἕνα, σύμφωνα μὲ τὴν αἴσθηση τὰ ὄντα εἶναι πολλὰ [ ἀναγκαζόμενος δ’ ἀκολουθεῖν τοῖς φαινομένοις, καὶ τὸ ἓν μὲν κατὰ τὸν λόγον πλείω δὲ κατὰ τὴν αἴσθησιν ὑπολαμβάνων εἶναι ].
4. Ὁ Πλάτων ἱεραρχεῖ τὰ ἐπίπεδα τῆς πραγματικότητας
Ὁ Πλάτων υἱοθετεῖ τὸ ὀντολογικὸ κριτήριο τοῦ Παρμενίδη: πραγματικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, αὐτὸ ποὺ ἡ σκέψη μπορεῖ πραγματικὰ νὰ νοήσει. Σὲ ἀντίθεση, ὡστόσο, μὲ τὸν Παρμενίδη, ὁ Πλάτων δὲν καταδικάζει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τοῦ μὴ πραγματικοῦ. Προτείνει, ἀντιθέτως, μιὰ ἱεραρχία μεταξὺ τῶν ὄντων πάνω στὴ βάση τῆς ἐπιδεκτικότητας τῶν ἀντικειμένων τοῦ κάθε ἐπιπέδου νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ προϋποθέτει ἀσφαλῶς τὴν παραδοχὴ ὅτι δὲν ἱκανοποιοῦν ὅλα τὰ ἀντικείμενα τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης στὸν ἴδιο βαθμό· ὅτι δηλαδὴ ἄλλα τὶς ἱκανοποιοῦν περισσότερο καὶ ἄλλα λιγότερο. Τὸ πλέον ἀντιπροσωπευτικὸ παράδειγμα μιᾶς τέτοιας διαφοροποίησης μεταξὺ τῶν ἀντικειμένων εἶναι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὰ μαθηματικὰ ἀντικείμενα καὶ τὰ ἐμπειρικὰ ἢ αἰσθητὰ ἀντικείμενα. Ἡ σκέψη μπορεῖ νὰ διαμορφώσει μὲ σαφήνεια τὴ μαθηματικὴ ἔννοια μιᾶς σφαίρας καὶ νὰ περιγράψει τὶς ἰδιότητες αὐτοῦ τοῦ μαθηματικοῦ ἀντικειμένου. Ὅταν, ὡστόσο, ἐπιχειρήσει νὰ περιγράψει ἕνα σφαιρικὸ ἀντικείμενο τῆς ἐμπειρίας, π.χ. ἕνα πορτοκάλι ἢ μιὰ μπάλα, γρήγορα θὰ διαπιστώσει ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἀρκεστεῖ σὲ προσεγγιστικὲς περιγραφές, καθὼς ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ὁρισιμότητα ποὺ ζητᾶ δὲν βρίσκεται παρὰ μονάχα ἐλλιπῶς στὰ ἀντικείμενα τοῦ ἐμπειρικοῦ ἐπιπέδου.
Τὰ ἀντικείμενα τοῦ κόσμου τῆς ἐμπειρίας, τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα, δὲν συνάδουν ἐπαρκῶς μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης γιὰ δύο βασικοὺς λόγους: πρῶτον, διότι συνίστανται ἀπὸ ὕλη καί, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, ἡ ὕλη ἐκφεύγει τῆς νοητότητας· δεύτερον, διότι ὑπόκεινται στὴ γέννηση, τὴ φθορὰ καὶ τὴ μεταβολή, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὰ ἐν λόγω ἀντικείμενα δὲν διατηροῦν μιὰ σταθερὴ ταυτότητα, ἀλλὰ διαρ κῶς γίνονται κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προηγουμένως ἦταν, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ σκέψη νὰ μὴν μπορεῖ νὰ διαμορφώσει μιὰ ἀκριβὴ ἔννοια τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν.
Ἀντίθετα, τὰ ἀντικείμενα ποὺ συνάδουν μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης εἶναι χωρισμένα ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτήν, παραμένουν σταθερά, διατηρώντας τὴν ταυτότητά τους, δίχως νὰ ὑφίσταν ται τὶς μεταβολὲς τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς. Τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ εἶναι οἱ περίφημες πλατωνικὲς Ἰδέες. Οἱ Ἰδέες, π.χ. ἡ ἰδέα τοῦ κύκλου, ἡ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἡ ἰδέα τῆς ἀρετῆς, δὲν γνωρίζονται μέσω τῆς αἴσθησης, ἀλλὰ μέσω μόνης τῆς σκέψης. Εἶναι νοητὰ ἀντικείμενα καί, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀποτελοῦν τὰ κατ’ ἐξοχὴν ἀντικείμενα τῆς ἐπιστήμης. Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ κατ’ ἐξοχὴν νοητὰ ἀντικείμενα, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πρόκειται καὶ γιὰ ὄντως πραγματικὰ ἀντικείμενα, καθώς, γιὰ τὴν παράδοση ποὺ εἴδαμε νὰ ἐγκαινιάζεται μὲ τὸν Παρμενίδη, τὸ νὰ εἶναι κάτι πραγματικὸ δὲν εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς νοητότητας.
Ὁ Πλάτων σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Παρμενίδη δὲν ὑποβιβάζει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τοῦ μὴ πραγματικοῦ. Προτείνει, ὅπως εἴπαμε, μιὰ ἱεραρχία βαθμίδων πραγματικότητας. Ὅσο νοητότερο εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τόσο πιὸ πραγματικὸ εἶναι. Γιὰ τὸν Πλάτωνα, τὰ πράγματα τοῦ ἐμπειρικοῦ κόσμου εἶναι ἐν μέρει μόνο νοητὰ καὶ ἀντίστοιχα εἶναι ἐν μέρει μόνο πραγματικά.
Ἡ ἔστω μερικὴ νοητότητα τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων ὀφείλεται, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, στὴ μέθεξη τῶν πραγμάτων στὶς Ἰδέες, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι τὰ αἰσθητὰ μετέχουν ἢ μεταλαμβάνουν στὰ νοητά. Ὁ Πλάτων ἐπιχειρεῖ νὰ δεῖ τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας ὡς σύμφωνο σὲ ἕναν βαθμὸ μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, νὰ διακρίνει δηλαδὴ ἐντὸς αὐτοῦ μιὰ λογικὴ δομή . Ἀναλαμβάνει ἔτσι νὰ δείξει μὲ ποιόν τρόπο τὰ ἀντικείμενα τοῦ ἰδεατοῦ ἐπιπέδου –π.χ. τὰ ἀντικείμενα τῶν μαθηματικῶν– μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν στὰ ἀντικείμενα τοῦ ἐμπειρικοῦ ἐπιπέδου. Ἡ μετέπειτα πρόοδος τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι συνεχίζει τὸ ἐγχείρημα τοῦ Πλάτωνα νὰ ἀντιμετωπιστεῖ τὸ πεδίο τῶν δεδομένων τῆς ἐμπειρίας ὡς ὀρθολογικὰ περιγράψιμο, δηλαδὴ ὡς σύμφωνο μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης.
5. Ὁ Πλάτων ἀντιλαμβάνεται τὰ προβλήματα τοῦ ὀντολογικοῦ κριτηρίου ποὺ υἱοθετεῖ
Ἡ θεωρία τῆς μεθέξεως τῶν αἰσθητῶν στὶς Ἰδέες, ὡστόσο, βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ σημαντικὲς δυσκολίες, τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων πρῶτος διέκρινε καὶ ἀνέδειξε μὲ σαφήνεια μᾶλλον ἀξεπέραστη. Παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ δυσκολίες ποὺ ἀφοροῦν τὴ θεωρία τῆς μεθέξεως δὲν εἶναι οἱ μόνες ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ πλατωνικὴ διδα σκαλία. 23 Ἴσως μάλιστα γιὰ τὸν Πλάτωνα, τὰ προβλήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ σχέση τῶν Ἰδεῶν μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα νὰ μὴν εἶναι τὰ πλέον σημαντικά. Ἀκόμη σπουδαιότερα εἶναι τὰ προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴ νοητότητα τῶν ἴδιων τῶν Ἰδεῶν, τὶς ὁποῖες ἡ πλατωνικὴ θεωρία ἀντιλαμβάνεται ὡς τὰ ὄντως πραγματικὰ πράγματα, ὡς τὰ ὄντως ὄντα.
