«Σε τι συνίσταται μια ευτυχισμένη ζωή; Ποιες απολαύσεις παρέχουν αληθινή και διαρκή ικανοποίηση και ποιες είναι φευγαλέες και οδηγούν στον πόνο; Γιατί και πώς εμποδίζουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας να ευτυχήσει;». Σε αυτά τα ερωτήματα αναζητά απαντήσεις ο Ντάνιελ Κλάιν
Ο Επίκουρος μεγάλωσε στη Σάμο. Γεννήθηκε το 341 π.Χ., μόλις επτά χρόνια μετά το θάνατο του Πλάτωνα, αλλά δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από αυτόν.
Τον Επίκουρο τον απασχόλησε κυρίως το ερώτημα πώς μπορεί κάποιος να ζήσει τη βέλτιστη δυνατή ζωή, ειδικά από τη στιγμή που έχουμε μόνο μία – ο Επίκουρος δεν πίστευε στη μεταθανάτια ζωή.
Αυτό φαίνεται να είναι το πιο βασικό φιλοσοφικό ερώτημα, το ερώτημα όλων των ερωτημάτων. Συχνά όμως οι μελετητές της ιστορίας της δυτικής φιλοσοφίας διαπιστώνουν με απογοήτευση ότι στο πέρασμα των αιώνων το εν λόγω ερώτημα έχασε την προτεραιότητά του από φιλοσοφικά ερωτήματα που θεωρήθηκαν πιο επίκαιρα, όπως το υπερβατικό «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;», του Μάρτιν Χάιντεγκερ, το οποίο παλιότερα με έκανε να ξεσπάω σε γέλια από την αδυναμία μου να το κατανοήσω, ή το επιστημολογικό πρόβλημα «Πώς γνωρίζουμε τι είναι πραγματικό;». Ασφαλώς ο Επίκουρος διερεύνησε τη φύση της πραγματικότητας, αλλά κατά βάση το έκανε με γνώμονα το υπέρτατο ερώτημά του «Πώς ζει κανείς με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τη ζωή του;». Δεν είναι κακό ερώτημα.
Η απάντηση του Επίκουρου, μετά από πολυετή εμβριθή στοχασμό, ήταν ότι η βέλτιστη δυνατή ζωή που μπορεί να ζήσει κάποιος είναι μια ευτυχισμένη ζωή, μια ζωή γεμάτη ευχαρίστηση.
Εκ πρώτης όψεως αυτό το συμπέρασμα μοιάζει αστόχαστο, σαν απόφθεγμα «σοφίας» από συσκευασία τσαγιού Celestial Seasonings.
Ωστόσο ο Επίκουρος ήξερε ότι πρόκειται απλώς για μια αφετηρία στοχασμού πάνω στα πιο δυσχερή και περίπλοκα ερωτήματα: σε τι συνίσταται μια ευτυχισμένη ζωή, ποιες απολαύσεις παρέχουν αληθινή και διαρκή ικανοποίηση και ποιες είναι φευγαλέες και οδηγούν στον πόνο, καθώς και το κεφαλαιώδες ερώτημα γιατί και πώς εμποδίζουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας να ευτυχήσει.
Οφείλω να ομολογήσω ότι αρχικά απογοητεύτηκα όταν κατάλαβα ότι ο Επίκουρος δεν είναι επικούρειος, τουλάχιστον όχι με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο – για να περιγράψουμε δηλαδή έναν ακραιφνή αισθησιοκράτη με άκρως εκλεπτυσμένο ουρανίσκο.
Να το θέσω ως εξής: ο Επίκουρος προτιμούσε ένα πιάτο σκέτες βραστές φακές από ένα γεύμα με ψητό φασιανό εμποτισμένο με μαστίχα, μια λιχουδιά που ετοίμαζαν οι δούλοι για τους άρχοντες στην αρχαία Ελλάδα.