Ὁ Πλάτων δὲν υἱοθετεῖ ἁπλῶς ἕνα κριτήριο τῆς πραγματικότητας. Ἀντίθετα, θέτει τὸ κριτήριο αὐτὸ ὑπὸ ἐξέταση, προκειμένου νὰ ἀναδείξει τὶς προϋποθέσεις του καὶ τὶς συνέπειές του. Εἴδαμε ὅτι ὁ Πλάτων υἱοθέτησε τὸ ὀντολογικὸ κριτήριο τοῦ Παρμενίδη, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο πραγματικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, καὶ τόσο πιὸ πραγματικὸ εἶναι κάτι ὅσο περισσότερο συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις αὐτές. Μὲ βάση τὴ συγκεκριμένη ἀντίληψη, ἡ ἔννοια τοῦ πραγματικοῦ ἢ τοῦ ὄντος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὶς ἔννοιες τῆς ἑνότητας καὶ τοῦ πλήθους, τῆς ταυτότητας καὶ τῆς διαφορᾶς. Ἔτσι, ὁ Πλάτων ἀναλαμβάνει νὰ ἐξετάσει τὶς σχέσεις ἀνάμεσα στὴν ἔννοια τοῦ ὄντος καὶ τὶς ἔννοιες αὐτές, διαπιστώνοντας τελικὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀναφύονται.
Ἡ μελέτη τῆς σχέσης μεταξὺ ὄντος καὶ ἑνότητας, τὴν ὁποία ὁ Πλάτων ἐπιχειρεῖ στὸν διάλογό του Παρμενίδης , ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέ ξοδο, καθὼς μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἑνότητα καί, ἑπομένως, τὴ νοητότητα τῶν Ἰδεῶν, δηλαδὴ τῶν ὄντως ὄντων. Ὅμως ἐὰν τὸ ὄντως ὂν στερεῖται νοητότητας, τότε κατ ̓ ἀνάγκην στερεῖται καὶ πραγματικότητας, δεδομένου ὅτι ὡς πραγματικό, ὡς ὄν, ἀναγνωρίζεται αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς νοητότητας. Κατ ̓ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ συγκεκριμένη ὀντολογικὴ στάση καταλήγει νὰ αὐτοαναιρεῖται, ὁδηγούμενη νὰ ὑποστηρίξει ὅτι τὸ ὂν καὶ εἶναι καὶ δὲν εἶναι – « ἐστί τε καὶ οὐκ ἔστι ». 24 Στὸ ἴδιο καταστροφικὸ συμ πέρασμα ὁδηγεῖται ὁ Πλάτων καὶ μέσα ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς σχέσης τοῦ ὄντος μὲ τὴν ἔννοια τῆς ταυτότητας, τὴν ὁποία ἀναλαμβάνει στὸν διάλογό του Σοφιστής : κάθε ὂν εἶναι καὶ ὂν καὶ μὴ ὄν, καὶ εἶναι καὶ δὲν εἶναι. 25
23 Τὸ ἰσχυρότερο ἴσως ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλει ὁ Πλάτων ἐνάντια στὴ δυνατότητα μέθεξης τῶν αἰσθητῶν στὶς Ἰδέες εἶναι τὸ λεγόμενο ἐπιχείρημα τοῦ «τρίτου ἀνθρώπου», ὅπως ἔμεινε γνωστὸ χάρη στὴ μορφὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Ἀριστοτέλης (βλ. Πλάτων, Παρμενίδης , 132 Α-Β). Γιὰ μιὰ διευσδυτικὴ παρουσίαση τοῦ ἐπιχειρήματος στὸ πλαίσιο τῆς πλατωνικῆς θεωρίας, βλ. G. Vlastos, «The Third Man Argument in the Parmenides », Philosophical Review 64 (1954), σελ. 319-349. 24 Πλάτων, Παρμενίδης , 166C 4-5
Ἔτσι, ἡ ὀντολογία ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὸν Παρμενίδη, καὶ τὴν ὁποία ὁ Πλάτων συνεχίζει, καταλήγει νὰ ἀναιρεῖ τὸ σημεῖο ἀφετηρίας της: τὸ ὂν δὲν εἶναι· τὸ μὴ ὂν εἶναι. Ἡ σκέψη στὴν προσπάθειά της νὰ ἀναγορεύσει ὡς πραγματικὰ πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ συνάδει πλήρως μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της ὑποχρεώνεται τελικὰ νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸ ὄντως ὂν ὡς κατ’ ἀνάγκην ἀπερινόητο. Ὁ Πλάτων ἀναγνώρισε τὶς δυσκολίες τῆς θεωρίας του, δὲν ἔδωσε ὅμως παρὰ μονάχα νύξεις γιὰ τὴν ὑπέρβασή τους. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀντιμετωπιστοῦν μὲ συστηματικὸ τρόπο οἱ δυσκολίες αὐτὲς ὑπῆρξε ἔργο τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας, κύριος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Πλωτίνος.
6. Ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία ἐπιχειρεῖ νὰ λύσει αὐτὲς τὶς δυσκολίες καὶ συναντᾶ νέα παράδοξα
Στὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα, ἡ σκέψη ἀναζητᾶ ὁρισμένα ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της, ἀντικείμενα πλήρως νοητὰ καὶ ὁρίσιμα. Στὴν προσπάθειά της, ὡστόσο, νὰ ἐξηγήσει τὴ νοητότητα αὐτῶν τῶν ἀντικειμένων, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ἀκριβῶς συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της, βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ τὸ μὴ νοητό, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἡ ἴδια εἶχε θεωρήσει ὡς μὴ ὄν. Ὄχι μόνο ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία αὐτοῦ τοῦ μὴ νοητοῦ στοιχείου, ἀλλὰ ὑποχρεώνεται νὰ θέσει τὸ στοιχεῖο αὐτὸ στὴν καρδιὰ τοῦ ὄντος.
Ἡ στρατηγικὴ τοῦ Πλωτίνου, τώρα, εἶναι ἡ ἑξῆς: δὲν ἀρνεῖται τὴν παρουσία τοῦ μὴ νοητοῦ, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νὰ θέσει τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τοῦ νοητοῦ. Ἔτσι, στηριζόμενος σὲ ὁρισμένες δια τυπώσεις τοῦ Πλάτωνα, ἀναγνωρίζει ἕνα στοιχεῖο τὸ ὁποῖο εἶναι ἐπέκεινα τοῦ ὄντος καὶ τοῦ νοητοῦ καὶ τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ἐπέκεινα τοῦ νοητοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο μὴ νοητό. Τοῦτο τὸ μὴ νοητὸ στοιχεῖο, ὡστόσο, ὑποχρεώνεται νὰ τὸ θεωρήσει ὡς ὅρο δυνατότητας τοῦ νοητοῦ ἤ, σύμφωνα μὲ μιὰ διαφορετικὴ διατύπωση, ὡς ἀρχὴ τοῦ νοητοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ νοητὸ ἐκπορεύεται. Ἔτσι, τὸ ὂν καὶ τὸ νοητὸ παρουσιάζονται τελικὰ ὡς προϊόντα τοῦ μὴ νοητοῦ, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι μὴ νοητό, πρέπει κατ’ ἀνάγκην νὰ θεωρηθεῖ καὶ μὴ πραγματικό, δηλαδὴ μὴ ὄν.
25 Βλ. τὴ σχετικὴ πραγμάτευση στὸ Ζιλσόν, Τὸ Ὂν καὶ ἡ Οὐσία , σελ. 132-139
Ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία καταλήγει λοιπὸν νὰ θέτει τὸ μὴ ὂν ὡς ἀρχὴ τοῦ ὄντος.
Μὲ τὸν Πλωτίνο παρατηροῦμε μὲ ποιόν τρόπο ἡ προσπάθεια νὰ ταυτιστεῖ τὸ πραγματικὸ μὲ αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης ὁδηγεῖ τὴ σκέψη νὰ θεωρήσει ὡς ὅρο δυνατότητας τοῦ πραγματικοῦ κάτι ποὺ ὄχι μόνο δὲν συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της, ἀλλὰ πού, ἀντιθέτως, ὁρίζεται ὡς αὐτὸ ποὺ ἡ σκέψη δὲν μπορεῖ νὰ νοή σει : ὡς τὸ ἀπερινόητο, τὸ ἄρρητο. Ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσπάθεια νὰ νοηθεῖ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὄντος. Τούτη ἡ προσπάθεια ὁδηγεῖ τὴ σκέψη νὰ θέσει ἡ ἴδια κάτι ποὺ τὴν ξεπερνᾶ, τὸ ἄρρητο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζει Ἓν ἢ Ἀγαθόν . Μέσω τῶν περίφημων περιτροπῶν τῆς σκέψης, ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία ἐπιχειρεῖ νὰ νοήσει τὸ ἀπερινόητο, τὸ ὁποῖο ἔχει θέσει ὡς ἀρχὴ τοῦ νοητοῦ, προσεγγίζοντάς το κάθε φορὰ καὶ ἀπὸ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, δίχως ὡστόσο νὰ κατορθώνει ποτὲ νὰ τὸ φτάσει. 26
Αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν οὐσία της παράδοξη διδασκαλία ἄσκησε βαθύτατη ἐπιρροή. 27 Ἡ ἀντινομία ποὺ συναντᾶται σὲ αὐτὴν θὰ ἐπαναληφθεῖ, μέσα ἀπὸ διαρκεῖς μεταμορφώσεις, ἀναρίθμητες φορὲς στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας. Ἔτσι, γιὰ νὰ φέρουμε ὁρισμένα παραδείγματα ἀπὸ τὴ νεότερη φιλοσοφία, θὰ συναντήσουμε, στὸν Βόλφ, τὴν ἀπόπειρα νὰ συναχθεῖ τὸ ἐνεργεία ἀπὸ τὸ δυνάμει, στὸν Κάντ, τὸ φαινόμενο ἀπὸ τὸ καθ ̓ αὑτό, στὸν Φίχτε, τὸ ἐμπειρικὸ ἀπὸ τὸ ὑπερβατολογικό, στὸν Σέλλινγκ, τὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ λογικὸ καί, τελικά, στὸν Χέγκελ, τὸ πραγματικὸ ἀπὸ τὸ ἀντιφατικό.
26 Γιὰ μιὰ ἀπαράμιλλα διαφωτιστικὴ παρουσίαση τῶν σχετικῶν δυσκολιῶν, βλ. Δαμάσκιος Διάδοχος, Ἀπορίαι καὶ λύσεις περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν , ἐκδ. Leendert Gerrit Westerink, τόμ. Ι, Belles Lettres, Παρίσι 1986. 27 Γιὰ τὴ μεταμόρφωση καὶ ἐπεξεργασία αὐτῆς τῆς προβληματικῆς στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀποφατικῆς καὶ μυστικῆς θεολογίας, βλ. E. von Ivanka, Plato Christianus , Ἀινζίντελν 1964 [= Χριστιανικὸς πλατωνισμός , Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης (ὑπὸ ἔκδοση)].
Καταλήγουμε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ φανταζόμαστε ὅτι καὶ τὸ εἶναι χαρακτηρίζεται ἀπὸ τούτη τὴ διττότητα καὶ ὅτι, πέρα ἀπὸ τὰ πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι, εἶναι καὶ τὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι – πράγμα ἀντιφατικό.
Ὁ Παρμενίδης ἀντιλήφθηκε τὶς δυσκολίες ποὺ γεννᾶ ἡ ἔννοια τοῦ μὴ ὄντος. Ἡ λύση ποὺ ἔδωσε ἦταν ριζοσπαστική: δὲν ἐξοβέλισε μονάχα τὴν ἔννοια ἑνὸς ἀντιθέτου τοῦ ὄντος, τὴν ἔννοια δηλαδὴ τοῦ μὴ ὄντος ἢ τοῦ μηδενός, ἐξοβέλισε συνολικὰ τὴν ἀντίθεση, τὴ διττότητα, τὴν ἄρνηση καί, τελικά, τὴν ἴδια τὴ δυνατότητα τῆς ἀντίφασης· μὲ ἄλλα λόγια, τὴν ἴδια τὴ διαφορά.
Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ δύο ἢ γιὰ τρία πράγματα, ἐὰν δὲν ἀναγνωρίσουμε αὐτὰ τὰ δύο ἢ τρία πράγματα ὡς διαφορετικὰ μεταξύ τους. Τὸ πλῆθος, ἡ πολλαπλότητα τῶν πραγμάτων προϋποθέτει τὴ διαφορετικότητά τους. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ἐὰν ἀρνηθοῦμε τὴ διαφορά, καθίσταται ἀδύνατο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πολλαπλότητα. Ὡστόσο, ὁ κόσμος ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐμπειρία μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ μιὰ ἀστείρευτη πολυμορφία. Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Παρμενίδης;
Σύμφωνα μὲ τὸν Παρμενίδη, ὁ κόσμος ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐμπειρία μας, ὁ κόσμος τῆς μεταβολῆς καὶ τῆς πολλαπλότητας, ἀποτελεῖ προϊὸν τῆς πλάνης. 19 Δὲν ὑπάρχουν πολλά, διαφορετικὰ μεταξύ τους πράγματα, ἀλλὰ μοναχὰ ἕνα πράγμα, τὸ ὄν.
19 Οἱ ἑρμηνευτικὲς διαμάχες σχετικὰ μὲ τὸ ἐὰν ὁ Παρμενίδης ὄντως ὑποβιβάζει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίφασης καὶ τῆς πλάνης συνεχίζουν ἀδιάλειπτα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὣς τὶς μέρες μας. Ἡ διαμάχη ἐστιάζεται σὲ δύο σημεῖα: α) στὸ πῶς πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ τὸ παρμενίδειο ἐόν · β) στὸ πῶς πρέπει νὰ κατανοηθεῖ ἡ ὁδὸς τῆς Δόξας, δεδομένου ἰδίως τοῦ ὅτι ὁ Παρμενίδης στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματός του προβαίνει στὴν περιγραφὴ μιᾶς κοσμολογίας κατ ̓ ἀρχὴν ἀσύμβατης μὲ τὴν περιγραφή του γιὰ τὸ ὄν. Ἔτσι, ἡ ὁδὸς τῆς Ἀλήθειας ἑρμηνεύεται ὡς μιὰ ἀνάλυση τῶν συνθηκῶν νοητότητας τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ὡς μιὰ περιγραφὴ τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου. Βλ. τὴ μελέτη τοῦ Μουρελάτου, ἡ ὁποία παραμένει ἡ σημαντικότερη συνθετικὴ θεώρηση τοῦ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη, A. P. D. Mourelatos, The Route of Parmenides: a study of Word, Image and Argument , Νιοὺ Χέιβεν – Λονδίνο, 1970 [=Α.–Φ. Δ. Μουρελάτος, Ὁδοὶ τῆς γνώσης καὶ τῆς πλάνης: λόγος καὶ εἰκόνα στὰ ἀποσπάσματα τοῦ Παρμενίδη , Σ. Α. Μοσχονᾶς, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 2002]. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Λ. Κουλουμπαρίτσης ὑποστηρίζει πὼς ὁ Παρμενίδης ἀποσυνδέει τὸ Εἶναι ἀπὸ τὸ Γίγνεσθαι, τὸ Ἕνα ἀπὸ τὰ Πολλά, ἐπανασυνδέοντάς τα, ὅμως, στὴ συνέχεια μέσω τῆς διαμεσο
Τίποτα δὲν εἶναι τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ ὄν. Τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ ὂν εἶναι τὸ μὴ ὄν· καὶ τὸ μὴ ὂν δὲν εἶναι.