Αυτή η προτίμησή του δεν απέρρεε από κάποια δημοκρατική ευαισθησία, αλλά από τη λαχτάρα του για προσωπική άνεση, στην οποία σαφώς συνέβαλλε και το φαγητό του.
Ο φασιανός διέγειρε πλουσιοπάροχα τους γευστικούς κάλυκες, αλλά ο Επίκουρος δεν ήταν αισθησιοκράτης με αυτήν την έννοια: δεν αναζητούσε την εξεζητημένη αισθητηριακή έξαψη – όχι, φέρτε τις βραστές φακές!
Κατ’ αρχάς, απολάμβανε πολύ το φαγητό που είχε παραγάγει ο ίδιος· αυτό συνέβαλλε στην ικανοποίηση που του παρείχαν οι φακές ως γεύμα.
Έπειτα, κρατούσε μια ζεν στάση απέναντι στις αισθήσεις του: αν κατάφερνε να γευτεί ολοκληρωτικά τις φακές, θα απολάμβανε όλες τις λεπτές γευστικές πτυχές τους και μια τέρψη ανάλογη με αυτή που συνοδεύει πιο πληθωρικά περίτεχνες νοστιμιές.
Το πιάτο αυτό είχε επίσης το πλεονέκτημα ότι ήταν έτοιμο σε χρόνο μηδέν.
Ο Επίκουρος δεν ήταν ο τύπος που θα καθόταν να ασχοληθεί με ανιαρές, διεκπεραιωτικές εργασίες, όπως είναι, ας πούμε, το να στάζεις τη μαστίχα λίγο-λίγο πάνω σ’ ένα φασιανό που ψήνεται με τις ώρες.
Ορισμένοι Αθηναίοι είδαν τον Επίκουρο και τις ιδέες του ως απειλή για την κοινωνική σταθερότητα. Μια φιλοσοφία που έθετε ως υπέρτατο στόχο της ζωής την προσωπική ευχαρίστηση και που υποστήριζε ανοιχτά την ιδιοτέλεια θα μπορούσε να καταστρέψει αυτό που από τη δική τους σκοπιά αποτελούσε το συνδετικό ιστό του δημοκρατικού πολιτεύματος: τον αλτρουισμό.
Υποστήριζαν ότι ο εγωκεντρισμός που πρέσβευε ο Επίκουρος υπονόμευε την έννοια του καλού πολίτη. Όμως, ο Επίκουρος και οι οπαδοί του δεν έδιναν δεκάρα για το τι πίστευαν οι επικριτές τους. Κατ’ αρχάς, οι Επικούρειοι δεν ενδιαφέρονταν σχεδόν καθόλου για τον πολιτικό βίο.
Μάλιστα πίστευαν ότι για να απολαύσει κάποιος μια αληθινά ικανοποιητική ζωή πρέπει να αποσυρθεί ολοκληρωτικά από τη δημόσια σφαίρα· η κοινωνία θα λειτουργούσε μια χαρά αν όλοι απλώς υιοθετούσαν έναν κανόνα συμπεριφοράς του τύπου «Ζήσε τη ζωή σου και άσε τους άλλους να ζήσουν τη δική τους», με τον καθένα να επιδιώκει τη δική του ευτυχία. Αυτό αποτελεί φυσική απόρροια μίας από τις βασικές αρχές του Επίκουρου: «Είναι αδύνατο να ζει κάποιος συνετά, καλά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».
Ο Επίκουρος ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε τη φιλοσοφία του, και σε αυτό το πνεύμα δημιούργησε μια πρώιμη μορφή κοινοβίου, τον Κήπο, στα περίχωρα της Αθήνας, όπου μαζί με μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων φίλων του ζούσαν απλά, καλλιεργούσαν λαχανικά και φρούτα, έτρωγαν μαζί και συζητούσαν ατελείωτα – κυρίως, φυσικά, για τον Επικουρισμό.