Ἡ ἐμπειρία μᾶς παρουσιάζει ὄχι μόνον μιὰν ἀπέραντη ποικιλομορφία, ἀλλὰ καὶ μιὰ διαρκὴ ρευστότητα, μιὰ συνεχὴ μεταβολή. Τί σημαίνει ὅμως μεταβολή; Τὸ νὰ μεταβληθεῖ ἕνα πράγμα σημαίνει νὰ ἀλλάξει. Καὶ τὸ νὰ ἀλλάξει ἕνα πράγμα σημαίνει νὰ γίνει κάτι ἄλλο ἀπ ̓ ὅ,τι ἦταν προηγουμένως, ἔστω ἐν μέρει. Ἡ ἔννοια τῆς μεταβολῆς προϋποθέτει τὴν ἔννοια τῆς διαφορᾶς.
Ὁ Παρμενίδης δὲν θὰ διστάσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πραγματικότητα ὁποιασδήποτε μεταβολῆς. Τὸ ὂν ὄχι μόνο δὲν εἶναι ρευστό, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως ἀκίνητο: δὲν ἀλλάζει ἀπὸ καμία ἄποψη, δὲν γεννιέται οὔτε καὶ φθείρεται – ἁπλῶς εἶναι . Σύμφωνα μὲ τὸν Παρμενίδη, ἡ μεταβολὴ δὲν εἶναι νοητή. Τὰ παράδοξα τοῦ Ζήνωνα, μαθητῆ τοῦ Παρμενίδη, εἶναι καὶ σήμερα γνωστά: ὅλα τους στόχο ἔχουν νὰ καταδείξουν ἀκριβῶς τὴ μὴ νοητότητα τῆς μεταβολῆς. Τὸ νὰ μεταβληθεῖ τὸ ὂν ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ γίνει κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἤδη εἶναι. Ὅμως, τὸ διαφορετικὸ τοῦ ὄντος εἶναι τὸ μὴ ὄν. Αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι τὸ ὂν –τὸ ἄλλο τοῦ ὄντος– δὲν εἶναι τίποτα, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σκέτη λέξη.
20 λάβησης τῆς σκέψης, ἡ ὁποία, χάρη στὴν ἐγγενὴ συνάφειά της μὲ τὸ Εἶναι, προσδίδει ἑνότητα καὶ σταθερότητα στὴν πολλαπλότητα τοῦ Γίγνεσθαι. Ἔτσι, χάρη στὴ σκέψη τὰ μὴ ὄντα, τὰ ἀπεόντα , καταφέρνουν νὰ ἀποκτήσουν μιὰν ὁρισμένη νοητότητα. Βλ. L. Couloubaritsis, La Pensée de Parménide , Βρυξέλλες 3 2008· πρβλ. τοῦ ἴδιου, Histoire de la Philosophie ancienne et médiévale , Παρίσι 1998, σελ. 185-195 [=Λ. Κουλουμπαρίτσης, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας , μτφ. Εὐ. Γραμματικοπούλου, Ἐξάντας, Ἀθήνα 2008, τ. 1, σελ. 213-225]. Μιὰ παρόμοια, «καντιανῆς» ἐμπνεύσεως, ἑρμηνεία προκρίνει καὶ ὁ Barnes, στὸ ἴδιο , κεφ. IX. Ὁ Π. Θανασᾶς ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ τὸν ἀποδιδόμενο στὸν Παρμενίδη «ὑπαρκτικὸ μονισμό», σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο μόνο ἕνα ὂν εἶναι: τὸ ὄν. Ἀντίθετα, τὸ παρμενίδειο Εἶναι θὰ πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς ἡ Ἰδέα στὴν ὁποία, μέσω τῆς διαμεσολάβησης τοῦ νοεῖν, μετέχουν τὰ δοκοῦντα, ὥστε νὰ εἶναι. Βλ. Π. Θανασᾶς, Ὁ πρῶτος «δεύτερος πλοῦς» . Εἶναι καὶ Κόσμος στὸ ποίημα τοῦ Παρμενίδη , Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 1998. 20 Ἔτσι ὁ Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ Φυσικά, Α, 5, 986b 28-30: «ὁ Παρμενίδης, ἀξιώνοντας ὅτι τὸ μὴ ὂν δὲν εἶναι τίποτε, δεδομένου ὅτι εἶναι διακριτὸ τοῦ ὄντος, θεωρεῖ ὅτι τὸ ὂν ἀναγκαστικὰ εἶναι ἕνα καὶ πὼς τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι» [ Παρμενίδης δὲ (...) παρὰ γὰρ τὸ ὂν τὸ μὴ ὂν οὐθὲν ἀξιῶν εἶναι, ἐξ ἀνάγκης ἓν οἴεται εἶνα ι, τὸ ὄν, καὶ ἄλλο οὐθέν ].
Θὰ ἦταν λάθος νὰ δοῦμε τὴ θέση τοῦ Παρμενίδη σὰν ἕνα τερατούργημα τῆς φιλοσοφικῆς προϊστορίας. Ὁ Παρμενίδης ἀντιλήφθηκε τρία, τουλάχιστον, πράγματα: α) τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σκέψη κάθε φορὰ ποὺ νοεῖ κάτι εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ τὸ νοήσει ὡς κάτι πού, μὲ κάποια ἔννοια, εἶναι πραγματικό, ὡς ἕνα ὄν · β) τὶς δυσκολίες ποὺ γεννᾶ ἡ ἔννοια τοῦ μὴ πραγματικοῦ, τοῦ μὴ ὄντος · γ) τὶς δυσκολίες ποὺ γεννᾶ ἡ ἔννοια τῆς μεταβολῆς .
Ἡ θέση τοῦ Παρμενίδη γεννᾶ μιὰ σημαντικὴ ἀπορία. Ὁ κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται μέσω τῆς ἐμπειρίας εἶναι τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Παρμενίδης. Στὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας τὰ πράγματα γεννιοῦνται, φθείρονται, μεταβάλλονται. Στὸν κόσμο τοῦ Παρμενίδη τὸ ὂν εἶναι ἕνα καὶ δὲν ἀλλάζει. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Παρμενίδη στόχο ἔχει ἀκριβῶς νὰ καταδείξει ὅτι ὁ κόσμος ὅπως ὁ ἴδιος τὸν περιγράφει εἶναι ὁ μόνος νοητὸς κόσμος. Ἀντίθετα, ὁ πολύμορφος καὶ ρευστὸς κόσμος ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐμπειρία εἶναι ἕνας κόσμος μὴ νοητός.
Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν τόλμη ποὺ χρειαζόταν προκειμένου ὁ Παρμενίδης νὰ μπορέσει νὰ ὑποβιβάσει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίφασης καὶ τῆς πλάνης καὶ νὰ ἀναγορεύσει ὡς μόνον πραγματικὸ τὸν κόσμο ποὺ θεωροῦσε ὅτι συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης. Θὰ μπορούσαμε ἐδῶ νὰ διαπιστώσουμε μιὰ σύγκρουση φιλοσοφίας καὶ κοινοῦ νοῦ. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ διάσταση εἶναι βαθύτερη: πρόκειται γιὰ τὴ διάσταση ἀνάμεσα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας.
3. Δεδομένα τῆς ἐμπειρίας καὶ ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης: τὸ ἀντικειμενικό, τὸ ὑποκειμενικὸ καὶ τὸ λογικὸ στοιχεῖο
Προκειμένου νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ διάσταση ἀνάμεσα στὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, θὰ χρησιμοποιήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μιὰν ἄλλη διάκριση, ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολα κατανοητή: τὴ διάκριση μεταξὺ ἀντικειμενικοῦ καὶ ὑποκειμενικοῦ . Ἐκ πρώτης ὄψεως, θὰ λέγαμε πὼς αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνεται μέσω τῆς ἐμπειρίας: τὸ δέντρο ποὺ βλέπω, ἡ φωτιὰ ποὺ μὲ καίει, ἡ πέτρα ποὺ προσπαθῶ νὰ σπρώξω. Ἀντίθετα, αὐτὸ ποὺ γεννᾶ ἡ σκέψη μου, αὐτὸ εἶναι ὑποκειμενικό: π.χ. ὁ κόσμος τῆς λογοτεχνίας, οἱ διάφορες ἀντιλήψεις μου περὶ καλοῦ καὶ κακοῦ, οἱ διάφορες ὑποθέσεις ποὺ μπορῶ νὰ διατυπώσω – ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκειμενικά, ἀνθρωπογενῆ. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ θεωρήσουμε ὅτι ὁ κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται στὴν ἐμπειρία συνιστᾶ τὸ πεδίο τῆς ἀντικειμενικότητας, ἐνῶ ὁ κόσμος τῆς σκέψης ἀποτελεῖ τὸ πεδίο τῆς ὑποκειμενικότητας.
Μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες, ὡστόσο, συμβολὲς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας ἦταν ἡ ἀνακάλυψη μιᾶς μορφῆς ἀντικειμενικότητας ἡ ὁποία διέπει τὸ πεδίο τῆς σκέψης. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ λογικοῦ στοιχείου καὶ τῆς ἱκανότητας τοῦ λογικοῦ συμπερασμοῦ . Ἡ ἐμπειρία μπορεῖ νὰ μὲ διδάξει ὅτι ὁ Σωκράτης εἶναι ἄνθρωπος καὶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι θνητοί. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς γνώσεις, τώρα, ἐγὼ μπορῶ νὰ συμπεράνω, μὲ μόνη τὴ σκέψη μου, ὅτι ὁ Σωκράτης εἶναι θνητός. Ἡ γνώση ὅτι ὁ Σωκράτης εἶναι θνητὸς παρουσιάζεται ὡς μιὰ ἀντικειμενικὴ γνώση, ἀκόμη κι ἂν ἡ ἴδια δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις μόνης τῆς σκέψης.
Ἕνα κρίσιμο χαρακτηριστικὸ τῆς λογικῆς μας ἱκανότητας εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λογικὸς συμπερασμὸς μπορεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀντικειμενικότητά του ἀκόμη κι ἂν οἱ προτάσεις στὶς ὁποῖες βασίζεται –οἱ προκείμενες τοῦ συλλογισμοῦ– εἶναι ψευδεῖς. Μπορῶ π.χ. νὰ ὑποθέσω, λόγω ἐλλιποῦς ἢ ἐσφαλμένης πληροφόρησης, ὅτι ὅλα τὰ ὠοτόκα ἔχουν φτερὰ καὶ ὅτι οἱ ἐλέφαντες εἶναι ὠοτόκα. Τώρα, ἀπὸ αὐτὲς τὶς προτάσεις μπορῶ νὰ συμπεράνω ὅτι οἱ ἐλέφαντες ἔχουν φτερά. Τὸ ἐνδιαφέρον ἐδῶ εἶναι πώς, μολονότι ὅλες οἱ προτάσεις αὐτοῦ τοῦ συλλογισμοῦ – τόσο οἱ προκείμενες ὅσο καὶ τὸ συμπέρασμα– εἶναι ὁλοφάνερα ψευδεῖς, ὁ ἴδιος ὁ συμπερασμὸς εἶναι ἀντικειμενικὰ ἔγκυρος.
Ἡ λογική μου γνώση ὄχι μόνο μπορεῖ νὰ μὴν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐμπειρική μου γνώση, ἀλλὰ συχνὰ μπορεῖ νὰ ἀποδεικνύεται πολὺ πιὸ βέβαιη ἀπὸ αὐτήν. Ἔστω ὅτι δὲν γνωρίζω ἂν αὔριο θὰ βρέξει. Ἡ γνώση μου γιὰ τὸ ἂν θὰ βρέξει θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία. Μπορῶ, ὡστόσο, νὰ εἶμαι ἤδη ἀπὸ σήμερα βέβαιος ὅτι αὔριο ἢ θὰ βρέξει ἢ δὲν θὰ βρέξει. Καὶ ἡ λογική μου γνώση ὅτι αὔριο ἢ θὰ βρέξει ἢ δὲν θὰ βρέξει εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ βέβαιη ἀπὸ κάθε μετεωρολογική μου γνώση.
Ξεκινήσαμε λέγοντας ὅτι ὁ κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται στὴν ἐμπειρία συνιστᾶ τὸ πεδίο τοῦ ἀντικειμενικοῦ. Ἡ παρατήρηση ὅμως αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιστραφεῖ. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποστηρίξει ὅτι τότε εἶναι κάτι ὑποκειμενικό, ὅταν εἶναι ἐμπειρικό. Ἀρχικὰ θεωροῦμε πὼς ἡ φωτιὰ ποὺ μὲ ζεσταίνει εἶναι ἀντικειμενική, πὼς εἶναι ὅ,τι εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐμένα. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ παρατηρήσουμε ὅτι κάθε ἐμπειρική μου γνώση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἀντίληψη. Τὰ ἐμπειρικὰ ἀντικείμενα μπορεῖ νὰ ἐμφανίζονται στὴν ἀντίληψή μου μὲ διαφορετικὸ κάθε φορὰ τρόπο. Καὶ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ παρατηρήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν ἀντίληψή μου καὶ νὰ συγ κρίνω ἐὰν αὐτὴ συμφωνεῖ μὲ τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενο.
Ἐὰν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε ὀφείλουμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο δύο ἄνθρωποι νὰ φτάσουν σὲ συμφωνία μεταξύ τους ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐμπειρικῆς τους γνώσης, καθὼς εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἀποκτήσει πρόσβαση στὸ περιεχόμενο τῆς ἀντίληψης τοῦ ἄλλου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐμπειρικὴ γνώση μοιάζει σημαδεμένη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ἀπὸ τὸν ὑποκειμενικὸ παράγοντα. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μιὰ πιὸ σύγχρονη διάκριση, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐμπειρικὴ γνώση εἶναι ἰδιωτική . Ἀντίθετα, ἡ γνώση ποὺ ἀφορᾶ τὸ λογικὸ στοιχεῖο εἶναι ἀντικειμενικὴ καὶ δημόσια. 21 Δύο ἄνθρωποι μποροῦν ἐνδεχομένως νὰ διαφωνοῦν γιὰ τὸ ἂν βρέχει ἢ δὲν βρέχει, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ διαφωνοῦν γιὰ τὸ ὅτι ἢ βρέχει ἢ δὲν βρέχει.
Ἂς ἐπιστρέψουμε, ὅμως, στὸ σημεῖο ἀπ ̓ ὅπου ξεκινήσαμε, στὸ ὅτι δηλαδὴ οἱ ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης μποροῦν νὰ ἔρχονται σὲ σύγκρου ση μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας. Ἐξετάζοντας τὸ προηγούμενο παράδειγμα, μποροῦμε εὔκολα νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι, ἐὰν ἡ σκέψη γιὰ κάποιο λόγο δεχτεῖ ὅτι ὅλα τὰ ὠοτόκα ἔχουν φτερὰ καὶ ὅτι οἱ ἐλέφαντες εἶναι ὠοτόκα, τότε γιὰ αὐτὴ τὴ σκέψη οἱ ἐλέφαντες πρέπει νὰ ἔχουν φτερά.