Οποιοσδήποτε επιθυμούσε να ενταχθεί στη συντροφιά τους ήταν ευπρόσδεκτος, όπως φαίνεται από την επιγραφή που υπήρχε στην είσοδο του Κήπου:
«Ξένε, καλά θα κάνεις να μείνεις εδώ· εδώ το υψηλότερο αγαθό είναι η ευχαρίστηση. Ο επιστάτης αυτής της κατοικίας, ένας φιλικός οικοδεσπότης, σε περιμένει· θα σε καλωσορίσει με ψωμί, και νερό θα σου προσφέρει, επίσης άφθονο, με τα παρακάτω λόγια: “Δεν έχεις απολαύσει καλή φιλοξενία; Αυτός ο κήπος δεν διεγείρει την όρεξή σου, αλλά την ικανοποιεί”».
Δεν επρόκειτο ακριβώς για μενού υψηλής γαστρονομίας, αλλά η τιμή ήταν σωστή και η παρέα άκρως ενδιαφέρουσα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, αντίθετα με τα ήθη που επικρατούσαν στην Ελλάδα την εποχή του Επίκουρου, οι γυναίκες ήταν ευπρόσδεκτες στον Κήπο και συμμετείχαν στις φιλοσοφικές συζητήσεις ισότιμα με τους άντρες.
Ακόμη και πόρνες τύχαινε να παρευρεθούν στο τραπέζι, δίνοντας τροφή στο αθηναϊκό κουτσομπολιό για να προσάπτει στον Επίκουρο και στους οπαδούς του έναν έκλυτο ηδονισμό.
Αλλά σαφέστατα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο: οι Επικούρειοι προτιμούσαν πολύ περισσότερο τις γαλήνιες ηδονές από τις παράφορες. Η απλή αλήθεια είναι ότι, αντίθετα με την ελληνιστική φιλοσοφία εκείνης της περιόδου, ο επικουρισμός ασπαζόταν και εφάρμοζε μια ριζοσπαστική ισοτιμία, τόσο σε ό,τι αφορά το φύλο όσο και την κοινωνική τάξη.
Σήμερα τα περισσότερα πρωτότυπα χειρόγραφα του Επίκουρου έχουν χαθεί ή καταστραφεί (πιστεύεται ότι έγραψε περισσότερα από τριακόσια βιβλία, αλλά στο ακέραιο σώζονται μόνο τρεις επιστολές και μερικοί αφορισμοί), πάντως στην εποχή του η φιλοσοφία του διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα και αργότερα εξαπλώθηκε με ταχείς ρυθμούς στην Ιταλία, ιδίως από τότε που ο Ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος κατέγραψε τις βασικές επικούρειες αρχές στο κορυφαίο έργο του Για τη φύση των πραγμάτων.
Η διαιώνιση της φιλοσοφίας του Επίκουρου οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό στην προνοητικότητα και στο πορτοφόλι του: με την τελευταία διαθήκη του προικοδότησε μια σχολή, για να συνεχίσει τη διδασκαλία του.
Ο Αμερικανός φιλόσοφος και συγγραφέας Ντάνιελ Κλάιν διαλογίζεται στην Ύδρα πάνω στο υπέρτατο ερώτημα του Επίκουρου: «Πώς ζει κάποιος με το βέλτιστο δυνατό τρόπο τη ζωή του;». Διαβάστε τον, ποτέ δεν είναι αργά –έστω και τόσους αιώνες αργότερα–για μια θέση στον Κήπο!
Απόσπασμα (Το κεφάλαιο «Τα ελαιόδεντρα του γέρου Έλληνα – Για την Επικούρεια φιλοσοφία της ευτυχίας», σελ. 25) από το βιβλίο του Ντάνιελ Κλάιν «Ταξίδια με τον Επίκουρο – Αναζητώντας τη φύση της ευτυχίας μέσα στο ελληνικό φως», μτφ. Πέτρος Γεωργίου, εκδ. Πατάκη