21 Αὐτὸ θὰ ὑποστηρίξει ὁ Φρέγκε στὸ δοκίμιό του «Τὸ διανόημα» (Gottlob Frege, «Der Gedanke» στὸ Kleine Schriften , I. Angelelli (ἐπιμ.), Χίλντεσχαϊμ 1967, σελ. 342-362) καὶ μὲ αὐτὴ τὴν παρατήρηση θὰ καταλήξει νὰ ὑποστηρίζει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς «τρίτου ἐπιπέδου», διακριτοῦ ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῶν συγκεκριμένων πραγμάτων καὶ τῶν ὑποκειμενικῶν ἀντιλήψεων. Στὰ ἀντικείμενα αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου θὰ θεμελιωθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης. Γι ̓ αὐτὸ τὸ «τρίτο ἐπίπεδο», βλ. παρακάτω τὴν 4η καὶ τὴν 5η ἑνότητα τῆς παρούσας εἰσαγωγῆς.
Ὡστόσο, ἡ ἐμπειρία πιστοποιεῖ ὅτι τοῦτο δὲν συμβαίνει. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, οἱ ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας βρίσκονται σὲ σύγκρουση. Καὶ τίθεται ἀσφαλῶς τὸ ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νὰ ἄρει αὐτὴ τὴ σύγκρουση.
Ἡ σύγκρουση, ὅμως, αὐτὴ μπορεῖ νὰ προχωρήσει σὲ ἕνα πολὺ βαθύ τερο ἐπίπεδο. Τοῦτο τὸ καταδεικνύει μὲ τὸν πλέον παραστατικὸ τρόπο τὸ παράδειγμα τοῦ Παρμενίδη. Ἡ σκέψη ἀπαιτεῖ ἑνότητα καὶ σταθερότητα· ἡ ἐμπειρία, ἀντιθέτως, παρουσιάζει πολυμορφία καὶ ρευστότητα. 22 Ὁ Παρμενίδης δὲν θὰ διστάσει νὰ καταδικάσει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπίφασης καὶ νὰ ἀναγνωρίσει ὡς μόνο πραγματικὸ τὸν κόσμο ποὺ θεωρεῖ ὅτι συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης.
Γιὰ τὸν Παρμενίδη, τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὄν, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνεται, εἶναι ἕνα καθαρὸ ἀντικείμενο τῆς σκέψης ὄχι μόνο δὲν σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι πραγματικό, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἀπὸ τὸν Παρμενίδη καὶ μετά, μιὰ ὁλόκληρη φιλοσοφικὴ παράδοση δὲν θὰ πάψει νὰ θεωρεῖ ὅτι τὸ νὰ εἶναι κάτι ἕνα καθαρὸ ἀντικείμενο τῆς σκέψης, τὸ νὰ συνάδει μὲ τὶς βαθύτερες ἀπαιτήσεις της, ἀποτελεῖ τὸ ἰσχυρότερο σημάδι τῆς πραγματικότητας. Ἔκτοτε, ἡ φιλοσοφία δὲν θὰ πάψει νὰ ἐπιχειρεῖ νὰ συμφιλιώσει τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας.
Ὁ Ζιλσὸν ἐπιμένει ἰδιαίτερα σὲ αὐτὴ τὴ σύγκρουση μεταξὺ ἀπαιτήσεων τῆς σκέψης καὶ δεδομένων τῆς ἐμπειρίας. Ὑποστηρίζει κατ’ ἐπανάληψη ὅτι, ἐὰν ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη ἐνδώσει στὴ «φυσικὴ ροπή» της, θὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Παρμενίδης, δηλαδὴ θὰ ὑποβιβάσει ὅ,τι δὲν ἱκανοποιεῖ τὶς ἀπαιτήσεις της στὸ ἐπίπεδο τοῦ μὴ πραγματικοῦ, τῆς ἐπίφασης· ἢ αὐτὸ πού, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἔκανε ὁ Πλάτων: θὰ ὑποβιβάσει δηλαδὴ τὸ πεδίο τῆς ἐμπειρίας σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο τῆς πραγματικότητας.
22 Ὁ Ἀριστοτέλης, ἐξετάζοντας τὴ θέση τοῦ Παρμενίδη, σχολιάζει ( Μετὰ τὰ Φυσικά , 986b 31-32): [ὁ Παρμενίδης] ὑποχρεωμένος νὰ ἀκολουθήσει τὰ φαινόμενα, θεωρεῖ πώς, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τὸ ὂν εἶναι ἕνα, σύμφωνα μὲ τὴν αἴσθηση τὰ ὄντα εἶναι πολλὰ [ ἀναγκαζόμενος δ’ ἀκολουθεῖν τοῖς φαινομένοις, καὶ τὸ ἓν μὲν κατὰ τὸν λόγον πλείω δὲ κατὰ τὴν αἴσθησιν ὑπολαμβάνων εἶναι ].
4. Ὁ Πλάτων ἱεραρχεῖ τὰ ἐπίπεδα τῆς πραγματικότητας
Ὁ Πλάτων υἱοθετεῖ τὸ ὀντολογικὸ κριτήριο τοῦ Παρμενίδη: πραγματικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, αὐτὸ ποὺ ἡ σκέψη μπορεῖ πραγματικὰ νὰ νοήσει. Σὲ ἀντίθεση, ὡστόσο, μὲ τὸν Παρμενίδη, ὁ Πλάτων δὲν καταδικάζει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τοῦ μὴ πραγματικοῦ. Προτείνει, ἀντιθέτως, μιὰ ἱεραρχία μεταξὺ τῶν ὄντων πάνω στὴ βάση τῆς ἐπιδεκτικότητας τῶν ἀντικειμένων τοῦ κάθε ἐπιπέδου νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ προϋποθέτει ἀσφαλῶς τὴν παραδοχὴ ὅτι δὲν ἱκανοποιοῦν ὅλα τὰ ἀντικείμενα τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης στὸν ἴδιο βαθμό· ὅτι δηλαδὴ ἄλλα τὶς ἱκανοποιοῦν περισσότερο καὶ ἄλλα λιγότερο. Τὸ πλέον ἀντιπροσωπευτικὸ παράδειγμα μιᾶς τέτοιας διαφοροποίησης μεταξὺ τῶν ἀντικειμένων εἶναι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὰ μαθηματικὰ ἀντικείμενα καὶ τὰ ἐμπειρικὰ ἢ αἰσθητὰ ἀντικείμενα. Ἡ σκέψη μπορεῖ νὰ διαμορφώσει μὲ σαφήνεια τὴ μαθηματικὴ ἔννοια μιᾶς σφαίρας καὶ νὰ περιγράψει τὶς ἰδιότητες αὐτοῦ τοῦ μαθηματικοῦ ἀντικειμένου. Ὅταν, ὡστόσο, ἐπιχειρήσει νὰ περιγράψει ἕνα σφαιρικὸ ἀντικείμενο τῆς ἐμπειρίας, π.χ. ἕνα πορτοκάλι ἢ μιὰ μπάλα, γρήγορα θὰ διαπιστώσει ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἀρκεστεῖ σὲ προσεγγιστικὲς περιγραφές, καθὼς ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ὁρισιμότητα ποὺ ζητᾶ δὲν βρίσκεται παρὰ μονάχα ἐλλιπῶς στὰ ἀντικείμενα τοῦ ἐμπειρικοῦ ἐπιπέδου.
Τὰ ἀντικείμενα τοῦ κόσμου τῆς ἐμπειρίας, τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα, δὲν συνάδουν ἐπαρκῶς μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης γιὰ δύο βασικοὺς λόγους: πρῶτον, διότι συνίστανται ἀπὸ ὕλη καί, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, ἡ ὕλη ἐκφεύγει τῆς νοητότητας· δεύτερον, διότι ὑπόκεινται στὴ γέννηση, τὴ φθορὰ καὶ τὴ μεταβολή, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὰ ἐν λόγω ἀντικείμενα δὲν διατηροῦν μιὰ σταθερὴ ταυτότητα, ἀλλὰ διαρ κῶς γίνονται κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προηγουμένως ἦταν, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ σκέψη νὰ μὴν μπορεῖ νὰ διαμορφώσει μιὰ ἀκριβὴ ἔννοια τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν.
Ἀντίθετα, τὰ ἀντικείμενα ποὺ συνάδουν μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης εἶναι χωρισμένα ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτήν, παραμένουν σταθερά, διατηρώντας τὴν ταυτότητά τους, δίχως νὰ ὑφίσταν ται τὶς μεταβολὲς τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς. Τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ εἶναι οἱ περίφημες πλατωνικὲς Ἰδέες. Οἱ Ἰδέες, π.χ. ἡ ἰδέα τοῦ κύκλου, ἡ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἡ ἰδέα τῆς ἀρετῆς, δὲν γνωρίζονται μέσω τῆς αἴσθησης, ἀλλὰ μέσω μόνης τῆς σκέψης. Εἶναι νοητὰ ἀντικείμενα καί, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀποτελοῦν τὰ κατ’ ἐξοχὴν ἀντικείμενα τῆς ἐπιστήμης. Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ κατ’ ἐξοχὴν νοητὰ ἀντικείμενα, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πρόκειται καὶ γιὰ ὄντως πραγματικὰ ἀντικείμενα, καθώς, γιὰ τὴν παράδοση ποὺ εἴδαμε νὰ ἐγκαινιάζεται μὲ τὸν Παρμενίδη, τὸ νὰ εἶναι κάτι πραγματικὸ δὲν εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς νοητότητας.
Ὁ Πλάτων σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Παρμενίδη δὲν ὑποβιβάζει τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας στὸ ἐπίπεδο τοῦ μὴ πραγματικοῦ. Προτείνει, ὅπως εἴπαμε, μιὰ ἱεραρχία βαθμίδων πραγματικότητας. Ὅσο νοητότερο εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τόσο πιὸ πραγματικὸ εἶναι. Γιὰ τὸν Πλάτωνα, τὰ πράγματα τοῦ ἐμπειρικοῦ κόσμου εἶναι ἐν μέρει μόνο νοητὰ καὶ ἀντίστοιχα εἶναι ἐν μέρει μόνο πραγματικά.
Ἡ ἔστω μερικὴ νοητότητα τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων ὀφείλεται, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, στὴ μέθεξη τῶν πραγμάτων στὶς Ἰδέες, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι τὰ αἰσθητὰ μετέχουν ἢ μεταλαμβάνουν στὰ νοητά. Ὁ Πλάτων ἐπιχειρεῖ νὰ δεῖ τὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας ὡς σύμφωνο σὲ ἕναν βαθμὸ μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, νὰ διακρίνει δηλαδὴ ἐντὸς αὐτοῦ μιὰ λογικὴ δομή . Ἀναλαμβάνει ἔτσι νὰ δείξει μὲ ποιόν τρόπο τὰ ἀντικείμενα τοῦ ἰδεατοῦ ἐπιπέδου –π.χ. τὰ ἀντικείμενα τῶν μαθηματικῶν– μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν στὰ ἀντικείμενα τοῦ ἐμπειρικοῦ ἐπιπέδου. Ἡ μετέπειτα πρόοδος τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι συνεχίζει τὸ ἐγχείρημα τοῦ Πλάτωνα νὰ ἀντιμετωπιστεῖ τὸ πεδίο τῶν δεδομένων τῆς ἐμπειρίας ὡς ὀρθολογικὰ περιγράψιμο, δηλαδὴ ὡς σύμφωνο μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης.
5. Ὁ Πλάτων ἀντιλαμβάνεται τὰ προβλήματα τοῦ ὀντολογικοῦ κριτηρίου ποὺ υἱοθετεῖ
Ἡ θεωρία τῆς μεθέξεως τῶν αἰσθητῶν στὶς Ἰδέες, ὡστόσο, βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ σημαντικὲς δυσκολίες, τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων πρῶτος διέκρινε καὶ ἀνέδειξε μὲ σαφήνεια μᾶλλον ἀξεπέραστη. Παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ δυσκολίες ποὺ ἀφοροῦν τὴ θεωρία τῆς μεθέξεως δὲν εἶναι οἱ μόνες ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ πλατωνικὴ διδα σκαλία. 23 Ἴσως μάλιστα γιὰ τὸν Πλάτωνα, τὰ προβλήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ σχέση τῶν Ἰδεῶν μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα νὰ μὴν εἶναι τὰ πλέον σημαντικά. Ἀκόμη σπουδαιότερα εἶναι τὰ προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴ νοητότητα τῶν ἴδιων τῶν Ἰδεῶν, τὶς ὁποῖες ἡ πλατωνικὴ θεωρία ἀντιλαμβάνεται ὡς τὰ ὄντως πραγματικὰ πράγματα, ὡς τὰ ὄντως ὄντα.
Ὁ Πλάτων δὲν υἱοθετεῖ ἁπλῶς ἕνα κριτήριο τῆς πραγματικότητας. Ἀντίθετα, θέτει τὸ κριτήριο αὐτὸ ὑπὸ ἐξέταση, προκειμένου νὰ ἀναδείξει τὶς προϋποθέσεις του καὶ τὶς συνέπειές του. Εἴδαμε ὅτι ὁ Πλάτων υἱοθέτησε τὸ ὀντολογικὸ κριτήριο τοῦ Παρμενίδη, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο πραγματικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, καὶ τόσο πιὸ πραγματικὸ εἶναι κάτι ὅσο περισσότερο συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις αὐτές. Μὲ βάση τὴ συγκεκριμένη ἀντίληψη, ἡ ἔννοια τοῦ πραγματικοῦ ἢ τοῦ ὄντος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὶς ἔννοιες τῆς ἑνότητας καὶ τοῦ πλήθους, τῆς ταυτότητας καὶ τῆς διαφορᾶς. Ἔτσι, ὁ Πλάτων ἀναλαμβάνει νὰ ἐξετάσει τὶς σχέσεις ἀνάμεσα στὴν ἔννοια τοῦ ὄντος καὶ τὶς ἔννοιες αὐτές, διαπιστώνοντας τελικὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀναφύονται.
Ἡ μελέτη τῆς σχέσης μεταξὺ ὄντος καὶ ἑνότητας, τὴν ὁποία ὁ Πλάτων ἐπιχειρεῖ στὸν διάλογό του Παρμενίδης , ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέ ξοδο, καθὼς μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἑνότητα καί, ἑπομένως, τὴ νοητότητα τῶν Ἰδεῶν, δηλαδὴ τῶν ὄντως ὄντων. Ὅμως ἐὰν τὸ ὄντως ὂν στερεῖται νοητότητας, τότε κατ ̓ ἀνάγκην στερεῖται καὶ πραγματικότητας, δεδομένου ὅτι ὡς πραγματικό, ὡς ὄν, ἀναγνωρίζεται αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς νοητότητας. Κατ ̓ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ συγκεκριμένη ὀντολογικὴ στάση καταλήγει νὰ αὐτοαναιρεῖται, ὁδηγούμενη νὰ ὑποστηρίξει ὅτι τὸ ὂν καὶ εἶναι καὶ δὲν εἶναι – « ἐστί τε καὶ οὐκ ἔστι ». 24 Στὸ ἴδιο καταστροφικὸ συμ πέρασμα ὁδηγεῖται ὁ Πλάτων καὶ μέσα ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς σχέσης τοῦ ὄντος μὲ τὴν ἔννοια τῆς ταυτότητας, τὴν ὁποία ἀναλαμβάνει στὸν διάλογό του Σοφιστής : κάθε ὂν εἶναι καὶ ὂν καὶ μὴ ὄν, καὶ εἶναι καὶ δὲν εἶναι. 25
23 Τὸ ἰσχυρότερο ἴσως ἐπιχείρημα ποὺ προβάλλει ὁ Πλάτων ἐνάντια στὴ δυνατότητα μέθεξης τῶν αἰσθητῶν στὶς Ἰδέες εἶναι τὸ λεγόμενο ἐπιχείρημα τοῦ «τρίτου ἀνθρώπου», ὅπως ἔμεινε γνωστὸ χάρη στὴ μορφὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Ἀριστοτέλης (βλ. Πλάτων, Παρμενίδης , 132 Α-Β). Γιὰ μιὰ διευσδυτικὴ παρουσίαση τοῦ ἐπιχειρήματος στὸ πλαίσιο τῆς πλατωνικῆς θεωρίας, βλ. G. Vlastos, «The Third Man Argument in the Parmenides », Philosophical Review 64 (1954), σελ. 319-349. 24 Πλάτων, Παρμενίδης , 166C 4-5
Ἔτσι, ἡ ὀντολογία ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὸν Παρμενίδη, καὶ τὴν ὁποία ὁ Πλάτων συνεχίζει, καταλήγει νὰ ἀναιρεῖ τὸ σημεῖο ἀφετηρίας της: τὸ ὂν δὲν εἶναι· τὸ μὴ ὂν εἶναι. Ἡ σκέψη στὴν προσπάθειά της νὰ ἀναγορεύσει ὡς πραγματικὰ πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ συνάδει πλήρως μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της ὑποχρεώνεται τελικὰ νὰ θεωρήσει αὐτὸ τὸ ὄντως ὂν ὡς κατ’ ἀνάγκην ἀπερινόητο. Ὁ Πλάτων ἀναγνώρισε τὶς δυσκολίες τῆς θεωρίας του, δὲν ἔδωσε ὅμως παρὰ μονάχα νύξεις γιὰ τὴν ὑπέρβασή τους. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀντιμετωπιστοῦν μὲ συστηματικὸ τρόπο οἱ δυσκολίες αὐτὲς ὑπῆρξε ἔργο τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας, κύριος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Πλωτίνος.
6. Ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία ἐπιχειρεῖ νὰ λύσει αὐτὲς τὶς δυσκολίες καὶ συναντᾶ νέα παράδοξα
Στὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα, ἡ σκέψη ἀναζητᾶ ὁρισμένα ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της, ἀντικείμενα πλήρως νοητὰ καὶ ὁρίσιμα. Στὴν προσπάθειά της, ὡστόσο, νὰ ἐξηγήσει τὴ νοητότητα αὐτῶν τῶν ἀντικειμένων, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ἀκριβῶς συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της, βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ τὸ μὴ νοητό, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἡ ἴδια εἶχε θεωρήσει ὡς μὴ ὄν. Ὄχι μόνο ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία αὐτοῦ τοῦ μὴ νοητοῦ στοιχείου, ἀλλὰ ὑποχρεώνεται νὰ θέσει τὸ στοιχεῖο αὐτὸ στὴν καρδιὰ τοῦ ὄντος.
Ἡ στρατηγικὴ τοῦ Πλωτίνου, τώρα, εἶναι ἡ ἑξῆς: δὲν ἀρνεῖται τὴν παρουσία τοῦ μὴ νοητοῦ, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νὰ θέσει τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τοῦ νοητοῦ. Ἔτσι, στηριζόμενος σὲ ὁρισμένες δια τυπώσεις τοῦ Πλάτωνα, ἀναγνωρίζει ἕνα στοιχεῖο τὸ ὁποῖο εἶναι ἐπέκεινα τοῦ ὄντος καὶ τοῦ νοητοῦ καὶ τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ἐπέκεινα τοῦ νοητοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο μὴ νοητό. Τοῦτο τὸ μὴ νοητὸ στοιχεῖο, ὡστόσο, ὑποχρεώνεται νὰ τὸ θεωρήσει ὡς ὅρο δυνατότητας τοῦ νοητοῦ ἤ, σύμφωνα μὲ μιὰ διαφορετικὴ διατύπωση, ὡς ἀρχὴ τοῦ νοητοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ νοητὸ ἐκπορεύεται. Ἔτσι, τὸ ὂν καὶ τὸ νοητὸ παρουσιάζονται τελικὰ ὡς προϊόντα τοῦ μὴ νοητοῦ, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι μὴ νοητό, πρέπει κατ’ ἀνάγκην νὰ θεωρηθεῖ καὶ μὴ πραγματικό, δηλαδὴ μὴ ὄν.
25 Βλ. τὴ σχετικὴ πραγμάτευση στὸ Ζιλσόν, Τὸ Ὂν καὶ ἡ Οὐσία , σελ. 132-139
Ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία καταλήγει λοιπὸν νὰ θέτει τὸ μὴ ὂν ὡς ἀρχὴ τοῦ ὄντος.
Μὲ τὸν Πλωτίνο παρατηροῦμε μὲ ποιόν τρόπο ἡ προσπάθεια νὰ ταυτιστεῖ τὸ πραγματικὸ μὲ αὐτὸ ποὺ συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης ὁδηγεῖ τὴ σκέψη νὰ θεωρήσει ὡς ὅρο δυνατότητας τοῦ πραγματικοῦ κάτι ποὺ ὄχι μόνο δὲν συνάδει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις της, ἀλλὰ πού, ἀντιθέτως, ὁρίζεται ὡς αὐτὸ ποὺ ἡ σκέψη δὲν μπορεῖ νὰ νοή σει : ὡς τὸ ἀπερινόητο, τὸ ἄρρητο. Ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσπάθεια νὰ νοηθεῖ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὄντος. Τούτη ἡ προσπάθεια ὁδηγεῖ τὴ σκέψη νὰ θέσει ἡ ἴδια κάτι ποὺ τὴν ξεπερνᾶ, τὸ ἄρρητο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζει Ἓν ἢ Ἀγαθόν . Μέσω τῶν περίφημων περιτροπῶν τῆς σκέψης, ἡ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία ἐπιχειρεῖ νὰ νοήσει τὸ ἀπερινόητο, τὸ ὁποῖο ἔχει θέσει ὡς ἀρχὴ τοῦ νοητοῦ, προσεγγίζοντάς το κάθε φορὰ καὶ ἀπὸ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, δίχως ὡστόσο νὰ κατορθώνει ποτὲ νὰ τὸ φτάσει. 26
Αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν οὐσία της παράδοξη διδασκαλία ἄσκησε βαθύτατη ἐπιρροή. 27 Ἡ ἀντινομία ποὺ συναντᾶται σὲ αὐτὴν θὰ ἐπαναληφθεῖ, μέσα ἀπὸ διαρκεῖς μεταμορφώσεις, ἀναρίθμητες φορὲς στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας. Ἔτσι, γιὰ νὰ φέρουμε ὁρισμένα παραδείγματα ἀπὸ τὴ νεότερη φιλοσοφία, θὰ συναντήσουμε, στὸν Βόλφ, τὴν ἀπόπειρα νὰ συναχθεῖ τὸ ἐνεργεία ἀπὸ τὸ δυνάμει, στὸν Κάντ, τὸ φαινόμενο ἀπὸ τὸ καθ ̓ αὑτό, στὸν Φίχτε, τὸ ἐμπειρικὸ ἀπὸ τὸ ὑπερβατολογικό, στὸν Σέλλινγκ, τὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ λογικὸ καί, τελικά, στὸν Χέγκελ, τὸ πραγματικὸ ἀπὸ τὸ ἀντιφατικό.
26 Γιὰ μιὰ ἀπαράμιλλα διαφωτιστικὴ παρουσίαση τῶν σχετικῶν δυσκολιῶν, βλ. Δαμάσκιος Διάδοχος, Ἀπορίαι καὶ λύσεις περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν , ἐκδ. Leendert Gerrit Westerink, τόμ. Ι, Belles Lettres, Παρίσι 1986. 27 Γιὰ τὴ μεταμόρφωση καὶ ἐπεξεργασία αὐτῆς τῆς προβληματικῆς στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀποφατικῆς καὶ μυστικῆς θεολογίας, βλ. E. von Ivanka, Plato Christianus , Ἀινζίντελν 1964 [= Χριστιανικὸς πλατωνισμός , Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης (ὑπὸ ἔκδοση)].